Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Ελληνικά Γράμματα:

Γ.Παναγιωσούλης, Β. Κοντομέρκου, Μ. Τζιλιάνος
Η Ε. Μελέμη, ο Ρ. Καππάτος ομιλητές της βραδυάς.

Πατήρ, Γ.Μπάλλας Β. Κοντομέρκου, Μ. Τζιλιάνος, Ρ. Καππάτος, Γ. Παναγιωσούλης

Γ. Παναγιωσούλης, Β. Κοντομέρκου, Μ. Τζιλιάνος. Χριστοφοράτου.

Τρεις πρώην Ναυτικοί, Γ. Παναγιωσούλης, Ρ. Καππάτος, Χ. Βρεττός

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011, η Ιόνιος Πολιτιστική Ομοσπονδία Αμερικής μαζί με τον Κεφαλληνιακό σύλλογο ‘ΚΕΦΑΛΟΣ’ εόρτασαν τα Ελληνικά Γράμματα, στο Κεφαλλονίτικο Σπίτι.
Ομιλητές η κα. Έλλη Μελέμη Δικηγόρος Εκδότρια του περιοδικού της Νέας Υόρκης COSMO POLIS, η οποία μας ανάλυσε το θέμα «ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ» Η επιρροή τους για την επικράτηση της Ορθοδοξίας στον Βυζαντινό Ελληνισμό.
Κατά τη γνώμη μου μια διαφωτιστική ομιλία, χωρίς καμία εκκλησιαστική επιρροή.

Ο Δεύτερος ομιλητής συγγραφέας και μεταφραστής προς και από τα Ισπανικά
Ρήγας Καππάτος, φίλος και συνάδελφος ναυτικός του Νίκου Καββαδία, μας μίλησε για το έργο του Καββαδία για τον επηρεασμό του στην αρχή από τον Γάλλο ποιητή (‘Τερσέ’;) μας ανάλυσε ένα ναυτικό ποίημα του Κώστα Ουράνη, την ψυχοσύνθεση του Καρυωτάκη, μας ανάγνωσε πολλά ποιήματα του Καββαδία, μας είπε διάφορες φιλικές σκηνές, και ανέκδοτα αναμεταξύ τους ως φίλοι και στο τέλος μας είπε ότι βρήκε κάπου στον υπολογιστή ότι τον διεκδικεί σαν παιδί της η Manchuria, βρήκε μάλιστα ένα του βιβλίο στην Αγγλική.

Αν κι έψαξα δεν το βρήκα, μόνο αυτό το της γέννησής του.’

(Nikos Kavadias was born in Manchuria, in the town of Nikolski Usuriski, near Harbin, where his father, a native of the island of Cephalonia, was a prosperous merchant. Because of the turbulent events taking place in the area at the time, Kavadias’s father brought his family back to Greece.)

Στην εκδήλωση ήταν αρκετός κόσμος με το πολύ χιόνι όμως δυσκολευόταν η κυκλοφορία προπαντός η εξεύρεση στάθμευσης ‘Parking’ εν τούτοις ή αίθουσα ήταν γεμάτη.
Στο τέλος έκοψαν την καθιερωμένη Βασιλόπιτα των συλλόγων…

Εύχομαι και του χρόνου να είμαστε υγιείς όλοι μαζί να ξανά εορτάσουμε, την ημέρα των Ελληνικών Γραμμάτων μα και τα παρακάλια μας στον θεό των Ελλήνων να μην μας στέλνει τόσο χιόνι, το λευκό ναι μεν είναι χρώμα αθωότητας, παρθενίας, αλλά το πολύ αρχίζει κι αλλάζει χρώμα, ένα χρώμα ταλαιπωρίας.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Σε άλλη Γη, σε άλλα Μέρη...
















