Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Αναπολώντας

Υπάρχει εδώ στη Νέα Υόρκη ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα στα Ισπανικά με τον τίτλο: Recordar es vivir, κάτι σα να λέμε (ξαναζώ με τις αναμνήσεις μου)
Ε!
Αυτό κάνω κι εγώ, όσο παράξενο κι αν φαίνεται.

Corpus Christi, ένα λιμανάκι στο Τέξας, απογοητευμένοι γυρίζαμε στο βαπόρι, δεν είχαμε βρει τίποτε άξιον λόγου, έτσι αρχίσαμε και κλωτσάγαμε τα καπάκια από τα τενεκεδένια βαρέλια σκουπιδιών, αυτά που έβγαζαν στο πεζοδρόμιο οι νοικοκυραίοι, μέχρι που κάποιος βγήκαν και μας έβαλαν τις φωνές.
Φυσικά τρέξαμε στο βαπόρι. Τώρα κατάλαβα, όπου κάνω την ίδια δουλειά, βγάζω τα σκουπίδια μου στο πεζοδρόμιο την καθορισμένη ημερομηνία. Πολλές φορές έβγαινα τα βράδια μόνος μου περπατούσα στους ήσυχους δρόμους της πόλης του λιμανιού κοιτάζοντας τα σπιτάκια και ονειρευόμουν, αν ποτέ θα είχα κι εγώ μια τέτοια τύχη. Όσο πιο μικρό ήταν το λιμανάκι, τόσο πιο πολλά όνειρα φύτρωναν στο μυαλό μου λες και ήταν τρίχες της κεφαλής μου, τότε είχα πολλά μαλλιά.


Πήγαμε και στο Beaumont Τέξας, εκτός από Hοuston και Galveston μεγάλα λιμάνια αυτά. Μετά τραβήξαμε για Lake Charles Louisiana, Gretna, Μπατόν Ρουζ, New Orleans εδώ ήταν το λιμάνι όπου προμηθευόμαστε την τροφοδοσία του μηνός. Κάναμε βόλτες στην οδό Κανάλ, μετά στην Μπούρμπον στην γαλλική συνοικία και χαζεύαμε τα στριπτίζ, αλλά σπάζαμε πλάκα με τους κράχτες, αυτούς που μισάνοιγαν την πόρτα να δούμε κάνα γυμνό, ήταν το δόλωμα. Όποιος ήταν τυχερός και είχε φιλενάδα τον πήγαινε και στην γαλλική εκκλησία του Αγίου Λουδοβίκου έβρεχαν τα χέρια τους, ψιθυρίζοντας ένα Άβε Μαρία.
Άλλες φορές πηγαίναμε στην Pensacola, Tampa, Panama City, Florida, Gulfport Mississippi, και Mobile Alabama, το βαπόρι ήταν γενικού φορτίου παίρναμε κι αφήναμε σε κάθε λιμάνι, όλα στον κόλπο του Μεξικού. Πιάναμε στο Progresso Yucatan, φορτώναμε ανανάδες κονσέρβα, μετά Veracruz, Tampico, Μεξικό και τανάπαλιν.
Η Γουαδαλούπε από τη Μέριδα Γιουκατάν ήρθε με την οικογένειά της για επίσκεψη, πρώτη φορά έβλεπαν βαπόρι, ανέλαβα ξεναγός, την πήγα στη γέφυρα, από εδώ κι από εκεί, τελικά μου έμεινε το χαρτί με όνομα και διεύθυνση.

Στο λιμάνι της Βερακρούς υπήρχε κατάστημα που πουλούσε γυναίκες, πήγαινες και διάλεγες… την έπαιρνες, έφευγες κι όπου σε βγάλει η άκρη.
Όχι δεν ήταν μπαρ, η κλαμπ αλλά έμοιαζε με μοδιστράδικο.
Ένα από τα μυστήρια που κυνηγάνε τους ναυτικούς σε κάθε λιμάνι είναι να μαθαίνουν πρώτοι τον υπόκοσμο κι αν τους μείνει καιρός βγαίνουν στην επιφάνεια στην κοινωνία. Ήταν πολύ δύσκολο εσύ ως περαστικός ναυτικός να εισχωρήσεις σε μια τάξη ανθρώπων αυτών που λογίζεται ότι κρατούσαν την ηθική, ή ας πούμε την κοινωνική ζωή του τόπου.
Ήρθε ο πράκτορας στο βαπόρι στο λιμάνι του Ταμπίκο και είπε: Μια και είστε έλληνες έχουμε έναν έλληνα ναυτικό τον άφησε το βαπόρι του ασθενή και πέθανε αν θέλετε μπορείτε να έρθετε να τον δείτε πριν τον πάμε στο νεκροταφείο. Θυμάμαι πήγα εγώ με δυο άλλους στο γραφείο τελετών πριν τον θάψουν. Δεν τον ξέραμε τον άνθρωπο, πήραμε το όνομά του και διεύθυνση στην Ελλάδα βγάλαμε φωτογραφίες και τις στείλαμε στους δικούς του.
Κάθε μέρα που περνούσε και μια περιπέτεια και το κυριότερο ήταν ότι δεν μπορούσες να προγραμματίσεις τίποτα, αισθανόσουν ότι ήσουν ένα μέρος του κόσμου των λιμανιών, της ζωής και της λαχτάρας των εφήμερων γυναικών, μα κι εύκολη λεία για τους στεριανούς, αυτούς που σου προσέφεραν ότι σου γυάλιζε.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Ευχαριστίες



Ημέρα Ευχαριστιών
Όλοι οι άνθρωποι κάποτε δίνουν ευχαριστίες και δοξασίες σε όποια δύναμη αυτοί οι ίδιοι πιστεύουν, ακόμα και σε συνανθρώπους τους.

Έτσι κι εδώ στην πατρίδα όπου ζούμε έχουν καθιερώσει μια ειδική ημέρα την τελευταία Πέμπτη Νοεμβρίου παίρνοντας παράδειγμα από τους πρωτοπόρους μετανάστες της Νέας Αγγλίας που η θεία πρόνοια φρόντισε να τους προμηθεύσει έτοιμους να θυσιαστούν διάνους - γαλοπούλες, για να χορτάσουν την πείνα τους.
Είναι μια μη θρησκευτική εορτή, όπου μαζευόμαστε όλοι μαζί σε μια ζεστή οικογενειακή θαλπωρή να γευματίσουμε τον θυσιασμένο διάνο, γάλο.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Απλές Σκέψεις

