Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

Εκεί όπου σήμερα είναι η φωλιά των πειρατών:





Εκεί όπου σήμερα είναι η φωλιά των πειρατών

Ταξιδεύαμε στον Ινδικό ωκεανό φορτωμένοι σιδηρομετάλευμα (μινεράλι) λιμάνι αναχωρήσεως Murmagao India. Προορισμός μας Ρότερνταμ Ολλανδία.
Ένα φορτηγό βαπόρι παλαιό στα κακά του χάλια, εποχή των μουσώνων. Βουνά τα κύματα μπροστά μας, μας έπνιγαν, τα φινιστρίνια και οι πόρτες σφαλισμένα, σε κάθε βουτιά της πλώρης στην άβυσσο κρατιόμαστε για να μην πέσουμε κάτω. Πάνω στην κουβέρτα έσκαγαν τα κύματα σα να ήταν βόμβες, ο αέρας σφύριζε στα ξάρτια λες και ήταν το τέλος του κόσμου. Άυπνοι, κουρασμένοι, προσευχόμαστε, ο κάθε ένας στον δικό του θεό να φτάσουμε σε στεριά. Όρθιοι με τα πόδια ανοιχτά για στήριγμα τρώγαμε κάτι πρόχειρο, αλλά και μέσα μας υπήρχε ο φόβος μην βουλιάξουμε, που όμως κανένας δεν τολμούσε να το πει. Το βαπόρι αν και φορτωμένο η προπέλα ξενέρωνε κι άρχιζε μια τρεμούλα λες και είχε πυρετό. Ξάφνου είδα τον Α! μηχανικό έναν Αργεντινό να τρέχει προς την γέφυρα με ένα χαρτί στο χέρι. Άρχισαν οι διαπληκτισμοί με τον έλληνα καπετάνιο, τι να συμβαίνει άραγε; Γρήγορα μαθεύτηκε τελείωναν τα καύσιμα, είχαμε για μερικές ώρες μόνο.
Έστειλαν τηλεγράφημα, στο γραφείο στη Νέα Υόρκη, ο τηλεγραφητής βραζιλιάνος. Όχι μόνο τελείωναν τα καύσιμα αλλά υπήρχε κίνδυνος να βουλιάξουμε με τέτοια θαλασσοταραχή. Το βαπόρι πάλευε με τα κύματα για 20 συνεχείς μέρες, ήταν με μηχανές παλινοδρομικές, και τουρμπίνα, η τουρμπίνα όμως ήταν χαλασμένη έτσι ταξιδεύαμε μόνο με την παλινοδρομική. Μέγιστη ταχύτητα 5 μίλια την ώρα. Διαταγή ήρθε απ το γραφείο αν τα καταφέρουμε να πάμε να ποδίσουμε σε ένα νησί που ήταν πιο πλησίον μας τη ΣΟΚΟΤΡΑ.
Κατά κακή μας τύχη όπως πλησιάζαμε κάτω από την προστασία ενός βουνού το βαπόρι σκάλωσε σε ύφαλο. Μείναμε εκεί καρφωμένοι μέχρι που τελείωσαν τα καύσιμα. Νύχτωσε. Έγιναν προσπάθειες να ξεκολλήσουμε ανάμεσα σε καυγάδες και φωνές υστερίας, βούλιαξε η μια σωσίβιος λέμβος, που είχαμε ρίξει για να φουντάρουμε την άγκυρα της πρύμης ώστε να βιράρουμε μαζί και η μηχανή όπισθεν, οι ναύτες βρέθηκαν στην θάλασσα, ένας ισπανός που δεν ήξερε κολύμπι φώναζε βοήθεια, του ρίξαμε κουλούρες σωσίβια. Ευτυχώς που η λέμβος αυτή αν και γεμάτη νερό δεν βουλιάζει, έχει πολλά στεγανά, έτσι κατορθώσαμε να την δέσουμε και να την φέρουμε πάλι στο βαπόρι, χάσαμε την άγκυρα μαζί με κάβους. Αλλά αυτή είναι μια άλλη συναρπαστική ιστορία.
Μας πλησίασαν πιρόγες με ντόπιους, αλλά τι να μας πουν ή τι να μας κάνουν, τίποτε.
Εφόσον δεν υπήρχαν καύσιμα δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε κουζίνα ούτε φαγητό, σπάσαμε κάτι παλιές μπουκαπόρτες και ανάψαμε φωτιά με ξύλα, τι να φάμε όμως, ψαρεύαμε, το καλό ότι είχε ψάρια, ούτε δουλειά ούτε βάρδιες. Περάσαμε τη νύχτα στο πόδι, κατά τα ξημερώματα είδαμε το βαπόρι να πλέει, αλλά χωρίς μηχανή τότε ρίξανε την άγκυρα στην θάλασσα αυτό που είχε συμβεί είχε γυρίσει η παλίρροια και μας σήκωσε, έτσι μείναμε αγκυροβολημένοι.
Στην κατάσταση αυτή μείναμε τρεις μέρες, ούτε φαΐ ούτε νερό, νερό βγάναμε με μια χειροκίνητη αντλία από το Deeptank αφήναμε να κατακάτσει η άμμος και μετά πίναμε. Μετά από τρεις μέρες ήρθε ένας ναυαγοσώστης-ρυμουλκό από το ADEN μας πλησίασε, μας είπε να περιμένουμε να πέσει ο αέρας και μετά θα μας ρυμουλκούσε. Εν τω μεταξύ τον παρακαλέσαμε να μας πάει έξω στην στεριά να αγοράσουμε τίποτε ζωντανά για να φάμε. Πράγματι μας έστειλε μια βάρκα πήγα μέσα εγώ ως υπεύθυνος τροφοδοσίας ο έλληνας υποπλοίαρχος και ο έλληνας δεύτερος μηχανικός. Λίγο πριν πατήσουμε το πόδι μας στη στεριά πέσαμε στη θάλασσα γιατί τα νερά ήταν ρηχά. Μας υποδέχθηκε ένας φύλαρχος με αραβικά ρούχα, του εξηγήσαμε ότι θέλουμε να αγοράσουμε κατσίκια, φύγετε μας είπε κι ελάτε αύριο το πρωί, πρέπει να πάμε στα βουνά να τα πιάσουμε. Ένα παιδάκι με πλησίασε, τα μάτια του ήταν γεμάτα μύγες κρατούσε έναν άσπρο κόκορα και μου τον πρόσφερε τον αγόρασα με κάτι λίρες όπου μου έδωσε ο άνθρωπος της βάρκας. Έγινε η μασκότ του βαποριού. Γυρίσαμε στο βαπόρι άπρακτοι. Την άλλη μέρα το πρωί έκοψε ο αέρας, το ρυμουλκό έκοψε τις άγκυρες κι από τις καδένες μας έδεσε και μας ρυμουλκούσε προς ADEN Υεμένης, όταν την άλλη μέρα με το φως είδαμε ότι το βαπόρι έγερνε προς την πρύμνη κι αριστερά. Φωνάξαμε σταμάτησε η ρυμούλκηση, άνοιξαν τις μπουκαπόρτες από το αμπάρι #4 ήταν γεμάτο νερό. Απέναντί μας φαινόταν οι ακτές της Σομαλίας εκεί σταματήσαμε, κατέβηκαν δύτες, βρήκαν ότι με την πρόσκρουση στην ύφαλο είχαν φύγει καρφιά από τις λαμαρίνες, κι έμπαζε νερό. Με σφήνες βούλωσαν τις τρύπες κι εξακολούθησαν την ρυμούλκηση πλέοντες προς το ΑΝΤΕΝ Υεμένης.
Πρέπει να σημειώσω ότι εφόσον το βαπόρι δεν είχα καύσιμα δεν δούλευαν οι αντλίες - υπάρια για να βγάζουν τα νερά από τις σεντίνες…
Έως εδώ για σήμερα, η ιστορία δεν τελειώνει είναι πολύ μεγάλη, κι έχει συνέχεια…

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη
Στην φωτογραφία μαζί με συνάδελφο ακούρευτοι μετά από 120 μέρες πέλαγος στον πηγαιμό για τον κόλπο της Βεγγάλης.
Η άλλη φωτογραφία στην αγκαλιά της θάλασσας

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Αναμνήσεις που δεν πεθαίνουν ποτέ:


Αναμνήσεις που δεν πεθαίνουν ποτέ.
Η ναυτική ζωή είναι γεμάτη, περιπέτειες και απρόοπτα, για εμένα είναι γεμάτη αναμνήσεις. Και όχι μόνο, αλλά μεγάλωσα έγινα άνδρας μέσα στις πλώρες, άσχετο αν τώρα είμαι στεριανός της Νέα Υόρκης. Ε! κάποτε έπρεπε να υπάρξει ένα τέλος.
Το πλοίο όπου ήμουν πλήρωμα ήταν ένα μικρό φορτηγό μιας παλιάς τεχνολογίας δεκαετίας του 1940-50
Συνήθως φορτώναμε από Νέα Υόρκη για Αβάνα Κούβα, στην ρώτα μας προς νότο για να αποφύγουμε το ρεύμα του Gulf Stream πηγαίναμε πλησίον της στεριάς, από δε τη δεξιά μεριά της πρύμης πάνω στην κουπαστή και δεμένο πάνω στις πίντες ένα μακρύ ξύλο όπου στηριζόταν το δρομόμετρο «παρκέτα» με το σχοινί αμολημένο στη θάλασσα, όπου στην άκρη του στριφογύριζε ένας μικρός έλικας ο οποίος έδινε στροφές κι έγραφε τα μίλια στο κοντέρ. Κάθε μεσημέρι μετά από το στίγμα του βαποριού με τον εξάντα, έπαιρναν και τα μίλια του δρομόμετρου «παρκέτας» κι άρχισαν οι υπολογισμοί αν μας παρέσυρε το ρεύμα κλπ… το τιμόνι ένα ηλεκτρικό κατασκεύασμα της AEG είχε την ιδιοτροπία μερικές φορές να κολλάει, πότε δεξιά πότε αριστερά και το βαπόρι έκανε κύκλους μέχρι να τρέξουν οι μηχανική πίσω στο τιμονάκι να ξεμπλέξουν τα γρανάζια. Εκτός αυτού είχε και χειροκίνητο μια μεγάλη ρόδα, πυξίδα μόνο μια, τη μαγνητική.
Πολλές φορές αφού διάβαζαν τα μίλια, ετοίμαζαν το ίδιο σχοινί για ψάρεμα. Έβγαναν την «παρκέτα» κι επάνω στο σχοινί έβαζαν ένα γάντζο-αγκίστρι και για δόλωμα έναν άσπρο γιακά από πουκάμισο και μια κόκκινη κλωστή ή ύφασμα ένα είδος ψαρέματος, το ονόμαζαν συρτή. Κάναμε μια καμπύλη στο σχοινί και την δέναμε με ένα σπάγκο τον στερεώναμε πάνω στη μπαστέκα από τη κατεβασμένες μπίγες, εκεί κρεμάγαμε έναν τενεκέ άδειο όταν πιάναμε ψάρι κοβόταν ο σπάγκος κι έπεφτε με θόρυβο ο τενεκές στην κουβέρτα. Όταν το ψάρι ήταν πολύ μεγάλο το βαπόρι έστριβε λίγο δεξιά και το φέρναμε σχεδόν δίπλα από όπου το ανεβάζαμε στην κουβέρτα.
Ψάρια πολλά ιδίως ένα είδος που όταν ήταν ζωντανό είχε ένα ζωηρό χρώμα μπλε με χρυσοπράσινο, μετά μεταμορφωνόταν σε ένα χρώμα χλωμό κίτρινο-σταχτί. Θα ζύγιζαν το κάθε ένα περίπου 10-30 λίτρες. Λέπια μικρά πολύ λεπτά κι ένα κρέας κόκκινο, το αρσενικό από το θηλυκό διέφεραν στη μούρη τους, του αρσενικού ήταν μια τετράγωνη σαν πλώρη βαποριού, το δε θηλυκό στρογγυλή πιο μικρή και λεπτή. Τα έγδερνα και κάναμε το κρέας του φιλέτο. Το όνομα των ψαριών αυτών είναι Mahimahi, ανήκουν στο είδος των Dolphinfish.
Μιας εποχής που έφυγε, άφησε όμως ευχάριστες ασυνήθιστες αναμνήσεις όπου εξακολουθούν να έχουν τη δύναμη να χαροποιούν την καρδιά, να παρομοιάζουν την ανθρώπινη ύπαρξη συνδεδεμένη σε μια συνέχεια γεγονότων μιας πολυποίκιλης παγκόσμιας ανθρώπινης ζωής.
Στην φωτογραφία εν πλω, ένα τέτοιο ψάρι, που είχε πιάσει το αγκίστρι με φίλους συνάδελφους ναυτικούς, καμαρώνοντας για το επίτευγμά μας, όλα νεαρά παιδιά της τότε εποχής.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008

Οι φθαρμένες ρόδες,

Οι φθαρμένες ρόδες,

Τα φύλλα φοινικιάς τα πλέκαμε για σκεπή, χρησιμοποιούσαμε για το δέσιμο σχοινιά από τις ρίζες δένδρων αυτές που κρεμόταν από τον πάνω κορμό, μαζεύαμε ξερά κλαδιά για φωτιά, ψήναμε ψάρια της λίμνης, με γάλα καρύδας μαγειρεύαμε μερικά, όσα μας περίσσευαν τα κάναμε τσίρους, πίναμε ζωμό από τροπικά φρούτα ανανάδες, καρύδες, λίμας, μπανάνες και μάγκος, για νερό αποβραδίς ανοίγαμε ένα λάκκο, τον σκεπάζαμε με φύλλα μπανανιάς την άλλη μέρα ήταν γεμάτος γάργαρο νερό, το σκοτάδι πυκνό τα βράδια μαζευόταν γείτονες από το χωριό άναβαν ένα φυτίλι μουσκεμένο σε πετρέλαιο από όπου έβγαινε ένας μαύρος καπνός για να διώχνει τα κουνούπια. Τα ξανθά μερμήγκια ολόκληρος στρατός, σε μια μέρα κατέβαζαν ολόκληρο δένδρο, οι ιθαγενείς τα έτρωγαν τηγανιτά. Οι γείτονες διηγιόταν ιστορίες όλες είχαν να κάνουν με υπερφυσικά φαινόμενα, με μάγισσες και στοιχειά. Ο ύπνος βαθύς, τα όνειρα προφητικά μας τρόμαζαν. Ποιο πέρα ήταν ένα αρτόδενδρο που οι καρποί του τη νύχτα φάνταζαν σα νεκροκεφαλές.
Το μαχαίρι ερχόταν πεταχτά στη ράχη των κυμάτων, χώθηκε βαθιά στις σάρκες το αίμα άρχισε να τρέχει, έτσι σκότωσαν το παλικάρι, η θάλασσα κοκκίνισε, μια θάλασσα ξένη, οι νυχτερίδες αποκοίμιζαν τα θύματά τους κάνοντάς τους αέρα με τα φτερά τους σε οτιδήποτε ζωντανό υπήρχε. Το στεριανό δίχτυ μας προστάτευε, ξύπνησα πελαγωμένος στον ιδρώτα, τραβήχτηκα από την αγκαλιά της, το φεγγάρι είχε κρυφτεί, το φως της λάμπας αυτής όπου είχα φέρει από την πλώρη βαποριού όταν ήμουν Βατσιμάνης σε παροπλισμένο βαπόρι στην καρδιά του Μισισιπή, τρεμόσβηνε λες και είχε ψυχή. Από κάπου μακριά ακουγόταν φτερουγίσματα από νυχτερίδες, που έδιωχνε το φως της ημέρας. Θυμήθηκα το όνειρο, ποιον θα σκοτώσουν άραγε; Την άλλη μέρα ήρθε το τηλεγράφημα, σκότωσαν τον φίλο και αδελφό του κοριτσιού 21 χρονών στο πέλαγος, το βαπόρι τον πήγε σε ξένη γη, εκεί τον έθαψαν, συνοδεία ναυτικοί και γυναίκες του μπαρ. Στην αρχή ρυάκια τα δάκρυα, μετά έγιναν σταγόνες, μέχρι που ξεράθηκαν στην λησμονιά. Ανήμπορος, παραλυμένος από μια ανεξήγητη φοβία αφέθηκα στο πεπρωμένο, ένα πεπρωμένο μουντό, που σερνόταν σαν φίδι στη γη, που νάρκωνε την πρωτοβουλία. Μια κατάσταση που δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, παρά να υπομένω. Καταφύγιο η γυναικεία αγκαλιά. Μετά ήρθε ο στεριανός πολιτισμός, με βρήκε απροετοίμαστο, ήμουν σα να ξαναγεννιόμουν, εγώ ο βαφτισμένος ορθόδοξος σ’ ένα ξενικό περιβάλλον που έγινε δικό μου, η ευλογία του θεού ερχόταν με παλαμάκια και υστερία, ένα σωρό οι προσκλήσεις, αυτές που υποσχόταν τον πεντηκοστό παράδεισο…
Για πρώτη μου φορά έμαθα να οδηγώ αυτοκίνητο, έγινα κι εγώ μέρος του λαού. Μετοίκησα στην πόλη του λιμανιού. Αγόρασα δικό μου αυτοκίνητο ένα όνειρο που είχα από μικρό παιδί, άφησα επίτηδες τις φθαρμένες ρόδες μπρος στην βεράντα για να βλέπουν οι περαστικοί ότι είχα αυτοκίνητο. Το έκανα ταξί, επιτέλους, ήμουν κάποιος με δική μου νέα ταυτότητα.

Αγαπητέ αναγνώστη, μην βιαστείς να το διαβάσεις έτσι με μια γρήγορη ματιά.
Σε κάθε του γραμμή μια έκπληξη, πολλές περιπέτειες, ιστορίες, σε μια γωνιά της γης γεμάτη μάγισσες και μύθους, εκεί όπου υπάρχουν άνθρωποι.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

ΕΚΕΙΝΗ

Εκείνη,
Η ζέστη ήταν αποπνικτική σε αυτό το τροπικό λιμάνι. Ήταν η ώρα μία μετά το μεσημέρι, ώρα που όποιοι δεν εργάζονται πάνε στο σπίτι και ξαπλώνουν στην αιώρα τους έτσι να πάρουν μια μικρή ‘σιέστα’. Η πιάτσα των ταξί μπροστά από την έξοδο της πύλης του λιμανιού ερήμωσε κι αυτή, ήμουνα ο μόνος που είχε καθυστερήσει να φύγει, όταν ναυτικός φάνηκε να τρέχει προς το ταξί μου. Άνοιξε την μπροστινή πόρτα, ήταν έλληνας γνωστός μου από το πλοίο CΗ…
-Βρε Μιχάλη τι κάνεις;
-Πάμε γρήγορα, πάμε για τις γυναικείες φυλακές. Μου έστειλε μήνυμα η φιλενάδα μου η Κάρμεν λέει ότι είναι φυλακή και πρέπει να πληρώσει πρόστιμο για να βγει.
Η γυναικεία φυλακή ήταν ένα τετράγωνο κτήριο, μια επιγραφή δέσποζε την είσοδο.
«Στην φυλακή δεν είναι τίποτα κακό. Όλα είναι χειρότερα.»
Αφού πλήρωσε το πρόστιμο, αγκαλιάστηκαν έδωσαν ραντεβού για το βράδυ,
-Εμένα θα με πας στο βαπόρι, γιατί έχω δουλειά, και μετά την Κάρμεν σπίτι της.
Όταν έφυγε ο Μιχάλης, η Κάρμεν μου εκμυστηρεύτηκε,
-Καλό παιδί ο Μιχάλης, αλλά εγώ έχω φίλο τον Όσκαρ και το βράδυ θα πάω μαζί του.
Το νυχτερινό κέντρο βρισκόταν στο δεύτερο όροφο, είχε ορχήστρα όπου διασκέδαζαν ναυτικοί, γυναίκες και άλλα υποκείμενα. Ιδιοκτήτης ένας Χιλιανός.
Το βραδάκι περνώντας από εκεί ακούστηκε φασαρία. Ο Μιχάλης φάνηκε να κατεβαίνει τις σκάλες, με ξεσκισμένο πουκάμισο γεμάτος αίματα, ο Αντώνης ο φίλος του να τον τραβά να τον βγάλει έξω κι αυτός να φωνάζει:
-Θέλω εκείνη, εγώ της πλήρωσα το πρόστιμο, θέλω εκείνη, μόνο εκείνη.
Κατέβηκαν στην είσοδο, ο Αντώνης τον τραβούσε, έλα πάμε στο βαπόρι, γυναίκες υπάρχουν ένα σωρό, αφού δεν σε θέλει μην επιμένεις. Αυτός εξακολουθούσε να ωρύεται, θέλω εκείνη, εκείνη μου αρέσει, μόνο εκείνη.
Από τον θόρυβο μαζεύτηκαν διάφοροι περίεργοι, κλέφτες, λούστροι, ταξιτζήδες αστυνομικοί.
-Ελάτε πάμε στο τμήμα να λύσετε τις διαφορές σας, η αστυνομικοί έφεραν το Τζιπ.
Περνούσα από εκεί και σταμάτησα, έπιασα κουβέντα με τους αστυνομικούς.
-Άσε τους να φύγουν να πάνε στο βαπόρι τους, ξένοι είναι, και θα τους πω να σας φέρουν και μια κούτα τσιγάρα αμερικάνικα. Τους πήγα στο βαπόρι.
Το άλλο βράδυ ο Μιχάλης φάνηκε να περπατά μόνος του με μια κλειστή ομπρέλα σα μπαστούνι. Δεν μίλησε κανενός. Το βαπόρι είχε βάλει αναχώρηση 12 μεσάνυχτα, μετρήθηκαν έλειπε ο Μιχάλης. Ο Αντώνης πετάχτηκε έξω ήρθε στην πιάτσα και με βρήκε, πάμε όπου νομίζεις να βρούμε τον Μιχάλη. Το είδαμε να προχωρεί αργά αγκαλιασμένος με την Κάρμεν σε ένα σκοτεινό δρομάκι παρέα με τους βάτραχους που τσαλαβουτούσαν στα διπλανά χαντάκια.
-Βρε Μιχάλη το βαπόρι φεύγει, πάμε μέσα, μπήκε στο ταξί μαζί και η Κάρμεν. Τι αξία έχουν τα λεφτά φώναζε αφού δεν μπορώ να έχω αυτό που θέλω; Φτάσαμε στην πύλη, ο Μιχάλης έβαλε το χέρι στην τσέπη κι έβγαλε μια φούχτα δολάρια, τα πέταξε στο μπροστινό κάθισμα και είπε: ταξιτζή θα σε πληρώνω να μου λες που πάει η Κάρμεν όσο θα λείπω.
Η Κάρμεν από το πισινό κάθισμα έσκασε στα γέλια, δεν είναι ανάγκη να με παρακολουθείς θα σου λέω εγώ που πάω να τώρα με περιμένει ο φίλος μου, όταν θέλεις έλα κι εσύ μαζί να κάνουμε παρέα, λεφτά υπάρχουν. Το βαπόρι σφύριξε τρεις φορές, ένα αποχαιρετιστήριο στο λιμάνι κι ένα αντίο του Μιχάλη στην άβυσσο μιας αρρωστιάρικης έλξης, που τον μεταμορφώνει σε ένα τυφλό σκλάβο μιας καρδιάς που αρνείται τη λογική.
**************
Η απορία και η ερώτηση μαζί, γιατί εκείνη κι όχι μια άλλη; Τι είναι αυτό το αόρατο που έλκει και δένει σε μια τόση ψυχοσωματική αρρωστιάρικη γνωριμία;

Γαβριήλ