Αγοράζοντας Ελπίδα!
Με το βαπόρι κάναμε επισκευή στο Todd Shipyard Brooklyn οι επισκευές κρατούσαν 30-40 μέρες. Μάγειρας
ήταν ο Σαράντος Χριστακέας από τη Μάνη.
Με τον πόλεμο είχε φύγει στην Αίγυπτο, για τα
πολιτικά τον είχαν κλείσει οι Άγγλοι στα σύρματα, μετά γύρισε στην Ελλάδα κι
από εκεί βρέθηκε ναυτικός στη Νέα Υόρκη. Στο βαπόρι δούλευε μάγειρας, έλα όμως
που είχε το μικρόβιο του τζόγου, και ιππόδρομο. Ξαφνικά χάθηκε έτσι απότομα,
την κουζίνα την ανάλαβε ο καμαρότος Λουκάς Μανολέσος από την Σαντορίνη.
Ένα πρωί παρουσιάζεται έξαλλος γεμάτος λεφτά,
έπιασα το άλογο φώναζε κέρδισα 11 χιλιάδες δολάρια. Για την εποχή αυτή δεκαετία του 50 ήταν πολλά
λεφτά. Τον συμβούλεψαν όλοι βάλε τα λεφτά σου σε μια τράπεζα γύρνα στην
δουλειά σου, τίποτα αυτός δεν άκουγε
κανέναν ξανάφυγε. Πριν αναχωρήσει το βαπόρι ξαναήρθε άφραγκος για την δουλειά
του. Κάναμε ταξίδια Κούβα. Είχαμε γίνει φίλοι, πηγαίναμε σε ραντεβού με
κοριτσόπουλα στην Κούβα, σε διάφορες χοροεσπερίδες της Νέας Υόρκης, ψάχναμε για
κάτι καλύτερο, δεν βαριέσαι χαμένος κόπος. Κάναμε τριάμισι
χρόνια μαζί, μια βραδιά στο πέλαγος παίζοντας πόκα μάλωσαν έτρεξε να φέρει μια αυτόματη καραμπίνα
των 22 να σκοτώσει τον υποπλοίαρχο. Ο καπετάνιος Ι. Ξυλάς
από τα Καρδάμυλα Χίου τον έπιασε, του πήρε ην καραμπίνα, στο λιμάνι τον
ξεμπάρκαραν κι εγώ κληρονόμησα την καραμπίνα.
Πέρασαν τα χρόνια, έμαθα ότι είχε χάσει το
βαπόρι του στην Κούβα για μια γκόμενα, για να ζήσει πήγαινε στα βαπόρια κι
άλλαζε δολάρια. Τον έπιασε ο Κάστρο και τον έβαλε φυλακή.
Εγώ είχα πλέον εγκατασταθεί στην Γουατεμάλα,
μια μέρα ήρθε στο λιμάνι ένα καράβι δεξαμενόπλοιο, έμαθε ότι ήμουν εκεί ήρθε
σπίτι μου να με βρει. Όμως σύμπτωση δεν ήμουν είχα πάει στην πρωτεύουσα, μου
άφησε ένα σημείωμα, Τι κρίμα σκέφθηκα είχαμε να ιδωθούμε 15 χρόνια. Από εκεί
και μετά χαθήκαμε, ποιος ξέρει αν υπάρχει σήμερα; Όμως κατά βάθος ήταν καλός άνθρωπος.
Νέα Υόρκη ερχόταν κάθε βράδυ στις 9 για
δουλειά, που έκλεινε το εστιατόριο αναλάμβανε την καθαριότητα, ώστε το πρωί να
ήταν όλα στην εντέλεια.
Κάθε πρωί άνοιγα στις 5, με περίμενε να πληρωθεί με χρήματα που μου
άφηναν για να πληρωθούν όλοι οι τροφοδότες, γαλατάδες κλπ… Ξέραμε ότι αν δεν πληρωνόταν καθημερινώς το βράδυ δεν
ερχόταν για δουλειά. Από εκεί περίμενε μέχρι τις 8 που άνοιγαν το ΟΤΒ τα
στοιχήματα στον ιππόδρομο κι ακουμπούσε τα χρήματά του σε κάποιο άλογο, ή
φοράδα.
Το βράδυ ερχόταν πάλι άφραγκος, έκανε
λογαριασμούς κι άρχιζε τις ιστορίες αν είχα παίξει αυτό ή εκείνο ήταν ο Μπάμπης μας για χρόνια και χρόνια
επαναλαμβανόταν το ίδιο και το ίδιο. Η σκηνή στην Νέα Υόρκη εποχή 1990-2003+
Σήμερα η ελπίδα του να γίνεις πλούσιος
αγοράζοντας λόττο έχεις την ίδια πιθανότητα σα την πιθανότητα να πέσει πάνω σου κεραυνός.
Κι όμως οι εφευρέτες των νούμερων, των ξυστών
έχουν κατορθώσει και πουλούν ελπίδα προπαντός στην φτωχολογιά, σε χιλιάδες και
χιλιάδες συνανθρώπους μας, που όταν τους λέγω ανοίχτε έναν κουμπαρά και βάνετε
τα καθημερινά χρήματα που ξοδεύεται σε νούμερα. Στο τέλος του χρόνου θα έχετε
τόσα, είναι σα να κερδίσατε το Λόττο.
Δεν βαριέσαι χάνω τα λόγια μου, και όχι μόνο
αλλά μένω να μονολογώ το πιστεύω μου που δεν συμμερίζεται κανένας.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης