Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

Τοπικισμός στα ξένα,


                                                     Τοπικισμός στα ξένα.
   
           
Ξέμπαρκος γύριζα στους δρόμους της Νέας Ορλεάνης, είχα μείνει έξω λόγο ασθενείας στο Montelepre Hospital, ένα μικρό κουκλίστικο νοσοκομείο στο Canal street αφού έγινα καλά, πήρα εξιτήριο απ’ το νοσοκομείο θα έπρεπε να περιμένω το βαπόρι να γυρίσει από ένα ταξίδι στη Χιλή.

Πήγα στο Strachan Shipping στην οδό Saint Charles, ήτανε ο πράκτορας του βαποριού, ο οποίος μου σύστησε ένα δωμάτιο στην παλιά γαλλική συνοικία στο  Decatur Street   εκεί όπου σύχναζαν ναυτικοί. Ήταν στον δεύτερο όροφο και έβλεπε σε αίθουσα εστιατορίου όπου σερβίριζαν ναυτικούς. Ιδιοκτήτης ένας Χιώτης ο καπετάν Γιάννης Φατσής, καλός άνθρωπος ο οποίος έκανε και τον  ‘Ship Chandler’    (προμηθευτής τροφοδοσίας κλπ.) στα χιώτικα βαπόρια.
Δεν ήμουνα ποτέ συνηθισμένος σε μια τάξη ύπνου και σχεδόν από ντροπή έπρεπε να τρώω εκεί όπου έμενα. Ζητούσα μια πιο ελεύθερη ζωή, έτσι μετά από την πρώτη εβδομάδα έφυγα πήγα πιο έξω και ενοικίασα δωμάτιο σε σπίτι κάτι ηλικιωμένων γυναικών, από εκεί έπαιρνα το τραμ και κατέβαινα στο κέντρο. Στο λιμάνι οργασμός ελληνικών βαποριών, πολλοί οι ναυτικοί κάθε βράδυ γέμιζαν τα μπαρ, στη γαλλική συνοικία Bourbon Street πολλοί οι περαστικοί ναυτικοί ηδονοβλεψίες από τις μισάνοιχτες πόρτες των στριπτιτζίδικων. Αλλά οι περισσότεροι μαζευόταν στο Ίμβρος μπαρ στην οδό Canal ή στο μπαρ του Τζίμη του έλληνα, ή στο Αβάνα ένα κουβανέζικο στο Decatur Street. Εκεί στη Νέα Ορλεάνη υπήρχε και ο Φουντάκιας παρανόμι ενός Κεφαλλονίτη, ήταν ο επίσημος ship chandler (τροφοδότης) γνωστός μα και διαμεσολαβητής, για οτιδήποτε πληροφορία ήθελαν οι ναυτικοί, αν και τώρα τελευταίος το είχε γυρίσει πολύ στη θρησκεία ένεκα που είχε νυμφευθεί μια φανατική χριστιανή…
Εκεί πιο κάτω στον ίδιο δρόμο άλλος ένας κεφαλλονίτης από την Ιθάκη είχε ανοίξει κατάστημα ρούχων για ναυτικούς, πολλές φορές επισκεπτόταν και τα βαπόρια στον μόλο κουβαλώντας τις βαλίτζες εκθέτοντας τα αγαθά του. Μην έχοντας πως να σκοτώσω την ώρα μου, του έκανα παρέα πηγαίναμε στα βαπόρια προπαντός στα δεξαμενόπλοια αυτά που καθόταν λίγες ώρες στο λιμάνι, ακόμη φτάναμε και μέχρι το Baton Rouge
Μια μικρή γνωριμία μου, νοσοκόμα, κάναμε παρέα, φανατική καθολική  με κουβαλούσε πάντα στον καθεδρικό  ναό  του Αγίου Λουδοβίκου, στην πλατεία Τζάκσον, γαλλική παλαιά συνοικία, εκεί στα δεξιά υπήρχε μια γούρνα με νερό,  έβρεχα τα δάχτυλά μου με το αγιασμένο νερό, μετά κάναμε τον σταυρό μας μετά γονάτιζε, έβανε ένα κεντητό μαύρο μαντήλι στο κεφάλι ψιθύριζε ένα Άβε Μαρία...
Περπατώντας για την εκκλησία περνάγαμε από το Café du Monde όπου σερβίριζαν καφέ με chikory. Προσπαθούσε να με κάνει  καλό χριστιανό.
Στην πόλη υπήρχε κι ελληνικό προξενείο, πρόξενος ο κ. Χέλιος, είχα πιάσει φιλίες με τον γραμματέα τον Στηβ έναν φοιτητή πανεπιστημίου από την Χίο, ένα παιδί μάλαμα πολλές φορές πηγαίναμε όλοι μαζί  για πρωινό στο Meal-a-Minit, ένα είδος καφετέριας. Ή πηγαίναμε στο Felix ένα ιταλικό εστιατόριο στη γαλλική συνοικία για ωμά  oysters   μύδια, και μπύρα.
Εκεί που τεμπέλιαζα περιμένοντας βαπόρι μου λέει ο καπετάν Γιάννης Φατσής, μια και κάθεσαι θέλεις να πάτε παρέα με άνθρωπό μου στο Μπατόν Ρουζ ια απόσταση 80 μιλίων έχει έρθει ένα βαπόρι χιώτικο του Καρά και θα πρέπει να του πάω τρόφιμα  δουλειά δεν είχα,
Μα βεβαίως λέω.
Μετά χαράς.
Σε ένα  αυτοκίνητο καινούργια station wagon φορτώσαμε μερικά τρόφιμα ανάγκης,  και ξεκινήσαμε όταν φθάσαμε στο λιμάνι του Baton Rouge  πρωτεύουσα της Λουϊζιάνας  ήρθαν οι ναύτες μετέφεραν τα τρόφιμα,  ανεβήκαμε κι εμείς στην σκάλα του δεξαμενόπλοιου, εκεί που συζητούσαμε στο κατάστρωμα πετιέται ένας και λέει: από την Χιό είσαστε;
Ο φίλος απήντησε:
 Ναι,  εγώ.
Έλα μέσα να σε κεράσουμε.
Έμεινα μόνος εκεί όρθιος αποσβολωμένος να κοιτάζω την Ελληνική σημαία που κυμάτιζε στην πρύμνη προβάλλοντας με υπερηφάνεια την πατρίδα μας στα πέρατα του κόσμου, μα και την  τσιμινιέρα με ένα τεράστιο Κ χρώματος μπλε σε άσπρο φόντο, που εννοούσε την ναυτική εταιρία Καράς.
Εποχή 1958

