Το
τελευταίο παραμύθι…
Μεσημέρι
ο ήλιος έριχνε τις καυτερές ακτίνες του κάθετα και τσουρούφλιζε την γη, ξάπλωσα
έτσι στο σανιδένιο πάτωμα πάνω σε μια κουρελού για να δροσιστώ να περάσει το
μεσημέρι, διαβάζοντας τον Θησαυρό με τα μυθιστορήματά του από μακρινές
φανταστικές χώρες.
Τα
τζιτζίκια έκαναν ένα συνεχές βουητό, η πόρτα ορθάνοιχτη μήπως και έρθει καμιά
στάλα αέρας, ιδρωμένος αποκοιμήθηκα.
Το μαύρο
πουλί κατέβηκε απ τον ουρανό ήρθε και κάθισε δίπλα μου.
-Έλα
μούπε θα πάμε να γνωρίσεις τις μαγικές χώρες, αυτές που φαντάζουν τόσο όμορφες
μέσα απ τις σελίδες του περιοδικού.
Χωρίς αντίρρηση ανέβηκα πάνω στο μαύρο πουλί, πετούσαμε και πετούσαμε, πάνω από τα σύννεφα,
έμοιαζαν σαν πούπουλα λες και ήταν
μπαμπάκι.
Ξάφνου
φάνηκαν κάτι μύτες που περνούσαν τα σύννεφα,
Α!!
φώναξα κάτι βελόνες.
Όχι
βρε, είναι οι κεραίες ραδιοφωνίας στους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης.
Εδώ θα
κατεβούμε, είπε το πουλί.
Το
φεγγάρι μας πέταξε μια ανεμόσκαλα, την έπιασα και άρχισα να κατεβαίνω.
Περνώντας
έξω από ένα φωτισμένο παράθυρο, εκεί κοντά στην Wall street σταμάτησα και πήδησα μέσα.
Ήταν όλοι τους έλληνες εφοπλιστές, αυτοί που είχαν πλουτίσει…
-Θα πρέπει
να είναι ευτυχισμένοι, σκέφτηκα.
-Με
κοίταξαν παράξενα, στην αρχή νόμιζαν ότι ήμουν κλέφτης, κάποιος είπε:
-Είναι σαν να είναι απ τον Θεό σταλμένος…
Γύρισα
απ το άλλο πλευρό, η ζέστη μου πλάκωνε την καρδιά
-Άκου,
είπε ο χοντρός είσαι ένας λαθραίος
επισκέπτης, όχι μην φοβάσαι δεν θα σε καταδώσουμε, μόνο θα μας κάνεις μια εξυπηρέτηση.
-Καμιά
αντίρρηση, είπα.
-Θα
σου δώσουμε μια επιταγή χιλιάδων δολαρίων, ο παραλήπτης δεν βρίσκεται εδώ, εσύ
θα πας να τον βρεις θα στην υπογράψει, θα την βάλεις στην τσέπη σου και θα μας
την φέρεις εδώ.
-Εντάξει,
είπα.
-Θα
μείνεις εδώ σε φιλικό σπίτι μέχρι να φύγεις.
Βγήκα
στον διάδρομο πάτησα το κουμπί του ανελκυστήρα, ήρθε ένα χρυσό κλουβί, άνοιξε μπήκα, έκλεισε, κατέβηκε, βγήκα. Θυρωροί με άσπρα γάντια μου άνοιξαν την πόρτα.
Κοιμήθηκα σε φιλικό σπίτι.
Την
άλλη μέρα ταξίδεψα με το τραίνο 72 ολόκληρες ώρες ταξίδευα. .
Βρήκα
τον άνθρωπο, ένα σεβάσμιο γεροντάκι, η πλάτη του είχε καμπουριάσει απ το βάρος
του χρόνου.
-Σε
περίμενα, μου είπε…
-Υπόγραψε,
είπα, έβαλε τα γυαλιά του με χέρι που
έτρεμε υπόγραψε.
Έφυγα
ξανά πήρα το μεγάλο τραίνο αυτό που έμοιαζε σαν σειρά από κάμπιες, που όμως ήταν
βαγόνια, γύρισα στην πόλη με τους ουρανοξύστες.
