Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

Άνθρωποι

Στη ζωή υπάρχουν αντιθέσεις, εάν δεν υπήρχαν η ζωή θα ήταν μια βαρετή συνύπαρξη. Πιο πολύ τις βλέπουμε εμείς οι έλληνες ομογενείς που ζούμε στο εξωτερικό μέσα σε πανσπερμία φυλών και χρωμάτων. Επίσης αισθανόμαστε τις αντιθέσεις κι αναμεταξύ μας, αν και είμαστε όλοι έλληνες ομογενείς εν τούτοις ο κάθε ένας από εμάς έχει διαφορά γνώμης, πίστης, λατρείας, ακόμα και αγάπης, είναι μοναδικός, εγωιστής, δεν υπάρχει κανένας μα κανένας που να του μοιάζει, ούτε σε φάτσα, ούτε σε πιστεύω, μα ούτε και στην αγάπη, είμαστε όλοι άνθρωποι.
Η ψυχή σου λαχταρά από αγωνία, όταν τα δάκτυλα σου κρατούν την πένα και γράφουν τις εμπνεύσεις του νου σου στο χαρτί, εκεί ανοίγει η πηγή των σκέψεών σου, και ρέουν σα ρυάκι γάργαρου νερού που ξεσκεπάζει τις ρίζες του τόπου σου. Κλαις, υποφέρεις από παιδική νοσταλγία. Γράφεις με τα ίδια ελληνικά γράμματα που γαλουχήθηκες, δεν τα ξέχασες. Είναι τα μόνα που δεν έχουν αλλάξει. Αποτυπώνεις τις σκέψεις σου σε χάρτινες σελίδες οι οποίες φιλικά προσκείμενες αντέχουν σε ότι γράφεις, τις γεμίζεις και τις πετάς σε μιαν άκρη με την ελπίδα δημοσίευσης κάποτε σε φόρμα βιβλίου.
Σελίδες γεμάτα έρωτα, αγάπη, αναμνήσεις, σελίδες που εξυμνούν το δόξα εν υψίστης, άλλες μυρίζουν λιβάνι, άλλες λεν το πάτερ ημών, άλλες υμνούν την θεά Αθηνά, άλλες κατηγορούν, άλλες μισούν τις υπόλοιπες δια το πιστεύω τους. Έτσι όπως είναι τσαλακωμένες ξεχασμένες, σκονισμένες πεταμένες σε μια γωνιά μαλώνουν αναμεταξύ τους, κολλούν οι ομοϊδεάτισσες η μια με την άλλη, γίνονται φύλλα, εχθρεύονται τις άλλες, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι φτάνει μια καύτρα ανθρώπινου τσιγάρου, αυτού που καπνίζεις, αυτό που παίρνεις μια ρουφηξιά το βάζεις στο τασάκι, συνεπαρμένος απ’ το γράψιμο το ξεχνάς, όταν το θυμάσαι είναι πλέον στάχτη. Η καύτρα του μπορεί να πέσει σαν ουράνιο αστροπελέκι για να χαθούν μια για πάντα.
Τι θα μείνει μετά; Μα ασφαλώς η στάχτη για όλες, αυτές που έγραφαν για αγάπη, για λιβάνι και λιτανείες, μα και αυτές που έγραφαν για το θάνατο της Υπατίας, ή την Αλεξανδρινή βιβλιοθήκη. Όλες θα χαθούν…
Θεέ μου! Τι ουτοπία;
Οι άνθρωποι τα πάθη τους, οι ιδέες τους, μοιάζουν σα τα τσαλακωμένα χάρτινα φύλλα, συνυπάρχουν, μαλώνουν αναμεταξύ τους, δεν σκέφτονται ποτέ, ότι πάνω στη γη μας υπάρχει χώρος για όλες τις ιδέες, για όλους τους ανθρώπους, ότι και αυτοί οι ίδιοι, όσο διαφορετικοί και να είναι θα έχουν όλοι την ίδια τύχη, στάχτη!