                                               Γαβριήλ Παναγιωσούλης
       
Στο πέρασμα της ζωής μου σαν  ναυτικός  είχα πολλούς συνάδελφους από την Χίο και Οινούσες  καλοί τίμιοι και ντόμπροι άνθρωποι προπαντός μου μένει αξέχαστος ο καπετάν Γιάννης Ξυλάς από τα Καρδάμυλα, πλοίαρχός με την σύζυγό του και κόρη του Πόπη.  
Αυτό το γράφω ώστε να μην παρεξηγηθώ για την ιστοριούλα που γράφω πιο πάνω, ήταν ένα στιγμιαίο συμβάν που μεγαλοποιείται εδώ στα ξένα όπου θεωρείς τον κάθε Έλληνα σαν αδελφό σου.    


Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

To Πρόστιμο του χρόνου.

Φίλοι και αναγνώστες του ΠΥΛΑΡΟΣ
Προ καιρού διάβασα κάπου, δεν θυμάμαι ακριβώς που το ποίημα που ακολουθεί, ίσως στο "Κηλίδες"   μου άρεσε τόσο πολύ ώστε ώστε το αντέγραψα και σας το παρουσιάζω σήμερα, η ποιήτρια ονομάζεται Τζένη Συρρή-Χαννάκη

Το πρόστιμο του χρόνου

Χθες διασταυρώθηκα στης μνήμης το φανάρι,
καθώς τ’ αμάξι οδηγούσα βιαστικά,
με φορτηγό που στην καρότσα του είχε πάρει,
τα χρόνια που έψαχνα προχθές τα παιδικά.

Πως ξάφνου πλήθυνε η κίνηση του δρόμου
και χάθηκα σε νοσταλγίες κι ατραπούς!
Πως στην παλιά καρότσα τράκαρα του χρόνου
και με τους πίσω με παρέσυρε τροχούς!

Ο πόνος ήρθε τροχονόμος για μια κλήση
μ’ ένα βαρύ μολύβι, κίτρινα χαρτιά.
Μα, όταν ταυτότητα μου ζήτησε, με θλίψη
του’ δειξα μόνο τα μαλλιά μου τα σταχτιά .

Πάτησα γκάζι μπρος στο κόκκινο φανάρι
και την ταχύτητα άφησα να λυτρωθεί.
Κι αν η ζωή θέλει πρόστιμο να πάρει,
μάταιος κόπος. Έχει ήδη πληρωθεί.


«Κηλίδες»        Τζένη Συρρή-Χαννάκη


για την αντιγραφή
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Θεός, Ο άνθρωπος, Η λευτεριά

                                            Ο Θεός,  ο άνθρωπος, η λευτεριά 

Ήταν μια ζωή στρωμένη λες και ήταν ένας μανδύας που έφτιαξαν οι άνθρωποι στο όνομα του θεού, και στον φορούσαν με την γέννησή σου… μια κοινωνία κλειστή, χωρίς λευτεριά, γεμάτη από μη, από αμαρτωλές κινήσεις και πράξεις που ούτε ήξερες γιατί.
Απλούστατα έτσι τους είχαν διδάξει ότι ο άνθρωπος κουβαλάει πάνω του αμαρτίες που πηγάζουν από το προπατορικόν αμάρτημα, έφαγε ο Αδάμ το μήλο, αλλά χωρίς Εύα δεν υπάρχει ζωή. Ή ακόμα και σήμερα το «Δευτέρα και Παρασκευή μην βάνεις λάδι στο φαί, είναι αμαρτία»      
         
Τόσα και τόσα έφτιαξε ο θεός, όμως δεν μου έδωσε το χάρισμα να  μιλήσω μαζί του, έτσι έμενα με την αμφιβολία αν αυτός πράγματι έφτιαξε τον κόσμο έτσι, ανάποδα όπως μου τον έμαθαν.  
Παρατηρώ  την  κοινωνία, όχι αυτή που έφτιαξε ο Θεός, αλλά αυτή που έφτιαξαν οι άνθρωποι.  
Μια κοινωνία εκμετάλλευσης  προς στους συνανθρώπους μας, μετά μου ήρθε η σκέψη της λευτεριάς, λευτεριάς από τα παλιά ταμπού και πιστεύω,  μετά ήρθε η περιέργεια και θρονιάστηκε μέσα μου,  με το να θέλω να δοκιμάσω την απόλυτη λευτεριά  το πώς σκέφτονταν οι άλλοι άνθρωποι, σε άλλη γη, σε άλλα μέρη. Αν είχαν τον ίδιο θεό, σαν αυτόν που διδάχτηκα, ή αν ήταν άλλος, πώς να  ήταν φτιαγμένος διαφορετικά από τον δικό μου. 
Το  καφενείο του χωριού, αντιπροσωπεύει το σήμερα, το χθες δεν θέλουν να το ξέρουν, έλα όμως που χωρίς χθες δεν θα υπήρχε το σήμερα.  
  

Σήμερα ο κόσμος προόδεψε, ακόμα και ο πρωθυπουργός ορκίζεται με  πολιτικό όρκο, 16/09/15  μου άρεσε τόσο, επιτέλους, κατάλαβα ότι προσπαθεί να ξετινάξει από πάνω του τα παλιά ταμπού, το κατεστημένο του προσκυνώ σε (ο δε  Αβραάμ γέννησε  Ισαάκ, ο δε Ισαάκ γέννησε Ιακώβ…)     
Ο   κάθε ένας μας πλάστηκε σύμφωνα με το παρελθόν του,  στην ηλικία της σύνταξης όλοι μας, νοσταλγοί της παιδικής ηλικίας   συναντιόμαστε  στο καφενείο του χωριού εκεί που γεννηθήκαμε,  οι συζητήσεις διαφέρουν αναλόγως την πείρα κάθε ενός μας. Άλλος συζητά για τα πρόβατά του, για το πώς να φτιάχνουν καλό τυρί  φέτα, άλλος για τις πανεπιστημιακές του σπουδές, τόσα χρόνια στην Αγγλία, τόσα στην Γαλλία,   για την οικονομία των Βρυξελών, αυτοί που κινούν τα νήματα και χορεύει η Ελλάς,    άλλοι ξημερωβραδιόνοντε στο καφενείο παίζοντας Θανάση. 
Άλλοι λένε για τα θαύματα που κάνουν οι άγιοι, ακούγοντας τις καμπάνες να χτυπούν χαρμόσυνα, ρώτησα γιατί, σήμερα είναι η εορτή του Άγιου Σπυρίδωνα του μικρού, άλλο πάλι τούτο σκέφτηκα.  Άλλοι   επισκέπτες, μετανάστες  από την Αυστραλία, συζητούν ο κάθε ένας το δικό του μετερίζι.
Άλλοι διηγούνται το πώς σπατάλησαν τα καλύτερά τους χρόνια ψάχνοντας για μια μόνιμη κατοικία πάνω στην μητέρα γη, άλλοι νοσταλγούν τις ημέρες της νιότης όπου ως πρώην ναυτικοί διηγούνται απίστευτες ιστορίες συνήθως με γυναίκες, αυτές που άλλαζαν σαν  πουκάμισα, μέχρι που οι στεριανοί τσαντίζονται να ακούν και φεύγουν απ’ την παρέα ή σε προσβάλουν απαιτώντας να μιλάς για κάτι τι κοινό, ένα θέμα  που γνωρίζουν όλοι.   
   
Κατά τα μεσάνυχτα διαλύεται  η παρέα ώρα για ύπνο,  βάνουν μπρος το αυτοκίνητο και ξεκινούν κι όταν εσύ δεν έχεις ρόδα θεωρείσαι φτωχός, με τους άλλους να μουρμουρίζουν  έφαγε όλη του την ζωή στα ξένα, κοίτα την κατάντια του με τα πόδια φεύγει… 

Γαβριήλ Παναγιωσούλης





Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Στον Μύρτο Κεφαλονιάς

Μια αξέχαστη μέρα στον Μύρτο, Κεφαλονιά

                                               Ο Βράχος!
Το αυτοκίνητό που είχα  νοικιάσει παρκαρισμένο κάτω από τον βράχο

Ο  ήλιος ήταν ποιο λαμπερός τούτη  την χρονιά, Αύγουστος του 2015 ακόμα και ο καιρός είχε αλλάξει ένα λιοβόρι μας έψενε κάτω στην γη λες και ήμασταν κάστανα, πιθύμησα τα μαϊστράλια (βορειοδυτικός άνεμος)  των προηγούμενων χρόνων αυτά που προερχόταν από τον Μύρτο και δρόσιζαν όλη την Πύλαρο κάθε καλοκαίρι τις απογευματινές ώρες.
Έτσι αποφασίσαμε μια μέρα να πάμε εμείς στον Μύρτο να δροσιστούμε και να κολυμπήσουμε, μια που αυτός αρνιόταν να μας ανοίξει τους ασκούς των ανέμων και να μας δροσίσει.
Η κατεβασιά προς την παραλία ανάμεσα σε χαράδρες στο στενό δρομάκι όλο βόλτες 90 μοιρών σου έκοβε την ανάσα, τα αυτοκίνητα παρκαρισμένα στις άκρες του δρόμου, έκαναν ακόμα πιο δύσκολη την οδήγηση.
Οδηγούσα αργά, ψάχνοντας για παρκινγκ κοιτώντας δεξιά, αριστερά, οι άλλοι οδηγοί  οι από πίσω μου  σφύριζαν σαν δαιμονισμένοι, αλλά άσε τους να σφυρίζουν,  δεν γίνεται αλλιώς, ευτυχώς εκεί στην άκρη κάτω απ την σκιά του βράχου κάτι κορίτσια άλλαζαν το βρεγμένο τους μαγιό, τις ρώτησα φεύγετε;
Ναι, ήταν Γάλλοι τουρίστες είχαν ένα βαν Reno τους περίμενα, ήταν παρκαρισμένοι κάτω και δίπλα από τον μεγάλο βράχο, τόσο μεγάλο ώστε τρόμαξα, φαινόταν σα να σκέπαζε τον ουρανό, αν φύγει από εκεί θα μας λιώσει σκέφτηκα  και όχι μόνο εμάς αλλά και πολλούς άλλους.  Και  όλα αυτά σε μια άκρη του στενού δρόμου που σαν φίδι ανεβοκατέβαινε απ τις χαράδρες περνούσε σύριζα κάτω από τον βράχο…  Τελικά πάρκαρα αποκάτω του, λίγο προς τα δεξιά του, έτσι έπαψα ν’ ακούω τα κλάξον  και τα επίθετα των άλλων οδηγών.

Η ζέστη αφόρητη, η θάλασσα καταγάλανη κρύα καθαρή, κάναμε βουτιά και βγήκα εγώ τουλάχιστον γιατί απότομα κόβεται ο βυθός και γίνεται βαθύς,  πρέπει να είσαι καλός κολυμβητής…

Όμως με είχε μαγνητίσει αυτός ο τεράστιος βράχος, νόμιζες ότι ήταν  μια απειλή από τον Ποσειδώνα προς εμάς τους θνητούς, εάν έκανε μια κίνηση ο εγκέλαδος θα μας καταπλάκωνε και η Κεφαλονιά είναι φημισμένη για τους σεισμούς της...
Αλλά αυτός ο βράχος έμενε εκεί ακίνητος σοβαρός, μας κοίταζε βλοσυρός, ούτε καν τον ενδιέφερε η μουσική που ακουγόταν από την Καντίνα του δήμου, απολάμβανε ατενίζοντας την ανθρώπινη σάρκα, σειρήνες κολυμπούσαν, λιαζόταν στην αμμουδιά, λευκές σαν αφρόγαλα, ή  μελαχρινές, σαν αραπίνες, κι αυτός κοιτούσε, κοιτούσε,  ανέκφραστα,  μαζί του κοιτούσα κι εγώ, μα και  ο βράχος, μου προκαλούσε φόβο, αν  τον έπιανε πυρετός και τρεμούλα θα μας καταπλάκωνε.

Αλλά πάλι   με φαντασία θα μπορούσαν να τον πελεκούσαν, να  του έδιναν ανθρώπινη μορφή, έναν Κέφαλο,  ή να ζωγράφιζαν πάνω του κάτι, να τον έκαναν σήμα κατατεθέν για τον Μύρτο, με το μέγεθός του, προκαλεί δέος στους λουόμενους.  Κανείς  δεν σκέφτεται ότι μπορεί  να τρεμουλιάσει η γη και να κατρακυλήσει, σαν οδοστρωτήρας, αλλά  όχι σήμερα, όχι τώρα ίσως κάποια άλλη φορά που δεν θάμε εγώ παρόν… έτσι σκεφτόμουν κι εγώ και  ανέμελος   έκανα βόλτες, αλλά πάλι αυτός ο βράχος τον έβλεπα από μακριά και ήξερα ότι  από κάτω του είχα παρκάρει το αυτοκίνητο, ήταν το σήμα κατατεθέν για να μην χαθώ ανάμεσα  στα εκατοντάδες αυτοκίνητα που σαν βδέλλες ήταν κολλημένα στις άκρες του στενού ανηφορικού δρόμου.                 



Από πάνω μας πετούσαν ανεμόπτερα (paragliding) πάντα με δυο άτομα, ένας οδηγός και ο επιβάτης,
Είχαν στήσει το αρχηγείο τους εκεί στην άκρη της αμμουδιάς,  αν ήθελες να δοκιμάσεις σε ανέβαζαν με αυτοκίνητο πάνω στην κορυφή του βουνού-γκρεμού κι από εκεί αμολιόσουν στην δύναμη του αέρα. Με κατάλληλες κινήσεις προσγειωνόσουν στην άκρη της παραλίας.
Το κορίτσι της παρέας μας (η εγγονή μου) ξετρελάθηκε με αυτό το σπορ, μέχρι όπου   πήγε και το δοκίμασε, πέταξε εκεί ψηλά όπου την υποδεχθήκαμε με ένα χειροκρότημα κατά την απογείωσή της.  Θυμήθηκα  τον μύθο του Δαίδαλος και Ίκαρος.

Τελικά κατά το βραδάκι ξεκινήσαμε την επιστροφή με ανάβαση,   μόνο με πρώτη ταχύτητα μαυρισμένοι από τον ήλιο ψημένοι σαν χειμωνιάτικα κάστανα, που όμως ήταν απ’ τον ήλιο του Μύρτου.

Κατά κάποιον παράξενο λόγο ο ήλιος καίει πιο πολύ στην παραλία του Μύρτου, παρά  από το ανατολικό μέρος της Πυλάρου την παραλία της Αγία Ευφημίας.



Γαβριήλ Παναγιωσούλης        











Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Παιδιά, ψίχουλα κάτω απ' το τραπέζι

Παρακολουθώντας την σημερινή κατάσταση, με τα κύματα των προσφύγων,   γυρνώ την σκέψη   προς τις ρίζες μας, τις δικές μου ρίζες, αυτές που κάποτε ήταν αθώες παιδικές, γεμάτες όνειρα, για μια γη της επαγγελίας…
                                                           Το σχολείο 1947                                                         
                                          Παιδιά, ψίχουλα κάτω απ το τραπέζι.

Ήταν ένα χέρι κρατούσε ένα  κομματάκι καλαμποκίσια μπομπότα, είχε και σταφίδες, σήκωσα τα μάτια μου, νόμιζα πως ήταν το του Θεού, όχι ήταν μιας γυναίκας,   την κοίταξα με χαρά άπλωσα το χέρι μου, κάτι μου είπε ιταλικά, δεν καταλάβαινα, ξανά την κοίταξα, είχε δυο χείλη βαμμένα σε χρώμα από βύσσινο, μου φάνηκαν κερασένια. Κοίταξα πιο εκεί ένας ψηλός μαυροφορεμένος καθολικός ιερέας με καπέλο μαύρο στρογγυλό πλαισιωμένο με μια κίτρινη κορδέλα μου χαμογέλασε. Βρισκόμουν στην Ελλάδα ξένοι έκαναν κουμάντο αυτοί που είχαν φέρει και την πείνα, ήταν Ιταλοί κατακτητές…
Το κρύο φοβερό για να ζεσταθούμε κοιμόμαστε όλα τα παιδιά μαζί, πριν ξημερώσει χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα, οι σκύλοι της γειτονιάς είχαν τρελαθεί στο αλύχτισμα. Μπήκαν από  την  πόρτα γερμανοί με αγριοφωνάρες,  απ’ το κρεβάτι δεν κινήθηκα, μόνο έβγαλα το κεφάλι έξω απ’ την κουβέρτα, το κεφάλι μου δυσανάλογα μεγάλο, οι γερμανοί με νοήματα μας σήκωσαν όλους.  Σαν είδαν το παιδικό σώμα μου οκτώ  χρονών  αδύνατο καχεκτικό κιτρινωπό με άφησαν να ξαναπέσω κάτω απ’ την κουβέρτα, ήθελαν μόνο άντρες, πήραν τον πατέρα μου, τους έβγαλαν ομιλία στον ναό του άγιου Σπυρίδωνα. Για  άλλη μια φορά νόμισα ότι βρισκόμουν Ελλάδα, αλλά όχι, ξένοι έκαναν κουμάντο, οι Γερμανοί.