Σημερινά Χιόνια 27 Ιανουαρίου 2011



Ας πούμε ότι βρώμαγε, ή ας πούμε ότι μύριζε όλος αυτός ο κόσμος, ρώτησα, γιατί;
Είναι από το λάδι καρύδας αυτό που άλειφαν τα κορμιά τους, τα μαλλιά τους μα κι απ το σαπούνι που χρησιμοποιούσαν.
Αγκυροβολημένοι στον Δέλτα του Γάγγη και Μέγνα ποταμών που χύνονται στην Θάλασσα της Βεγγάλης, έχοντας παρέα εκατοντάδες εργατών που ξεφόρτωναν ρύζι από τα’ αμπάρια του πλοίου σε μαούνες, αυτοί που έτρωγαν τη νύχτα στο κατάστρωμα του βαποριού από μια κοινή ξύλινη γαβάθα γεμάτη βραστό ρύζι στη μέση είχε ένα βαθούλωμα με κόκκινη σάλτσα γέμιζαν τα δάχτυλά τους με ρύζι το βούταγαν στην σάλτσα και το έφερναν στο στόμα τους. Αυτοί που μετά το φαγητό βαρούσαν τα ταμ, ταμ, άρχιζαν ένα τραγούδι, λυπητερά σα να μοιρολογάνε, αυτοί που έκαναν τις φυσιολογικές τους ανάγκες στηριζόμενοι σε δυο σανίδια στερεωμένα στην κουπαστή του βαποριού, πάνω στην επιφάνεια του ποταμού, και μετά έβγαναν νερό από το ίδιο το ποτάμι κι πλενόταν. Και μετά είχαμε και τους τελωνειακούς ντυμένοι στις άσπρες στολές τους, οι οποίοι δεν έτρωγαν τίποτε πριν νυχτώσει ήταν βλέπεται η εποχή του ραμαζάνι. Πριν φτάσουμε στην Chittagong, Μπανγκλαντές, περάσαμε από το Κολόμπο Σριλάνκα, εκεί είχαμε προμηθευτεί τρόφιμα και τσιγάρα.
Όχι δεν είχαν αμερικάνικα, ή ήταν πιο ακριβά, τότε πήραμε αγγλικά τα 555, τα black cat, capstan, players και άλλες μάρκες που δεν θυμούμαι.
Τότε ήταν της μόδας τα αμερικάνικα τσιγάρα ΚΕΝΤ ο Μαρκόνης, ένας Βραζιλιάνος όλο γκρίνιαζε, ερχόταν στην τραπεζαρία, άναβε τσιγάρο κοίταζε την μάρκα και βλαστημούσε, ήθελε ΚΕΝΤ, οι φιλονικίες στο πλήρωμα πολλές, η κουζίνα φτωχή ο μάγειρας αρνιόταν να ζυμώσει ψωμί δεν το λέει η σύμβαση αφού ήμασταν σε λιμάνι μα και τι λιμάνι ο Γάγγης ποταμός ο ιερός ποταμός των Ινδών.


Tο πλήρωμα οι μισοί έλληνες οι υπόλοιποι από όλες τις φυλές του κόσμου. Μετά άντε να βρεις λογική. Πόσες φορές είχα επιθυμήσει να τα παρατήσω όλα κάτω και να φύγω, ο καπετάνιος ένας ηλικιωμένος από την Σάμο καλός άνθρωπος, καπετάν Παναγιώτη δεν αντέχω άλλο φεύγω:
-ρε που θα πας κάτσε εδώ μαζί, το πρόβλημά του, δεν μιλούσε ξένη γλώσσα.
Έτσι μια μέρα μπάρκαραν δυο μαϊμούδες, μια ξανθιά, την έφερε μέσα ο υποπλοίαρχος, της είχε ένα λουρί στο λαιμό και την έδενε έξω από την πόρτα του δωματίου του, όταν δε ερχόταν στην τραπεζαρία για φαγητό έφερνε συνοδεία και την μαϊμού καθόταν δίπλα του στο τραπέζι. Αυτή δεν με χώνευε γρύλιζε και μου έδειχνε τα δόντια της όταν με έβλεπε, την φώναζε Νάρδα, άλλη μια πιο μαυριδερή είχε φέρει ο Μαθιός ένα Συριανός και την έβαλε στην Πρύμνη όπου ήταν το δωμάτιό του. Από κάπου μπήκε και ένας μαύρος γάτος, ε! μ’ αυτόν γίναμε φίλοι.

Κατά κάποιον τρόπο είχε χαθεί η πειθαρχία στο βαπόρι. Ο πρώτος μηχανικός ένας Αργεντινός μίλαγε μόνο Ισπανικά ερχόταν για φαγητό στην τραπεζαρία και έφερνε μαζί του μια φωτογραφία και μου έλεγε. Να πως τρώμε στα Αργεντίνικα βαπόρια, στην φώτο ήταν αυτός με γαλόνια πλάκα και μια ανθοδέσμη μπροστά του, δεν μπορούσε να καταλάβει που βρισκόμαστε. Τα ψυγεία πότε δούλευαν, πότε όχι. Πολλές φορές πίναμε νερό στο πέλαγος χρησιμοποιώντας χειροκίνητη αντλία, το βάζαμε στο ποτήρι και περιμέναμε να κατακάτσει η άμμος.

