Ιστορίες της Νύχτας # 8
Breakfast time in New York
Η βαριά σιδερένια ‘grill’ σχάρα του εστιατορίου, που ήτανε πίσω από τον
πάγκο έσταζε λίπος. Η φωτιά κάτω απ' το μαντέμι έκανε τ' αυγά που ψηνόταν πάνω
της να χοροπηδούν, έμοιαζαν με ζωντανά όντα, ανακατεμένα με χοιρινό μπέικον
τσιτσίριζαν σα να κλαίγανε τη μοίρα τους. Τα δάκρυά τους έσταζαν σε φόρμα
λίπους, ξεχείλιζαν από τις άκρες του καυτού σίδερου, με πιτσίλιζαν και μου
καίγανε τα σωθικά. Εκεί στην άκρη της ζεστής μαντεμένιας πλάκας, βρισκόταν ένας
τεράστιος σωρός από βρασμένες, τριμμένες και μετά ψημένες πατάτες, μουσκεμένες
με λίπος από μπέικον και πασπαλισμένες με ουγγαρέζικη πάπρικα (home fries).
Πατάτες που σερβιριζόταν μαζί με τ' αυγά.
Σα σίφουνας
ορμούν οι πελάτες, όλοι μαζί, τρέχουν να βρεθούν πρώτοι στην ουρά, αφού όλοι
αρχίζουν δουλειά την ίδια ώρα, μερικοί προσπαθούσαν να προσπεράσουν για να
σερβιριστούν πρώτοι. Ήταν μια γειτονιά της Νέας Υόρκης με πολλά εργοστάσια και
οι πελάτες, οι περισσότεροι έπαιρναν το πρωινό τους να το φάνε κάπου έξω,
βαδίζοντας στο πεζοδρόμιο, για να μην καθυστερήσουν, ή σε κάποια γωνιά του
εργοστασίου.
Εδώ, στα
γούστα τους, καθρεφτίζεται η προβληματική ανθρώπινη παραξενιά και
ιδιοσυγκρασία.
«Θέλω δυο
αυγά χτυπητά με κρεμμύδια, πατάτες και μπέικον,» φώναξε ένας ταξιτζής, κάθισε
στο σκαμπό και περίμενε να σερβιριστεί.
«Εμένα θα μου
βάλεις τέσσερα ασπράδια από αυγά ομελέτα, όχι με πατάτες αλλά με Grits και φρυγανιές σταρένιες ολικής αλέσεως,» είπε
ένας χοντρός, κάθισε δίπλα στον ταξιτζή και περίμενε.
«Εγώ θέλω
ομελέτα με αμερικάνικο τυρί, βάλε μου και αγγουράκια τουρσί, πατάτα σαλάτα, και
coleslaw,» φώναξε ένας εβραίος, μάζεψε το πανταλόνι του που ήταν έτοιμο να
πέσει, κάθισε και φώναξε για νερό, καφέ κι άρχισε τη μουρμούρα για το πόσο
αργεί να ετοιμαστεί η παραγγελία.
«Θέλω ένα αυγό
σάντουιτς σε φρυγανιά με μπέικον, αλλά να μη σπάσει ο κρόκος.» Είπε μια όρθια
παράξενη βιαστική ύπαρξη, που δούλευε καθαρίστρια σε σχολικό κτίριο της
περιοχής.
Ένας Ιταλός
εργάτης φώναζε: «Δυο αυγά ομελέτα με τηγανιτές πατάτες, σε Ιταλικό φραντζολάκι,
θα το πάρω μαζί μου.»
«Δυο αβγά
μελάτα, με Ham χοιρομέρι,» φώναξε ένας που είχε χώσει τα
μούτρα του σε μια ανοιχτή εφημερίδα. Κάθισε στο μικρό τραπεζάκι και περίμενε.
«Δυο αυγά
μάτια με λουκάνικα. Δεν θέλω βούτυρο στις φρυγανιές μου, οι πατάτες να είναι
ξεροψημένες.»
Η σερβιτόρα
μου έφερε πίσω το πιάτο με τ' αυγά και μου είπε.
«Αυτή εκεί η
χοντρή λέει ότι είναι πολύ ψημένα τ' αυγά, θέλει άλλα να είναι πιο ωμά. Πρόσεχε
πάλι, αυτός εκεί ο εβραίος λέει ότι σε είδε να πιάνεις τη φρυγανιά με τα χέρια
σου, δεν τη θέλει, δώσε του άλλη, βάλε και αυτά τα ρημάδια τα γάντια σου
επιτέλους, γιατί σου τα φέρανε, να τα κοιτάς;»
Ένας
Ισπανόφωνος μπερδεύτηκε στη γλώσσα,
-«θέλω “French-fries” τηγανιτές γαλλικές πατάτες.»