Ένα τεράστιο φορτηγό αυτοκίνητο φάνηκε απ’ την στροφή του δρόμου του. Στην Καρότσα του ήταν γεμάτο στρατιώτες, σταμάτησε ακριβώς έξω απ το σπίτι μας, οι στρατιώτες κατέβηκαν κι άρχισαν να περιεργάζονται τα πάντα και να πίνουν τσάι. Τα πιτσιρίκια του χωριού ξυπόλυτα μαζεύτηκαν, άπλωναν το χέρι και φώναζαν, Μίστερ, μίστερ, οι στρατιώτες τους έδιναν τσάι. Ο πατέρας μου δεν μας άφησε να βγούμε απ το σπίτι. Οι  ξένοι κάνανε κουμάντο, τούτοι τη φορά ήταν Εγγλέζοι.

Αποσπάσματα  περνούσαν τον δρόμο του χωριού, είχαν  γενειάδες, έφταναν μέχρι τον λαιμό τους,
Όχι δεν ήταν Τζιχαντιστές, αλλά  ο καπετάν Φουρτούνας με το απόσπασμα του,   με τα όπλα στον ώμο τους με δεσμίδες φυσίγγια σταυρωτά στο στήθος τους, σταματούσαν κοίταζαν τα σπίτια, μετά με το χωνί φώναζαν προσκαλούσαν τον κόσμο στο σχολείο για ομιλία που θα έκαναν, προσπαθούσαν να προσηλυτίσουν τους χωριανούς στα δικά τους πιστεύω.  Ήταν αριστεροί Έλληνες αντάρτες  που είχαν έρθει στο νησί την Κεφαλονιά από την μεγάλη στεριά, Στερεά Ελλάδα.    
 Μετά ήρθαν οι δεξιοί παραστρατιωτικά αποσπάσματα, είχαν χλαίνες ιταλικές μακριές  τα τουφέκια με την κάνη προς τα κάτω, από  λάφυρα παρμένα  από τους σκοτωμένους  Ιταλούς στρατιώτες,  είχαν ρόπαλα, κυνηγούσαν κι έδερναν με την ανοχή της χωροφυλακής όποιον είχε πάει στις συγκεντρώσεις των προηγούμενων αριστερών αποσπασμάτων, αυτών  με το χωνί. Ήταν όλοι τους Έλληνες,
Η απελευθέρωση της Ελλάδας έφερε τον εμφύλιο, η διχόνοια, οι δολοφονίες στην καθημερινή διάταξη, χάθηκε  η ελπίδα που είχαμε, να κυβερνήσουν την χώρα πατριώτες έλληνες, ο τρόμος χειρότερος από πριν.

Έφυγα ένα  βράδυ ταξίδευα ολονυκτίως με βαπόρι για Πειραιά, από εκεί  παιδί αμούστακο έφυγα γυμνός στην θάλασσα, δεν ζητούσα τίποτα παρά μια θέση κάτω απ τον ήλιο, να μπορώ να χορτάσω ψωμί. Αυτό με έφερε αντιμέτωπο με το νόμο, το έγκλημά σου  πέρασες τα σύνορα χωρίς άδεια, λαθραίος, θα πληρώσεις με την στέρηση της  ελευθερίας σου,  είσαι ένας παράνομος, χωρίς κανένα δικαίωμα, ούτε για να μαζεύεις τα ψίχουλα αυτά που πέφτουν κάτω απ το τραπέζι, έφυγα στο μέσον του  πουθενά, η μόνη που με δέχθηκε ήταν η θάλασσα, η ποιο πιστή μου αγαπημένη.
Η θάλασσα μ’ έφερε  στο Κιταγκόνγκ του  Μπανγκλαντές τα πιτσιρίκια  με κυνηγούσαν απλώνοντας το χέρι και φώναζαν μίστερ μπαξίσι, με μπέρδεψαν με αυτούς που πέταγαν τα ψίχουλα κάτω απ το τραπέζι, τι ειρωνεία! 
O Λούστρος ήταν ξανθός, μικρό παιδάκι ήταν γιος σκανδιναβού ναυτικού και γυναίκας του λιμανιού,  γυάλιζε παπούτσια ναυτικών για ζει, έκανε και θελήματα ταξιτζήδων και γυναικών στο λιμάνι αυτό της Γουατεμάλας, έπλενε τα’ αυτοκίνητα παρακολουθούσε αυτούς που έτρωγαν σε εστιατόρια με τα άσπρα τραπεζομάντηλα κι όπως έβγαιναν χορτάτοι έτρεχε μπροστά τους να ξεσκονίσει τα παπούτσια τους απ τα ψίχουλα.
Ήταν  ξυπόλυτο,  μαζί μεταφέραμε στο πορτμπαγκάζ του ταξί ένα νεκρό παιδάκι, η μάνα του κάθισε  στο πίσω κάθισμα κλαίγοντας κι αυτός δίπλα μου,  μου έκανε παρέα, δεν τον ενδιέφερε το νεκρό παιδάκι, είχε  την ελπίδα για ένα πιάτο φαγητό στο ξενύχτι.

Σήμερα ο σύγχρονος και πολιτισμένος κόσμος μας γέμισε από πρόσφυγες, διωγμένοι από τα δεινά του εμφυλίου, που αν ψάξεις θα βρεις την ιστορία να επαναλαμβάνεται ένα τιτάνιος αγώνας των δυο παρατάξεων  δεξιών και αριστερών που όμως επιφανειακά δεν φαίνεται, φανατίζουν τους λαούς χωρίζουν τα πιστεύω τους και ο ένας πολεμά τον άλλον, αδελφός τον αδελφό χωρίς να γνωρίζουν το γιατί.
Τα πληρώνει   ο αθώος κόσμος τα   παιδάκια αυτά που δεν φταίνε σε τίποτα αυτά που ζητούν μια θέση κάτω απ τον ήλιο, αυτά που διωγμένα  από την μανία του πολέμου της κακομοιριάς και της πείνας, ξεβράζονται νεκρά σε μια κάποια ακτή, το έγκλημά τους να ζητούν μια θέση στην κοινωνία, σε μια υποσχόμενη γη της επαγγελίας, που γι’ αυτούς σήμερα είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση,       
Όλα αυτά παιδιά,  προσπαθούν να μαζέψουν, να χορτάσουν με  τα ψίχουλα, αυτά που πέφτουν  κάτω απ το τραπέζι των μεγάλων,  αυτών που κρατούν στα χέρια τους τις τύχες του κόσμου κι εγώ δεν ξεχνώ ποτέ ότι κάποτε ήμουνα παιδί, όπως όλοι μας. 
 

Γαβριήλ Παναγιωσούλης   

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Στιγμιαίες, "εντυπώσεις" του καλοκαιριού, απ' την Ελλάδα 2015

Στιγμιαίες "εντυπώσεις" του καλοκαιριού απ’ την Ελλάδα του 2015.



Έκανε μια φοβερή ζέστη, τόχαμε όμως τάμα να πάμε στην Ακρόπολη μετά κι αφότου είχαμε επισκεφθεί το Μουσείο, της Ακρόπολης ένα μοντέρνο θαύμα.
Ρωτήσαμε, κάπως χάσαμε τον δρόμο μας, μπλέξαμε σε κάτι στενά μονοπάτια, όταν φτάσαμε πάνω είδαμε ότι δεν υπήρχε είσοδος για την Ακρόπολη, ρωτήσαμε μα εδώ είναι τα’ Αναφιώτικα μας είπαν, θα πάτε πάλι κάτω και ξανά από τον πλατύ δρόμο με ανάβαση προς το θαύμα του κόσμου.
Πήραμε πάλι  μπουκαλάκια  νερό και ξανά περπάτημα σαν φθάσαμε ο κόσμος στην γραμμή έβγαζε εισιτήρια, πάω κι εγώ στην ουρά, παρατηρώ ότι είχε δυο τιμές, η μία κανονική και η άλλη μειωμένη για υπερήλικες τέσσερα άτομα είμεθα όλοι μας υπερήλικες εξ άλλου τα λευκά μου μαλλιά και οι ρυτίδες στο πρόσωπο  δεν σήκωνε καμιά αμφιβολία.   
Τέσσερα εισιτήρια μειωμένα λέω, ο ταμίας με κοίταξε κάπως περίεργα ταυτότητα μου λέει, κατά διαβολική σύμπτωση την είχα ξεχάσει  νόμιζα ότι θα ήθελε να βεβαιωθεί για την ηλικία μου. Λάθος μου, την ξέχασα στο ξενοδοχείο λέω, έχω όμως  το διαβατήριο μου!
Ορίστε το!

