Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

My Resolution for 2012

My resolution for 2012
My resolution for the coming year 2012 is to fulfill my promise στην κυρία Πόπη, and I will do that!

Την κυρά Πόπη, την γνωρίζω χρόνια πολλά, εδώ στην Νέα Υόρκη, θα μου πεις πόσα 15-20 ούτε καν θυμάμαι.
Η αρχή έγινε ο άνδρας της είχε έναν φίλο όπου ήταν φίλος μου και γείτονάς μου. Μια μέρα πέθανε ο άνδρας της κυρά Πόπης από καρκίνο, ο φίλος μου επαναπατρίστηκε στην Γλυφάδα, θάναι πάνω από 10-15 χρόνια, Η κυρά Πόπη έμεινε μόνη με την κόρη τας, η οποία παντρεύτηκε νομίζω αστυνομικό, η κυρά Πόπη έμεινε μόνη στο διαμέρισμα, αγγλικά δεν ξέρει με φωνάζει τακτικά να την επισκεφτώ, εργάζεται μια-δυο μέρες την εβδομάδα προσέχει κάνα ασθενή, για να τα φέρνει βόλτα, φτιάχνει σιτάρι (κόλλυβα) σε καμιά κηδεία, αλλά κι εδώ πρέπει να γνωρίζεις κάποιον, να σου δώσει την ευκαιρία.
Μάλιστα όταν πάμε σπίτι της μαζί με την γυναίκα μου τσακίζεται να μας περιποιηθεί.

Ο καημός της θέλει να γράψει την ιστορία της πριν πεθάνει, ή πριν πάθει αμνησία, θέλει να μου την πει, να την μαγνητοφωνήσω, γεννημένη στον Πολυχνίτο Λέσβου στην είσοδο του κόλπου της Καλλονής, μικρή οι γονείς της την έστειλαν σε κάποιο σπίτι στην Αθήνα αυτός ήταν στρατηγός ή κάτι τέτοιο, όταν πέθανε της άφησε μια περιουσία κοντά στην Αθήνα, Λούτσα την οποία της την άρπαξαν, την πάντρεψαν και την έδιωξαν από την Ελλάδα… από ότι έχω καταλάβει
Κι εγώ όλο υποσχέσεις θα πάρω μαγνητόφωνο, θάρθω κάποια μέρα, θα έρθω αύριο, μα κι αυτό το αύριο ποτέ δεν έρχεται πάντοτε είναι σήμερα, μέχρι τώρα ακόμα δεν το κατάφερα.
My resolution for the coming year 2012 is to fullfill my promise στην κυρία Πόπη, and I will do that.
Ευτυχισμένος ο καινούργιος Χρόνος, με υγεία και Ειρήνη στον κόσμο ολόκληρο.

Happy New Year
Feliz Año nuevo,
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Χριστιυγεννιάτικη Νύχτα...






Στην τότε Πύλαρο.
Ήταν ένας σιδερένιος παγωμένος μισο-σκουριασμένος σκελετός με τέσσερα πόδια και δυο χάλκινα πόμολα ένα στην κάθε άκρη στο κεφαλάρι. Τα πόμολα έμοιαζαν σαν χλωμό φεγγάρι, αυτό που κρύβεται μέσα στο αχανές σκοτάδι, όμως η χλομάδα του αποτυπώνεται πάνω στα πόμολα αυτά που στολίζουν το κρεβάτι που είχαμε κληρονομήσει από τη νόνα μου. Πάνω του ξεκουραζόταν σανίδες κυπαρισσένιες γεμάτες ρόζους που όταν τους έξυνες μύριζαν ρετσίνι. Το στρώμα είχε ένα ακαθόριστο χρώμα, είχε ρίγες μπλε και άσπρες, όμως το άσπρο ήταν ένα βρώμικο μουντό, έμοιαζε λασπωμένο, στη μέση είχε μια τρύπα από αυτή το γέμιζαν με προβατίσια μαλλιά…
Χριστούγεννα, η μάνα έβγαλε λιγάκι μαλλί το έξανε, βρήκε το μικρό σπιτάκι έμοιαζε με σπηλιά, αυτό που είχε φτιάξει για εμάς τα παιδιά από τάβλες κασέλας πετρελαίου του Ελληνικού μονοπωλίου shell, ο θείος μας ο μελισσοκόμος, αυτός που ήταν άρρωστος με φυματίωση. Ήταν αυτός που μας είχαν απαγορεύσει να εγγίζουμε οτιδήποτε άγγιζε αυτός για να μην κολλήσουμε χτικιό.


Η μάνα πίθωσε μέσα το ξασμένο μαλλί το έχτισε σα φωλιά, βρήκε μια παλιά καρτ-ποστάλ που είχαν στείλει οι μπαρμπάδες απ την Αμερική όπου ήταν ζωγραφισμένο το νεογέννητο μωρό το οποίο ζεσταινόταν από τα χνότα των ζώων και μας έφτιαξε εμάς των παιδιών την φάτνη.
Μας σήκωσε χαράματα απ το κρεβάτι, φύσηξε το κούτσουρο που είχε φυλάξει στη χόβολη ν’ ανάψει φλόγα, άναψαν τα ξύλα ζέστανε νερό στην φωτιά και μας έλουσε με σαπούνι πράσινο, μας μετέδωσε την αγάπη της, την στοργή της, την πίστη της, μας έστειλε στην εκκλησία να κάνουμε χρυσό δόντι.
Εμείς τα παιδιά χαρούμενα γυρίσαμε απ την εκκλησία Χριστούγεννα, σήμερα κάτι καλό θα μαγειρεύουν στο σπίτι, αν είχαμε αλεύρι θα μας έκανε τηγανίτες, ή αν είχαμε καλαμπόκι μια ζεστή πουλέντα, αν δεν υπήρχε τίποτε άλλο κάνα κουνέλι θα έσφαζε ο πατέρας, έτσι να καταλάβουμε του Χριστού τη γέννηση…
Μετά σαν βράδιαζε μερικά κάρβουνα σε έναν κουβά στη μέση του δωματίου να ζεσταίνουμε τα χέρια μας και να λέμε παραμύθια, αν είχαμε καλαμπόκι θα το ψέναμε πάνω σε τενεκεδένιο καπάκι, και κάθε φορά που ο κάθε κόκκος άνθιζε σε μια σάρκα κάτασπρη σα μπαμπάκι φωνάζαμε από χαρά, και το χώναμε γρήγορα στο στόμα μας.


Σαν έμπαινε η νύχτα το ημίφως του λύχνου και η μυρωδιά από καμένο φυτίλι μας έπνιγε, η μάνα έτρεχε να ανάψει το καντήλι αυτό που θα μας κρατούσε συντροφιά όλη τη νύχτα, έτρεχε να ζεστάνει νερό να το βάλει στις μπουκάλες να ζεστάνουμε τα πόδια μας στην παγωμένη νύχτα, αυτή που ερχόταν γεμάτη όνειρα πολύχρωμα, φανταστικά, όνειρα που έπλαθαν τα αθώα παιδικά μυαλά, όνειρα που τρεμόσβηναν σαν την φλόγα του καντηλιού από τον αέρα που έμπαινε από την χαραμάδα της πόρτας, με το ακομπανιαμέντο της σταγόνας βροχής που έπεφτε από τα κεραμίδια στην εμαγιέ άσπρη λεκάνη κι όμως ήταν μια χριστουγεννιάτικη νύχτα, γεμάτη αγάπη ζεστασιά, θαλπωρή και φτώχεια, μα και πίστη ότι απόψε θα μας ζέσταιναν οι αναπνοές των αλόγων… αυτών που ήταν στην φάτνη…



Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Αξέχαστες ημερομηνίες:

