Ανακεφαλαίωση,
Κάποτε τα
παλιά χρόνια που δεν ήταν της μόδας οι υπολογιστές έγραφα σε χαρτί, σε σελίδες
που τις πέταγα σε κάποια γωνιά μέχρι να έρθει η ώρα τους να καθαρίσω την
γωνιά. Τότε τις μάζευα τις έβανα σε
κάποια τάξη, εν τω μεταξύ αγόρασα υπολογιστή και αντέγραφα τις σελίδες σε
υπολογιστή, μετά έψαχνα για εκδότη. Όμως η τιμή δεν μου επέτρεπε, έτσι
αρκέστηκα ότι μπορώ να κάνω μόνος μου, έκδωσα αρκετά βιβλία. Τα έστελνα παντού έτσι ένας
φίλος απ’ τον Καναδά μου ζήτησε μερικά διηγήματά μου να τα βάλει στην
Ιστοσελίδα του, θα πρέπει να ήταν γύρω στο 2006, ήταν τότε που δεν είχα δική μου προσωπική ιστοσελίδα. Όμως χάρη τις προτροπές και την βοήθεια του φίλου
Στράτο απέκτησα δικό μου Μπλογκ το 2008
Έτσι
προχθές ο φίλος απ τον Καναδά μου
τηλεφώνησε και μιλούσαμε ολόκληρη ώρα, μου έστειλε δε κι ένα απ τα άρθρα μου που του είχε κάνει πολύ εντύπωση, μα και
το Λινκ ώστε να μπω στην ιστοσελίδα του και να διαβάσω τα περασμένα.
Το όνομά του είναι Κώστας
Δουρίδας μπορείτε να κάνετε κλικ στο
http://douridasliterature.com/axnaksera.html
Και θα
σας ανοίξει μια σελίδα δικιά του για εμένα εποχή 2006
Να έχετε
καλή εβδομάδα
ΜΙΑ ΜΕΡΑ
ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ
Η βαριά
σιδερένια σχάρα του εστιατορίου, που ήτανε πίσω από τον πάγκο έσταζε λίπος. Η
φωτιά κάτω απ' το μαντέμι έκανε τ' αυγά που ψηνόταν πάνω της να χοροπηδούν,
έμοιαζαν με ζωντανά όντα, ανακατεμένα με χοιρινό μπέικον τσιτσίριζαν σα να
κλαίγανε τη μοίρα τους. Τα δάκρυά τους έσταζαν σε φόρμα λίπους, ξεχείλιζαν από
τις άκρες του καυτού σίδερου, με πιτσίλιζαν και μου καίγανε τα σωθικά. Εκεί
στην άκρη της ζεστής μαντεμένιας πλάκας, βρισκόταν ένας τεράστιος σωρός από
βρασμένες, τριμμένες και μετά ψημένες πατάτες, μουσκεμένες με λίπος από μπέικον
και πασπαλισμένες με ουγγαρέζικη πάπρικα. Πατάτες που σερβιριζόταν μαζί με τ'
αβγά.
Σα
σίφουνας ορμούν οι πελάτες, όλοι μαζεμένοι, τρέχουν να βρεθούν πρώτοι στην
ουρά, αφού όλοι αρχίζουν δουλειά την ίδια ώρα, μερικοί προσπαθούσαν να
προσπεράσουν για να σερβιριστούν πρώτοι. Ήταν μια γειτονιά της Νέας Υόρκης με
πολλά εργοστάσια και οι πελάτες, οι περισσότεροι έπαιρναν το πρωινό τους να το
φάνε κάπου έξω, βαδίζοντας στο πεζοδρόμιο, για να μην καθυστερήσουν, ή σε
κάποια γωνιά του εργοστασίου.
Εδώ, στα
γούστα τους, καθρεφτίζεται η προβληματική ανθρώπινη παραξενιά και
ιδιοσυγκρασία.
«Εγώ,
θέλω δυο αυγά χτυπητά με κρεμμύδια, πατάτες και μπέικον,» φώναξε ένας ταξιτζής,
κάθισε στο σκαμπό και περίμενε να σερβιριστεί.
«Εμένα θα
μου βάλεις τέσσερα ασπράδια από αυγά ομελέτα, όχι με πατάτες αλλά με κουρκούτι,
και φρυγανιές σταρένιες ολικής αλέσεως,» είπε ένας χοντρός, κάθισε δίπλα στον
ταξιτζή και περίμενε.
«Εγώ θέλω
ομελέτα με αμερικάνικο τυρί, βάλε μου και αγγουράκια τουρσί, πατάτα σαλάτα, και
κολ-σλοου,» φώναξε ένας εβραίος, μάζεψε το πανταλόνι του που ήταν έτοιμο να
πέσει, κάθισε και φώναξε για νερό, καφέ κι άρχισε τη μουρμούρα για το πόσο
αργεί να ετοιμαστεί η παραγγελία.
«Θέλω ένα
αβγό σάντουιτς σε φρυγανιά με μπέικον, αλλά να μη σπάσει ο κρόκος.» Είπε μια
όρθια παράξενη βιαστική ύπαρξη, που δούλευε καθαρίστρια σε σχολικό κτίριο της
περιοχής.
Ένας
Ιταλός εργάτης φώναζε: «Δυο αυγά χτυπητά με τηγανιτές πατάτες, σε Ιταλικό
φραντζολάκι, θα το πάρω μαζί μου.»
«Δυο αβγά
μελάτα, με καπνιστό χοιρομέρι,» φώναξε ένας που είχε χώσει τα μούτρα του σε μια
ανοιχτή εφημερίδα. Κάθισε στο μικρό τραπεζάκι και περίμενε.
«Δυο αυγά
μάτια με λουκάνικα. Δεν θέλω βούτυρο στις φρυγανιές μου, οι πατάτες να είναι
ξεροψημένες.» Από κάπου ακούστηκε μια φωνή.
Η
σερβιτόρα μου έφερε πίσω το πιάτο με τ' αυγά και μου είπε.
«Αυτή εκεί
η χοντρή λέει ότι είναι πολύ ψημένα τ' αβγά, θέλει άλλα να είναι πιο ωμά.
Πρόσεχε πάλι, αυτός εκεί ο εβραίος λέει ότι σε είδε να πιάνεις τη φρυγανιά με
τα χέρια σου, δεν τη θέλει, δώσε του άλλη, βάλε και αυτά τα ρημάδια τα γάντια
σου επιτέλους, γιατί σου τα φέρανε, να τα κοιτάς;»
Ένας
Ισπανόφωνος μπερδεύτηκε στη γλώσσα, «θέλω τηγανιτές γαλλικές πατάτες.»
«Φτιάξε
μας μια ομελέτα με μαρμελάδα και Γαλλικές φρυγανιές,» φώναξαν κάτι νεοφερμένοι
Ιρλανδοί.
Η
σερβιτόρα μου έφερε πίσω το πιάτο με τις τηγανιτές πατάτες. «αυτός ο
Ισπανόφωνος λέει ότι του λείπουν τ' αυγά, θύμωσε μάλιστα.»
«Μα δεν
μου είπε για αβγά,» τόλμησα να πω.
«Δεν
πειράζει, βάλε του αβγά να τελειώνουμε.»
Μια παρέα
από εργάτριες εργοστασίου φάνηκε, περικύκλωσαν τον πάγκο, «θέλουμε δέκα φραντζολάκια
ζεστά με πολύ βούτυρο,» μου είπαν «και δέκα καφέδες με γάλα και ζάχαρη»
«Τους
καφέδες θα τους πάρετε από τη σερβιτόρα,» τους είπα.
Η
σπάτουλα στα χέρια μου ανεβοκατέβαινε σα μηχανή. Ο ιδρώτας μου, έσταζε μέσα στα
πιάτα, για να μην ξεχνάω τις παραγγελίες δεν μιλούσα. Τα χαρτόνια με τ' αβγά
άδειαζαν το ένα μετά το άλλο. Προσπαθούσα να βγάλω κι αυτή τη μέρα, με την
καταπιεστική σκλαβιά, σώματος και νου, ενωμένους, πασχίζοντας να επιζήσω, στο
κατεστημένο του μεροκάματου. Οι παραγγελίες γι' αβγά ερχόταν σαν αλυσίδα
άγκυρας βαποριού, που γλιστρά να βρει τον πάτο της θάλασσας.
