Ιστορίες της νύχτας
# 6
Είχα έναν φίλο τον Δον Κάρλο τον γνώριζα απ’ το βαπόρι πάντα έπαιρνε
μια κούτα τσιγάρα δώρο και κάνα Ουίσκι, ήταν διευθυντής της μεταναστευτικής υπηρεσίας
στην πόλη του λιμανιού. Ήταν της ίδιας
κλίκας των κυβερνητικών αρχών
όπως ο Λιμενάρχης με βαθμό συνταγματάρχη, Τελωνειακούς κλπ.
Μια μέρα
φάνηκαν δυο Έλληνες στην πολιτειούλα του λιμανιού, ο
Άγγελος Κ. με την γυναίκα του κι
ένας φίλος του. Ήθελαν άδεια εξόδου από
την χώρα, να περάσουν τα σύνορα, να αλλάξουν πατρίδα να πάνε Μπελίζε κι από
εκεί Μεξικό.
Ρώτησαν αν υπάρχει κανένας έλληνας ήμουν ο μόνος, όλοι
με ξέρανε, έρχονται λοιπόν με ένα αυτοκίνητο Datsun 1200 γεμάτο τομάτες, μελιτζάνες και φρούτα, το παρκάρισαν
μέσα στην αυλή μου και μου εξηγούν.
-Πρέπει να
φύγουμε απ το κράτος, έχουμε χρεοκοπήσει, χρωστάμε πολλά, σε ιδιώτες και σε
τράπεζες, θα μας βρεις τρόπο να φύγουμε, κι όλα δικά σου το αυτοκίνητο κι εκτός
αυτού θα σου αφήσουμε το κλειδί του σπιτιού μας μπορείς να πας να πάρεις όλο το
νοικοκυριό μας.
Έμεναν σε απόσταση 200 χιλιομέτρων σε μια παραγωγική
αγροτική περιοχή.
-Δεν θέλω το
κλειδί του σπιτιού σας, μπορεί να βρω τον μπελά μου, είπα λες και ήμουνα προφήτης.
Είχαν συνάψει
πολλά δάνεια από τράπεζες και από
ντόπιους, κι από εργοστασιάρχη έλληνα που γνώριζα, σε μια πεδιάδα έφτιαξαν
φάρμα παρήγαγαν τομάτες και διάφορα
χορταρικά και τα έκαναν εξαγωγή στις ΗΠΑ.
Όμως τούτη την χρονιά τους
γύρισαν την πραμάτεια πίσω βρήκαν κάποια αρρώστια στις τομάτες.
Στην αρχή
δοκίμασα με τον νόμο τους πήγα στην
μεταναστευτική υπηρεσία, ο Κάρλος ήταν φίλος μου.
Δεν γίνεται
τίποτα μου είπε. Δεν μπορώ πρέπει να έρθει η άδεια εξόδου από το υπουργείο,
ούτε και κρυφά του λέω, ούτε και κρυφά μου απαντά. Μας άφησε όμως ελεύθερους να
βρούμε άλλη λύση, γνωρίζοντας ότι υπάρχει κι άλλη λύση αλλά απλούστατα έκλεισε
τα μάτια.
Για να συντομέψω την ιστορία, βρήκα κάτι
έγχρωμους ψαράδες, ήταν κι αυτοί έποικοι
από τα Τζαμάικα τους είχε φέρει η United Fruit Co. Για να
δουλεύουν στις φυτείες μπανανών μια κι αυτοί άντεχαν πιο πολύ στο τροπικό κλίμα
και στην σκληρή δουλειά. Χαρήκανε οι ανθρώποι θα έβγαζαν μεροκάματο, συμφώνησαν την
τιμή θα έπρεπε να τους πάω στις 3 η ώρα το χάραμα σε ένα μοναχικό μέρος όπου θα
τους περίμεναν με μια βάρκα να τους περάσουν απέναντι στο άλλο κράτος. Η
γυναίκα του Έλληνα μια καλλονή από τη Ονδούρα, μου έγραψε κι ένα χαρτί ότι μου
δωρίζει το αυτοκίνητο, μετά κι αφού τους πήγα στο κρυφό αυτό μέρος ο ένας
Έλληνας πηδά έξω από την βάρκα.
-Άλλαξα γνώμη
μου λέει δεν φεύγω, αναγκαστικά τον πήρα μαζί μου, θα με πάς μου λέει στον
σταθμό να πάρω το λεωφορείο για την πρωτεύουσα, έτσι κι έγινε.
Ο πονηρός
λοιπόν αυτός τρέχει και ειδοποιεί αυτούς που είχαν δώσει δανεικά λεφτά στον Άγγελο
περιμένοντας το μερτικό του.
Αυτοί λοιπόν
όπως έμαθα εκ των υστέρων πήραν φορτηγά αυτοκίνητα, πήγαν στο σπίτι του Άγγελου
και το άδειασαν πριν προλάβω να πάω εγώ
που δεν θα πήγαινα…
Το αυτοκίνητο
το έκανα ταξί είχε 4 πόρτες τελικά ο οδηγός μια νύχτα σκότωσε μια φοράδα το έφτιαξα και το πούλησα
σε έναν στρατιωτικό του λιμεναρχείου.
Ο έλληνας αυτός
ο πονηρός χάθηκε απότομα από την πιάτσα,
μετά από καιρό κατόρθωσε κι έστειλε
μήνυμα ότι τον έχουν φυλακή στο κράτος
του Ελ Σαλβαδόρ και ζητούσε βοήθεια.
Τι είχε συμβεί
στο κράτος αυτό όποιος κατέδιδε λαθρέμπορους σύμφωνα με τον νόμο έπαιρνε ως
αμοιβή την μισή πραμάτεια ή σε χρήμα. Παρακολουθούσε λοιπόν στο λιμάνι κι όταν
είδε φορτηγό με λαθραία συνήθως τσιγάρα και ουίσκι ειδοποιεί την αστυνομία,
περιμένοντας αμοιβή.
Οι λαθρέμποροι
τάφτιαξαν με τους αστυνομικούς είπαν ότι το φορτίο ήταν του Έλληνα, έτσι τον
βάλανε φυλακή, οι λαθρέμποροι νόμιμοι ελεύθεροι
με το μισό φορτίο δικό τους, φανερά και ξάστερα
Γαβριήλ
Παναγιωσούλης