Η ζέστη αποπνικτική, τα καφετιά νερά του ποταμού τρέχανε με ορμή, που και που εμφανιζόταν πλεούμενα με πανιά. Αφού ξεφόρτωσαν μέρος του φορτίου μας πήγαν στο μόλο. Το βράδυ μαζί με δυο φίλους βγήκαμε έξω, στη στεριά, γίναμε η περιέργεια των ντόπιων, μας παίρνανε από πίσω μια ουρά παιδιών μας ακολουθούσε φωνάζοντας μπαξίς μετά αυτά τα τρίκυκλα ποδήλατα σταματούσαν σε κάθε μας βήμα προσφέροντάς μας ταξί, μετά άλλοι μας έπιαναν απ το χέρι να μας κεράσουν τσάι, μετά συναντήσαμε ένα τζαμί γεμάτο γονατιστούς ασπροφορώντας άνδρες… μετά γυναικεία μάτια μας κοίταζαν με περιέργεια όσο τους επέτρεπε ο φερετζές τους μέσα από τις άμαξες…

Τι άλλο να πω παρά να θυμηθώ με νοσταλγία το τραγούδι, την πατρίδα, μα και την γλώσσα μας…

‘θα σε πάρω να φύγουμε σε άλλη γη άλλα μέρη, που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει…

...τι ειρωνεία, άρχισα την διήγηση από λάθος ξένα μέρη.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Άραγε γιατί;

Την περίμενα, είχαμε δώσει ραντεβού στον κινηματογράφο, δεν φάνηκε, μετά πήγα σπίτι της, βρήκα την μάνα της που έκλαιγε, ο πατέρας της έκοβε βόλτες στην αυλή, ρώτησα γι’ αυτήν, νόμιζα πως έφυγε μαζί σου είπε η μάνα, τους κοίταξα με απορία, είχε αρχίσει να νυκτώνει.
Πήρα τον δρόμο του γυρισμού προς το λιμάνι, πέρασα απ’ τη γωνιά με το φοινικόδεντρο, κατάλαβα πως ο παράδεισός μου είχε γκρεμιστεί, όμως δεν μπορούσα να το χωνέψω ότι μ’ άφησε, έτσι χωρίς καμιά εξήγηση. Η πανσέληνος χάραξε στον ορίζοντα, θυμήθηκα που την βλέπαμε μαζί ανάμεσα απ’ τα πλατύφυλλα φύλλα της μπανανιάς, μου φάνηκε ότι ήρθε να μου ρίξει μια τελευταία ματιά, σαν να ήθελε να μου πει ένα αντίο.

Μετά έτρεξα μπήκα στο μπαρ, ήταν γεμάτο ναυτικούς, η Μάρτα ήρθε και με αγκάλιασε,
-Άσε με, μη με αγγίζεις,
Η ορχήστρα μαρίμπα από ξυλόφωνα έπαιζε χαρούμενους σκοπούς, ο φίλος μου οργανοπαίκτης, ήταν και ο κουρέας μου, μου έγνεψε το καλώς όρισες, τα ζευγάρια χόρευαν, η ιδιοκτήτρια του μπαρ γυναίκα ναυτικού φίλου μου από το Λιτόχωρο μου είπε να κάτσω σε σκαμπό να μιλήσουμε, είδα το περιβάλλον γυναίκες για όλα τα γούστα, η σκηνή μου προξένησε ατολμία ένα αίσθημα ότι δεν ανήκα σε αυτούς, βγήκα έξω τρέχοντας.

