Η γιορτή της Μητέρας:
Η εξομολόγηση του γιου της:
Ένα καντήλι κι αυτό έκαιγε νυχτιάτικα, σημάδι ότι κατοικούσαν άνθρωποι, με το πολύ κρύο η μάνα γέμιζε μπουκάλες ζεστό νερό και τις έβαζε κάτω απ’ τα σκεπάσματα, ώστε να ζεσταίνουμε τα πόδια μας. Τα βράδια όλα τα παιδιά λέγαμε παραμύθια, με αυτά τα παραμύθια αποκοιμόμαστε, πάντα με τη λαχτάρα, με την αμφιβολία αν εμείς θα γινόμαστε κάποτε μέρος των παραμυθιών μας. Μοιάζαμε σαν μια πρωτότυπος πηγή παραμυθιών, Ελληνικού Χ. Κ. Άντερσεν, που όμως δεν καρποφόρησε. Η μάνα ήταν ο άξονας της ζωής όπου εμείς τα παιδιά περιφερόμαστε γύρω της σαν την γη γύρω απ’ τον ήλιο.
Προσκυνώ στην μνήμη της μάνας αυτήν που με έφερε στον κόσμο, αυτήν που τόσο λίγο γνώρισα… αυτή που δεν πρόλαβα να γνωρίσω και της αφιερώνω την εξομολόγηση μου
Θυμάσαι τότε μάνα μόλις άρχισα να γνωρίζω τον εαυτόν μου, άρχισε ο πόλεμος, η πείνα, η κακομοιριά όπου κράτησε μέχρι ωσότου έφυγα από κοντά σου, για να ικανοποιήσω τα όνειρά μας, που ήταν ένα μόνο: να χορτάσουμε όλοι μαζί ψωμί.
Πάλεψες όσο μπορούσε στα χρόνια του πολέμου, όμως δεν ήταν ούτε ένα ούτε δύο, ήταν πολλά, πάρα πολλά, στερηθήκαμε τα πάντα και όμως η αγάπη σου, η στοργή σου και η αυτοθυσία σου μας κράτησε ζωντανούς.
Τα χρόνια πέρασαν διάβηκαν, η ψευδαίσθηση του προσωρινού στα ξένα έγινε μόνιμη, το ξεροβόρι αυτό που κιτρινίζει τα φύλλα των δένδρων άσπρισε και τα μαλλιά σου, γέμισες ρυτίδες σαν τα ξερά τα φύλλα του φθινοπώρου που πέφτουν και τα τρώει η μαύρη γη. Όταν γύρισα μετά από 23 χρόνια τρόμαξα με την αλλαγή του χρόνου, σαν περαστικός γυρολόγος έμεινα για λίγο.
Τα τόσα χαμένα χρόνια μακριά σου δεν πρόλαβα να σε γνωρίσω, μόνη σου έμεινες να κοιτάς τα δυο βουνά της Πυλάρου, αντίο όνειρα, μια μοναξιά βαριά ασήκωτη που μόνο εσύ γνωρίζεις μέχρι που πάλι μόνη σου έφυγες για τον άλλο κόσμο. Αλήθεια τι είναι η ζωή; Μια απατηλή προσωρινή ιδέα που ποτέ δεν εκπληρώνεται σύμφωνα με το τι θέλεις.
Κι εμένα μου έμεινε η πίκρα το παράπονο γιατί; Ένα γιατί που με πνίγει που δεν υπάρχει καμιά λύση, μόνο η καρτερία σε ότι έχει απομείνει από τα χρόνια των ονείρων, αυτά που μας έλεγες σαν παραμύθια, στο κρύο του χειμώνα, κάτω απ’ τα σκεπάσματα συντροφιά με το φως απ’ το καντήλι αυτό που έκαιγε πάνω στο κομοδίνο, κι εμείς βρίσκαμε καταφύγιο στην αγκαλιά σου, έξω λυσσομανούσε ο βοριάς, ο πόλεμος, οι σκοτωμοί η πείνα και η δυστυχία..
Γαβριήλ Παναγιωσούλη