Κάποτε
αισθανόμουν ευτυχισμένος, με τα πιο απλά πράγματα, ήμουν το κέντρο του
κόσμου, γύρω μου γυρνούσαν η αγάπη, ο έρωτας, η θαλπωρή, ακόμα και η
φτώχεια. Σήμερα με την σκέψη μου γυρνώ στα χρόνια εκείνα και
προσπαθώ να αντλήσω δύναμη ώστε να συνυπάρχω με τον ξένο πια εαυτόν μου.
Στην πιάτσα του λιμανιού των τροπικών τα ταξί
αραδιασμένα στη σειρά, οι ταξιτζήδες κάτω απ’ την σκιά των φοινικόδεντρων, περίμεναν πελάτες παρατηρώντας
τους πελεκάνους που τεμπέλιαζαν σε διάφορα πλεούμενα.
Από μπροστά μας πέρασε η Αντουανέτα, με χαιρέτησε,
περπατούσε με μια ανοιχτή ομπρέλα για να προστατευτεί από τις καυτερές ακτίνες
του ήλιου. Πήγαινε στην πύλη του
λιμανιού να μάθει νέα για το βαπόρι, σε αυτό που δούλευε ο Χιώτης ο μουστακαλής
από την Καλιμασιά, ο φίλος της. Μαζί της κουβαλούσε κι έναν θηλυπρεπή νεαρό τον
Νώε. Και της έλεγε ο Χιώτης τι τον θες
και τον κουβαλάς;
Ανένδοτη αυτή.
Η Οδέτη μια αδυνατούλα λιγνή σερβίριζε ποτά στους
πελάτες του μπαρ ενός Ιταλού μετανάστη, εκεί στην προκυμαία, ήταν τόσο αδύνατη που περπατούσε με σχεδόν κλειστά
πόδια.
Στο προαύλιο της πλατείας πιτσιρίκες με μίνι παίζανε
μπάσκετ.
Η γυναίκα του Ιταλού πέρασε από δίπλα μας, κρατούσε
δυο κοριτσάκια απ’ το χέρι, πήγαιναν
στην εκκλησία.
Ο ξανθός λούστρος γιος μιας γυναίκας του μπαρ και
νορβηγού ναυτικού γυάλιζε τα παπούτσια
του Ντον Πάντσο ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου Ντελ Νόρτε χτυπώντας τα συμπράγκαλα
του στον ρυθμό της μουσικής που
ακουγόταν από το μπαρ, που δούλευε η Οδέτη.
Ο γιατρός Ορτέγκα με παρέα πήγαιναν για το
μεσημεριανό τους στο εστιατόριο του ξενοδοχείου Ντελ Νόρτε αυτού με τα άσπρα
τραπεζομάντιλα. Η μάνα έτρεχε ξυπόλητη να τον προλάβει να του μιλήσει για το παιδί της που ψηνόταν στον πυρετό, ο σερβιτόρος της έφραξε την πόρτα της
είπε να περιμένει να τελειώσει το φαγητό του. Δεν τον πρόλαβε βγήκαν από την πίσω πόρτα, μια
βάρκα τους περίμενε, ανοίχτηκαν στο πέλαγος για ψάρεμα. Η μάνα έφυγε κλαίγοντας. Το παιδί
της πέθανε.
Ο Αρτούρο Παπαδόπολο πέρασε από μπροστά μας καβάλα
σε ποδήλατό, ήταν ναυτιλιακός πράκτορας, σε όλα τα βαπόρια αυτά που δεν ανήκαν
στην United Fruit Co. Εκεί στην άκρη ήταν
σταθμευμένο το ταξί του Καμπράλ, το είχε αφήσει
καθώς προσπαθούσε να επιδιορθώσει μηχανή μικρής λέμβου, όπου έκανε
συγκοινωνία στο Μπελίζε. Αποτέλεσμα να κάνει έκρηξη και να τον σκοτώσει.
Ο έλληνας πλοίαρχος του υπό Ελληνική σημαία ατμόπλοιου
Σκίνος φάνηκε να έρχεται σαν χαμένος,
περπατούσε και κοίταζε από δω κι από εκεί. Ήταν ένας συμπαθητικός Υδραίος φαλακρός
με κοιλίτσα Σαν έφτασε στην πιάτσα μας κοίταξε όλους και ρωτά. Ζητώ έναν
ταξιτζή που μιλάει Ελληνικά.
Εγώ είμαι του λέω. Έβγαλε ένα επιφώνημα Α! φαίνεται
δεν του έκανα εντύπωση.
Ξέρεις μου λέει με στέλνει ο ειρηνοδίκης της πόλης,
θέλει να μιλήσει μαζί σου, να κανονίσουμε τις κινήσεις, μου κλέψανε από την
πλώρη πολλά γαλόνια μπογιά, πήγα στην αστυνομία και το κατάγγειλα, αυτοί
έπιασαν τον νυκτοφύλακα του βαποριού, τον Γιώργη απ’ την Ιθάκη και τον έβαλαν
φυλακή. Το βαπόρι μου «σπατσάρει» τα
μεσάνυχτα εγώ δεν φεύγω χωρίς τον άνθρωπό μου. Πάμε του
είπα ξέρω ότι τέτοια ώρα είναι στον μόλο
και ψαρεύει, συναγωνίζεται τους
πελεκάνους, αυτούς που φαίνονται στο
βάθος. Μετά από ανταλλαγή απόψεων βρέθηκε μια απλή λύση: ο καπετάνιος θα έπρεπε να πάει στην αστυνομία ν’
αναιρέσει την κλοπή, έπρεπε να τρέξει, γι’
αυτό χρειάστηκαν το ταξί μου, οι υπηρεσίες μου ως διερμηνέας ώστε να λαδωθούν
άμεσα τα γρανάζια της γραφειοκρατίας. Με δηλώσεις υπογραφές σφραγίδες λες και
άλλαζε κυβέρνηση του κράτους, εν τω μεταξύ είχε νυχτώσει.
Ώ του θαύματος ο ναύτης από την Ιθάκη αφέθη
ελεύθερος να γυρίσει στο βαπόρι.
Ο ταξιτζής Κλίφορδ με ένα τεράστιο πλύμουθ
μετανάστης από την Τζαμάικα, δεν κατάλαβε, είδε την κίνηση, νόμισε ότι θα υπάρξει τίποτε λαθρεμπόριο,
πήγε και ειδοποίησε την αστυνομία.
Αμέσως η πιάτσα γέμισε μυστικούς, αυτούς με τα
πολιτικά, έψαχνα να βρουν κάτι οτιδήποτε για να ζητήσουν μερτικό και συγκεκριμένα ζητούσαν να βρουν εμένα. Με
ειδοποίησε φίλος ταξιτζής να μην ροβολήσω προς τα εκεί.
Με το πέσιμο της νύχτας στις 9 η ώρα η μπάντα του δήμου θα ερχόταν στο κέντρο της
πλατείας πάνω σε ειδικό κατασκευασμένο
κυκλικό κουβούκλιο να παίξει ισπανική μουσική, τα κορίτσια να φέρνουν βόλτα
γύρω, γύρω και τ’ αγόρια από την αντίθετη πλευρά. Αυτή την βραδιά δεν θα
παρακολουθούσα την παράσταση, είχαν συμβεί τόσα πολλά σε μια μέρα ώστε με το
που αφέθη ελεύθερος ο ναυτικός θα ήταν περίπου 11 νύχτα, πήγα σπίτι ξάπλωσα
στην αιώρα που ήταν στην βεράντα, εκεί την ησυχία της νύχτας τάραξαν τρεις
συνεχόμενες σφυριξές του βαποριού που αποχαιρετούσε το λιμάνι με του
πελεκάνους, τους ανθρώπους του, ακόμα και τους κερδισμένους κλέφτες, κοίταξα το
ρολόι, ήταν ακριβώς μεσάνυχτα.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης