Περπατώ,
Η φαντασία μου
έτρεχε, βγήκα απ’ το καράβι, ξεκίνησα να
περπατώ από τον μόλο αυτόν που
ξεφορτώναμε μελάσες, περπάτησα στα χέρσα χωράφια, από κάπου μακριά ακουγόταν
μια παράξενη μουσική σε σκοπό τζαζ, έψαχνα να βρω το ποταμόπλοιο, αυτό με τις
ξύλινες ρόδες αυτό που περνούσε τον
Μισισιπή ποταμό, για να με φέρει στην απέναντι όχθη στο Baton
Rouge Louisiana, το βρήκα, στην διαδρομή
με το ποταμόπλοιο αυτή έβαλα μια δεκάρα
στο Juke box να’ ακούσω την serenade
του Glen Miller, μετά περπάτησα
μέχρι τον σταθμό λεωφορείων αυτών
με τον κυνηγόσκυλο ζωγραφισμένο στην μπάντα.
Αυτό μ’ έφερε
στην Γαλλική συνοικία της Νέας
Ορλεάνης, στο Bourbon Street, εκεί που
χόρευαν ημίγυμνες, σε κάθε μου βήμα
άνοιγαν οι πόρτες για να ρίξω μια ματιά, ήταν όλα striptease, οι αβανταδόροι φώναζαν περάστε no cover
charge, no minimum, κοντοστεκόμουν,
έριχνα μια ματιά και συνέχιζα να περπατώ.
Τυχαίως συναντήθηκα με
συνάδελφο ναυτικό από την Χίο, που έμενε σε δωμάτιο στο Decatur street χαρήκαμε βγάλαμε την βραδιά στο Felix Bar τρώγοντας ωμά στρείδια και μπύρα.
Στο
Jackson square, συνάντησα τον ναό του Αγίου Λουδοβίκου μπήκα να προσευχηθώ η κοπελιά που γνώριζα από
πριν με είχε μάθει να βρέχω τα δάχτυλά μου σε μια γούρνα νερό…
Βγήκα στην πλατεία, ζωγράφοι με καλούσαν να μου φτιάξουν
το πορτραίτο… ξανά πήρα το ferryboat αυτό με τις ρόδες με πέρασε στη απέναντι όχθη του Μισισιπή, στην Gretna.
Κάποτε
φτάσαμε σε άλλα λιμάνια στο Corpus Christi Texas, εκεί περπατώντας με
παρέα παίζαμε στον δρόμο με τα καπάκια των σκουπιδοτενεκέδων που οι
νοικοκυραίοι είχαν αφήσει μπροστά απ τα σπίτια τους, μέχρι που ένας κύριος μας
φώναξε, οπότε τρέξαμε στο καράβι.
Περπατούσα στο Houston Texas, τo Port Arthur, στo
Beaumont Texas, μέχρι το Gulfport
Mississippi, μέχρι το Panama city Florida,
το Lake Charles LA, Mobile Alabama,
μέχρι το Kingston Jamaica, Nassau Bahamas, Quebec, Montreal Canada, saint Steven New Brunswick Canada, Halifax Nova Scotia
Canada, Corner brook New Found land Canada φορτώναμε μπάλες χαρτί για εφημερίδα
της Νέας Υόρκης.
Περπατούσα σε
κάθε λιμάνι της υφηλίου. Περπατούσα μόνος, περπατούσα και περπατούσα ψάχνοντας δεν ξέρω κι εγώ τι, κοίταζα τον
ήλιο και τον ρωτούσα αν ήταν ο ίδιος με τον του χωριού μου.