Στον δρόμο συνάντησα την Ισολίνα και την Κάρμεν δυο αδελφές, μου έπιασαν κουβέντα με ρωτούσαν πότε θα έρθει το ‘Χριστιάνα’ βαπόρι που είχαν φίλους. Μπήκαμε στο μπαρ Μόντε Κάρλο, η Μαγδαλένια ιδιοκτήτρια με ένα πλατύ χαμόγελο, μου είπε, θα σε καλέσω στα βαφτίσια του γιου μου, θα πηγαίναμε και στην εκκλησία, το γλέντι θα γινόταν στην αυλή, νουνός ένα φίλος ναυτικός από την Ιθάκη.
Ευχαρίστως είπα, αυτή η γυναίκα φημιζόταν ότι έφερνε γυναίκες από το διπλανό κράτος , εκεί μαζευόταν νεαροί ναύτες του πολεμικού ναυτικού. Παράγγειλα να πιούμε κάτι η Ισολίνα και η Κάρμεν μου είπαν να πάμε σπίτι τους. Όχι, όμως αισθανόμουν χαμένος
Είχε νυχτώσει, πέρασα από την πλατεία τα παγκάκια ήταν άδεια, διάλεξα ένα και κάθισα δίπλα από το δρόμο. Στη μέση ένα κυκλικό κουβούκλιο όπου έπαιζε η ορχήστρα του δήμου, κάθε Κυριακή βράδυ. Απέναντι το πράσινο κτίριο του κυβερνείου, ένας τυφεκιοφόρος σκοπός στην πόρτα, εκεί τελείωνε και ο δρόμος μετά ήταν η θάλασσα, από αριστερά ήταν η σιδηροδρομική γραμμή όπου πήγαινε στον λιμενοβραχίονα, εκεί που ήταν αραγμένο το βαπόρι μου. Δίπλα μου ανυψώνονταν δένδρα φοίνικες σε φόρμα κυκλική. Τα κορίτσια της νύχτας πέρναγαν από εκεί για να κόψουν δρόμο από ένα μονοπατάκι όπου οδηγούσε στο μπαρ η γαλάζια θάλασσα που ήταν ακριβώς πίσω από το ξενοδοχείο του βορρά αυτό που ήταν απέναντι απ’ το κυβερνείο.
Σκέφτηκα στη ζωή μου σε πόσες πλατείες έχω κάτσει μοναχός κάνοντας όνειρα, ρίχνοντας νοσταλγικές σκέψεις, μάλλον αποζητώντας κάτι τι το απρόοπτο κάτι τι που δεν ερχόταν, κάτι τι που δεν αγοράζεται, αρχίζοντας από την Κούβα, την Κόστα Ρίκα, την Ονδούρας, το Βερακρούζ του Μεξικού, το Central Park στη Νέα Υόρκη, το café du monde στην Γαλλική συνοικία της Νέας Ορλεάνης και τώρα στην Γουατεμάλα. Η ζωή του ναυτικού τόσο αφιλόξενη, σκληρή, ωμή!
Σηκώθηκα.
Πήρα το δρόμο για το βαπόρι, δεν μίλησα κανενός, εξ’ άλλου τι να πω;
Γυναίκες υπήρχαν ένα σωρό, ήταν ακατανόητο γιατί να θέλω εκείνη; Ποιος θα με καταλάβαινε; Αφού ούτε ο ίδιος δεν μπορούσα να καταλάβω τον εαυτόν μου;
Μια μοναξιά που η θάλασσα την έκανε ακόμη πιο λυπητερή, το πέλαγος άνοιγε την πληγή και της έριχνε αλάτι, μια μοναξιά που δεν έχει αντίδοτο, μια μοναξιά που σκοτώνει. Μόνο ο χρόνος αυτός είναι ο γιατρός, αλλά κι αυτός τόσο αργός λες και βαδίζει σαν κοχλίας, δεν βιάζεται να φύγει, αν αντέξεις έως τότε θα σε γιάνει. Πήρα απόφαση πρέπει να ξεχάσω.
Ξανά στο λιμάνι, πήγα με φίλους σε μπαρ, διασκέδαση, στον δρόμο είδα κάποια που της έμοιαζε, ταράχτηκα, ήταν βράδυ, μπήκε με παρέα σε κινηματογράφο, περίμενα, περίμενα να τελειώσει, όταν βγήκε έπεσα πάνω της.
-Όχι δεν ήταν εκείνη…
Τότε κατάλαβα ότι δεν είχα ξεχάσει.
Άραγε γιατί;
Μετά άλλαξα βαπόρι πήγα ταξίδια μακριά στον Ινδικό Ωκεανό, γνώρισα άλλους ανθρώπους.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Μια Διαφορετική Ζωή


Si entiendes el idioma favor de responder me en el idioma de Cervantes.
Gracias.
Το 'πάσο' μου να μπαινοβγαίνω ελεύθερα στο λιμάνι του Matías de Gálvez, σκοπός μου να εφοδιάζω τα πλοία με τρόφιμα, ή οτιδήποτε άλλο ήθελαν.

Ένας μεγάλος όρμος με άνοιγμα προς τη Καραϊβική είναι ο όρμος του Amatique, όπου προς νότο βρέχει την ακτή της Γουατεμάλας, προς βορρά το κράτος του Μπελίζε.
Στο βάθος του όρμου ένας κολπίσκος εκεί είναι χτισμένο το Puerto Barrios, η πόλη χτίσθηκε και ρυμοτομήθηκε καθώς και ο λιμενοβραχίονας όπου έπεφταν δίπλα 6-8 βαπόρια, από την United Fruit Co. στην μέση του λιμενοβραχίονα υπήρχε σιδηροδρομική γραμμή όπου ερχόταν βαγόνια γεμάτα μπανάνες, ή καφέδες προς εξαγωγή. Η σιδηροδρομική γραμμή έφτανε μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό στο κράτος του Ελ Σαλβαδόρ. Η ρυμοτομία της πόλης τετραγωνισμένη και χτισμένη σε έναν επίπεδο βαλτώδη κάμπο από την United Fruit Co. ήταν αρκετά εκτεταμένη με ανυψωμένους δρόμους, όπου παράλληλα υπήρχαν βαθιά χαντάκια γεμάτα βαλτόνερα, οι βάτραχοι κρυμμένοι στην πυκνή βλάστηση τραγουδούσαν όλη τη νύχτα. Υπήρχε κι ένας λοφίσκος εκεί πάνω στον είχαν κτίσει βίλες στις οποίες ζούσαν οι αξιωματικοί της εταιρίας, είχαν δε κάτι σαν ιδιωτική ζώνη με φρουρούς ονομαζόταν La Colonia.
Ο νυκτοφύλακας που φύλαγε τα γραφεία στο λιμάνι είχε κρεμασμένο στο λαιμό του ένα τετράγωνο κουτί έμοιαζε με ρολόι, κάθε ορισμένο χρονικό διάστημα το έβανε σε κάτι σαν κλειδαριές στις γωνίες του κτιρίου ως σημείο της παρουσίας του, έτσι ήταν υποχρεωμένος να κινείται όλη τη νύχτα. Όλα αυτά ανήκαν στην Αμερικανική εταιρία United Fruit Co. η οποία είχε τεράστιες φυτείες μπανανών.
Η πόλη έμοιαζε σαν αυτές που βλέπουμε σε καουμπόικα φιλμ του περασμένου αιώνα, σε κάθε γωνία και σαλόνι μπαρ με γυναίκες όπου μαζευόταν σαν τις μύγες εκεί όπου έρεε το ναυτικό χρήμα. Τα φορτηγοποστάλε της εταιρίας ‘Τhe Great White Fleet’ ερχόταν δυο φορές την εβδομάδα έφερναν τουρίστες και φόρτωναν μπανάνες. Κίνηση στο λιμάνι αρκετή, ταξί υπήρχαν ολίγα, ta τηλέφωνα σε όλη την πόλη μετρημένα, οτιδήποτε ήθελες έπρεπε να χρησιμοποιήσεις ταξί.
Η κυβέρνηση της Γουατεμάλας προσπαθούσε να πετάξει έξω την αμερικανική εταιρία αρχίζοντας από το να κατασκευάσει δικό της λιμάνι ακριβώς στο άλλο άκρο του κολπίσκου. Έτσι τα Ελληνικής ιδιοκτησίας βαπόρια, εργαζόταν και για τις δυο μεριές τα μεν ήταν χρονο-ναυλωμένα από την Αμερικανική εταιρία, τα δε κουβαλώντας τσιμέντο, πίσσα, από την κυβέρνηση της Γουατεμάλας σε ελεύθερα ταξίδια. Μάλιστα για ένα δυο χρόνια ήρθαν και ελληνικά επιβατηγά με τουρίστες όπως τα ‘Στέλλα Ωκεανίς’ στο κυβερνητικό λιμάνι. Λιμάνι το ποίο δεν υπήρχε απολύτως τίποτα εκτός από τον μόλο αποθήκες και καινούργιες κατοικίες αξιωματικών του πολεμικού ναυτικού της Γουατεμάλας όπου είχε νομίζω δυο τορπιλάκατους όλες κι όλες.
Ίντριγκες, πόλεμοι, επαναστάσεις, δολοφονίες προέδρων, δικτατορίες διαδεχόταν η μία την άλλη. Δεν θα αναλύσω αυτό το μέρος, είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα αλλά θα καταγράφω τις δικές μου προσωπικές περιπέτειες.
Το κυβερνητικό λιμάνι που χτίστηκε απέναντι ονομαζόταν Matías de Gálvez σήμερα, Santo Tomas de Castilla.
Τα βαπόρια υποχρεώθηκαν να μοιράζονται τα φορτία εισαγωγής, κι εξαγωγής ανάμεσα στα δυο λιμάνια, αν και το κυβερνητικό λιμάνι δεν είχε σιδηρόδρομο αλλά εργαζόταν με νταλίκες. Καλές υποδομές πλατιοί δρόμοι, οι νταλίκες περίμεναν σταθμευμένες η μια δίπλα στην άλλη. Έβαλαν και γραμμή φέριμποτ ανάμεσα Γουατεμάλα Μαϊάμι.
Η απόσταση από στεριά ανάμεσα στα δυο λιμάνια 10 χιλιόμετρα. Όταν το βαπόρι έπιανε στο ένα λιμάνι, πρατιγάριζε κανονικά, μετά όταν πήγαινε στο δεύτερο λιμάνι έπρεπε να πρατιγάρει εξ αρχής λες και ήταν άλλο κράτος.
Νύχτα, οδηγούσα για το κυβερνητικό λιμάνι, μαζί μου είχα και τον Ιβάν ένας φίλος. Οι νταλίκες σε τρεις σειρές στην άκρη του δρόμου περίμεναν τη σειρά τους.
Παιδάκια της γειτονιάς έπαιζαν κρυφτούλι τρέχοντας, ξάφνου άκουσα φωνές, βλέπω μπροστά μου ένα παιδάκι, θα ήταν 8-10 ετών φρενάρισα, αυτό σήκωσε τα χέρια του ψηλά τα έβαλε πάνω στο καπό με το τράκο έπεσε κάτω απ το αυτοκίνητο. Τρόμαξα βγήκα έξω, τα πόδια μου στα γόνατα άρχισαν να τρέμουν, μαζεύτηκε κόσμος, ακουγόταν φωνές δεν φταίει ο οδηγός, θαύμα το παιδί είχε πέσει ανάμεσα στις ρόδες, σηκώθηκε τινάχτηκε κι εξαφανίστηκε.
Μου λέει ο Ιβάν πάμε να φύγουμε πριν μας πιάσουν, έβαλα μπρος τη μηχανή και γύρισα σπίτι. Έβαλα το αυτοκίνητο στην αυλή μου, όχι την άλλη μέρα δεν βγήκα για δουλειά. Αλλά αυτό δεν ήταν ζωή έτσι ξαναβγήκα στην πιάτσα.
Ένας χωροφύλακας, με βρήκε μου λέει:
Πριν δυο μέρες σε είδαν που έτρεχες πολύ, είμαι υποχρεωμένος να σου δώσω κλίση…
Δεν είπα τίποτα, να επιμείνω ότι δεν έτρεχα, ίσως να ήταν χειρότερα. Πλήρωσα κι έληξε το συμβάν.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Η γλώσσα που μου έμαθαν: Ελληνική

