Περπατώντας…
Ξάφνου θόρυβος ακούστηκε από πίσω μου, γύρισα το κεφάλι, η λογική και ο νους, παρέα με τον χρόνο πιασμένοι χέρι, χέρι με ακολουθούσαν.
Στάσου φώναξαν, μην τρέχεις:
Σταμάτησα έκπληκτος, η ζωή σου μέχρι εδώ ήταν σαν παραμύθι μου είπαν, τώρα ήρθε η σειρά μας πλέον να αναλάβουμε εμείς τα ηνία.
Τους κοίταξα έκπληκτος, λυπημένος, κι εγώ που νόμιζα ότι ήμουν ένας παντοτινός Φαέθων που κρατούσα τα ηνία της ζωής μου;
Κοίταξα τα πόδια μου πατούσαν στην γη, τον Φαέθων στον ουρανό τον κυνηγούσε ο πατέρας ήλιος, με βαρύ χέρι παρέδωσα τα ηνία φοβούμενος τον θυμό του ήλιου.
Ήταν οι αρχές της Νέας Υόρκης, αυτές που μου είπαν κάτσε μέσα, φοβού την κορώνα του, άσε τον ήλιο να τρέχει μόνος του…
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Ξάφνου θόρυβος ακούστηκε από πίσω μου, γύρισα το κεφάλι, η λογική και ο νους, παρέα με τον χρόνο πιασμένοι χέρι, χέρι με ακολουθούσαν.
Στάσου φώναξαν, μην τρέχεις:
Σταμάτησα έκπληκτος, η ζωή σου μέχρι εδώ ήταν σαν παραμύθι μου είπαν, τώρα ήρθε η σειρά μας πλέον να αναλάβουμε εμείς τα ηνία.
Τους κοίταξα έκπληκτος, λυπημένος, κι εγώ που νόμιζα ότι ήμουν ένας παντοτινός Φαέθων που κρατούσα τα ηνία της ζωής μου;
Κοίταξα τα πόδια μου πατούσαν στην γη, τον Φαέθων στον ουρανό τον κυνηγούσε ο πατέρας ήλιος, με βαρύ χέρι παρέδωσα τα ηνία φοβούμενος τον θυμό του ήλιου.
Ήταν οι αρχές της Νέας Υόρκης, αυτές που μου είπαν κάτσε μέσα, φοβού την κορώνα του, άσε τον ήλιο να τρέχει μόνος του…
Γαβριήλ Παναγιωσούλης