Τα μπλογκ μας, οι ιστοσελίδες μας, κάθε μια εκφράζει τον ιδιότυπο χαρακτήρα του κάθε ενός μας. Δεν μπορεί να εκφράζουν όλα τα μπλογκ τα ίδια συναισθήματα, ούτε τις ίδιες εμπειρίες, διότι πως να το κάνουμε είμαστε όλοι μας διαφορετικοί. Το ξέσπασμα ψυχής του κάθε ενός μας είναι αυτή η ιστοσελίδα. Αυτό που ενώνει την διαφορετικότητά μας είναι η γλώσσα, έτσι έχουμε την ίδια γλώσσα αλλά όχι το ίδιο καλούπι γραφής, γίνεται όμως σεβαστή του κάθε ενός η γραφή σύμφωνα με το παρελθόν κι εμπειρίες…
*******************************************************************************

Ο Καπετάν Γεράσιμος Σπαθής από την Σάμη Κεφαλληνίας, με φώναξε στη γέφυρα του πλοίου, ήταν πρωί, ακόμα έπινε τον πρωινό καφέ του...
Έπιασε τη συζήτηση μαζί μου:

Ακούσαμε στον ασύρματο ότι έγινε σεισμός στην Κεφαλονιά, είπε, δεν έδωσα πολύ σημασία, μαθημένος από το νησί όπου κάθε λίγο και λιγάκι η γη ταρακουνιόταν λες και είχε τεταρταίο πυρετό, όσα χρόνια ήμουν εκεί όπου γεννήθηκα.




Ήμασταν εν πλω με το α/π ΑΙΝΟΣ προορισμό το λιμάνι της Nuevitas Camagüey Cuba . Φτάσαμε στην Κούβα στις 12 Αυγούστου 1953 μάθαμε την καταστροφή, έστειλα τηλεγράφημα στην Αθήνα, μου απήντησαν ότι υγιαίνουν άπαντες.
Φορτώσαμε ζάχαρη προορισμός Νέα Ορλεάνη, το περιοδικό LIFE είχε στην πρώτη σελίδα φωτογραφίες θύματα του σεισμού, κάνανε έρανο στους δρόμους υπέρ των σεισμοπαθών, μάλιστα είχαν έρθει στην Νέα Ορλεάνη ο Βασιλέας Παύλος με την Φρειδερίκη. Κατέληξαν στο ξενοδοχείο Ρούσβελτ. Κάποιος από την παρέα ναυτικός είπε να πάμε να τους δούμε. Πήγαμε λοιπόν στην είσοδο του ξενοδοχείου στην οδό St. Charles. Εκεί ένας κεφαλλονίτης απ τον Λουρδά τους χαιρέτισε δια χειραψίας εκ μέρους των Ελλήνων ναυτικών. Δεν μπορώ όμως να θυμηθώ αν η επίσκεψη του Παύλου και Φρειδερίκης ήταν αυτό το ίδιο ταξίδι ή μετά.
Το έφερε έτσι η τύχη κι έμεινα ξέμπαρκος στην Νέα Ορλεάνη, έμεινα αρκετό καιρό για ιατρικές εξετάσεις και μετά να περιμένω άλλο βαπόρι.
Καθώς κάθισα στο κάθισμα του λεωφορείου το κεφάλι μου άγγιξε κάτι παράξενο, γύρισα να δω, υπήρχε μια επιγραφή με τη λέξη 'έγχρωμοι' ήταν τοποθετημένη πάνω στη χειρολαβή της πλάτης με δυο πύρους σε τρύπες που προϋπήρχαν. Στην μετέπειτα στάση άλλος επιβάτης σήκωσε την επιγραφή, την έβαλε στην χειρολαβή του από πίσω καθίσματος και κάθισε μπροστά της. Άφωνος παρακολουθούσα την σκηνή στην γραμμή του λεωφορείου της magazine street της Νέας Ορλεάνης.
Είχα ψάξει στην εφημερίδα Times Picayune για δωμάτιο είχα νοικιάσει ένα έξω από το κέντρο, όχι πολύ, μακριά από περιοχές του λιμανιού, για να κατέβω στην πόλη έπαιρνα το τραμ συνήθως όρθιος, δεν είχα δώσει σημασία σε αυτό τον διαχωρισμό μεταξύ λευκών και μαύρων, εξ άλλου περαστικός ήμουν από την πόλη αυτή του Μισισιπή ποταμού.
Προσπάθησα να διασκεδάσω αυτή την μοναξιά σε μια ξένη πόλη, πήγαινα για καφέ στο Meal-a-Minit όπου σέρβιραν καφέ με Τσίκορι μετά περπατούσα στην όχθη του Μισισιπή, παρακολουθούσα τα ποταμόπλοια αυτά με τις ρόδες και στο νου μου έφερνα τα μυθιστορήματα του Mark Twain, έκανα βόλτες στην γαλλική συνοικία στην Bourbon street εκεί οι κράχτες μισάνοιγαν τις πόρτες από striptease μερικοί σ’ έπιαναν από το μπράτσο και φώναζαν no cover charge, no minimum στην ίδια γειτονιά υπήρχαν και εστιατόρια με αυλές και πάνινα καρό τραπεζομάντηλα, μου θύμιζαν το χωριό μου, τελικά κατέληγα εκεί όπου σύχναζαν ναυτικοί στα Μπαρ της οδού Decatur, πολλοί οι ναυτικοί, πολλά τα βαπόρια, μα και κάτι υπερμεγέθη γυναικεία σώματα να σερβίρουν.
Αυτή που γνώρισα κάναμε μια πλατωνική παρέα με κουβαλούσε κάθε λίγο και λιγάκι στην εκκλησία του Αγίου Λουδοβίκου, Καθεδρικός ναός της Νέας Ορλεάνης στην πλατεία Τζάκσον, της γαλλικής συνοικίας, έβγανε απ το τσαντάκι της μια μαύρη μαντήλα, σκέπαζε το κεφάλι της, έβρεχε τα δάχτυλά της από μια γούρνα με νερό που ήταν στην δεξιά μεριά της εκκλησίας έκανε τον σταυρό της και γονάτιζε, έβρεχα κι εγώ τα δάχτυλά μου, μετά στεκόμουν αμίλητος ως που να βγούμε, αυτή πάλι με κοίταζε και γελούσε, έμοιαζε σα να ήθελε να με προστατεύσει, δε επέτρεπε τίποτα και πάντα με τραβούσε απ’ το χέρι.
Για να αποφύγω την πολύ ζέστη και υγρασία πήγαινα σε κινηματογράφο με κλιματισμό σε αυτόν που είχε δυο έργα, αλλά με όλα αυτά αισθανόμουν τόσο ξένος, εν τέλει γνώρισα κι έναν Χιώτη πρώην ναυτικό οποίος έκανε τροφοδοσία στα πλοία. Μια μέρα μου λέει πάμε παρέα στο Baton Rouge πρωτεύουσα της Λουϊζιάνας να παραδώσω τρόφιμα σε πλοίο του Χιώτη εφοπλιστή Καρά, πάμε λέω.
Όταν ανεβήκαμε στο δεξαμενόπλοιο κάποιος πετάχτηκε και είπε:
Ε! πατριώτη έλα μέσα να σε κεράσουμε, φώναξαν μόνο τον Χιώτη.
Πάλι αισθάνθηκα ξένος, πέρασαν μήνες λαμβάνω τηλεφώνημα να μετατεθώ στο Gulfport Mississippi όπου με περίμενε άλλο βαπόρι. Πήρα το λεωφορείο της εταιρίας του κυνηγόσκυλου κι έφθασα μπαρκάρισα πάλι, βάλαμε πλώρη για το γαλάζιο, αχανές, πέλαγος της λησμονιάς, εκεί ξαναβρήκα το στοιχειό μου…
Γαβριήλ Παναγιωσούλης