Τετράδιον Καλλιγραφίας 1946

-Σήμερα δεν έχει σχολείο, πέρασαν αεροπλάνα ‘στούκας’ και μπορεί να ρίξουν βόμβες.
Εποχή της Ιταλογερμανικής σύρραξης στην Κεφαλονιά 1943
-Ποιος είπε, ότι το σχολείο είναι κλειστό;
-Να, ο γραμματικός της κοινότητας,
-Α! τότε θα πάμε στο βουνό για άγριο-λάχανα.
-Ξέρεις μπορεί να σας πιάσουν οι Γερμανοί.
-Λένε ότι απαγορεύεται να πάτε στο βουνό, είναι γεμάτο πτώματα Ιταλών, όπλα, μπαλάσκες, ρούχα, κράνη. Οι Γερμανοί ξέρουν ότι οι αντάρτες τ’ αγοράζουν,
-Μα θα πρέπει να βρούμε κάτι να φάμε.
-Ναι αλλά αν σας πιάσουν οι γερμανοί θα σας κρεμάσουν.
-Μα εμείς θα πάμε μόνο για αγριόχορτα, αυτά που γλύτωσαν από τις γίδες.
Όπως και να έχει, όταν θα ανοίξει το σχολείο θα πάμε κι ας μην υπάρχει ούτε τετράδιο για να γράψουμε (Ανάγνωση Ορθογραφία) κάπου θα βρεθεί μισή σελίδα, έστω κι από αυτά της χαρτοβιομηχανίας Λαδόπουλου από την Πάτρα, ένα χαρτί καφετιού χρώματος, έμοιαζε με λαδόκολλα.
Με τα χρόνια έμαθα να γράφω με μελάνι, κατόρθωμα κι αυτό, μελάνι που δεν υπήρχε παρά αυτό που φτιάναμε από φύλλα παπαρούνας.
Μετά ήρθε το δημοψήφισμα μας επίταξαν το σχολείο για μια μέρα, ήταν πρώτη Απριλίου 1946 Ήταν τρία τα ψηφοδέλτια ένα έγραφε ΝΑΙ ένα ΌΧΙ κι ένα λευκό.
Μετά κι αφού ψήφιζες στην αίθουσα του δημοτικού σχολείου, στην έξοδο σε περίμεναν οι άτακτοι μαγκουροφόροι και σε ρωτούσαν να τους δείξεις τα δυο εναπομείναντα ψηφοδέλτια.
Αλλοίμονο σου αν τους έδειχνες αυτό που έγραφε ΝΑΙ, δηλαδή ότι είχες ψηφίσει ΟΧΙ. Ήταν το δημοψήφισμα για την επαναφορά του βασιλέως Γεώργιου του Βου στην Ελλάδα.
Οι χωροφύλακες ακίνητοι σαν πιόνια του σκάκι κοιτούσαν, άχρηστοι φοβόταν, έτσι μόλις βράδιαζε κλεινόταν στο κτίριο τους κι έβαζαν φύλακες σκοπούς ντόπιους χωριανούς γύρω, γύρω να τους φιλάνε.
Μετά ήρθαν οι απολυτήριοι εξετάσεις της ΣΤ δημοτικού, ήταν 11 Ιουνίου 1946
Έτσι τελείωσε και η έκτη τάξη, τελείωσε το σχολείο, η μόρφωση, από εκεί και ύστερα το άγνωστο
.
Δεν υπήρχε τίποτε, ούτε γυμνάσιο, ούτε λεφτά, ούτε κανείς ενδιαφερόταν. Ήρθε όμως το χάος του εμφυλίου, αυτό έφερε τους αλληλοσκοτωμούς τη διχόνοια, τη δυστυχία, την απελπισία, προπαντός την έξοδο, όμως η δίψα της μόρφωσης έδωσε την δύναμη στις ρίζες της τότε μάθησης να κρατά μέχρι σήμερα.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Το Λαχείο


