Μια αληθινή ιστορία
Ήταν πρωινές ώρες, Ιούλιος του
2014 στην Πύλαρο Κεφαλονιας, προ ημερών
είχα έρθει από την Νέα Υόρκη, όταν χτύπησε το τηλέφωνο, παραξενεύτηκα.
Από το ακουστικό ακούστηκε μια
γυναικεία φωνή, ο Γαβριήλ είσαι;
Μα ναι εγώ ο ίδιος.
Τότε άρχισε μια μακρά
εξομολόγηση, θα πρέπει να με θυμάσαι είμαι η Μαρία Γ.., η αδελφή του Πέτρου η
κόρη του Μανώλη, του μπακάλη της γειτονιάς και συνέχισε σε θυμάμαι που είχες
έλθει καινούργιος στην γειτονιά και ακουμπισμένος στον τοίχο έξω από την
ταβέρνα του Ι. Τρίχα να στέκεσαι με το ένα ποδάρι σηκωμένο να το πατάς προς τα
πίσω πάνω στον κίτρινο χρωματισμένο τοίχο και να παρατηρείς χωρίς να μιλάς. Κάθε
μέρα στην ίδια θέση.
Πράγματι ήμουν καινουργιο-φερμένος
απ’ το χωριό χωρίς γνωριμίες, παρατηρούσα τους ανθρώπους της πόλης, μετρούσα τ’
αυτοκίνητα που περνούσαν, μου έκαναν εντύπωση οι νοικοκυρές που πήγαιναν ταψιά στον φούρνο για
ψήσιμο, (τότε τα σπίτια δεν είχαν φούρνους παρά γκαζιέρα.) ήμουν ντυμένος με κοντά παντελονάκια, μένοντας ακριβώς
απέναντι σ’ ένα ημιυπόγειο μαζί με την θεια μου. Και οι δυο μας πρώτη φορά στην Αθήνα, είχα
μια όψη σα να έβλεπα τον κόσμο για πρώτη
φορά, απλούστατα κοίταζα και ρουφούσα κάθε τι το καινούργιο από το ηλεκτρικό
φως μέχρι τα πολύχρωμα πακέτα τσιγάρων και όλο κοίταζα τα πάντα, παρατηρούσα τους άλλους ανθρώπους να περνούν δίπλα μου, όχι
δεν ήξερα και πολλά πράγματα, σχεδόν τίποτα.
Η σκηνή
στην οδό Ηρακλέους και Μεγίστης στην Καλλιθέα, εποχή της αθωότητας άνοιξη του 1949. Η φωνή εξακολουθούσε απ το τηλέφωνο: Εγώ
σε παρατηρούσα χωρίς να σε ξέρω, ίσως να
έπλαθα και όνειρα σε είχα βαφτίσει ο Πελαργός μου και μετά μια μέρα έτσι απότομα εξαφανίστηκες.
Τώρα μένω στην Κερατέα κι άρχισε να μου
εξιστορεί την ιστορία της οικογενείας της, ότι ήταν Μικρασιάτες πρόσφυγες το
πως βρέθηκαν στην Καλλιθέα.
Η αλήθεια είναι ότι την θυμήθηκα,
αλλά έπεσα απ τα σύννεφα το πως με βρήκε; Την ρώτησα από περιέργεια, μετά από
τόσα χρόνια πως με βρήκες; Που ξέρεις ότι είμαι εδώ στην Κεφαλονιά; Εκεί πήρε
μια βαθειά ανάσα κι άρχισε πάλι να εξιστορεί:
θυμάσαι τον αδελφό μου Πέτρο πέθανε, στα υπάρχοντα του που είχε αφήσει υπήρχε ένα βιβλίο δικό σου το
Αχ Νάξερα το οποίο πήρα εγώ και το διάβασα, με μιας σε ξανάφερα μπροστά μου
στην παιδική μου ηλικία αυτή που ήταν γεμάτη όνειρα, εσένα τον Πελαργό έτσι
όπως σε είχα βαφτίσει έλυσα
το Αίνιγμα της εξαφάνισης σου, πάνω στο
βιβλίο σου ήταν γραμμένο το τηλέφωνό σου, έτσι αποφάσισα να δοκιμάσω και πέτυχα.
Τι να
πω το ότι ήταν απίστευτο, μετά από τόσα πολλά χρόνια, οι παιδικές αναμνήσεις
δεν σβήνουν, όχι μόνο οι δικές μου αλλά και όλων των ανθρώπων πάντως για μένα ήταν μια ευχάριστη έκπληξη ίσως και
μια ρομαντική επαναφορά, της πέτρινης εποχής ναι μεν τότε τα χρόνια ήταν δύσκολα αλλά ήταν
χρωματισμένα με τα χρώματα της νιότης της άγνοιας, του ρομαντισμού, της
αθωότητας, της φαντασίας και των
πολύχρωμων ονείρων, από αυτά που πολύ δύσκολα πραγματοποιούνται.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
***