Α! Αμερικάνος μου λέει, με κοίταξε λες και του χρωστούσα,   η μειωμένη τιμή είναι μόνο για τους κατοίκους της Ευρωπαϊκής  Ένωσης όχι για εσάς.
Κι ας έχω γεννηθεί στην Ελλάδα κι ας  είναι η γλώσσα που μιλάω Ελληνική κι ας βρωμάει ακόμη το πόδι μου τσαρούχι.
Σεβαστήκαμε τον νόμο πληρώσαμε full price και απολαύσαμε την Θέα.
Στο Μετρό Αθηνών δεν ισχύει ο ίδιος νόμος, κατέβηκα στο Σύνταγμα πάω μπροστά στον γκισέ, 4 εισιτήρια του λέω, ο άνθρωπος με κοίταξε και μου λέει είναι όλοι σαν εσένα
μα βεβαίως του λέω, ηλικιωμένοι  μου έκοψε μειωμένα

Έφτασα στη Κεφαλονιά 30 Ιουνίου, είχα παραγγέλλει να νοικιάσω αυτοκίνητο, γιατί χωρίς ρόδα δεν πας πουθενά,  εκείνη την ημέρα είχαν τρομάξει οι άνθρωποι, είχε κάπου ακουστεί για Grexit  η αγορά είχε παγώσει μην πληρώσεις μετρητά με συμβούλευαν, (μου έδωσαν την εντύπωση ότι όλοι τα είχαν κάτω από το στρώμα) κανείς δεν ξέρει πως θα ξημερώσει η αυριανή μέρα, εξ άλλου είχε βγει η φήμη τα βενζινάδικα δεν θα έχουν βενζίνη, έφεραν και κάποιο παράδειγμα περιμένουμε τα χειρότερα…
Ρε για δες που ήρθα σκέφτηκα εδώ γίνεται  χαλασμός κόσμου…
Εν τέλει όλα αποδείχθηκαν αναληθή, οι τουρίστες δεν φοβήθηκαν ήρθαν γέμισαν τα ξενοδοχεία οι παραλίες, τα εστιατόρια, μια βαριά βιομηχανία της Ελλάδος όπου το χρήμα ρέει, απλούστατα πρέπει να προσφέρεις για να το πιάσεις.
    
Οι καφετέριες γεμάτες, στα καφενεία ο κόσμος πίνει τον φραπέ του, τα εστιατόρια γεμάτα, αν κάνεις το λάθος και πας για θαλασσινά σε κάποια παραλία θα περιμένεις ώρες για τραπέζι,
Έτσι μια βραδιά έφερα την συζήτηση για την φτώχεια που λέτε ότι υπάρχει στην Ελλάδα, παίρνοντας ως παράδειγμα την δικιά μας φτώχια (στα πέτρινα χρόνια)  που μας υποχρέωσε να φύγουμε μόνο  για να χορτάσουμε ψωμί.

Δεν βλέπεις φίλε μου υπάρχει  κρίση λένε όλοι!
Γυρίζω το κεφάλι μου παντού,  πάνω κάτω δεξιά αριστερά η οχλοβοή από το καφενείο και το παρακείμενο σουβλατζίδικο  τεράστια, τα τραπέζια όλα γεμάτα, είχαν βάλει μάλιστα τραπεζομάντηλα κι ένα κερί λάμπα  να καίει στην μέση έτσι φαινόταν πιο ρομαντικό.
Πια κρίση τους  λέω, ποια φτώχια;
Μα που ζεις μου λένε σήμερα όλοι έχουν να φάνε, φτωχός  ονομάζεται  ο Έλληνας που δεν έχει αυτοκίνητο.
Ααα! έβγαλα ένα επιφώνημα, δεν το ήξερα είπα.
Συζητώντας με τους παλιούς Χωριανούς αυτούς που μαζί υποφέραμε την πείνα, και την πραγματική φτώχια λέγανε:
Σήμερα δεν μας καταλαβαίνει κανείς, όλοι ζουν στον δικό τους κόσμο, όταν  λέμε  στα εγγόνια μας ότι δεν είχαμε να φάμε, τι εννοεί η  πραγματική φτώχια,  τι νομίζεις ότι μας απαντούν;
Τι;
Γιατί δεν τρώγατε ένα Τοστ!!!                 
   
Γαβριήλ Παναγιωσούλης