Τον σκούντησε, ξύπνησε, ο ιδρώτας έτρεχε και μούσκευε το μαξιλάρι.
-Δεν ακούς;
-Ν’ ακούσω τι;
-Κάποιος σκουπίζει την βεράντα.
-Ρε άντε παράτα με όνειρο βλέπεις;
-Φοβάμαι θα είναι η μάγισσα αυτή που καβαλάει τη σκούπα της και παίρνει τις ψυχές.
-Μα κι αυτή η ζέστη, ότι και ν’ ακουμπήσεις βρεμένο είναι
Η τροπική ζέστη μούσκευε τα πάντα, η γυναικεία αγκαλιά, έμοιαζε σα φωλιά βρεμένη, υγρή.
Άμα βρέξει θα δροσίσει, μ’ αρέσει όταν αστράφτει, νιώθω τέτοια σιγουριά!
Οι στάλες ακούστηκαν μια, μια, μετά πολλές, μετά άνοιξαν οι καταρράκτες του ουρανού, η τσίγκινη σκεπή αγκομαχούσε,
-Θ’ ανοίξω το παράθυρο,
-Όχι, μπορεί να μπει καμιά νυχτερίδα,
-Μα έχει σήτα, μόνο οι σκνίπες μπαίνουν.
-Αλήθεια, γιατί τσιμπάνε και ζουζουνίζουν,
-Δε μου λες το λαχείο πότε κληρώνει;
-Μα νομίζω αύριο, ή μεθαύριο,
-Λες να κερδίσουμε;
-Ρε άντε κοιμήσου,
-Α! το βρήκα θα πάρουμε σπίτι στην πόλη θα έχω και ‘μουκάμα’ για τις βαριές δουλειές,
Θα πάρω κι αυτοκίνητο, θα πω της μάνας μου να πάρτε κι εσείς, δεν λογίζεται εγώ να έχω λεφτά και η μάνα μου να μην έχει. Όταν ξημερώσει να μου δώσεις το λαχείο, θα πάω στο περίπτερο.
-Κοιμήσου τώρα, το βαπόρι μου φεύγει πρέπει να με ξυπνήσεις στις 5 το πρωί.
Αχ ωραία που είναι η βροχή, όσο βρέχει δε φορτώνουν ζάχαρη.
-Φεύγω, γεια σου, με περιμένει το βαπόρι,
-Θα ξανάρθεις;
-Δεν ξέρω.
-Θα σε περιμένω, αφού βρέχει ούτε το βράδυ θα φύγετε;
-Δώσε μου το λαχείο.
-Δεν το έχω θα το ξέχασα φαίνεται στο βαπόρι.
-Και τα λεφτά; τα όνειρα που κάναμε μαζί;
Στο πέλαγος ψάχνοντας στις τσέπες του παντελονιού του φάνηκε ένα χαρτί, κάνα ξεχασμένο δολάριο θα είναι σκέφτηκε, το κοίταξε καλύτερα ήταν το λαχείο της νύχτας που η μάγισσα σκούπιζε την βεράντα, που άστραφτε κι έβρεχε, που η φωλιά του ήταν η γυναικεία αγκαλιά, τότε που ανθούσαν τα νιάτα.
Το ξανάβαλε στην τσέπη του, πέρασαν τα χρόνια τώρα όλα χάθηκαν, του έμεινε όμως το λαχείο σαν μάρτυρας, ότι κάποτε ήταν κι αυτό μέρος του ονείρου, αυτού που ακόμα συνεχίζει να είναι όνειρο
.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Οι Ρίζες μας, η πατρίδα δεν ξεχνιούνται!

Ο Στρατηγός 'Ρίτζγουαίη' επιθεωρών τας προς τιμήν του παρατεταγμένας μονάδας.
Θεσσαλονίκη 1952