Στο Saint
Steven, New Brunswick Canada, περπατούσα κάθε μέρα επί ένα μήνα όλο τον
Ιούλιο, δε κουράστηκα, μια μικρή
κουκλίστικη πολιτειούλα περπατούσα κι έψαχνα,
όταν νόμιζα ότι το βρήκα έπρεπε να φύγουμε. Περπατούσα η κοπέλα από το
φαρμακείο μου έπιανε κουβέντα κι εγώ
άτολμος δεν ήξερα γλώσσα, περπατούσα έφτασα μέχρι τον καταυλισμό ινδιάνων αυτοί
που ζούσαν σαν νομάδες σε καλύβες από δέρμα ζώων και συνέχιζα να περπατώ. Η καθυστέρηση της
αναχώρησής μας ήταν διότι απ’ την
παλίρροια τα νερά έφευγαν και το βαπόρι καθόταν
στον αμμώδη βυθό, είχε κολλήσει
σαν βεντούζα κι όταν τα νερά ερχόταν δεν έπλεε, μια πρωτοφανή κατάσταση που
κράτησε 30 ημέρες …
Περπατώντας στο
Halifax Nova Scotia Canada, μπήκα σε μπαρ για ένα ποτό.
Ο μπάρμαν ένα
γεροντάκι Έλληνας, με τα βίας έσερνε τα πόδια του, μου μίλησε Ελληνικά, με ευγένεια μου είπε,
time please, ώρα να κλείσω είναι αργά, βγήκα στο σκοτάδι έμεινα έτσι ακίνητος
παγωμένος σαν κολόνα αλατιού, άρχισα να
σκέπτομαι:
Βρε τον φουκαρά
σε τέτοια ηλικία και να δουλεύει ακόμα, εγώ δεν θα φτάσω ποτέ εκεί. Σκέψεις που
είναι σα να φτύνεις ψηλά τον ουρανό, χωρίς να σκεφτείς ότι το σάλιο σου θα
πέσει πάνω σου.
Σήμερα περπατώ πάλι, δίπλα από το καθολικό κοιμητήριο Άγιος Ραϋμούντος στο
Μπρονξ Ν.Υ. βλέπω διαβάζω στις στήλες οι μόνες που στέκονται όρθιες πάνω από του ξαπλωμένους τάφους,
διαβάζω την ματαιότητα σε σκαλιστά
γράμματα, ημερομηνίες του 19ου
αιώνα, ονόματα Ιταλικά και Ιρλανδικά.
Ένα παγωμένο
αεράκι μου χαϊδεύει το πρόσωπο μακριά από τα καυσαέρια της πολιτείας, τι κι αν
είναι ανακατεμένο με ομίχλη λες και
βρίσκομαι στην Τρανσυλβανία, που όμως δεν είμαι αλλά στο Μπρονξ της Νέας
Υόρκης.
Κι εξακολουθώ
να περπατώ, το περπάτημα ξαναφέρνει στο
νου μου τα χρόνια εκείνα, τα χρόνια της αναζήτησης, ξανά γίνομαι παιδί,
αντάρτης, περπατώ, ανεξάρτητος στην σκέψη,
περπατώ, δεν θέλω να το παραδεχθώ πως άλλαξα, θυμώνω με τον εαυτόν
μου, ψάχνω για ανθρώπους δεν βαριέσαι
δεν υπάρχει κανένας, κι αυτοί που υπάρχουν ξένοι, το παρελθόν τους τίποτα το
κοινό με το δικό μου.
Και όμως περπατώ, αποδίδω φόρο τιμής στο παρελθόν μου, κοιτώ
γύρω, στα ασφαλτοστρωμένα δρομάκια του
κοιμητηρίου τα δένδρα αρχίζουν να μπουμπουκιάζουν, έστω κι αν οι ρίζες των
θρέφονται από το εν τόπο χλοερό, μια
καινούργια ζωή γεννιέται, η γη φορά τα
γιορτινά της, μια νέα εποχή αρχίζει, η θεωρία της ανακύκλωσης σε όλο της το
φόρτε μας καλωσορίζει…
Σας εύχομαι
λοιπόν φίλοι αναγνώστες μια χαρούμενη και λουλουδάτη άνοιξη κι εγώ με τη σειρά
μου θα σπείρω τον στενόφυλλο βασιλικό “Basilico Greco”
στον κήπο του σπιτιού μου, να φυτρώσει να με μεταφέρει νοερώς στα χρόνια εκείνα
που δεν πρόλαβα να τα ζήσω.
Γαβριήλ
Παναγιωσούλης