«Φτιάξε μας
μια ομελέτα με μαρμελάδα και Γαλλικές φρυγανιές, “French-toast”» φώναξαν κάτι νεοφερμένοι Ιρλανδοί.
Η σερβιτόρα
μου έφερε πίσω το πιάτο με τις τηγανιτές πατάτες. «αυτός ο Ισπανόφωνος λέει ότι
του λείπουν τ' αυγά, θύμωσε μάλιστα.»
«Μα δεν μου
είπε για αυγά,» τόλμησα να πω.
«Δεν πειράζει,
βάλε του αυγά να τελειώνουμε.»
Μια παρέα από
εργάτριες εργοστασίου φάνηκε, περικύκλωσαν τον πάγκο, «θέλουμε δέκα
φραντζολάκια ζεστά με πολύ βούτυρο,» μου είπαν «και δέκα καφέδες με γάλα και
ζάχαρη»
«Τους καφέδες
θα τους πάρετε από τη σερβιτόρα,» τους είπα.
Η σπάτουλα στα
χέρια μου ανεβοκατέβαινε σα μηχανή. Ο ιδρώτας μου, έσταζε μέσα στα πιάτα, για
να μην ξεχνάω τις παραγγελίες δεν μιλούσα. Τα χαρτόνια με τ' αβγά άδειαζαν το
ένα μετά το άλλο. Προσπαθούσα να βγάλω κι αυτή τη μέρα, με την καταπιεστική
σκλαβιά, σώματος και νου, ενωμένους, πασχίζοντας να επιζήσω, στο κατεστημένο
του μεροκάματου. Οι παραγγελίες γι' αυγά ερχόταν σαν αλυσίδα άγκυρας βαποριού,
που γλιστρά να βρει τον πάτο της θάλασσας.
Το απογευματάκι τελείωσα τη δουλειά, Το αφεντικό ένας κοντός από τον Πύργο της Ηλείας φώναξε
τον πιατά να κατεβάσει τα ρολά της πόρτας και να κλειδώσει από μέσα.
Άνοιξε τα χέρια του κι αγκάλιασε το ταμείο, έχωσε τα
χέρια του στα εντόσθιά του κι άρχισε να μετρά τις εισπράξεις της ημέρας,
αρχίζοντας από τα κέρματα και τελειώνοντας με τα πράσινα χαρτονομίσματα. Μια
βλαστήμια ξέφυγε από το στόμα του. «Σήμερα δεν είχαμε τόσο πολύ δουλειά, όπως
άλλες φορές.» Μετά με φώναξε και μου είπε:
«Κοίταξε να
βρεις αλλού δουλειά, δεν κάνεις για το μαγαζί μου, δεν είσαι αρκετά γρήγορος»
Πέταξα τη
βρώμικη ποδιά σε μια γωνιά, πήρα τα χρήματα του κόπου μου που μου έδινε με το
βρώμικο χέρι του. Μετά φώναξε τον πιατά και του είπε να μου ανοίξει την πόρτα
να φύγω και ξανά να κλειδώσει πίσω μου.
Ένα βάρος
ξέφυγε από το στήθος μου. Τα χείλη μου άνοιξαν κι ένας βαθύς χαρούμενος
αναστεναγμός όρμησε έξω, σφυρίζοντας για τη λευτεριά νου και σώματος.
Απ' τη χαρά
μου έδωσα μια κλωτσιά στον αέρα και προσπάθησα να χαρώ τη στιγμή της λύτρωσής
μου, κλείνοντας τα παράθυρα των υποχρεώσεών μου.
Χαρούμενος
κατευθύνθηκα στο μετρό, στο σπίτι με
περίμεναν με ανοιχτή αγκαλιά σε μια οικογενειακή ζεστή θαλπωρή, πήγα
αποφασισμένος ν' απολαύσω τη λευτεριά μου μαζί τους, έστω και προσωρινός.
'Άφησα τις σκέψεις μου στο ντουλαπάκι του
αύριο, για να χαρώ την παρούσα κατάσταση, αρνούμενος προς στιγμή να σκεφτώ ότι
την ερχόμενη εβδομάδα νους και σώμα θα έβγαιναν παρέα για αναζήτηση δουλειάς
στα διάφορα γραφεία εργασίας της 8ης Λεωφόρου και 40 δρόμων της Νέας
Υόρκης.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης