Στην Φωτογραφία στην μέση ο Πατέρας μου στους Αγίους Σαράντα 1937
Το πώς Θυμάμαι την 28η Οκτωβρίου 1940
Ήμουν στην πρώτη (μικρή) τάξη δημοτικού, το σχολείο που ήταν ακριβώς δίπλα απ το σπίτι μας ένα παλιό οίκημα στα Μαρκάτα, το καινούργιο το τελείωναν όπου νάναι θα μεταφερόταν στα Μακρυώτικα. Εποχή 1939-40
Η στολή μου ήταν μπλε, κοντό παντελονάκι, άσπρη γραβάτα και δίκοχο με ένα στέμμα κιτρινόχρυσο. Καμαρώναμε ήμασταν οι σκαπανείς.
Ο Νίκος Πανώργιος (Κόκος) από τα Ποταμιανάτα ήταν αυτός που μας έκανε γυμναστική το στοίχιση και ζύγιση, (αν θυμάμαι καλά λεγόταν οδηγός ή Φαλαγγίτης)…
Τραγουδάγαμε:
(Στην γλυκιά μας την πατρίδα την τρανή και ιστορική Συ απόμεινες ελπίδα νεολαία Ελληνική…)
Οι αφίσες στην αίθουσα, στα μαγαζιά με την φωτογραφία του κυβερνήτη και την λεζάντα
«Σήκω επάνω Ελληνική Νεολαία.»
«Ούτε σπιθαμή γης να μην μείνει ακαλλιέργητη»
Στην ησυχία του χωριού μια κραυγή ακούστηκε: Πόλεμος…
Αμέσως επίταξαν τα άλογα και τα μουλάρια του χωριού, μαζί με την επιστράτευση.
Χάσαμε απ’ το χωριό Μαρκάτα την μοναδική άμαξα, έμεινε χωρίς μουλάρι. Πολλοί χωριανοί Πυλαρινοί συγγενείς και μη εργαζόταν στην Αλβανία στους Αγίους Σαράντα σε τυροκομία ως έμποροι, ο πατέρας μου ως γραμματικός σε αυτούς μα και πράκτορας της Ελληνικής Ατμοπλοΐας… όλοι αυτοί κατέβηκαν στην Ελλάδα πριν την Ιταλική κατοχή στην Αλβανία. Ο πατέρας μου ήρθε μέσω Κερκύρας, Θα πρέπει να ήταν αρχές 1939.
Θυμάμαι που μου έφερε δώρα μια φλογέρα σε κάθε παιδί, ένα αυτοκινητάκι με κουρδιστήρι, μια φυσαρμόνικα μάρκα Violeta, Hohner την οποία έχω μαζί μου μέχρι σήμερα, είναι η συντροφιά μου ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε αυτούς που με αγάπαγαν, σε αυτούς που είδαν τα όνειρά τους να γκρεμίζονται (ένεκα πολέμου) για τα παιδιά τους. Επίσης ένα τόπι, ένα μαντεμένιο κύπελλο του κάθε ενός μας, που είχαν φωτογραφία μια γυναίκα, της αδελφής μου μια κούκλα με ένα κόκκινο οργαντί φόρεμα. κλπ… θα μου πείτε γιατί τα θυμάμαι;
Μα είναι τα μόνα παιχνίδια που είχαμε ως παιδιά μέχρι τα δέκα επόμενα χρόνια…
Τα νέα απ’ το μέτωπο ενθαρρυντικά…
Δεν άργησαν οι καμπάνες να σημαίνουν χαρμόσυνα, γέμισαν με αφίσες τα καφενεία το σχολείο, ο ελληνικός στρατός νικά κατάλαβε την Κορυτσά το Τεπελένι την Κλεισούρα την Πρεμετή κλπ…
Θυμάμαι μια τεράστια τέτοια αφίσα τοιχοκολλημένη σε καφενείο στο χωριό Μακρυώτικα με την λεζάντα (Γιγαντομαχία Ευζώνων) κάθε που περνούσα στεκόμουν και την χάζευα, είχα δυο εύζωνες με την γροθιά ανυψωμένοι εναντίων των εχθρών...
Από στόμα σε στόμα διαδιδόταν οι χαρμόσυνες ειδήσεις, αν και στο χωριό υπήρχε σταθμός χωροφυλακής και τηλέφωνο, δεν ξέρω με ποιον τρόπο έφθαναν οι τόσες μεγάλες πολύχρωμες αφήσεις οι οποίες τις τοιχοκολλούσαν στα καφενεία του χωριού.
Η στολή μου ήταν μπλε, κοντό παντελονάκι, άσπρη γραβάτα και δίκοχο με ένα στέμμα κιτρινόχρυσο. Καμαρώναμε ήμασταν οι σκαπανείς.
Ο Νίκος Πανώργιος (Κόκος) από τα Ποταμιανάτα ήταν αυτός που μας έκανε γυμναστική το στοίχιση και ζύγιση, (αν θυμάμαι καλά λεγόταν οδηγός ή Φαλαγγίτης)…
Τραγουδάγαμε:
(Στην γλυκιά μας την πατρίδα την τρανή και ιστορική Συ απόμεινες ελπίδα νεολαία Ελληνική…)
Οι αφίσες στην αίθουσα, στα μαγαζιά με την φωτογραφία του κυβερνήτη και την λεζάντα
«Σήκω επάνω Ελληνική Νεολαία.»
«Ούτε σπιθαμή γης να μην μείνει ακαλλιέργητη»
Στην ησυχία του χωριού μια κραυγή ακούστηκε: Πόλεμος…
Αμέσως επίταξαν τα άλογα και τα μουλάρια του χωριού, μαζί με την επιστράτευση.
Χάσαμε απ’ το χωριό Μαρκάτα την μοναδική άμαξα, έμεινε χωρίς μουλάρι. Πολλοί χωριανοί Πυλαρινοί συγγενείς και μη εργαζόταν στην Αλβανία στους Αγίους Σαράντα σε τυροκομία ως έμποροι, ο πατέρας μου ως γραμματικός σε αυτούς μα και πράκτορας της Ελληνικής Ατμοπλοΐας… όλοι αυτοί κατέβηκαν στην Ελλάδα πριν την Ιταλική κατοχή στην Αλβανία. Ο πατέρας μου ήρθε μέσω Κερκύρας, Θα πρέπει να ήταν αρχές 1939.
Θυμάμαι που μου έφερε δώρα μια φλογέρα σε κάθε παιδί, ένα αυτοκινητάκι με κουρδιστήρι, μια φυσαρμόνικα μάρκα Violeta, Hohner την οποία έχω μαζί μου μέχρι σήμερα, είναι η συντροφιά μου ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε αυτούς που με αγάπαγαν, σε αυτούς που είδαν τα όνειρά τους να γκρεμίζονται (ένεκα πολέμου) για τα παιδιά τους. Επίσης ένα τόπι, ένα μαντεμένιο κύπελλο του κάθε ενός μας, που είχαν φωτογραφία μια γυναίκα, της αδελφής μου μια κούκλα με ένα κόκκινο οργαντί φόρεμα. κλπ… θα μου πείτε γιατί τα θυμάμαι;
Μα είναι τα μόνα παιχνίδια που είχαμε ως παιδιά μέχρι τα δέκα επόμενα χρόνια…
Τα νέα απ’ το μέτωπο ενθαρρυντικά…
Δεν άργησαν οι καμπάνες να σημαίνουν χαρμόσυνα, γέμισαν με αφίσες τα καφενεία το σχολείο, ο ελληνικός στρατός νικά κατάλαβε την Κορυτσά το Τεπελένι την Κλεισούρα την Πρεμετή κλπ…
Θυμάμαι μια τεράστια τέτοια αφίσα τοιχοκολλημένη σε καφενείο στο χωριό Μακρυώτικα με την λεζάντα (Γιγαντομαχία Ευζώνων) κάθε που περνούσα στεκόμουν και την χάζευα, είχα δυο εύζωνες με την γροθιά ανυψωμένοι εναντίων των εχθρών...
Από στόμα σε στόμα διαδιδόταν οι χαρμόσυνες ειδήσεις, αν και στο χωριό υπήρχε σταθμός χωροφυλακής και τηλέφωνο, δεν ξέρω με ποιον τρόπο έφθαναν οι τόσες μεγάλες πολύχρωμες αφήσεις οι οποίες τις τοιχοκολλούσαν στα καφενεία του χωριού.
Αμέσως ακούστηκαν και τα τραγούδια: σε χαρμόσυνο σκοπό, τραγουδούσε η Σοφία Βέμπο, όχι δεν υπήρχε ούτε ραδιόφωνο ούτε ηλεκτρικό ρεύμα… η μόνη εφημερίδα που κυκλοφορούσε ερχόταν από την απέναντι στεριά από την Πάτρα ο «Νεολόγος» Πατρών κάθε όποτε είχε καΐκι, επίσης η Πελοπόννησος και η Αχαΐα.
Με το χαμόγελο στα χείλη
πάνε οι φαντάροι μας μπροστά
και γίναν οι Ιταλοί ρεζίλι
γιατί η καρδιά τους δεν βαστά.
πάνε οι φαντάροι μας μπροστά
και γίναν οι Ιταλοί ρεζίλι
γιατί η καρδιά τους δεν βαστά.
Κορόιδο Μουσολίνι,
κανένας δεν θα μείνει
εσύ κι η Ιταλία
η πατρίδα σου η γελοία
τρέμετε όλοι το χακί, κλπ…
κανένας δεν θα μείνει
εσύ κι η Ιταλία
η πατρίδα σου η γελοία
τρέμετε όλοι το χακί, κλπ…
2) Βάνει ο Ντούτσε την στολή του
και την ψάθα την ψηλή του
τσούρμο κουβαλά,
και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει,
βρε τον φουκαρά…
και την ψάθα την ψηλή του
τσούρμο κουβαλά,
και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει,
βρε τον φουκαρά…
Κι εμείς πιτσιρικάδες μην έχοντας γνώση τι εννοεί πόλεμος παίζαμε καραμπάνα, τα βαρελάκια και τρέχαμε στεφάνια στους χωματένιους δρόμους γελώντας και χοροπηδώντας με την αθωότητα, αυτήν που μας χαρίζει η παιδική μας ηλικίας...
Ήταν η αρχή μιας εποχή γεμάτη όνειρα, που όλα διαψεύστηκαν από μια ωμή σκληρή πραγματικότητα, αυτή που έφερε ο πόλεμος
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Γαβριήλ Παναγιωσούλης