Ανεβασμένος σε ένα σεληνιακό τοπίο εκεί όπου είχα σταθεί προσπαθώντας να σταματήσω τη φθορά του χρόνου κοίταξα κάτω τη γη και είδα στο βάθος τη θάλασσα, το νότιο άκρον της Ιθάκης, κάτω με το πράσινο η Πύλαρος Κεφαλληνίας με το λιμανάκι της Αγίας Ευφημίας… μπροστά μου ήταν το κυκλικό ερημικό τοπίο, πίστεψα ότι ήμουν στο φεγγάρι, μόνο που το τοπίο ήταν συνδεδεμένο με τον τόπο μου ο οποίος στροβιλιζόταν πάνω στον άξονα της γης, άκουγα τον θόρυβό του καθώς γύριζε έτσι μου έμεινε η ψευδαίσθηση ότι κάποτε πήγα στο φεγγάρι, αλλά ήμουνα ακίνητος στον τόπο μου.
Ο ανατολικός ποταμός ρέει παραπλεύρως, από εκεί που μένω. Δυο τεράστιες κρεμαστές γέφυρες είναι στην γειτονιά μου ενώνουν το Μπρονξ με το Κουήνς, εκεί όπου βρίσκονται τα δυο αεροδρόμια της Νέας Υόρκης, μα και η ελληνική γειτονιά της Αστόριας.
Ανάμεσα στις δυο γέφυρες υπάρχει συνορεύοντας με την ακροθαλασσιά μια τεράστια επίπεδη επιφάνεια όπου τις άκρες, τις ποτίζουν του ποταμού τα υφάλμυρα δάκρυα, εκεί υπάρχει ένα κοιμητήριο καθολικών του αγίου Ραϋμούνδου με όμορφους διαδρόμους γεμάτους δένδρα και πικροδάφνες. Μπορείς να κάνεις τον περίπατό σου αισθανόμενος μια αιωνία ειρήνη.
Όταν πρωτοήρθα εδώ και πολλά χρόνια μια 31 Οκτωβρίου μια μέρα γεμάτη συννεφιά άκουσα έναν θόρυβο μου φάνηκε ότι έτρεμε όλο το σπίτι, έτρεξα έξω ένα αεροπλάνο πετούσε χαμηλά η σκιά του φάνηκε μέσα απ τα σύννεφα, νόμιζες ότι ήταν ο χάρος, ότι θα έπεφτε πάνω στο σπίτι. Σάστισα, κανείς δεν μου είχε πει για αεροπλάνα.
Καθώς βραδιάζει λες και έχουν βάλει στοίχημα τα αεροπλάνα περνούν το ένα μετά το άλλο, πετούν χαμηλά αν κοιτάξεις ψηλά μπορείς να διακρίνεις την εταιρία που ανήκουν, περνούν μόνο αναλόγως από πού φυσά ο άνεμος συνήθως όταν είναι κακοκαιρία. Όταν ο καιρός είναι συννεφιασμένος, ή όταν έχει ομίχλη κάνουν έναν θόρυβο παράξενο που σου φέρνει ανατριχίλα λες και έχει θυμώσει ο Αίολος που του κατακτούν το αερικό βασίλειό του.
Μετά από μερικές ώρες σταματά ο θόρυβος συνήθως πριν από τα μεσάνυχτα, από πάνω από αυτήν τη γειτονιά του Μπρονξ υπάρχει αεροδιάδρομος προσγείωσης στο αεροδρόμιο La Guardia της Νέας Υόρκης. Οι κάτοικοι εδώ γύρω έχουν συνηθίσει, είναι σαν τους νανουρίζει ο θόρυβος της γης που κάνει γυρίζοντας πάνω στον άξονά της καθώς περιμένουν να φανεί η επόμενη χαραυγή το φως του ήλιου, η ελπίδα, η ίδια η συνέχιση της ζωής. Μια συνέχιση όπου θ’ έρθει η άνοιξη, θα ανθίσουν τα λουλούδια, θα μας λούσει με φως ο πατέρας ήλιος
Ο άξονας της γης έχει νικήσει τη φθορά του χρόνου, τουλάχιστον στα μάτια εμάς των θνητών, που η διάρκεια της ζωής μας είναι σαν ένας κόκκος άμμου, που τον φιλούν τα κύματα, τον χαϊδεύει η θάλασσα, τον παίρνει ο άνεμος, που χτίζουν κάστρα, που τον λατρεύουν οι Βεδουίνοι, που τον νικά η όαση, που ενώνεται με τσιμέντο και κατασκευάζουν ουρανοξύστες, κόκκος που όμως φθείρει και κονιορτοποιεί ο χρόνος, εδώ πάνω στην γη μας.
Κάτι που η ανθρώπινη επιστήμη, ο ανθρώπινος νους προσπαθεί να ανατρέψει την φθορά, σκεπτόμενος με τετράγωνη λογική με το να προσθέτει ή να αφαιρεί ουσίες και φάρμακα για την επιμήκυνση της παρουσίας της ζωής μας, που αλληγορικά την παρομοιάζω με κόκκο άμμου.
Αλλά στη γη μας υπάρχει αρχή και τέλος για όλα, τίποτα δεν είναι αιώνιο. Από πάνω μας είναι το άγνωστων σύμπαν κι από κάτω μας το άγνωστων σκοτάδι, στην μέση είμαστε εμείς σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη αέρα γεννιόμαστε αναπνέομαι, αγαπάμε, μισούμε γελάμε και κλαίμε κατασκευάζουμε πιστεύω και υπάρχουμε κολλημένοι στον φλοιό της γης, ιδιόμορφες δισεκατομμύρια ψυχές, σαν τους κόκκους άμμου, αλλά τον άμμο τον παρήγαγε η τριβή της θάλασσας με τις πέτρες, ενώ εμάς;

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

ΑΝΑΛΑΜΠΕΣ

Κάθε που το βαπόρι πήγαινε στο λιμάνι της Ονδούρας, μας περίμενε ο Σπύρος ο Κεφαλλονίτης . Καλό παιδί δούλευε σε εμπορικό κατάστημα Τούρκων έτσι τους έλεγαν, στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν τούρκοι αλλά Λιβανέζοι. Μαραγκός στα βαπόρια ο Σπύρος είχε ξεμπαρκάρει σε τούτο το σημείο της γης. Τα βράδια που έβγαινα έξω κάναμε παρέα, οι κοπέλες τον πείραζαν χαριεντιζόταν μαζί του. Βρε του λέω, πως τα περνάς εδώ; Δεν έχεις ζευγαρωθεί με καμιά γυναίκα; Όχι μου λέει είμαι μόνος, θέλω την ησυχία μου, μετά όταν μπλέξεις δεν ξεμπλέκεις, υπάρχουν τόσες και τόσες, η κάθε μια με τα δικά της μπλεξίματα. Μετά είναι και οι οικογένειες τους συζείς με κάποιαν μαζεύονται ουρά οι υπόλοιποι. Έτσι φίλε έχω μείνει μόνος, τον πήραμε στο βαπόρι πλήρωμα. Ένας σοφός, άνθρωπος, κατά τη γνώμη μου ένας που ήξερε πολλά στη ζωή.
Είμαστε κι εμείς στα ποντοπόρα φορτηγά βαπόρια όλοι νεαροί, γυναίκα ήταν η συζήτηση απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ κι απ’ το βράδυ μέχρι να ξημερώσει. Καμιά φορά σκέφτομαι την τεχνητή ζωή που περνάγαμε, τίποτα να στενοχωρηθείς, φαγητό και ύπνος υπήρχαν, ο μισθός αν και πενιχρός έτρεχε, αφορολόγητα τσιγάρα υπήρχαν, σαπούνι και σεντόνια υπήρχαν. Στα λιμάνια ξεχυνόμαστε σαν ταύροι.

Έτσι πέρασαν τα χρόνια, πολλά χρόνια, σε μια απομίμηση ζωής, σε μια παγκοσμιότητα που δεν ήταν η πατρίδα σου, που δεν σου παρείχε τίποτα κι όχι μόνο αλλά σου στερούσε και την ευκαιρία να μορφωθείς αφού δεν στεκόσουν παραπάνω από μια βδομάδα μέχρι ένα μήνα, σε κάθε λιμάνι, σε κάθε κράτος, σε κάθε λαό. Πολλές οι εμπειρίες, πολλές οι μέρες εν πλω με ουρανό και θάλασσα μ’ ένα σκαφίδι τόσο δα μικρό, μια φορά κάναμε από Νέα Ορλεάνη στο Μπανγκλαντές από τον γύρω του ακρωτηρίου της καλής ελπίδας 120 μερόνυχτα πέλαγος, αλλόκοτες, παράξενες, περιπέτειες, ξενικές, θαλασσοβρεγμένες ή όχι. Ένα έμεινε όταν πλέον έφυγες απ’ αυτή την θαλασσινή ζωή θα έπρεπε να γνωρίσεις από την αρχή την κοινωνία τον κόσμο, μα και την βιοπάλη. Τις ανθρώπινες καλές σχέσεις, την πλατωνική αγάπη, να κατανικήσεις το κοκκίνισμα του προσώπου όταν σου μιλούσε κορίτσι, τεράστια η διαφορά, θα υπήρξε μια πρώτη φορά για όλα να τα μάθεις μεγάλος αυτά που οι άλλοι τα έμαθαν σε παιδική ηλικία. Έτσι μετά από χρόνια ξαναγεννήθηκες στη ζωή της στεριάς, ανήξερος σα να ερχόσουν από τον εξωγήινο κόσμο. Θαύμαζες αυτούς που οδηγούσαν, το όνειρό σου να πιάσεις κι εσύ κάποτε τιμόνι. Είναι τόσο απλό.

Γιατί τα γράφω αυτά, μα για να κάνω έναν αντιπερισπασμό που με πνίγει για τον αφύσικο τεχνητό τρόπο ζωής, αυτής που ανήλικος απότομα βρέθηκες στις Βραζιλιάνικες νύχτες του Ρίου για σαράντα μερόνυχτα χωμένος στην αγοροπωλησία της γυναικείας σάρκας, μέρος όπου η φαντασία γινόταν πραγματικότητα, όπου σου στερούσε το χάρισμα του ονείρου, το καρδιοχτύπι της αγάπης, την αμφιβολία αν με θέλει, κι όλα αυτά μέσα σε ένα νωθρό στην ταχύτητα φορτωμένο κάρβουνο βαπόρι να σε περιμένει, κι έζησες τις χίλιες και μία νύχτα, κονσερβοποιημένες σε 40 νύχτες.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης


Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Μια Διαφορετική Νέα Υόρκη


Ήταν μια σκάλα ξύλινη παλιά, κάθε σκαλοπάτι έτριζε καθώς ανέβαινες προς τον δεύτερο όροφο. Με το που άνοιγες την πόρτα μια μπόχα από τσιγάρο σου έπαιρνε την αναπνοή. Υπήρχαν δυο τραπέζια τα έλεγαν γραφεία ένα δυο τρία τηλέφωνα στο κάθε ένα. Γύρω, γύρω καρέκλες, φορμάριζαν κύκλους λες και συνωμοτούσαν οι καθήμενοι. Σε κάθε κουδούνισμα τηλεφώνου έπαυαν οι ομιλίες, μια νεκρική σιωπή διαδεχόταν τα πάντα και τα βλέμματα συγκεντρωνόταν στο τραπέζι, ο τηλεφωνητής μας κοίταζε όλους μας, ταλαντευόταν μετά φώναζε ένα όνομα, του έδινε ένα χαρτί στο χέρι με διεύθυνση για το που να πάει για δουλειά, αν είχε λεφτά πλήρωνε αμέσως αν όχι θα τα κρατούσε το αφεντικό απ’ τον μισθό του, αν η εργασία ήταν μόνο για μια μέρα $ 5 αν ήταν κανονική ένα βδομαδιάτικο, Ήταν ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας στους 40 δρόμους και 8η Λεωφόρο. Ο ιδιοκτήτης Έλληνας ο Γιώργος στο άλλο τραπέζι γραφείο καθόταν ο Σοφοκλής.
Άνοιξα και μπήκα, πήγα κοντά στο τραπέζι ο καθήμενος έγραψε τ’ όνομά μου, μετά με ρώτησε τη δουλειά ξέρεις, τι ψάχνεις να βρεις; Με κοίταξε από την κορφή μέχρι τα νύχια, συνήθως η απάντηση ήταν για την ώρα δεν υπάρχει τίποτε αλλά μην απελπίζεσαι κάθισε και περίμενε, ίσως κάποιος να τηλεφωνήσει. Ήταν μια ανεργία του διαβόλου. Καινούργιος στην Νέα Υόρκη είχα χάσει τη δουλειά μου όπως και πολλοί ακόμα. Έπρεπε όμως να βρεθεί μεροκάματο τα έξοδα έτρεχαν
Η ελπίδα ερχόταν με το κουδούνισμα του τηλεφώνου, ως επί το πλείστων οι περισσότεροι έλληνες μετανάστες του καιρού εκείνου εργαζόταν στα εστιατόρια, ήταν μια εργασία που δεν χρειαζόσουν μόρφωση, σκληρή αλλά πλήρωναν καλά, έστω κι αν ήταν δεκάωρη, ποιος κοίταζε τέτοια;
Η αίθουσα γεμάτη Έλληνες μετανάστες, αυτοί της δεκαετίας του 70.
- είχε αρχίσει να σουρουπώνει ήταν Κυριακή αφού σκούπισε τα χέρια του με την λερή ποδιά του, μέτρησε τις εισπράξεις της ημέρας, μέτρησε μερικά με φώναξε άκου εδώ, δεν μου κάνεις; πάρε το βδομαδιάτικό σου και φύγε, φώναξε τον πιατά έναν ισπανόφωνο να κλειδώσει πίσω μου την πόρτα… ένιωσα σαν παρείσακτος.

-τηλεφώνησα την περιπέτεια αυτή σε γνωστό μην στενοχωριέσαι έλα την ερχόμενη εβδομάδα να εργαστείς στο δικό μου εστιατόριο. Ησύχασα, αποβραδίς μου τηλεφωνεί: ξέρεις μην έρθεις για δουλειά, σκέφθηκα ότι θα είναι πολύ βαριά για εσένα.
Η ιδιοκτήτρια εστιατορίου μια όμορφη Ρωσίδα, η μόνη που έδειξε κάποια συμπόνια με φώναξε ιδιαιτέρως. Παιδί μου ξέρω πως αισθάνεσαι πρωτάρης, να πάρε τον μισθό σου και πήγαινε στην ευχή του Θεού, με σύστησε μάλιστα και σε έλληνες της περιοχής να με βοηθήσουν.

Έφυγα, έφυγα, τσακισμένος, όχι δεν το έβαλα κάτω, άρα ποιος να φταίει; Έβλεπα τα αυτοκίνητα, αυτές τις λιμουζίνες που περνούσαν δίπλα μου, οι οδηγοί με στολή, στην φαντασία μου έμοιαζαν στρατηγοί.
Βρήκα φίλο από την Σεβίλλη Ισπανίας είμαστε στα καράβια μαζί, με σύστησε σε ισπανικό εστιατόριο, από την Ανδαλουσία είχε και ορχήστρα μουσική φλαμέγκο, ήταν η πρώτη μου φορά που ένιωσα καλοδεχούμενος, μετά από αυτό η ζωή κύλησε κορδόνι, έγινα στο σώμα νεοϋορκέζος, απόκτησα αυτοκίνητο, τα καλοκαίρια πήγαινα-ω στην Ελλάδα.

-το αφεντικό ένας Ελληνο-αμερικανός άνοιξε την πόρτα του παρκαρισμένου αυτοκινήτου ένα τζιπ Cherokee και το γέμισε με παράνομους εργάτες αυτοί που δούλευαν δίπλα μου στο μαγαζί του για να τους κρύψει, με φώναξε παρουσιάσου μπροστά. Μια κυρία σ’ ένα τραπεζάκι ήταν από το υπουργείο εργασίας.
Πόσα χρήματα σε πληρώνει την ώρα; Τόσα.
Πληρώνεις το φαγητό σου; Όχι
Τα άσπρα ρούχα που φοράς τα πληρώνεις; Όχι
Τα σημείωσε, εντάξει γύρισε στη δουλειά σου.

ΣΗΜΕΡΑ τους βλέπεις σε κάθε γωνιά του δρόμου και σε κοιτάν στα μάτια, είναι παράνομοι μετανάστες, τους βλέπεις απ’ έξω απ’ τα καταστήματα ειδικώς αυτών που πουλούν οικοδομικά υλικά, σε κοιτούν στα χέρια να δουν τι κρατάς και σου ψιθυρίζουν θέλεις βοήθεια; θέλεις εργάτη; Πας σε εστιατόριο Diner έχουν και ελληνικό μενού, Μεξικανός ή άλλος Λατινοαμερικάνος ο μάγειρας, ο σερβιτόρος, ο πιατάς. Στα προάστια στις άκρες των δρόμων κάνουν πηγαδάκια, κάθε που σταματήσει αυτοκίνητο τρέχουν, μερικοί τους βρίζουν, άλλοι τους κάνουν παζάρια, είναι αυτοί που μαζεύουν τα φύλλα, που κόβουν το χορτάρι, που ξεχιονίζουν την αυλή σου, που βάφουν τους τοίχους, που τραβάνε τα καροτσάκια στις υπεραγορές, είναι οι καθαρίστριες σπιτιών, σε αυτούς βασίζεται η αμερικανική υποδομή τουλάχιστον εδώ στη Νέα Υόρκη, και είναι πολλοί λένε 12 εκατομμύρια σε όλες τις ΗΠΑ. Είναι οι αόρατοι, αυτοί που υπάρχουν, μα δεν υπάρχουν σε στατιστικές, οι ανειδίκευτοι, είναι αυτοί που κάποτε ήμασταν μερικοί από εμάς στα
παπούτσια τους.
Σήμερα με βλέπουν και τους βλέπω, περνώ με τις τέσσερες ρόδες μου πλάι τους, όχι δεν είναι λιμουζίνα αλλά μια ανάγκη, ένα φτωχό Τογιότα, στα μάτια τους όμως ίσως να μοιάζει λιμουζίνα.
Ο χρόνος έφερε τη φθορά για εμάς,
Όμως οι καταστάσεις δεν άλλαξαν!!!!!!!!

Γαβριήλ Παναγιωσούλης