-Στο
γραφείο με περίμεναν.
-Τόφερες;
-Ορίστε
εδώ είναι.
Ο
χοντρός κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα,
άνοιξε το συρτάρι του γραφείου, έβγαλε, ένα τσιμπιδάκι σαν αυτό που τραβάνε τις
τρίχες στο πρόσωπο και έναν μεγεθυντικό φακό. Έπιασε με προσοχή τις δυο άκρες
της επιταγής και τις τράβηξε, με μιας χωρίστηκε σε δυο, έριξα μια φευγαλέα
ματιά είδα το καινούργιο ποσόν μεγαλύτερο από αυτό που γραφόταν στο μπροστινό φύλλο.
Ένα
τικ, τακ στο παράθυρο με ξάφνιασε, ήταν το μεγάλο πουλί που μου έκανε νόημα,
καιρός να φύγουμε να γυρίσουμε πίσω μου είπε, αυτοί εδώ δεν είναι σαν κι εμάς.
Ανέβηκα
πάνω του και γυρίσαμε, το περιοδικό Θησαυρός με τα μυθιστορήματα είχε τσαλακωθεί, η φωνή
της μάνας μου ακούστηκε.
Ε!
ξύπνα πια βράδιασε, κοιμάσαι τόσες ώρες!
Άνοιξα
τα μάτια μου, κοίταξα γύρω μου θυμήθηκα το όνειρο, φώναξα,
-Μάνα
είδα ένα όνειρο σαν παραμύθι!
-Αχ
παιδί μου μην πιστεύεις σε παραμύθια, η
ζωή δεν είναι παραμύθι, να κοίτα γύρω σου δες χιλιάδες
πρόσφυγες, έχει πνιγεί η Ελλάδα, είναι όλοι αυτοί οι αθώοι, τα αθώα θύματα που πίστεψαν στα παραμύθια των Ευρωπαίων,
ξεκίνησαν να βρουν τη γη της επαγγελίας
αυτή που νόμιζαν ότι τους είχαν υποσχεθεί, αλλά από την φαντασία μέχρι την
πραγματικότητα υπάρχει μια μεγάλη απόσταση, υπάρχει ένας δρόμος γεμάτος
παγίδες, και όχι μόνο αλλά εδώ αποδεικνύεται ότι ο κάθε άνθρωπος το κάθε
κράτος, νοιάζεται μόνο για τον εαυτόν του, αν έχει μια διαφορετική μια πιο ανθρώπινη
προσέγγιση καταντά όπως η σημερινή Ελλάδα μια χώρα πνιγμένη από αθώες
ανθρώπινες υπάρξεις που φεύγοντας τον πόλεμο κατέληξαν να περιπλανώνται από
μέρος σε μέρος.
-Μου
φαίνεται μάνα ότι η κατάσταση μοιάζει σαν τον πόλεμο τότε που εμείς σαν παιδιά
γυρίζαμε στα ξένα κράτη πιστεύοντας ότι υπήρχε γη της επαγγελίας.
-Ναι
αλλά σήμερα η Ελλάδα είναι ανεξάρτητο κράτος πως αφέθηκε να πέσει στην
παγίδα εκ του εξωτερικού κατευθυνόμενη
προσφυγιά, μήπως υπάρχουν υστερόβουλες προσπάθειες να αλλοιώσουν τον πληθυσμό
της Ελλάδας;
Να προωθήσουν την πίστη της
μαντήλας;
Τι να
πω δεν ξέρω γιε μου μια παροιμία λέει,
έξυπνος πολιτικός θεωρείται ο ηγέτης που μπορεί να βλέπει 50 χρόνια μπροστά, κοιτώ
γύρω μου δεν βλέπω κανένα.
Και πάλι
δόξα τω Θεώ που υπάρχουν εθελοντές, που υπάρχει μια ανθρώπινη αλληλεγγύη, από
τους κατοίκους… είπα.
Αλλά αυτό
δεν φτάνει μούπε η μάνα μου...
Γαβριήλ
Παναγιωσούλης