s/s Zephyr Ήταν ένα βαπόρι αυτό που βλέπετε στην φωτογραφία την οποία ιχνογράφησα εκ μνήμης, που σημάδεψε τη ζωή μου, έτσι ήρθαν τα πράγματα από μόνα τους σαν το πεπρωμένο να ήταν γραμμένο, όχι δεν τα είχα προμελετήσει, ούτε είχα βάλει κανένα πρόγραμμα, απλούστατα ήμουν ξέμπαρκος στη Νέα Υόρκη, ζητούσα μπάρκο, τον καιρό εκείνο η Νέα Υόρκη ήταν πόρτο μαρίνα. Όταν λοιπόν μπαρκάρισα σε αυτό το βαπόρι δεν ήμουν ούτε 22 χρονών, όταν ξεμπαρκάρισα ήμουν 28 χρονών.
Για έξη χρόνια αλωνίζαμε τους ωκεανούς, τις ηπείρους, αλλάζαμε τα μήκη και πλάτη της υδρογείου καθημερινώς. To σταθερό ωράριο μας το GMT, το βαπόρι φορτηγό καθόταν στα λιμάνια αρκετές μέρες, έτσι πάντοτε έκανα την έξοδό μου στα διάφορα κράτη ανακατευόμουν με τους ντόπιους προσπαθώντας μια κάποια οικειότητα με τις ξένες κουλτούρες.
Είχα καλή θέση ως πλήρωμα στο βαπόρι ήμουν υπεύθυνος τροφοδοσίας, Chief Steward, Τώρα μου φαίνεται αδύνατον να χωρέσει τούτος εδώ ο χώρος να περιγράψω ή έστω και να αφηγηθώ έξη χρονών περιπέτειες, γνωριμίες, να ζεις συνεχώς ανάμεσα σε θαλασσοδαρμένα άρμπουρα, η άχνη του αλατιού να κάνει στρώμα στην επιδερμίδα σου, τα κύματα να σε χορεύουν σαν καρυδότσουφλο, μα και να σε σκοτώνει αυτή η άτιμη η ρουτίνα, η έλλειψη γνωριμίας, η έλλειψη ειδήσεων, ραδιοφώνου, ανθρώπων, κοινωνίας, γυναικών, πολλές φορές μετά από ολόκληρα μερόνυχτα στο πέλαγος, που θα μπορούσαν να ήταν και μήνες, όταν κάποιος φώναζε στεριά τρέχαμε στην κουπαστή, προσπαθούσαμε να μυριστούμε την διαφορετικότητα του αέρα, κοιτάζαμε με δέος με ανυπομονησία πότε να φτάσουμε. Λες και είμαστε η καραβέλα του Κολόμβου που ζητούσε πλέοντας δυτικά να φθάσει ανατολικά. Κι όταν φτάναμε σε στεριά με την πρώτη ευκαιρία να ξεμπουκάραμε σαν γάτοι, να πατήσουμε χώμα, να δούμε γυναίκες, να αισθανθούμε άνθρωποι. Αναχωρώντας από το Περναμπούκο Βραζιλίας, πολλές μέρες εν πλω, μετά από αυτά που αφήσαμε τα γλέντια με γυναίκες Βραζιλιάνες, διαβήκαμε τον νότιο Ατλαντικό και πιάσαμε Νοτιοαφρικανική Ένωση, στο Πορτ Ελίζαμπεθ. Φτάσαμε πειναλέοι, ένεκα ζημιάς στα μηχανήματα, μας είχαν χαλάσει τα ψυγεία, αυτή η ευλογημένη χώρα, μας έφερε αμέσως φρέσκα φρούτα, κρέατα αρνιά, θυμηθήκαμε Ελλάδα.
Τα νέα από την Ελλάδα μαύρα, ανεργία, οι γέροι, όπως και όλοι περίμεναν βοήθεια.
Από εκεί θα έπρεπε να αναχωρήσουμε για τον κόλπο της Βεγγάλης, να φουντάρουμε στο δέλτα των ποταμών Μέγνα και Γάγκη να ξεφορτώσουμε μερικό ρύζι σε μαούνες και να προχωρήσουμε προς την πόλη της Τσιταγκόνγκ της Μπανγκλαντές, ενδιάμεσος σταθμός για καύσιμα ήταν το Κολόμπο Κεϋλάνης.
Κανονικά θα έπρεπε να είχα φύγει από αυτό το βαπόρι, κάτι όμως με κρατούσε σα μαγνήτης πάνω του λες και ήτανε στοιχειωμένο, έτσι συνδέθηκα με αυτό, με τις σάπιες λαμαρίνες του, μέχρι που δεν άντεξα και όταν το αποχωρίστηκα έκλαιγα. Τότε άρχισα να ζω μια ζωή που όμως μου την είχε χαράξει η ρότα του βαποριού, μια ζωή που αυτό το ίδιο μου έμαθε, εφόσον με κουβαλούσε στην πλάτη του επάνω για 2190 μέρες, μέχρι σήμερα είμαι αυτός που θέλησε να είμαι το βαπόρι εκείνο.
Είχα ήδη προσευχηθεί σε βουδιστικές παγόδες και ναούς, τζαμιά και εκκλησίες, είχα δοκιμάσει ένα σωρό ξένες κουλτούρες, τσιγγάνες μου είχαν διαβάσει την τύχη, στην παλάμη, μα και στα χαρτιά, έτσι ένα πρωί, αυθόρμητα, προσπάθησα να σταματήσω την κίνηση της γης, αλλά σταμάτησα την δική μου, σε ένα καταπράσινο τοπίο, σε μια τροπική ζούγκλα, σε μια καινούργια κατάσταση η οποία μου δίδαξε την έως τότε άγνωστη ανθρώπινη ζωή, του να παλεύω για την επιβίωση με καινούργια άγνωστα μέχρι τότε όπλα, έχοντας συντροφιά τη γυναίκα.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
s/s Zephyr