Δεν
επιτρέπεται να ξεχνάς!
Στιγμιότυπο Ζωής στο χωριό, πριν από μισό και αιώνα.
Την καλή εποχή
της Ειρήνης όταν ήμουν μικρός την πρωτομαγιά τρέχαμε στα βουνά στους κάμπους
και μαζεύαμε αγριολούλουδα, παπαρούνες κι άλλα η μάνα μας έπλεκε στεφάνι και το
κρεμάγαμε στο ανώφλι της πόρτας. Ήταν η καλή τύχη το γούρι που λένε. Κι εμείς
τα μικρά παιδιά του δημοτικού σχολείου τραγουδάγαμε:
-Λουλούδια
ας διαλέξουμε
Και ρόδα και κρίνα
Κι ελάτε να
πλέξουμε στεφάνι με εκείνα,
Το Μάη που
σήμερα προβάλει στη Γη…
Ήταν μια εποχή
που έφυγε τόσο γρήγορα, όμως πρόλαβε και
άφησε πίσω της μοναδικές αναμνήσεις.
Μετά ήρθε ο
πόλεμος, το χάος:
Ο Νωματάρχης
του χωριού ένας καλαματιανός ευγενικός
τύπος, έστελνε τον Χωροφύλακα
για περιπολία στην πιάτσα του χωριού ήταν
Κερκυραίος, μιλούσε με μια συρτή
τραγουδιστή φωνή, οι κάτοικοι τον κορόιδευαν, έτσι έκανε βόλτες για να φανεί ότι εκπροσωπεύει την παρουσία του νόμου, περνούσε απ το καφενείο
παρακολουθούσε τους πάντες χωρίς να μιλά, πολλοί λέγανε ότι φοβόταν.
Κοίταζε τα
ζαγάρια τους χωρικούς σε αυτό το ορεινό χωρίο της Κεφαλονιάς που χαρτόπαιζαν φορώντας το σακάκι ‘όσοι
είχαν’ μόνο απ’ το ένα χέρι, το άλλο
μανίκι κρεμόταν εις ένδειξη παλικαρισμού, φαινόταν σαν άχρηστο παράλυτο
χέρι.
Οι
Τσοπάνηδες κατέβαιναν απ το βουνό
φορώντας ένα μάλλινο ζωνάρι φτιαγμένο στον αργαλειό αυτοί δεν έπαιζαν χαρτιά μόνο κοίταζαν τι κι αν μύριζαν τυρόγαλο, αυτό εννοούσε ότι
είχανε να φάνε.
Ο Κώστας έτρεχε στο δρόμο να προλάβει το
αυτοκίνητο της γραμμής ένα φορτάκι Τ4 του 1930 που είχε γλυτώσει από την
Ιταλική κατάσχεση να του αγοράσει ο σοφέρ από την πρωτεύουσα ένα φάρμακο αντιβιοτικό, που μόλις είχε εφευρεθεί για τον αδερφό του που είχε χτικιό.
Οι επιβάτες 5
μέσα και 6 απ΄ έξω κρεμασμένοι όρθιοι
στα φτερά του.
Οι κατακτητές
μόλις είχαν φύγει ο εμφύλιος όμως
κόχλαζε, όλοι φοβόταν την έκρηξή του.
Η μάνα έβραζε
ρίγανη για να κάνει επάλειψη στα ούλα της για τον πονόδοντο. Όχι δεν είχε
εφευρεθεί (δεν υπήρχε) η ασπιρίνη, τουλάχιστον για το χωριό.
Η θεια μάζευε
φρύγανα για να ανάψει φωτιά να τηγανίσει ξερή μπομπότα.
Ο κοντός
τσούγκριζε σιδερικό με μια τσακμακόπετρα που είχε φέρει απ το βουνό για να
παραχθεί σπινθήρας να ανάψει η ίσκα, να φυσήξει ν’ ανάψει φλόγα.
Η γειτόνισσα
παρακαλούσε ποιος είχε να της δώσει λιγάκι
οινόπνευμα για να ανάψει φλόγα σε πιρούνι με βαμβάκι τυλιγμένο για να ρίξει βεντούζες του
παιδιού της πού ήταν κρυωμένο.
Ο μπάρμπας
έστριβε τσιγάρο σε φύλλο χαρτιού από τις προφητείες του Αγαθάγγελου, με ταμπάκο
που είχαν σπείρει φυντάνι στον κήπο, είχαν βελονιάσει τα φύλλα σε αρμαθιές, όταν
ξεράθηκαν τα είχαν μαζέψει σε ρολό, είχαν βάλει τον
ταμπάκο κρεμαστό μ’ ένα καλάθι στο
πηγάδι να μην αγγίζει το νερό, να ρουφήξει υγρασία για να μην τρίβει όταν θα
τον έκοπταν με μαχαίρι της κουζίνας για να στρίψουν τσιγάρο σε χαρτί καλής
ποιότητος από τις προφητείες του
Αγαθάγγελου αυτές που έλεγαν ότι το αίμα στα στενά θα
φθάσει ένα ζωνάρι και το ξανθό γένος του βορρά θα είναι ο Σωτήρας μας.
Κάπνιζαν,
έβηχαν, έφτυναν και ξανά κάπνιζαν.
Ο πατέρας
ξαπλωμένος βόγκαγε από αρθριτικά κι έκανε εντριβές με ακάθαρτο πετρέλαιο, ο
λύχνος δεν φώτιζε είχε φάει το φυτίλι η γάτα.
Ο Αντώνης πελεκούσε κορμό
κουφοξυλιάς για να κάνει τσόκαρα για την γυναίκα του. Η Νόνα έγνεθε μαλλί προβάτου να πλέξει
τσουράπια για το κρύο του χειμώνα.
Η καμπάνα του
Αγίου Δημητρίου σήμαινε λυπητερά σημείο ότι κάποιος είχε πεθάνει, τα πιτσιρίκια
την άκουγαν με χαρά θα έτρεχαν στην εκκλησία να έπαιρναν τα εξαπτέρυγα για την
κηδεία, θα τους έδιναν χαρτζιλίκι
Φήμη είχε βγει
τώρα που φύγανε οι κατακτητές θα φέρνανε να μας μοιράσουν τρόφιμα με κουπόνια
άσπρη ζάχαρη, λευκό αλεύρι, άχνη το ονομάζανε τότε στο χωριό, εμείς δεν το
είχαμε δει ποτέ, θα μας φέρνανε και σπίρτα , αυτά που ανάβεις φλόγα για τσιγάρο
ή ν’ ανάψεις φωτιά στα ξύλα για μαγείρεμα, τι πολυτέλεια θεέ μου!
Κι εγώ γεμάτος
ελπίδες περιμένοντας να χορτάσω με τα υποσχόμενα, ξαπλωμένος στο αχυρένιο στρώμα του καναπέ
ονειρευόμουν περιμένοντας να μεγαλώσουν τα φτερά μου να πετάξω σε άλλη γη σε
άλλα μέρη, εκεί όπου ο Μάιος θα ήταν
ατελείωτος, γεμάτος λουλούδια, με άφθονο λευκό ψωμί και λευκή ζάχαρη, νομίζοντας ότι όλα αυτά θα με έκαναν ευτυχισμένο.
Γαβριήλ
Παναγιωσούλης