Καινούργιος χρόνος 2011,
Εύχομαι στου αγαπητούς μου αναγνώστες Χρόνια Πολλά
Ο χαρακτήρας του ανθρώπου πλάθεται από μια ζύμη που την φτιάχνει η εποχή και το μέρος που γεννήθηκε. Δεν αλλάζει ποτέ.
Παραμονή πρωτοχρονιάς, παρατηρούσα τους διάφορους τύπους ανθρώπων με αυτούς που ήμουν υποχρεωμένος μαζί να καλωσορίσουμε τον καινούργιο χρόνο.
Παιδί αμούστακο ακόμα άβγαλτος στη ζωή, προσπαθούσα να έχω κάτι τι δικό μου έστω και μια γνώμη. Όμως ήταν τόσο δύσκολο! Προσπαθούσα να καταλάβω πως βρέθηκα σε αυτή την κατάσταση, στερημένος της ελευθερίας μου, μόνος κι έρημος και το κυριότερο απ’ όλα είχα ένα πείσμα ενάντια στον ίδιο μου τον εαυτό. Ενάντια στο ελληνικό κατεστημένο, ενάντια σ’ αυτούς που σε έδιωχναν απ’ τον τόπο σου, για το δικό τους συμφέρον, όποιοι κι αν ήταν. Έψαχνα να βρω τον φταίχτη, δεν βαριέσαι χαμένος κόπος. Κανένας δεν σε ένιωθε.
Ο Γιάννης και ο Κώστας Κεφαλλονίτες και οι δυο συνδικαλιστές, με ξεμονάχιαζαν και μου έλεγαν για το κόμμα, για τους εξορισμένους έλληνες, για τους συντρόφους, για τον κουμουνιστικό παράδεισο. Ήταν πιεστικοί, έκαναν έρανο, ότι είχε ο καθένας.
Ο μονόφθαλμος ο Κεφαλλονίτης ήταν κι αυτός ένας σπιούνος του κατεστημένου, παρακολουθούσε τα πάντα, και κατέδιδε.
Ο Νίκος ο Πειραιώτης με μαλλί κολλητό από τη μπριγιαντίνη, με φαβορίτες, και παπούτσια μυτερά με ψηλό τακούνι μιλούσε μια πειραιώτικη αργκό κι έψαχνε για χαρτοπαίχτες, ο Γιώργος ο Συριανός το έπαιζε μάγκας κι όλο έλεγε παρόλες. Ήταν και ο Γιώργος ο Κρητικός, ο Τιμολέων ο Ιθακήσιος, ο Σπύρος ο Κεφαλλονίτης, ένας Χιώτης που δεν μιλούσε κανενός παρά μόνο περπατούσε πάνω κάτω όλη την ημέρα,
Και πολλοί άλλοι, τόσοι πολλοί που όταν ο πειραιώτης φώναζε να παίξουν χαρτιά το τραπέζι γέμιζε
.

Έπαιζαν ραμί πότε με 7 πότε με 10 χαρτιά, έγραφαν πόντους, όποιος κέρδιζε ήταν μια δεκάρα από τον καθένα, το ποσόν ήταν αρκετό σύμφωνα με την κατάσταση που βρισκόμασταν. Απαγορεύονταν το παιχνίδι με χρήματα, έτσι τα έδιναν κρυφά συνήθως κάτω απ το τραπέζι. Κάθε λίγο και λιγάκι περνούσε κι ο φύλακας ένας κοκκινοτρίχης Ιρλανδικής καταγωγής με μια μαγκούρα και κλειδιά δεμένα στη μέση του, παρακολουθούσε τα πάντα. Ήξερε δυο τρεις λέξεις ελληνικές που του τις είχε μάθει μια φιλενάδα του ελληνίδα. Περνούσε και καμάρωνε. Ξέσπασε καυγάς ανάμεσα στους παίχτες. Μέχρι καρέκλες σήκωσαν να χτυπήσουν ο ένας τον άλλον, δυο νεαροί τούρκοι που καθόταν παράμερα, μπήκαν στη μέση να τους χωρίσουν. Ήρθαν φύλακες το παιχνίδι διαλύθηκε, ένας έλληνας μάλιστα λέγανε ότι πήγε ν’ αυτοκτονήσει διότι θα τον στέλνανε πίσω στην Ελλάδα, τον είδα που τον έφεραν φορώντας μια μωβ ρόμπα να αποχαιρετίσει τους συντρόφους του, τον έστειλαν στην Πολωνία.
Με το πέσιμο του ήλιου μας έκλεισαν στα δωμάτια του δεύτερου ορόφου κάθε κεφάλι που περνούσε απ το τελευταίο σκαλοπάτι ακούγαμε κι ένα κλικ μετρούσαν το ποίμνιο, η νύχτα πέρασε τι κι αν ερχόταν πρωτοχρονιά, όλες οι μέρες του χρόνου ίδιες είναι. Εμείς οι άνθρωποι έχουμε χωρίσει τον χρόνο μας ώστε να συγχρονίζεται πάντα με τις περιστροφές της γης, με την πίστη ότι η πρωτοχρονιά όπως και το χειμερινό ηλιοστάσιο πάντα θα φέρουν την άνοιξη, την ελπίδα. Στην Ελλάδα η πατρίδα διηρημένη, οι στρατιώτες κάνανε παρουσιάστε: δείτε την φωτογραφία, εμείς εδώ νιώθαμε στο πετσί μας το ότι λάμπει δεν είναι χρυσάφι…

Η σκηνή στα κρατητήρια του νησιού στο λιμάνι της Νέας Υόρκης εκεί όπου περίμεναν τη σειρά τους για απέλαση όλοι οι παράνομοι που βρισκόταν στο κράτος, μια χρονοβόρα διαδικασία όπου παρέμενες κλεισμένος μήνες ίσως και χρόνο.
Εκεί ήταν και η σχολή να μάθει κάποιος όλα τα παιχνίδια της τράπουλας, όλες τις κοινωνικές διαστρεβλώσεις μα και να ζήσει στο πετσί του τον ρατσισμό και το πιο παράξενο από την ίδια του τη ράτσα, αυτούς που κράταγαν ένα πιστοποιητικό νομιμότητας στο χέρι.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης