Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Πελαργός

                                                     Μια αληθινή ιστορία

Ήταν πρωινές ώρες, Ιούλιος του 2014 στην Πύλαρο Κεφαλονιας,  προ ημερών είχα έρθει από την Νέα Υόρκη, όταν χτύπησε το τηλέφωνο, παραξενεύτηκα.
Από το ακουστικό ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, ο Γαβριήλ είσαι;
Μα ναι εγώ ο ίδιος.

Τότε άρχισε μια μακρά εξομολόγηση, θα πρέπει να με θυμάσαι είμαι η Μαρία Γ.., η αδελφή του Πέτρου η κόρη του Μανώλη, του μπακάλη της γειτονιάς και συνέχισε σε θυμάμαι που είχες έλθει καινούργιος στην γειτονιά και ακουμπισμένος στον τοίχο έξω από την ταβέρνα του Ι. Τρίχα να στέκεσαι με το ένα ποδάρι σηκωμένο να το πατάς προς τα πίσω πάνω στον κίτρινο χρωματισμένο τοίχο και να παρατηρείς χωρίς να μιλάς. Κάθε μέρα στην ίδια θέση.

Πράγματι ήμουν καινουργιο-φερμένος απ’ το χωριό χωρίς γνωριμίες, παρατηρούσα τους ανθρώπους της πόλης, μετρούσα τ’ αυτοκίνητα που περνούσαν, μου έκαναν εντύπωση οι  νοικοκυρές που πήγαιναν ταψιά στον φούρνο για ψήσιμο, (τότε τα σπίτια δεν είχαν φούρνους παρά  γκαζιέρα.) ήμουν ντυμένος  με κοντά παντελονάκια, μένοντας ακριβώς απέναντι σ’ ένα ημιυπόγειο μαζί με την θεια μου.  Και οι δυο μας πρώτη φορά στην Αθήνα, είχα μια  όψη σα να έβλεπα τον κόσμο για πρώτη φορά, απλούστατα κοίταζα και ρουφούσα κάθε τι το καινούργιο από το ηλεκτρικό φως μέχρι τα πολύχρωμα πακέτα τσιγάρων και όλο κοίταζα τα πάντα, παρατηρούσα  τους άλλους ανθρώπους να περνούν δίπλα μου, όχι δεν ήξερα και πολλά πράγματα, σχεδόν τίποτα.

 Η     σκηνή στην οδό Ηρακλέους και Μεγίστης στην Καλλιθέα, εποχή της αθωότητας άνοιξη του  1949. Η φωνή εξακολουθούσε απ το τηλέφωνο: Εγώ  σε παρατηρούσα χωρίς να σε ξέρω, ίσως να έπλαθα και όνειρα σε είχα βαφτίσει ο Πελαργός  μου και μετά μια μέρα έτσι απότομα εξαφανίστηκες. Τώρα  μένω στην Κερατέα κι άρχισε να μου εξιστορεί την ιστορία της οικογενείας της, ότι ήταν Μικρασιάτες πρόσφυγες το πως βρέθηκαν στην Καλλιθέα.

Η αλήθεια είναι ότι την θυμήθηκα, αλλά έπεσα απ τα σύννεφα το πως με βρήκε; Την ρώτησα από περιέργεια, μετά από τόσα χρόνια πως με βρήκες; Που ξέρεις ότι είμαι εδώ στην Κεφαλονιά; Εκεί πήρε μια βαθειά ανάσα κι άρχισε πάλι να εξιστορεί:   θυμάσαι  τον αδελφό μου Πέτρο πέθανε,  στα υπάρχοντα του  που είχε αφήσει υπήρχε ένα βιβλίο δικό σου το Αχ Νάξερα το οποίο πήρα εγώ και το διάβασα, με μιας σε ξανάφερα μπροστά μου στην παιδική μου ηλικία αυτή που ήταν γεμάτη όνειρα, εσένα τον Πελαργό έτσι όπως σε είχα βαφτίσει    έλυσα το Αίνιγμα της εξαφάνισης σου, πάνω  στο βιβλίο σου ήταν γραμμένο το τηλέφωνό σου, έτσι αποφάσισα να δοκιμάσω και πέτυχα.

 Τι  να πω το ότι ήταν απίστευτο, μετά από τόσα πολλά χρόνια, οι παιδικές αναμνήσεις δεν σβήνουν, όχι μόνο οι δικές μου αλλά και όλων  των ανθρώπων πάντως  για μένα ήταν μια ευχάριστη έκπληξη ίσως και μια ρομαντική επαναφορά, της πέτρινης εποχής ναι μεν  τότε τα χρόνια ήταν δύσκολα αλλά ήταν χρωματισμένα με τα χρώματα της νιότης  της άγνοιας, του ρομαντισμού, της αθωότητας,   της φαντασίας και των πολύχρωμων ονείρων, από αυτά που πολύ δύσκολα πραγματοποιούνται.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
                            ***


Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Ψάχνοντας για ένα λουλούδι

                         Ψάχνοντας για ένα λουλούδι. .


Κάθε βράδυ ήταν η ίδια νύχτα, μας έφεγγε  το ίδιο χλωμό  φως, που δεν ήταν φεγγάρι, αλλά αιχμαλωτισμένος λαμπτήρας στο ίδιο δωμάτιο,  τα ίδια θρανία, στο ίδιο νυχτερινό γυμνάσιο Καλλιθέας.  Όταν  γελούσε στα μάγουλά της δίπλα απ τα χείλη της σχηματιζόταν δυο λακκάκια, δεν ξεκολλούσα τα μάτια μου, πάνω της έκανα  όνειρά, ήταν ο ήλιος μου, τα χτυποκάρδια της καρδιάς ακουγόταν σε όλη την τάξη. Κοκκίνισα, σάστισα, μπερδεύτηκαν τα λόγια μου όταν βρεθήκαμε μόνοι στην αυλή, ήταν Ιούνιος κάναμε εξετάσεις.
Ένα απότομο  φύσημα αέρος με πέταξε μακριά της, τόσο μακριά ώστε δεν ξαναγύρισα.

Με πήρε ο αέρας, η θάλασσα με νανούριζε στην αγκαλιά της στα ξένα ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο.  Ήμουν πλήρωμα σε ένα μικρό βαποράκι ήταν τακτικής γραμμής ανάμεσα Βενεζουέλα και ΗΠΑ. Ήταν γραμμένα στις πλευρές του βαποριού  το όνομα της εταιρίας  Venezolana de Νavegación, η σημαία ήταν Παναμά, πλήρωμα όλοι Έλληνες.  
Αρχίζαμε από την Νέα Υόρκη προς το λιμάνι του  Maracaibo,  μετά πηγαίναμε μέσα στην λίμνη σε μια αποβάθρα   Las Salinas, εκεί ξεφορτώναμε σωλήνες, μετά στο  Puerto CabelloLa Guaira,   όπου κάναμε βόλτες στο Macuto,    Puerto La  Cruz,    Cumana,   και  Carúpano. Μετά γυρίζαμε ΗΠΑ φορτώναμε και ξανά το ίδιο δρομολόγιο. Στα λιμάνια υπήρχαν πολλοί Έλληνες ιδίως στο Maracaibo, όπου ερχόταν στο βαπόρι , επίσης μας έλεγαν ότι στον δρόμο προς Delicias υπήρχε κι ένα εστιατόριο  το  Alfa ιδιοκτησία  Έλληνα μετανάστη κλπ… 

Σε ένα λιμάνι το Cumana ήρθαν στο βαπόρι ως επισκέπτες μια οικογένεια από την Χίο. Πατέρας Μάνα, κι ένα κορίτσι της ηλικίας μου, είχαν στην πόλη αυτή ένα εμπορικό κατάστημα ρούχων  TIENDA   ATENAS πολλοί ναυτικοί βγήκαν στην στεριά κι επισκέφθηκαν το κατάστημα αυτό. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν κι ένας Κεφαλλονίτης Γ.  Σταματελάτος το επώνυμο.
Με φωνάζει την άλλη μέρα και μου λέει.
Έχω κάτι να σου πω:
Τι τρέχεις του λέω,
-άκου να δεις αν σου αρέσει το κορίτσι και θέλεις να παντρευτείς να μείνεις εδώ είναι μια ευκαιρία, θα τα κανονίσω όλα εγώ, θα αποκατασταθείς…
Την θυμήθηκα, δεν είχε τα  δυο λακκάκια  στα μάγουλά της  δίπλα απ’ τα χείλη, ούτε το χαμόγελό της, ούτε τα καστανόξανθα μαλλιά της. 
Όχι του λέω, πιστεύω στην αγάπη, στον έρωτα, θεωρώ  την γυναίκα ένα πλάσμα εξαίσιο σαν λουλούδι, που αναδίδει μυρωδιά αγάπης, όταν το κόβεις χωρίς αίσθημα,  μαραίνεται και πεθαίνει.
Έτσι δεν αποκαταστάθηκα στην Βενεζουέλα αλλά γύριζα όλο τον κόσμο ψάχνοντας για αυτό το λουλούδι, αυτό που όταν γελούσε σχημάτιζε δυο λακκάκια στο πρόσωπό της..   



                                Γαβριήλ Παναγιωσούλης



Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Συνάντηση,

Απο δεξιά ο κ. Δ. Μουστάκης, Ν. Λιψάνος. Τ. Μουζάκης, Γ. Κοτζιάς, Γ. Παναγιωσούλης

Από αριστερά, Γ. Παναγιωσούλης, Γ. Κοτζιάς,  Νεοφώτηστος, Ν. Λιψάνος, Δ. Μουστάκης   

Χθες βράδυ  23/09/14  συναντηθήκαμε φίλοι και γνωστοί με πρωτοβουλία του Προέδρου της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών Νέα Υόρκης κ. Τάσου Μουζάκη,   για να πιούμε ένα κρασάκι να ανταλλάξουμε καλοκαιρινές εντυπώσεις απ το ταξίδι μας στην γενέτειρα, βεβαίως όσοι είχαν πάει  και να κανονίσουμε τις επερχόμενες εκδηλώσεις μας  κλπ.. .Έτσι  νιώσαμε για μια ακόμη φορά ότι πάει πέρασε το καλοκαίρι,  μερικοί φίλοι και μέλη της εταιρίας μας δεν έχουν ακόμη επανέλθει ενταύθα.
Οι   φωτογραφίες είναι από εμάς που είχαμε απομείνει  για συζήτηση, πολλοί από τους φίλους-ες είχαν ήδη αναχωρήσει.



Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Το καταφύγιο




Το καταφύγιο


 Ένα δάκρυ κύλησε απ τα μάτια του πέρασε απ τα χείλη του, γεύτηκαν την αρμύρα του κι έπεσε πάνω στην σελίδα χαρτιού, αυτή που έγραφε.
Τα γράμματα τρομαγμένα διαλύθηκαν, άπλωσαν γίνανε κηλίδες πολύγωνες ανομοιόμορφες σαν κομματιασμένος καθρέφτης, κοίταξε μέσα και είδε τον εαυτόν του χαμένο σε πυκνή ομίχλη φορώντας ένα κόκκινο σακάκι. Κάλεσε τον μανιάτη λες και ήταν ο Μάντης Κάλχας,
Κακά μαντάτα  θάχουμε  τούπε.
 Ο  καπετάνιος τους, ο καπετάν Ιωακείμ  άλλαξε βαπόρι και πνίγηκε βόρειος Ατλαντικός.
Χαμένο   τα βαπόρι στην ομίχλη, το κρύο περόνιαζε μέχρι τα κόκκαλα, τράβηξε την κουβέρτα απ’ το ντουλαπάκι κι έπεσε ο  καθρέφτης, αυτός που τούχε χαρίσει Λεϊλά. Θυμήθηκε τα λόγια της.  Ήταν τόσο μακριά του! Κοίταξε γύρω του, το πέλαγος  τους είχε τυλίξει σε ένα πέπλο ομίχλης. Φτάνοντας στον ειρηνικό ωκεανό σε λιμάνι του Ελ Σαλβαδόρ ο Λευτέρης  φίλος του πνίγηκε, κολυμπώντας.    
 Η Οδέτη έγραψε την επιστολή την έκλεισε σε φάκελο, καθιστή στην καρέκλα έβαλε τον καθρέφτη στα πόδια της επάνω, έγραψε τον παραλήπτη και χτύπησε δυνατά για να κλείσει ο φάκελος.  Ο καθρέφτης θρυμματίστηκε. Κακό σινιάλο είπε 7 χρόνια κακιά τύχη θάχουμε.
Η είδηση ήρθε με τηλεγράφημα, σκότωσαν τον αδελφό της  εν πλω στον Ατλαντικό ωκεανό. Οι γυναίκες μαζεύτηκαν στην αυλή να ψάλλουν το Άβε Μαρία. Κοίταξε γύρω του, ένα καταπράσινο πέλαγος ζούγκλας τους έκλεινε στην αγκαλιά του.
 Πήρε  το αυτοκίνητο βγήκε στην πιάτσα, ένας αμερικανός τουρίστας τον σταμάτησε, μαζί με την πληρωμή τούδωσε και μια εικόνα του Ιησού με την λεζάντα: δεν ήταν κανένας πλούσιος μα ήταν Θεός. Γυρνώντας
Ξάπλωσε στην αιώρα του, η ζέστη τον έπνιγε, προσπάθησε να συγκεντρωθεί.
Δεν τα κατάφερε,   ζήτησε καταφύγιο στη γυναικεία αγκαλιά.


Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Happy Birthday


Όπως  και να έχει ένεκα που η 11/09/ ήταν εργάσιμη ημέρα,  καταφέραμε κι εορτάσαμε την επέτειο των γενεθλίων της εγγονής μου  το weekend 13/09/14 έτσι μαζευτήκαμε φίλοι και γνωστοί για ακόμα μια φορά, να τραγουδήσουμε το Happy birthday to you,  από όπου και οι φωτογραφίες.


  






                                       Γαβριήλ Παναγιωσούλης


    


Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Επέτειος





Υπάρχουν κάποιες ημερομηνίες οι οποίες μένουν αξέχαστες για τον κάθε ένα μας,  μία από τις πολλές αυτές ημερομηνίες  είναι για εμένα η 11 Σεπτεμβρίου 2001, η χθεσινή ημέρα.
Όχι γιατί έχω κάνα πύργο και μου τον γκρέμισαν, ούτε γιατί πέσανε έξω οι business που δεν είχα, ούτε έχω. Απλούστατα την μέρα εκείνη έτυχε να υπερίπταμαι πάνω από τον Ατλαντικό ωκεανό με κατεύθυνση τη Νέα Υόρκη, όπου επειδή ήταν τα γενέθλια της εγγονής μου με περίμεναν να τραγουδήσουμε όλοι μαζί το happy birthday    και να κόψουμε το κέικ.
          
Πετάγαμε πάνω απ τον Ατλαντικό Ωκεανό, πριν λίγες ώρες είχαμε αφήσει πίσω μας τις βόρειες ακτές της Γαλλίας, το αεροπλάνο της ALITALIA προορισμός Νέα Υόρκη, οι επιβάτες Ιταλοί και πολύ ολίγοι Έλληνες. .

Ξάφνου ακούστηκε έτσι απότομα η φωνή του πιλότου, κάτι είπε στα Ιταλικά που δεν κατάλαβα, μετά το επανέλαβε στα Αγγλικά που ίδρωσα για να καταλάβω. Πήραμε διαταγή να γυρίσουμε πίσω στην Ευρώπη, στην Ρώμη. Έκανε  λοιπόν στροφή, ένας πανικός κατέλαβε τους επιβάτες οι  περισσότεροι πετάχτηκαν όρθιοι,  μερικοί  έλεγαν ίσως να υπάρχει βόμβα, κινητά τηλέφωνα ανοίχτηκαν, κάτι κορίτσια φαινόταν φοιτήτριες όρθια φώναζαν, μιλούσαν Αγγλικά, Ιταλικά, σηκώθηκα κι εγώ όρθιος, ο πανικός μας είχε παραλύσει, τότε μου ήρθε μια κρύα λογική και την είπα στους συνεπιβάτες μου. Αν ήταν βόμβα θα πηγαίναμε στο πιο κοντινό αεροδρόμιο κάπου στη Γαλλία, άρα κάτι άλλο συμβαίνει.

Φθάνοντας στην  Ρώμη κατά τις 11 νυχτερινή συνάντησα ένα ένα χάος, γεμάτο το αεροδρόμιο αστυνομικούς, έκανα μια κουτή ερώτηση,

Εδώ που με φέρατε που θα πάω;
Για να πάρω μια κουτή απάντηση,
-Να πας στο προξενείο σου…

Κανένας δεν μας έλεγε το λόγο γιατί γυρίσαμε, μόνο ότι δεν μπορούσαμε να αναχωρήσουμε για τη Νέα Υόρκη.

Ξαναπήγα στην Αλιτάλια απαίτησα να φύγω από τη Ρώμη, πράγματι με έβαλαν σε ένα αεροπλάνο αυτά DC9 που έχουν τρεις μηχανές στο τελευταίο κάθισμα εκεί αποκάτω από την μηχανή όπου κάθονταν οι αεροσυνοδοί.

Φθάσαμε Αθήνα ήταν περίπου μεσάνυχτα, πετάχτηκα έξω, πήρα το λεωφορείο για το Σύνταγμα κι από εκεί με τα πόδια σε ένα μικρό ξενοδοχείο στην Πλάκα όπου πήγαινα τακτικά, το Άνταμς.

Στο μπαρ είχαν την τηλεόραση, κόσμος πολύς παρακολουθούσε την καταστροφή των Διδύμων, κοίταξα το ρολόι μου ήταν σχεδόν δυο μετά τα μεσάνυχτα, της επόμενης ημέρας 12 Σεπτεμβρίου απίστευτο, μετά πήγα σε δωμάτιο, κοιμήθηκα λίγο, 7 το πρωί πήρα ταξί για τον σταθμό λεωφορείων Κηφισού, αργά το απόγευμα ήμουν στην αγκαλιά της Κεφαλονιάς, όπου πέρασα ακόμα 15 μέρες περιμένοντας σειρά….


Είναι η ημερομηνία όπου άλλαξαν όλα τα μέτρα ασφαλείας στα αεροπορικά ταξίδια, αιτία το γκρέμισμα των Διδύμων... 


Γαβριήλ Παναγιωσούλης 











Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Βρόχινες Μέρες.

Βρόχινες μέρες,   


Βρέχει, ο αέρας χτυπά την βροχή στα κεραμίδια, προσπαθεί να μπει απ το ανοιχτό παράθυρο, είναι χάραμα σηκώνομαι  απ’ το καναπεδάκι  εκεί όπου ξαπλώνω πάντοτε νιώθοντας το προσωρινό της παρουσίας μου σε τούτη τη γωνιά της γης.   Κλείνω το παράθυρο, σκοτεινιάζει το δωμάτιο, οι βροντές ακούγονται λες και ο Θεός σκίζει τα βρακιά του, (έτσι έλεγε η νόνα  μου.)
Η   μοναξιά μου στο μέρος που γεννήθηκα  κάνει  παρέα με την βροχή, τον  ήλιο, τις  πέτρες, τα βουνά, το χώμα, την καταγάλανη θάλασσα τα βότσαλα που την πνίγουν, με τον  νυχτερινό ουρανό που σαν πολυέλαιος κρεμά τα αστέρια στο στερέωμα και με τη φωνή του γκιώνη τη νύχτα να μου κρατά συντροφιά.
Κοιτώ  την νύχτα τον κατασκότεινο ουρανό μετρώντας τ’ αστέρια περιμένοντας κάποιο να πέσει να του ζητήσω  μια χάρη έτσι όπως έκανα μικρός πιστεύοντας στα παραμύθια, αυτά που μου έλεγε η νόνα μου, κάποιο παιδάκι είδε ένα αστέρι να πέφτει και φώναξε χαρούμενο: Θέλω  χίλια, χίλια, εννοώντας δραχμές,  αμέσως τα χείλη του άρχισαν να μεγαλώνουν κι εγώ ξεκαρδιζόμουν στα γέλια.
Σήμερα θέλω να μιλήσω να πω κάτι, να εκφράσω ένα αααα!!!  Ν’ ακούσω δίπλα  μου μια άλλη φωνή.   Όμως γύρω μου δεν υπάρχει κανένας, βλέπω μια τράπουλα παρατημένη, σκονισμένη  εκεί στην άκρη σ’ ένα παλιό σκοροφαγωμένο (κουβέρκι) συρτάρι, την παίρνω στα χέρια μου, την ανακατεύω,  ας ρίξω μια πασιέντζα ίσως να με βοηθήσει να ξαναβρώ το είναι μου. Φιγουράρουν  μπροστά μου Άσοι, Ρηγάδες Ντάμες Βαλέδες,  τους βάζω στη σειρά φτιάχνω ετερώνυμα ζευγάρια, μαύρα και κόκκινα, τα καταφέρνω να μου βγει, φωνάζω ενθουσιασμένος. Σε  μια στιγμή κοιτώντας τον άσσο κούπα  φάνηκε μπροστά μου το Μπαρ «Άσσος Κούπα,» ένα τρίγωνο κατασκεύασμα λίγο πριν το γεφύρι, ήταν εκεί όπου μια βροχερή νύχτα  εμφανίστηκε το μεθυσμένο φάντασμα του Ζόμπι, που όμως ήταν άνθρωπος, που είχε βγει από το μπαρ  αυτόν που το βάρος του αυτοκινήτου τον έστειλε στον άλλο κόσμο.
Μια  ανεξήγητη θλίψη με κυριεύε. Η  μυρωδιά μιας βρεμένης καλοκαιρινής γης γέμισε το δωμάτιο.  Και όμως θυμάμαι που κάποτε η ευτυχία μου ήταν κρυμμένη κάτω από έναν βροχερό ουρανό, θυμάμαι που κάποτε παρακαλούσα το Θεό να βρέξει, θυμάμαι που ο θόρυβος της βροχής στα κεραμίδια μας νανούριζε, αγκαλιασμένους ρουφώντας το νέκταρ της ζωής, ακούγοντας παθιάρικες μελωδίες απ’ το ραδιόφωνο γελώντας, εμείς οι δυο αισθανόμαστε  ότι ο κόσμος ήταν δικός μας.  Θυμάμαι που την νύχτα μες το πυκνό σκοτάδι μούλεγε με τρυφερή φωνή, βρέχει, ακόμα βρέχει, ακόμα μια νύχτα θάμαστε  μαζί κι εγώ αφηνόμουν στο στροβίλισμα της βροχής, στον θόρυβο των  σταγόνων αυτών που μας περιέλουζαν χορεύοντας στην σκεπή τον χορό της νιότης, λες και ήταν μάγισσες της νύχτας.   
«Το βαπόρι μας φόρτωνε ζάχαρη, έτσι όσο έβρεχε τόσο πιο πολλές μέρες μέναμε στο λιμάνι.»
Σήμερα τι έχει απομείνει; Οι καταστάσεις αλλάζουν  το χωριό ερήμωσε  το χθες δεν ξαναγυρίζει, αισθάνομαι ότι ένας άγνωστος κόσμος είναι μπροστά μου, ένας κόσμος που με φοβίζει ότι ένα καινούργιο κατεστημένο με οδηγεί σε μια άβυσσο που δεν έχω ξαναδεί, και είμαι  αδύναμος και απελπιστικά μόνος για να αντισταθώ. Τότε είναι που έρχονται στο νου μου  οι αναμνήσεις, γαντζώνομαι από αυτές σαν τον πνιγμένο όπου πιάνεται απ’ τα μαλλιά  και προσπαθώ να ξαναβρώ    αυτές τις βρόχινες μέρες τότε που παρακαλούσα τον θεό να βρέξει, αυτές τις βρόχινες νύχτες,  τις γεμάτες ευτυχία, αυτές που μας σκέπαζε το χέρι του Θεού
Θα μου πείτε μια ουτοπία; 
Ναι, το ξέρω, αλλά είναι κι αυτό μια  ελπίδα, που σαν μια σπίθα κρυμμένη στην στάχτη το φύσημα του ανέμου της μνήμης, την αναζωογονεί, και σου κρατά  παρέα, από μια περασμένη  πολύχρωμη περιπετειώδη ζωή.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης.
New York