Μια άγρια
συρτή σπαρακτική φωνή ξέσχισε τον αέρα. «Μη βαράς ρε! Έλληνας είμαι.» Γύρισα το
κεφάλι προς την φωνή. Το αφεντικό είχε ρίξει έναν άνθρωπο στο πάτωμα και τον
έδερνε. «Να και τούτη, να και την άλλη, που θα μου πεις ότι η πορτοκαλάδα μου
είναι νερωμένη.» Βαρέθηκε να χτυπά, τον άφησε, σηκώθηκε από πάνω του, πέρασε τ'
ανοιχτά δάχτυλά του σα χτένα για να στρώσει τα μαύρα μαλλιά του, ήρθε πίσω από
τον πάγκο και μου είπε:
«Γιατί
δεν ήρθες να βοηθήσεις;»
«Δηλαδή,
να κάνω τι;»
«Να
χτυπήσεις κι εσύ, εκεί σε χρειαζόμουνα,» δεν του απάντησα, εξακολούθησα να
δουλεύω στο καυτό μαντέμι, ικανοποιώντας χιλιάδες ιδιοτροπίες, ανάμεσα στ' αβγά
και στους ανθρώπους.
Όταν
τελείωσα τη δουλειά είχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει. Το αφεντικό φώναξε τον
πιατά να κατεβάσει τα ρολά της πόρτας και να κλειδώσει από μέσα. ’νοιξε τα
χέρια του κι αγκάλιασε το ταμείο, έχωσε τα χέρια του στα εντόσθιά του κι άρχισε
να μετρά τις εισπράξεις της ημέρας, αρχίζοντας από τα κέρματα και τελειώνοντας
με τα πράσινα χαρτονομίσματα. Μια βλαστήμια ξέφυγε από το στόμα του. «Σήμερα
δεν είχαμε τόσο πολύ δουλειά, όπως άλλες φορές.» Μετά με φώναξε και μου είπε:
«Κοίταξε
να βρεις αλλού δουλειά, δεν κάνεις για το μαγαζί μου.»
Πέταξα τη
βρώμικη ποδιά σε μια γωνιά, πήρα τα χρήματα του κόπου μου που μου έδινε με το
βρώμικο χέρι του. Μετά φώναξε τον πιατά και του είπε να μου ανοίξει την πόρτα
να φύγω και ξανά να κλειδώσει πίσω μου. Ήταν η γειτονιά του Μπάουρι της Νέας
Υόρκης.
Ένα βάρος
ξέφυγε από το στήθος μου. Τα χείλη μου άνοιξαν κι ένας βαθύς χαρούμενος
αναστεναγμός όρμησε έξω, σφυρίζοντας για τη λευτεριά νου και σώματος.
Απ' τη
χαρά μου έδωσα μια κλωτσιά στον αέρα και προσπάθησα να χαρώ τη στιγμή της
λύτρωσής μου, κλείνοντας τα παράθυρα των υποχρεώσεών μου.
Χαρούμενος
κατευθύνθηκα στο υπόγειο μετρό, στο σπίτι με περίμεναν με ανοιχτή αγκαλιά σε
μια οικογενειακή ζεστή θαλπωρή, πήγα αποφασισμένος ν' απολαύσω τη λευτεριά μου
μαζί τους, έστω και προσωρινός. 'Άφησα τις σκέψεις μου στο ντουλαπάκι του
αύριο, για να χαρώ την παρούσα κατάσταση, αρνούμενος προς στιγμή να σκεφτώ ότι
την ερχόμενη εβδομάδα νους και σώμα θα έβγαιναν παρέα για αναζήτηση δουλείας
στα διάφορα γραφεία εργασίας της 8ης Λεωφόρου και 40 δρόμων της Νέας Υόρκης.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης