Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

Το Εγώ έγινε Εμείς:




H Thanksgiving day, ημέρα των ευχαριστιών που εορτάζεται εδώ στις ΗΠΑ την τελευταία πέμπτη Νοεμβρίου χωρίς να θέλω να σκαλίσω το πως εδραιώθηκε ή από ποιους, είναι η ημέρα όπου θυσιάζονται χιλιάδες γαλοπούλες ευχαριστώντας τον Θεό που με την πρόνοιά του, έστειλε κοπάδια από ινδιάνους ώστε οι τότε οδοιπόροι μετανάστες προσκυνητές (pilgrims) μαζί με τους ντόπιους ‘ερυθρόδερμους’ να χορτάσουν την πείνα τους, κι από τότε όλος ο κόσμος να έχει πρόσβαση σε ένα πλούσιο γεύμα, και να δοξάζει το Θεό.


Η Ελλάδα μας η χώρα που γεννήθηκα ήταν σαν ξέφραγο αμπέλι, η αναρχία, η ανεργία, οι σκοτωμοί ήταν σε καθημερινή διάταξη. Ο κόσμος έφευγε όπως μπορούσε, σάλταραν απ’ έξω απ’ τα τείχη των συνόρων, άλλοι κολυμπώντας, νόμιμοι ή παράνομοι. Ένας ο σκοπός τους, να φύγουν να δουλέψουν, να φάνε μια μπουκιά ψωμί.
Ένας από αυτούς που έφυγε ήμουν κι εγώ, μικρό παιδί, τα ξένα κράτη μας κατέτρεχαν, σα να είμαστε στίφη βαρβάρων, εν τέλει κάποτε κατέληξα στα κρατητήρια ως παράνομος
.

Όχι δεν ήμουν κακοποιός, ούτε δολοφόνος, απλούστατα ζητάγαμε μια εργασία, μια οποιαδήποτε.

Ξημέρωνε λοιπόν αυτή η τελευταία Πέμπτη του Νοέμβρη, μέρα που οι άνθρωποι θα πρέπει να προσευχηθούν και να δώσουν τις ευχαριστίες τους στον θεό.

Επί τη ευκαιρία της εορτής την παραμονή ήρθε στο κελί μας ο αντιπρόσωπος μιας εκκλησίας λεγόταν Χριστιανική Επιστήμη, μας φώναξαν να πάμε σε άλλη αίθουσα να μας διδάξουν τη φωνή του Ευαγγελίου μας έδωσαν από μια βίβλο ανοίξαμε την τάδε σελίδα το δείνα κεφάλαιο, μας το εξηγούσαν, μετά μας είπαν για την ιδρύτρια της εκκλησίας αυτής Mary Baker Eddy, μας δώρισαν και την εφημερίδα Christian Science Monitor με δημοσίευμα στην Ελληνική γλώσσα.
Στο συσσίτιο της επόμενης μέρας των ευχαριστιών, πρωτοδοκίμασα γαλοπούλα με γέμιση από ψωμί, μια γλυκιά σάλτσα από cranberry (είδος μούρου) και πατάτες πουρέ.

Ήταν η πρώτη μου φορά, από τότε πάντα η γεύση αυτής της ξινόγλυκης σάλτσας-ζελέ, μαζί με τη γέμιση μου θυμίζει τον εαυτόν μου, αυτόν που κοντεύω να ξεχάσω, έναν εαυτόν εγκαταλειμμένο στο έλεος του θεού, η θύμηση της τότε κατάστασης μου φέρνει δάκρυα, προσπαθώ να γιάνω τις πληγές που άφησε η ανημποριά και αδικία, των κινούμενων τα νήματα σαν να ήμασταν μαριονέτες όλοι εμείς οι έλληνες, οι σπαρμένοι σε κάθε γωνιά της υφηλίου.
Η σύνδεση, των δυο εαυτών μου γίνεται, υπάρχει, αλλά μόνο εγώ την καταλαβαίνω, μόνο εγώ την ξέρω.
Φώναξαν μάλιστα και φωτογράφους, και είμαστε πολλοί έλληνες, εκατοντάδες, παιδιά, γέροι, όλοι ανακατωμένοι, παράνομοι, τι ζητάγαμε, μα ένα μεροκάματο, μια θέση κάτω από τον ήλιο, αυτό που η πατρίδα μας δεν είχε να μας δώσει, ή δεν ήθελε, ημερομηνία 29 Νοεμβρίου 1951 τόπος Ellis Island Νέα Υόρκη.

Σήμερα:
Πέρασαν τα χρόνια…
Όπως το άγουρο ξινό σταφύλι ωριμάζει, έτσι και η ζωή ωρίμασε γλύκανε, μαζί με τα χιόνια στα μαλλιά έφερε και αυτά που τότε στην αρχή φαινόταν άπιαστα όνειρα, έφυγε το εγώ αντικαταστάθηκε από το εμείς, έτσι κάθε χρόνο γιορτάζουμε αυτήν την ημέρα των ευχαριστιών, όλοι μαζί, έτσι κι εφέτος 24 Νοεμβρίου 2011, έστω κι αν ακόμα η γεύση σάλτσας ζελέ ‘φραγκοστάφυλου’ (cranberry) μου θυμίζει το εγώ, τον άλλο εαυτό μου…

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Ζωγραφιές!


Το χθες, είναι μια χρονική διάσταση, που κάποτε υπήρχε, το αύριο είναι κάτι το άγνωστο υπάρχει σαν μια αφηρημένη έννοια που δεν έρχεται ποτέ, γιατί πάντα είναι σήμερα.

Η ζέστη αφόρητη, στο λιμάνι επικρατούσε άπνοια, η σκηνή στο Μαρακαΐμπο Βενεζουέλας, το βαποράκι μας μικρό μόλις 3.500 τόνων πλέαμε και στη λίμνη του Μαρακαΐμπο δίπλα στις πετρελαιοπηγές μεταφέροντας σωλήνες πετρελαίου.
Σαν βράδιασε ετοιμάστηκαν μερικοί από το πλήρωμα για έξοδο. Απ’ το μεσημέρι είχε χαθεί ο δεύτερος μηχανικός απ’ το βαπόρι, ένας πειραιώτης, μετά μάθαμε ότι τον είχαν φυλακή γιατί αντιμίλησε τελωνειακού ο οποίος έκανε λαθρεμπόριο ουίσκι από τον καπετάνιο.

Εκεί στο Μαρακαΐμπο είχα γνωρίσει από προηγούμενα ταξίδια μια κοπελιά από το Barquisimeto, πίναμε μαζί, εγώ μπύρα Zulia, εκείνη ήθελε ουίσκι, της είχα φέρει και δώρα από τη ΝΥ. Ξίνισε τα μούτρα της Δεν της άρεσαν, ώ! Αυτά μού έφερες! Άντε μετά να βρεις άκρη.
Την παράτησα κι έφυγα, έτσι πήγα μαζί με τους συνάδελφους στη νυχτερινή ζωή, αυτή για τους ναυτικούς, εκεί όπου γινόταν η νύχτα μέρα, εκεί όπου έρρεε η λάσπη. Πολλές οι γυναίκες σαν τα ζουζούνια, εντύπωση οι περισσότερες ξένες, και ευρωπαίες.
Στο επόμενο λιμάνι στο Puerto La Cruz μια όμορφη με έκανε πέρα, την πρόσβαλα με μια ερώτηση που της έκανα, είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτόν της, εν τέλει έκανα παρέα με μια λίγο αδυνατούλα άσχημη, αλλά χωρίς προβλήματα.
Στο La Guaira ψάχναμε για φιλενάδες στην παραλία στο Maiquetía, macuto εν τέλει καταλήξαμε στο αεροδρόμιο,,,,
Στο Puerto Cabello ήρθε η αστυνομία του τελωνείου στο βαπόρι και μας κατάσχε ότι ρούχα είχαμε καινούργια, με την ετικέτα πάνω, ως ύποπτα λαθρεμπορίου. Δεν προλάβαμε να κάνουμε τίποτε άλλο.
Μετά στo λιμάνι Cumana, κάποιος φίλος ναυτικός, βγήκε έξω γνώρισε μια οικογένεια Ελλήνων μεταναστών από την Χίο, είχαν μια κόρη, έρχεται και με τραβά μαζί του, μου έκανε την προξενιά με την κόρη, την είδα δεν… Είχαν Tienda μαγαζί εμπορικό υφασμάτων, ρούχων
.
Από εκεί φύγαμε πήγαμε σε άλλο λιμάνι Carupano.
Βάλαμε πλώρη για Νέα Υόρκη, το κυματάκι μας δρόσιζε, φύσαγε πάντα από την νοτιοανατολική πλευρά, κάτι σαν μελτέμια, ξαναβρήκαμε τη γαλήνη στην απόλυτη απομόνωση από τον πολιτισμό, από την κοινωνία, από τα προβλήματα, από τις γυναίκες, αναζωογονήθηκα στου πελάγου την ιώδιο αρμύρα, σε μια απομόνωση όπου η λαμαρίνα του βαποριού πάχους μισής ίντσας είναι αυτή που σε χωρίζει από τη θάλασσα, αυτή που έπλεες πάνω της
.


Πάνω στη σκουριασμένη λαμαρίνα στο πέλαγος ζωγραφίζαμε αγγέλους σε μορφή γυναίκας, ζωγραφίζαμε με άχνη από αλάτι, μέχρι που οι κορυφές των κυμάτων μας έλουζαν με θαλασσόνερο ρίχνοντας μας χελιδονόψαρα που έσπαγαν τα μούτρα τους πάνω στη λαμαρίνα, και μας χάλαγαν τις ζωγραφιές.

Μεγαλώσαμε σε λαμαρίνα σκουριασμένη, λες και ήταν η μάνα μας, αυτή που μας θήλαζε, είναι αυτή που πάνω της βρίσκαμε προστασία ξεγνοιασιά, κάτι το σίγουρο, ζούσαμε σε έναν κόσμο βρεμένο με αλάτι κι εκεί πάνω στη σκουριά ζωγραφίζαμε, ζωγραφίζαμε την καρδιά μας, την ψυχή μας, όλα αυτά σε πρόσωπα αγγέλων αυτά που θα έπρεπε να είχαν οι γυναίκες, αυτές που μας έλειπαν από τη ζωή. Μια ολόκληρη ζωή, τα καλύτερα παιδικά μας χρόνια, γεμάτα θαλασσόνερο λες και ήμασταν ψάρια,
Κι όταν έφτανες στο λιμάνι άβγαλτος στης στεριάς τα κόλπα, έπεφτες για μια ακόμα φορά, στα θέλγητρα αυτής που ορκίστηκε ότι εσένα μόνο περίμενε, όμως μέσα σου βαθιά ήξερες ότι ήταν ψέματα, σε νίκησε όμως η ψευδαίσθηση, η σκέψη σου, του:

Τι έχω να χάσω;
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Χθες βράδυ:

Αναμνηστική Φωτογραφία, μεταξύ άλλων: Συγγραφείς: η Υιώτα Στρατή, η Βάνα Κοντομέρκου, η Ιουστίνη Φραγκούλη, ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης.



Χθες το βράδυ 15/11/11 συναντηθήκαμε φίλοι συγγραφείς από Νέα Υόρκη, έχοντας συνάξει βιβλία κι άλλων ομογενών συγγραφέων, οι οποίοι δεν ήταν παρόντες.


Συναντηθήκαμε στο Εστιατόριο Bellaire της Αστόριας Νέας Υόρκης, με την συγγραφέα δημοσιογράφο κ. Ιουστίνη Φραγκούλη η οποία με δική της πρωτοβουλία μας έδωσε την ευκαιρία να ακουστεί και η δική μας φωνή των συγγραφέων ομογενών, με παρουσίαση έργων μας (βιβλίων) στο σαλόνι της έκθεσης ελληνικών βιβλίων που γίνεται στις 17/11/11 στην Πρεσβεία μας στην Ουάσινγκτον, μαζί με εκδοτικούς οίκους από Αθήνα, της ευχόμαστε καλή επιτυχία στις προσπάθειες της, μα κι ένα μεγάλο ευχαριστώ για αυτήν της την πρωτοβουλία, ότι κι εμείς αν και μακριά από την Ελλάδα υπάρχουμε, παράγουμε Ελληνικά.
Ευχαριστώ-ούμε

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Συνάντηση




Μια συνάντηση φίλων της παρέας μας εδώ στη Νέα Υόρκη, να ανταλλάξουμε απόψεις και γνώμες, όχι για να λύσουμε τα προβλήματα αυτά που τυραννούν την ανθρωπότητα, αλλά για να ανανεώσουμε τον δεσμό φιλίας, με καλό κρασάκι και μεζέ, περιμένοντας να ξημερώσει η 11/11/11


Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

Τα πέτρινα χρόνια, το σήμερα:


Στα πέτρινα χρόνια που μεγάλωσα, οι ξένες δυνάμεις είχαν καταλάβει τα πάτρια εδάφη με στρατό, με άρματα, με αεροπλάνα, με αραβίδες, μάλινχερ και ξιφολόγχες, οι Ιταλοί φινάτσοι φορούσαν καπέλα με φτερά, με πράσινα δίκοχα, και κράνη, με μπαλάσκες και σφαίρες, τα γερμανικά οπλοπολυβόλα τα κουβαλούσαν οι γερμανοί στρατιώτες στους ώμους με στολές χακί που έσκιαζαν τον κόσμο, τον απλό κοσμάκη.
Όταν έφυγαν, όταν πέθαναν, όταν σκοτώθηκαν, τα λάφυρα τις στρατιωτικές χλαίνες τις κάνανε οι έλληνες παλτά, τα κράνη σύκλους για να τρώνε τα γουρούνια, το δέρμα από τις μπαλάσκες παπούτσια, τα ελαστικά «ρόδες» σόλες, μάλιστα ήταν πιο φτηνά τα πέδιλα από την μπάντα της ρόδας, την πυρίτιδα προσάναμμα για να ανάψουν φωτιά τα κούτσουρα να μαγειρέψουν, τα όπλα αυτά που άφησαν οι κατακτητές οι έλληνες τα έκρυψαν και τα χρησιμοποιούσαν για να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον, σύμφωνα με το τι πίστευε ο καθένας, σύμφωνα με τις ιδέες που μπορεί να ήταν ρωσόφιλες αγγλόφιλες, αμερικανόφιλες, μόνο ελληνικές δεν ήταν

Ξέρετε η ιδέα που δεν έχει σάρκα και οστά αλλά μόνο μια άυλο ψυχική παρουσία, δηλαδή δεν είναι τρισδιάστατη, κάτι που δεν την βλέπεις και μόλα ταύτα για αυτή την ιδέα αν ήταν διαφορετική από του γείτονά σου σε σκότωνε… αυτά ήταν τα πέτρινα χρόνια.
Σήμερα η κατάκτηση της χώρας μας έγινε απ’ το Ευρώ
Έχουμε μια γη η Ελληνική γεμάτη ήλιο και θάλασσα, όπου φυτρώνουν κάθε λογής ανθεκτικοί ξενόσποροι.
Είμαστε σαν μια γερμανική αποικία, όπως και όλα τα μεσογειακά κράτη, δεν είναι ανάγκη πλέον να στείλουν στρατό με ξιφολόγχες για να κατακτήσουν τη γη μας, η κατάκτηση έγινε ήδη, με την συνεργασία αυτών που έβαλαν το ατομικό τους συμφέρον πάνω από την πατρίδα
.
Παλαιά στα πέτρινα χρόνια τους έλεγαν δωσίλογους και τους εκτελούσαν, σήμερα τους λένε σεβαστοί εξυπνάκηδες… Έτσι όπως πάμε κάποια μέρα θα απελευθερωθούν τα μεσογειακά κράτη, τότε θα ξαναγυρίσουν στα εθνικά τους νομίσματά, ο γυρισμός θα είναι επώδυνος, φτωχός, ταπεινός, πειναλέος, αλλά θα γίνει, έτσι το ευρώ θα εξαλειφτεί από την κοινωνία μας…
Είναι σα να λέμε ένας κρυφός πόλεμος μεταξύ δολαρίου και ευρώ. Πολλοί δεν θέλουν να το πιστέψουν το αποκλείουν, ούτε κι εγώ θέλω να παραστήσω τον προφήτη, αλλά δυστυχώς υπάρχει και αυτή η προοπτική:
Το να είναι αλήθεια…


Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Είναι γιατί δεν έχεις γεννηθεί στη χώρα μας:



Η κομματική πολιτική:
Το ταξί μου στην πιάτσα μπροστά απ’ το λιμάνι, περίμενε να πέσει κάνας λαχνός.

Στο κράτος βασίλευε ησυχία, η κυβέρνηση των συνταγματαρχών κρατούσε την πολιτική κατάσταση υπό έλεγχο, ήταν μια δικτατορία, τα αμερικανικά βαπόρια της United Fruit Company, ιδιοκτήτριας και του μόλου έκαναν εβδομαδιαία προγραμματισμένα ταξίδια στο λιμάνι, φέρνοντας τουρίστες κι εμπόρευμα. Αρκετή κίνηση, το χρήμα κυκλοφορούσε αρκεί να είχες κουράγιο για δουλειά.
Βόμβος αεροπλάνου ακούστηκε, θα ήταν περίπου 10 η ώρα πρωινή, το τηλέφωνο της εταιρίας μπανανών άρχισε να κτυπά. Ήταν το μοναδικό στην πιάτσα, ο Τηλεφωνητής ένας μελαχρινός αγγλόφωνος απ’ το Μπελίσε βγήκε στην βεράντα και φώναξε, ζητούν 4 ταξί στο αεροδρόμιο, μια απόσταση περίπου 4 χιλιομέτρων. Πρώτος ετοιμάστηκα να πάω, μάλιστα φώναξα και τον οδηγό του δεύτερου ταξί μου νάρθει κι αυτός.
Κάτω υπό διεθνείς πιέσεις η κυβέρνηση είχε προκηρύξει εκλογές για το επόμενο έτος. Αμέσως γεννήθηκαν διάφορα κόμματα όλα εθνοσωτήρες, το πιο σοβαρό κόμμα της αντιπολίτευσης ήτα το partido revolucionario ιδρυτής του ένας το επώνυμο Μοντενέγρο στα Ελληνικά Μαυροβουνιώτης. Το κατεστημένο τον δολοφόνησε, τότε ανέλαβε ο αδελφός του να φέρει πέρας την ελπίδα του λαού… Αυτός λοιπόν είχε έρθει στο αεροδρόμιο με την συνοδεία του και ζητούσαν ταξί για να πάνε στο Στάδιο να βγάλουν προεκλογικό λόγο.

Λόγο ενάντια του καθεστώτος, ενάντια στην κυβέρνηση, τους μεταφέραμε όλους στο στάδιο, αφού γέμισαν με υποσχέσεις τους ακροατές, τους περιμέναμε και τους πήγαμε πίσω στο αεροδρόμιο… Την άλλη μέρα κάποιος συνάδελφος ταξιτζής μου λέει:
-Ξέρεις είχε έρθει στην πιάτσα ένα τζιπ της λιμενικής αστυνομίας και σε ζητούσε.

Άνοιξα τον στόμα μου από την έκπληξη.
-Εμένα; να με κάνει τι;
Εν τέλει με βρήκαν ήταν παιδιά του λιμενικού, γνώριζα πολλούς από αυτούς ένεκα τα βαπόρια.
-Μάθαμε ότι προσφέρθηκες να μεταφέρεις τους αντίθετους για να βγάλουν λόγο στο στάδιο κι αυτό τιμωρείται κλπ…
-Εγώ εργάζομαι για το μεροκάματο, φώναξαν ταξί στο αεροδρόμιο και πήγα, είναι η δουλειά μου, παραπέρα δεν ξέρω τίποτα.
Άνθρωποι λογικοί κατάλαβαν με άφησαν να φύγω. Επισκεπτόμενος την Νέα Υόρκη, δεκαετία του 70 πήγα να επισκεφθώ φίλο Κεφαλλονίτη από τα βαπόρια στο εστιατόριο Ακρόπολις απέναντι από το αντικαρκινικό νοσοκομείο SLOAN KETTERING στους 68 δρόμους και πρώτη λεωφόρο. Μου λέει ο φίλος μου:
-Έχει έρθει από την Γουατεμάλα για θεραπεία καρκίνου ο πρόεδρος Μοντενέγρο που στο μεταξύ είχε κερδίσει τις εκλογές ή κάποιος της οικογενείας του, περίμενε να σου τους συστήσω:
Πράγματι με σύστησε νομίζω ήταν γιος ή ανιψιός του, καθώς συζητάγαμε του ανέφερα την ιστορία με το ταξί. Μου λέει:
-Πρέπει να είσαι μαχητικός υπέρ του κόμματος:
-Μα εγώ προσπαθούσα να κρατώ ισορροπία ανάμεσα στα κόμματα, να μην γίνομαι φανατικός ούτε με τον ένα ούτε με τον άλλο…

και τι μου απαντά:
-Είναι γιατί δεν έχεις γεννηθεί στην χώρα μας, την Γουατεμάλα…
-Τι άλλο να πω! Ο καθένας μπορεί ν’ αλλάξει την Γουατεμάλα π.χ. με Ελλάδα Στην πολιτική από όπου και να πας τον μπελά σου βρίσκεις.


Γαβριήλ Παναγιωσούλης