Οι δυο κόσμοι
.
.
Το σκηνικό στη Νέα Υόρκη, αυτός ο έλληνας μετανάστης αποτελούσε εξαίρεση, εργαζόταν μόνο για τον επιούσιο, τον ελεύθερό του καιρό ασχολούνταν με τα γράμματα, τα έγραφε το ένα μετά το άλλο χαιρόταν να τα βλέπει στη γραμμή τα καμάρωνε, το όνειρό του, έπαιρναν σάρκα και οστά, κανένας δεν του έδινε σημασία. Ήταν όμως ικανοποιημένος με τον εαυτό του, πιστεύοντας ότι είχε βρει τη Νιρβάνα του, πίστευε ότι ο άνθρωπος γεννιέται, δεν φτιάχνεται. Πάντοτε τον έβλεπαν να περνά από μπροστά τους σφίγγοντας κάτω απ’ τη μασχάλη του εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία. Οι άλλοι στρώθηκαν στην δουλειά, που καιρός για γράμματα, άνοιξαν επιχειρήσεις, έκαναν λεφτά, γεύτηκαν την πολυτέλεια, την αφθονία της ύλης, έχτισαν εκκλησίες, έκαναν φεστιβάλ, ανάλαβαν ενοριακοί επίτροποι, διοργάνωναν λιτανείες, ζαλισμένοι από την ευωδιά του λιβανιού από την οσμή του χρήματος, με οδηγούς ιερείς πετούν στα υποσχόμενα παραδεισένια ουράνια μονοπάτια.
Τα χιόνια ήρθαν στα μαλλιά, κάθε μέρα που περνούσε ανακάλυπτε καινούριους ορίζοντες στο διάβασμα, καινούριες εμπνεύσεις γραφής. Η ικανοποίηση της ευτυχίας, της ύπαρξής του μέσα από τον γραπτό λόγο, από το διάβασμα.
Οι άλλοι τον κοιτούν από πέρα χορτάτοι, μπουχτισμένοι από τα περιττά, μπερδεμένοι μέσα σε πιστωτικούς πλαστικούς λαβύρινθους, κάνοντας μετοχικούς λογαριασμούς, ανάβοντας κεριά σε αμμώδη κηροπήγια, γονυπετώντας μπρος σε ζωγραφιστές ξύλινες υπερδυνάμεις, με μαυρο-ρασοφόρους οδηγούς που αυτοί οι ίδιοι πληρώνουν.
Τον κοιτούν και αναφωνούν! Βρε τον φουκαρά, κρίμα τον άνθρωπο! Δεν πρόκοψε!

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2008

Της Θάλασσας...

Αν ήμουνα ζωγράφος
θα πέταγα πινελιές στο στερέωμα,
στο μονοπάτι του ήλιου,
στον οδοιπόρο άνθρωπο,
στην αγκαλιά του πεπρωμένου.

Θα ζωγράφιζα τον καθρέφτη της ψυχής,
γεμάτο κρινολούλουδα, με πινελιές αγάπης,

Aν ήμουνα ποιητής,
θα έγραφα ποιήματα,
αφιερωμένα στων ματιών σου
τις γαλάζιες θάλασσες.

Στα μυστικά της θάλασσας,
στην τροπική ευτυχία,
στους πράσινους τόπους,
στα ανεκπλήρωτα όνειρα.

Όμως δεν είμαι ζωγράφος,
ούτε ποιητής.

Αλλά με χέρι που τ’ οδηγά η καρδιά,
γράφω στίχους σε γαλάζια κορδέλα,
που πλέει σε αφρούς κυμάτων,
ναυτικής μα και μεταναστευτικής ζωής.


Ανταλλαγή

Η ανάσα της φάλαινας
ακουγόταν σαν τη
βουτιά της πλώρης
σε φούσκο-θαλασσιά.

Τα χελιδονόψαρα πετούσαν
στην κουβέρτα ξεψυχούσαν.
Τα δελφίνια τούμπες κάναν,
Απ’ την πλώρη μας περνούσαν.

Η άχνη της αρμύρας
στα χείλη μου επάνω.

Ο γαλάζιος ορίζοντας
μου χάριζε τον ήλιο.
Η αγκαλιά των λιμανιών
κοπέλες της μιας νύχτας.

Τα απόνερα την προπέλας
έγραφαν τα πλάτη και τα μήκη.
Οι πολύχρωμες παντιέρες
τις ανθρώπινες κουλτούρες.

Η σφυρίχτρα εν πλω
το καρδιοχτύπι του πούσι.
Η γαλακτώδης θάλασσα
το φόβο της φουρτούνας.

Το καμπανάκι
της σκάντζα βάρδιας,
ναυτική αδελφοσύνη.

Μέσα σε αυτά μεγάλωσα,
από παιδί έγινα άνδρας.
Όλα αυτά τα αντάλλαξα,
για το φιλί μιας γυναίκας.

Η φυγή

Καρυδότσουφλο πλέει στον αφρό των κυμάτων η βάρκα μου.
Πίσω μου αφήνω, ένα σύννεφο, μια αθωότητα, μια πατρίδα.
Αυτά που δέρνει ο άνεμος του νόστου.
Λουλούδια ελπίδας αρωματίζουν το κενό.
Ματαίως προσπαθώ να τα μυρίσω.
Μια γυναίκα, ένα μωρό, κλαψουρίζουν φωνάζοντάς μου από κάθε λιμάνι:
Πότε θα ξανάλθεις;

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008

Ο Γείτονας


Μαλλί μακρύ, μαύρο, αχτένιστο, ίσιο λιγδερό που έφτανε μέχρι τους ώμους, γυάλιζε από τη λαδιά της απλυσιάς, ένα σακάκι άχρωμο, φαινόταν καφετί, κάτι σαν λασπόχρωμα, από την πολυκαιρία η φόδρα είχε ξεφτίσει, το αεράκι φυσούσε και χάιδευε τα ξελουρίδια της φόδρας, που κρεμόταν, σα να ήταν τριζόνια αϊτού που πετούσαμε με σπάγκο βενέτικο κερωμένο από κερί μέλισσας.
O γείτονας μου αδιαφορούσε για τα πάντα, υπήρχε μόνο γιατί γεννήθηκε.

Φορούσε το σακάκι μόνο απ’ το ένα χέρι, το άλλο μανίκι κρεμότανε σα να βάραινε και τραβούσε προς τα κάτω την κυρτή του πλάτη, πρόσωπο ηλιοκαμένο, με αραιές τρίχες εδώ κι εκεί, στο χέρι που φορούσε το μανίκι κρατούσε ένα άδειο κύπελλο, με το άλλο χέρι χτύπησε το τσίγκινο πορτόνι της αυλής.
Εκείνη τη στιγμή χάραζα στο χώμα της αυλής μ’ ένα ξυλάκι το σχήμα μιας καραμπάνας, είχα βρει και αμάδα από σπασμένο κεραμίδι, περίμενα τ’ αδέλφια μου να παίξουμε, όταν ακούστηκε χτύπημα στο πορτόνι.

Μικρό παιδάκι έτρεξα ν’ ανοίξω, μου πρόβαλε το κύπελλο, χωρίς μιλιά, μετά είπε
-Τσάι…
-Πήρα το κύπελλο κι έτρεξα στη μάνα μου
Του έκλεισα το πορτόνι, τον έκρυψα από τα μάτια μου, για να μην του πέσει και καμιά ψείρα. Έτσι είχα ακούσει απ’ τους μεγάλους, να λένε.
Όρθιος περίμενε απ’ έξω, δεν τόλμησε να μπει στην αυλή, μου φάνηκε σαν ένας ασκητής, αυτούς που σκοπό τους έχουν ν’ αγιάσουν, για να τους προσκυνούν οι άνθρωποι.
Η μάνα μου γέμισε το κύπελλο τσάι, του το έδωσα, δεν μίλησε.
Απελευθερωμένος απ’ την σκλαβιά της ύλης το πήρε και τράβηξε για τη φωλιά του, ένα πέτρινο πεζούλι στην αυλή του σπιτιού, κάτω από μια μισο-ξηραμένη κληματαριά εκεί που δεν έφτανε ο ίσκιος του κυπαρισσιού, όπου πάνω του λαλούσαν μόλις σουρούπωνε οι γκιώνηδες…
Δεν ξέρω αν έβλεπε ποτέ του όνειρα, μα αν έβλεπε πως θα ήταν;
Θα πρέπει τα όνειρα του νου του, να ξέφευγαν απ’ τα όρια της Πυλάρου σ’ ένα παγκόσμιο φανταστικό κόσμο υπαρξισμού όπου θα συναντιόταν κάνοντας παρέα με τον Γάλλο συγγραφέα Αλμπέρ Καμύ, ψάχνοντας να βρουν τον σκοπό της ύπαρξης του ανθρώπου πάνω στη γη.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2008

Ο ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ


Διαμαρτύρομαι για την αδυναμία του πνεύματος,
διαμαρτύρομαι για τη βασανιστική κατάσταση,
του να υπάρχεις σωματικός σε μια κοινωνία ξένη
και ψυχικώς στον τόπο που γεννήθηκες κι ας έχει αυτός αλλάξει.
Zητώ την τιθάσευση της άγριας νοσταλγίας μου.
Ζητώ να πάψω να είμαι ο αιώνιος ξένος σε κάθε γωνιά της γης.
Ζητώ την ελευθερία του πνεύματος, να αισθάνομαι πολίτης του κόσμου.
Κάποτε σ' ένα απομακρυσμένο χωριουδάκι, πνιγμένο στην τροπική
βλάστηση της οροσειράς Σιέρρα Μάδρε της Κεντρικής Αμερικής,
μου σύστησαν τον εισαγγελέα του χωριού.
-«Από πού είσαι;» Με ρώτησε.
-«Έλληνας,» του είπα.
Η έκπληξή του ήταν μεγάλη, με κοίταζε και δεν πίστευε στα μάτια του.
-«Δηλαδή απόγονος του Σωκράτη;»
«Ναι,» του απάντησα.
Μ' έπιασε από το μπράτσο, μου έσφιξε το χέρι, λες και βρήκε ένα χαμένο θησαυρό.
«Θέλω να συζητήσουμε εμείς οι δυο μας.» μου είπε.
Αισθάνθηκα σαν ένας πολίτης του κόσμου,
ελεύθερος σε μια πνευματική και πολιτιστική ελληνική παγκοσμιότητα,
που υπάρχει και θα υπάρχει στον αιώνα τον άπαντα.
Αλλά η νοσταλγία δεν έπαψε ποτέ να με τυραννά,
είναι η τιμωρία του τόπου μου,
προς τον εαυτό μου επειδή τον άφησα κι έφυγα.
Τώρα ατενίζοντας τα περασμένα
και φθάνοντας σχεδόν στο τέλος του σκληρού μου δρόμου,
έπαψα πλέον να διαμαρτύρομαι,
γιατί κατάλαβα ότι εγώ ήμουν ο αρχιτέκτων
του δικού μου πεπρωμένου.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης