Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

Σύγχρονοι Ομογενειακοί Θησαυροί.

Η Φωτό είναι από μια έκθεση βιβλίων μου, σε ένα χωριουδάκι του Long Island
Άρα ποιοι να είναι οι θησαυροί της ομογένειας στη Νέα Υόρκη;
Μήπως τα πλούτη; Μήπως τα κτίρια;

Θησαυροί είναι τα πνευματικά βιωματικά έργα των μεταναστών, όσοι κρατάνε την λυχνία του ελληνικού φωτός, των ελληνικών γραμμάτων, της ελληνικής γλώσσας. Ο κάθε ένας τους με τον τρόπο του, αφού ακόμα μετά από τόσα χρόνια στα ξένα εξακολουθούν να διαβάζουν ελληνικά, να γράφουν ελληνικά να υπάρχουν σαν έλληνες, να συναναστρέφονται μεταξύ τους σαν ίδια ράτσα και μόνο το ότι κρατούν ανυψωμένο το λάβαρο της εθνικότητάς τους εδώ στην πολυσπερμία εθνών, είναι θησαυροί, που ακόμα αγωνίζονται. Το κάθε γεροντάκι, η κάθε γριούλα αυτοί που έμειναν έλληνες είναι ανεκτίμητοι, είναι αυτοί που αγνοεί η άρχουσα τάξη, το κράτος, το ΣΑΕ, είναι αυτοί που η φωνή τους δεν ακούεται, τώρα γενάτε το ερώτημα τι θα απομείνει για τις επόμενες γενιές όταν φύγουν όλοι αυτοί οι ελληνόφωνες ‘πρωτοπόροι’ μετανάστες;
Τα πλούτη όπου υπάρχουν θα σβήσουν, το χρήμα θα αλλάξει χέρια, τα σπίτια, τα κτίρια, θα ξαναγυρίσουν στους νόμιμους ιδιοκτήτες, ή το κράτος.
Η εκκλησία δεν έχει πρόβλημα, θα ταυτιστεί με τις συνήθειες και γλώσσα της νεολαίας του τόπου.
Η μεταναστευτική Ελλάδα, τα γραπτά έργα των βιοπαλαιστών, αυτά που έσταζαν δάκρυα νοσταλγίας και ιδρώτα βιοπάλης θα χαθούν. Μιας ομογένειας που έκτισε κοινοτικά κτίρια, μιας ομογένειας που έγραψε ιστορία με βιωματικές περιπέτειες πρωτοπόρων αποτυπωμένες σε περγαμηνές στην ελληνική γλώσσα παρατημένες σε κάθε γωνιά υπογείου, αφού δεν ενδιαφέρουν κανένα, μουχλιασμένες από την υγρασία, μέχρι που να πεταχτούν στα άχρηστα, απ’ τους κληρονόμους. Τα παιδιά τους, οι απόγονοί τους, για πρώτη τους γλώσσα έχουν την αγγλική, δύσκολο να εννοήσουν τη γραπτή γλώσσα και το πνεύμα των μεταναστών. Και αν ακόμα τα διαβάζουν θα πρέπει να τα συγκρίνουν με τον αμερικανικό τρόπο σκέψης, ένα δύσκολο επίτευγμα.
Αν τους έθαβαν κάπου μετά από χρόνια θα μπορούσαν σε ανασκαφές να παρουσιαστούν σαν ευρήματα αρχαίας μαρτυρίας και να υπερηφανεύονται οι αρχαιολόγοι ερευνητές και οι εκ μακρόθεν έλληνες ιθύνοντες ότι κάποτε σε τούτο τον τόπο υπήρχε ανθούσα ελληνική παροικία.

Αλήθεια, τι ειρωνεία;

Τι χρειάζονται; Όχι έναν τάφο. Αλλά ένα αρχείο, μια βιβλιοθήκη, να δείξουν λίγο ενδιαφέρον οι ιθύνοντες, το κράτος, το ΣΑΕ, οι άνθρωποι, -όσο ανιαρό και να φαίνεται το θέμα,- για σύναξη των γραπτών θησαυρών, που σαν παιδιά της Ελλάδας, της ελληνικής γραφής , είναι σκορπισμένα σε κάθε υπόγειο, σε κάθε γωνιά, πριν σαπίσουν, πριν γίνουν στάχτη, από την τριβή του χρόνου.

Συνήθως όποιος έχει την τρέλα, την μανία, το χόμπι να γράφει καταλήγει απένταρος, σπαταλώντας τον καιρό του, σε κάτι όπου δεν φέρνει κέρδος, αλλά αυτό το κάτι τον γεμίζει, τον ικανοποιεί.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

Μια Σταγόνα...

Μια σταγόνα θύμησης που σα δάκρυ εμφανίζεται κι αναπολεί τα περασμένα, είναι αυτή που αρνείται να πέσει να χαθεί, αλλά παραμένει αιωρούμενη πιστή μιας εικοσάχρονης περιπέτειας που άρχισε με ένα πλωτό σκαφίδι.
Πελάτης ήρθε στην πιάτσα των ταξί και κοίταζε κάπως περίεργα, μελαχρινός με ένα μαύρο μουστάκι σα σκούπα, έλληνας ναυτικός από ένα βαπόρι όπου ήταν χρονο ναυλωμένο από την αμερικανική εταιρία United fruit Co. εταιρεία μπανανών, σε τακτικά ταξίδια. Τελικά του μίλησα ελληνικά. Ά! Ωραία, εσένα θέλω, έχεις μεγάλο αυτοκίνητο ένα Σεβρολέτ Μπελαιρ χρώματος γαλάζιου προς ένα αχνό πράσινο. Θα έρθεις στην πύλη του λιμανιού την τάδε ώρα έχω φέρει μερικά χριστουγεννιάτικα δώρα για τον λιμενάρχη ο οποίος ήταν και γνωστός μου, ο Coronel Rodríguez.

Ο ναυτικός Χιώτης από την Καλιμασιά Είχε μιλήσει με τους τελωνιακούς στην πύλη και του έκαναν πλάτες , πράγματι αφού φόρτωσε το αυτοκίνητο περάσαμε απ ό το λιμεναρχείο Capitanía del puerto , εκεί ξεφόρτωσε δυο κιβώτια μήλα Washington apples red delicious. Πρέπει να εξηγήσω ότι τα μήλα ένα φρούτο σπάνιο για τα τροπικά μέρη η άρχουσα τάξη είχε τη συνήθεια στις εορτές των Χριστουγέννων να δωρίζουν και να τρώνε μήλα, άσε που ήταν και ένα κοινωνικό στάτους. Ο φτωχός λαός δεν αγόραζε τέτοια. Η υπόλοιπη πραμάτεια ήταν καλλυντικά Avon τα οποία έβγαιναν λαθραία παραλήπτης ένας κινέζικος ο οποίος είχε εμπορικό κατάστημα. Μια μεγάλη πόρτα αυλής άνοιξε κι έκλεισε, το αυτοκίνητο κρύφτηκε μέσα, μαζί κι εγώ. Εκεί το ξεφόρτωναν με την ησυχία τους. Τελειώνοντας πήγα τον φίλο στο μόλο όπου ήταν το βαπόρι του, με πλήρωσε για το αγώι και την πραμάτεια, υπόθεση τελειωμένη. Στην πιάτσα είχε βγει η φήμη ότι κουβαλούσα με το αυτοκίνητο λαθραία, ένας οδηγός ταξί έγχρωμος παραμπαστός από τα νησιά της καραϊβικής με ένα μεγάλο αυτοκίνητο πλύμουθ είδε τις κινήσεις , και ειδοποίησε την αστυνομία, η οποία είχε στείλει δυο μυστικούς με πολιτική περιβολή να με συναντήσουν. Πράγματι ήρθαν στην πιάτσα κι άρχισαν τις ερωτήσεις. Ναι τους είπα ήταν όλα του λιμενάρχη.
Που τα πήγες;

Στη μέση του πουθενά σταμάτησα, ήλθε το τζιπ του λιμεναρχείου και τα πήγε στο σπίτι του.
Για να γίνω πιο πιστικός φώναξα απ’ το βαπόρι και τον ναυτικό Παναγιώτη ο οποίος τους είπε τα ίδια, μάλιστα τους δώρισε μια μπουκάλα ουίσκι και πολλές υποσχέσεις για μελλοντικά δώρα που θα τους έφερνε στα επόμενα ταξίδια. Οι αστυνομικοί δεν τολμούσαν να καταγγείλουν τον λιμενάρχη αλλά έψαχναν, σκάλιζαν από την ουρά, από τον πιο μικρό, έτσι ήρθαν σε εμένα. Όχι καλέ δεν τους ενδιάφερε ο νόμος, απλούστατα ήθελαν μερτικό.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Τα πρώτα βήματα...

Η σκεπή του σπιτιού που γεννήθηκα...
Τα πρώτα βήματα…

Το πάτωμα του σχολείου ήταν φτιαγμένο από κυπαρισσένιες σανίδες με ρόζους, έμοιαζαν με παπαρούνες απλωμένες σε βρώμικο κάμπο από τα παιδικά πατήματα, που όμως άνθιζαν λουλούδια. Η έδρα του δασκάλου ήτανε στην αίθουσα που είχε παράθυρο προς τον Μαΐστρο, εκεί πάνω σ’ ένα βάθρο ένα παλιό τραπέζι επάνω το μελανοδοχείο με μελάνι φτιαγμένο από φύλλα παπαρούνας με τη βοήθεια του ήλιου, η πένα και το πενάκι για αλλαγή.
Ο μαυροπίνακας στο βάθος στεκόταν ακουμπισμένος σε έναν τρίποδα, το σφουγγάρι από παλιά κουρέλια αλευρωμένο από τη σκόνη της κιμωλίας. Πιο εκεί κάτι σα μισοφέγγαρο, το στυπόχαρτο. Η πλάκα με το κοντύλι σε μια σάκα πάνινη κρεμόταν στην πλάτη μου.

Οι πρώτες εικόνες…

Απ το ύψωμα του χωριού βλέπαμε τους ανεμόμυλους να γυρίζουν χαρούμενοι τα πάνινα φτερά τους πάντοτε ενάντια στην κατεύθυνση του αέρα. Οι χωριανοί θέριζαν τα χρυσά στάχυα, τα έδεναν σε θημωνιές, τ’ αλώνιζαν με άλογα στο πέτρινο αλώνι και με δικράνια έβγαζαν τ’ άχερα στη πνοή του δροσερού Μαΐστρου, έτσι μετέφεραν το σιτάρι στους ανεμόμυλους για να γίνει αλεύρι.
Θυμήθηκα και το τραγουδάκι που λέγαμε.
«Κάτω στην άκρη του χωριού που ο μύλος μας γοργά γυρνά, εκεί είναι και το φτωχικό το σπίτι μου το πατρικό. Εκεί πρωτάνοιξα το φως τα μάτια μου και τη χαρά και είμαι σαν ένας αδελφός με τ’ άλλα του χωριού παιδιά»…

Το τέλος:

Μετά ήρθε ο πόλεμος, η φυγή, ο ξεριζωμός, το χάος, το τέλος της παιδικής ηλικίας.

Το ζητούμενο:

Σήμερα δεν ζητώ τίποτα απ’ τη ζωή, μόνο λίγη νοσταλγική παιδική αθωότητα με τον ίδιο ήλιο, αυτή που μου έκλεψαν, όχι δεν είμαι εκδικητής, αλλά το ποδοπάτημα μιας παιδικής αθωότητας, αυτής που μόνο μια φορά υπάρχει, αυτής που χάθηκε, αυτής, που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί, είναι ένα ψυχικό βάρος που ζει εν όσο ζεις.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Aπό τη ζωή, μιας άλλης Νέας Υόρκης

Στο βάθος τα κτίρια της wall street, υπήρξε μια αθώα εποχή που τα θαύμαζα.

Ο μετρητής του χρόνου.


Μετά από δεκάωρο μεροκάματο στο εστιατόριο αρχίζει ένας καινούργιος αγώνας, ο αγώνας του γυρισμού με το υπόγειο τρένο της Νέας Υόρκης. Βιάζεσαι να φθάσεις στη θαλπωρή του σπιτιού σου. Τα πόδια σου πρησμένα από την ορθοστασία πασχίζουν να σηκώσουν τα βαριά παπούτσια σου, που μοιάζουν σα φέρετρα να κολλάνε σε κάθε σκαλοπάτι, σαν αυτό να ήταν το μνήμα τους, να χωθούν να ζήσουν στην αιωνιότητα.
Τα σκαλοπάτια βρώμικα, μαύρα γεμάτα μασημένες και ποδοπατημένες τσίκλες τα κατεβαίνεις με την ψυχή στο στόμα. Στην πλατφόρμα ο κόσμος πολύς, σε συνεπαίρνουν, σε σπρώχνουν προς την πόρτα του τραίνου. Ούτε κατάλαβες πως μπήκες μέσα, τα σώματα γύρω σου συμπαγή, δεν φοβάσαι μη χάσεις την ισορροπία σου, έχεις γίνει ένα αναπόσπαστο κομμάτι ανθρώπινης μάζας.
Χέρια σηκωμένα, κρατημένα από τις χειρολαβές. Σάρκες πλαδαρές που κρέμονται από γυμνά μπράτσα, μασχάλες που βρωμούν, κορμιά ιδρωμένα, χοντρά, αδύνατα, γέρικα, νεαρά. Πρόσωπα πολύχρωμα μαύρα, άσπρα, κίτρινα, σοκολατί, μαλλιά σαν τα χρώματα της ίριδος, σκουλαρίκια να κρέμονται από κάθε τρύπα. Αναπνοές που βρομούν, βλέμματα αγριεμένα, μούτρα αξύριστα, γένια μπερδεμένα, μουστάκια κινέζικα, σε κοιτούν, σε πατούν, σε σπρώχνουν, πατάς κι εσύ, σπρώχνεις όσο μπορείς. Το τραίνο σταμάτησε, ανοίγει η πόρτα βρίσκεσαι έξω. Δοκιμάζεις ν’ αναπνεύσεις ελεύθερα, να καταλάβεις πόση ώρα ήσουν μέσα στον κινούμενο κήπο της Εδέμ.
Φθάνεις σπίτι σου κάθεσαι στον καναπέ, βγάζεις τα παπούτσια σου, από την κούραση τα μάτια σου κλείνουν, ξυπνάς, τρίβεις τα μάτια σου, το ρολόι από το απέναντι τραπεζάκι σου χαμογελά, κάνοντας τα μπλε φωτάκια του να αναβοσβήνουν. Αισθάνεσαι αιχμάλωτος στην παγίδα του χρόνου. Το χουφτιάζεις το ποδοπατάς, καπνός βγαίνει από τα μπλε μάτια του. Άχρωμες τρύπες έμειναν στο μέρος των ματιών του. Σταμάτησες τον μετρητή του χρόνου.
Έπαψε πλέον να στον μετρά, ελεύθερος άνοιξες τα μπράτσα σου κι αγκάλιασες μιαν ουτοπία, την ελευθερία σου από το σκλάβωμα του μετρητή του χρόνου, βάλθηκες να την χαρείς έστω για απόψε, χωρίς να σκέφτεσαι ότι αύριο θα έπεφτες στην αγκαλιά του για να μπορείς να ζεις να υπάρχεις.


Γαβριήλ Παναγιωσούλης


Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Το φως της Ελπίδας.

Παρέα με την καινούργια γενιά, στις πατρογονικές ρίζες, Κεφαλονιά, λίμνη Μελισάνη
Το φως της ελπίδας, στο αγκάλιασμα του χρόνου



Το πρόσωπο του μου ήταν γνωστό, με τα χρόνια είχε παχύνει λιγάκι, κοντοστάθηκα μπροστά του, τον περίμενα να εκπλαγεί που με έβλεπε, με κοίταξε με μάτια κρύα απλανή, λες και είχα κατεβεί από τον Άρη.
Σταμάτησα αναποφάσιστος, τον κοίταξα καλύτερα, ίσως να έχω κάνει λάθος σκέφθηκα; Αλλά δεν γίνεται, τέτοια ομοιότητα; Τότε παρατήρησα ότι κρατούσε απ’ το χέρι τη γυναίκα. Φορούσε μια φορεσιά χρώματος κρέμα, Ίδρωνε, μετά έβγαλε το σακάκι του το πέταξε σε μια γωνιά, μπήκε στη σειρά, μπροστά μου, να τσεκάρει τις βαλίτσες του για Νέα Υόρκη.
Μπήκα κι εγώ στη ουρά με το διαβατήριο και το βαλιτσάκι μου, το τσεκάρισα για τη Νέα Υόρκη.
Η σκηνή στο αεροδρόμιο της Κεφαλονιάς ώρα 5 πρωινή, ακόμη δεν είχε φέξει, λέω στο μισοσκόταδο ίσως να έκανα λάθος, αλλά πάλι με έτρωγε η περιέργεια.
Μπήκαμε στο αεροπλάνο μαζί, στην Αθήνα θα αλλάζαμε αεροπλάνο. Περιμένοντας πήγα στην καφετέρια του αεροδρομίου. Πάλι μπροστά μου έπιναν καφέ, μαζί με την γυναίκα του.
Συγνώμη του λέω, είσαι ο Τάκης από τη Νέα Υόρκη;
Ναι εγώ είμαι, μου είπε και το επώνυμό του.
Με θυμάσαι όταν ερχόσουν στο Blue Diner, αυτό το μικρό εστιατόριο που έμοιαζε με βαγόνι τραίνου, σαν από αυτά που κάποτε υπήρχαν στο Far West αυτά που βλέπαμε σε ταινίες καουμπόικες του περασμένου αιώνα μάλιστα μια φορά με κινηματογράφησαν για ένα ντοκιμαντέρ, παίζοντας τον ρόλο του πατέρα, ενός νεαρού που το είχε ρίξει στα ναρκωτικά. Τους άρεσε το σκηνικό αυτό το παμπάλαιο εστιατόριο, και η επικίνδυνη φτωχογειτονιά του νότιου Μπρονξ , εσύ ερχόσουν να πάρεις παραγγελία για τρόφιμα κι εγώ ως μάγειρας σου έλεγα τι χρειάζομαι. Μετά, κουβεντιάζαμε ήσουν κι εσύ, όπως κι εγώ ναυτικός, εσύ ανθυποπλοίαρχος, εγώ καμαρότος, είχαμε τον κοινό φίλο μας τον καπετάνιος που πραγματοποίησε το όνειρό του, να χτίσει ένα εστιατόριο σε σχήμα βαποριού, να έχουν πρόσβαση οι πελάτες και από την θάλασσα, μα και ο Μιχάλης μηχανικός στα βαπόρια και σήμερα ιδιοκτήτης του εστιατορίου, όλοι μας για ένα φεγγάρι δουλεύαμε ναυτικοί στην ίδια εταιρία, έτσι βρεθήκαμε στη Νέα Υόρκη, δεν είχαμε την πολυτέλεια να μείνουμε χωρίς δουλειά, έτσι ο καθένας μας έκανε ότι εργασία εύρισκε; Ήταν απαραίτητο το καθημερινό μεροκάματο. Έμεινε σιωπηλός, μπορεί να μην θέλει να συνεχίσει την κουβέντα μας, σκέφτηκα ότι ζούσε στον κόσμο του.
Τι παράξενο;
Στο αεροπλάνο για Νέα Υόρκη τι σύμπτωση, κάθισαν ακριβώς μπροστά μου, 10 ώρες πτήσεις είναι αυτές, σηκώθηκα έκανα περίπατο στον διάδρομο, σε μια στιγμή που είχε πάει στην τουαλέτα πλησίασα την γυναίκα του, της συστήθηκα, ναι μου λέει αυτός είναι, ο Τάκης, αλλά έπαθε ένα μικρό εγκεφαλικό, και δεν θυμάται, έγινα μέλος της παρέας, το ταξίδι μου πέρασε με παλιές αναμνήσεις για κοινούς φίλους συζητώντας με την γυναίκα του, αυτός άκουγε, δεν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση. Στη Νέα Υόρκη στο αεροδρόμιο μαζί βγαίναμε, εγώ μπροστά αυτοί ακολουθούσαν, όταν πέρασα τον έλεγχο αυτοί έμειναν πίσω, γύρισα το κεφάλι μου.
Ξαφνικά είδα στο στρογγυλό πρόσωπό του ένα φως, το φως της ελπίδας, έλαμπε σαν πανσέληνο, ένα χαμόγελο άνοιξε στα χείλη του, σήκωσε το χέρι του και μου έγνεψε ένα αντίο. Με είχε θυμηθεί.

Όλοι μας εμείς βγήκαμε στον αγώνα έξω απ’ τα σύνορα της Ελλάδας μόνοι μας, σε μια πλατιά κοινωνία χωρίς σύνορα, για να κατορθώσουμε να επιζήσουμε στην παγκοσμιότητα, κάναμε οποιαδήποτε εργασία, μέχρι που να ωριμάσει το όνειρο της επιστροφής, χωρίς ποτέ να υπολογίσουμε τον χρόνο, αυτόν που ωριμάζει το σώμα και σαν το μήλο που από την ωριμότητα σαπίζει και πέφτει απ’ το δένδρο, έτσι κι εμείς απ’ την ωριμότητα του χρόνου πέφτουμε στις ρίζες μας, αγαπάμε αυτές που γεννηθήκαμε, αλλά μένουμε σε αυτές που σπείραμε στα ξένα και φούντωσαν έγιναν δένδρο με κλαριά, έβγαλαν άνθη, φρούτα και δημιούργησαν μια καινούργια γενιά, τη δική μας γενιά.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Ύμνος


Στην Φώτο, ένα ταξίδι στα έγκατα της γης, στην σπηλιά Δρογαράτι Κεφαλονιά
Η κόρη μου, η αφεντιά μου, η εγγονή μου.
Αγαπητοί μου φίλοι: Διαβάστε για να δείτε τι δύναμη έχει το φιλί μιας γυναίκας.
Είπα να ανασύρω απ’ τα αρχεία μου και να σας παρουσιάσω, ένα ποίημα του Αργεντινού ποιητή Jorge Luis Borges, μέχρι να βρω απαιτούμενο καιρό να βάλω τις ιδέες μου σε κάποια τάξη και ν’ αρχίσω να γράφω, ένεκα που πρέπει να τελειώσω ορισμένες εργασίες πριν τον χειμώνα.

Ύμνος
Τούτο το πρωί
υπάρχει στον αέρα μια απίστευτη ευωδία
απ’ τα τριαντάφυλλα του παραδείσου.
Εις τις όχθες του Ευφράτη
ο Αδάμ γεύεται τη δροσιά του νερού.
Χρυσή βροχή πέφτει απ’ τον ουρανό
είναι η αγάπη του Δία.
Πηδά απ’ τη θάλασσα ένα ψάρι
κι ένας άνθρωπος από το Αγρικέντο θα θυμηθεί
ότι αυτός ήταν το ψάρι.
Στη σπηλιά που το όνομά της θα είναι Αλταμίρα
ένα απρόσωπο χέρι χαράζει τις καμπύλες
της ράχης ενός βίσωνα.
Νωθρό το χέρι του Βιργίλιου χαϊδεύει
το μετάξι που έφεραν
απ’ το βασίλειο του κίτρινου αυτοκράτορα
τα καραβάνια και οι σκούνες.
Το πρώτο αηδόνι κελαηδά στην Ουγγαρία.
Ο Ιησούς βλέπει στο νόμισμα το προφίλ του Καίσαρα.
Ο Πυθαγόρας αποκαλύπτει στους έλληνες του
ότι το σχήμα του 'χρόνου' είναι κυκλικό.
Σε ένα νησί του ωκεανού
τ’ ασημένια σκυλιά κυνηγούν τα χρυσά ελάφια.
Σε ένα αμόνι σφυροκοπούν το σπαθί
που θα είναι πιστό στον Σιγκούρδ.
Ο Ουίτμαν τραγουδά στο Μανχάταν.
Ο Όμηρος γεννιέται σε εφτά πόλεις.
Μια δεσποινίς κατάφερε κι αιχμαλώτισε
το λευκό μονόκερω .
Όλο το παρελθόν ξανάρχεται σαν ένα κύμα
και τα αρχαία συμβάντα ξαναζούν
γιατί σε φίλησε μια γυναίκα.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Μετάφραση,
Γαβριήλ Παναγιωσούλης