Ιστορίες της
Νύχτας!
Το Πεπρωμένο
Φωτογραφία από το Baton Rouge Louisiana
Η ορχήστρα του
Μπαρ άρχιζε παίζει στις 9 το βράδυ, ήταν ένα τεράστιο ξυλόφωνο, μια τυπική
ορχήστρα Μαρίμπα, οι οργανοπαίχτες όρθιοι στην γραμμή χτυπούσαν ρυθμικά τα πλήκτρα
με τέσσερα ξυλάκια που στις άκρες τους είχαν ένα σφαιρικό βαρίδι. Η ορχήστρα
χρησίμευε και σαν πόλος έλξης των ξένων ναυτικών που συνωστιζόταν να δουν το
περίεργο αυτό όργανο.
Μια επιγραφή
χρυσοκίτρινη φώτιζε την είσοδο.
Bar Los Marinos «Μπαρ οι ναυτικοί»
Τα κορίτσια
μαζευόταν με την ελπίδα να γνωρίσουν ναυτικούς.
Η Αμαλία μπήκε
κάθισε σε σκαμπό παράγγειλε ένα χυμό, ένας Πορτογάλος ναυτικός από το Σανβίντσο
που ήταν πλήρωμα του πλοίου Τακανά την πλησίασε, την κέρασε ένα ποτό κι άρχισαν
να συζητούν, δεν της άρεσε ήταν κοντός μελαχρινός.
Ο Γιώργος ο ανθυποπλοίαρχος του βαποριού Elizabeth ένα λεβεντόπαιδο παλιός συνάδελφος και φίλος μου σαν νύχτωσε βγήκε απ’ το βαπόρι με βρήκε στην
πιάτσα των ταξί ακριβώς απέναντι από την
πλατεία και μου έπιασε κουβέντα. Χαρήκαμε και οι δυο μας, είπαμε τα παλιά μας.
Εκείνη την ημέρα είχα αγοράσει ένα
ρολόι του χεριού μάρκας Haverhill μαύρο με πολλούς δείκτες και
κουμπάκια, ακόμα και για να κάνεις βουτιές στον βυθό της θάλασσας, φάνταζε σαν μαύρο φεγγάρι σε λευκό
χέρι, το δικό μου, του έκανε τέτοια εντύπωση ώστε λέει μα παιδί μου εσύ είσαι Αστροναύτης.
Από τότε μου είχε μείνει το όνομα.
- Θέλω να πάμε
κάπου να δω κάτι το αξιοπερίεργο της νύχτας, θέλω να ξεσκάσω από την ζωή του
βαποριού.
Πήγαμε στο μπαρ,
ο κόσμος χόρευε, έπιναν φουμάριζαν, παραγγείλαμε ένα ποτό, η Αμαλία μόλις τον είδε σηκώθηκε, παράτησε τον
Πορτογάλο και ήλθε κοντά του.
Ο Πορτογάλος
θύμωσε σηκώθηκε, ήρθε δίπλα στον Γιώργο, τούδωσε το χέρι και του είπε.
Δεν
αξίζει εμείς οι ναυτικοί να μαλώνουμε
για γυναίκες, υπάρχουν τόσες! Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε.
Ήπιαν δυο ποτά
ακόμη, χόρεψαν μετά τους πήγα για φαγητό
στο εστιατόριο Ελ Ντοράδο που το σπεσιαλιτέ του ήταν θαλασσινά, γαρίδες
μαγειρεμένες με γάλα και διάφορα μπαχαρικά του τόπου.
Τους άφησα κι
έφυγα.
Η γνωριμία
τους θέριεψε η Αμαλία ήταν από το νησί Ουτίλα της Καραϊβικής όπου ανήκει στην
Ονδούρα. Η μητρική της γλώσσα Αγγλικά. Είναι ένα από αυτά τα νησιά όπου είχε
την φωλιά του ο Άγγλος Πειρατής Captain Morgan και πολλοί
από τους κατοίκους, είναι ξανθοί και
ομιλούν αγγλικά.
Ήταν η αρχή, η
χαρά τους κράτησε μέχρι να ξημερώσει, έτσι άρχισε η γνωριμία τους. Τις επόμενες
τρεις νύχτες που έμεινε το βαπόρι στο λιμάνι τις πέρασαν αγκαλιά. Προσπαθούσαν
και οι δυο τους να απολαμβάνουν όσο πιο πολύ μπορούσαν την ευτυχία τους ο
ναυτικός με αυθόρμητη ειλικρίνεια, η Αμαλία με προμελετημένη στρατηγική σαν την
αράχνη που απλώνει τον ιστό της.
Και οι δυο
ήξεραν ότι όλα θα τελείωναν όταν θα έφευγε το βαπόρι.
Το βαπόρι αυτό
ήταν τακτικών γραμμών ναυλωμένο από την United Fruit Company έκανε ταξίδια ανάμεσα Νέα Ορλεάνη και
στο Puerto Barrios Guatemala κεντρική Αμερική από όπου και η ιστοριούλα αυτή.
Έτσι η Αμαλία είχε την Ελπίδα να τον ξαναδεί στα επόμενα
ταξίδια. Του είχε ετοιμάσει μια ζεστή
φωλιά γεμάτη ζεστή γυναικεία αγκαλιά και εκεί περνούσαν τις ώρες τους
ευτυχισμένοι. Ρωτούσε συνέχεια πότε θάρθει το βαπόρι, γιατί ρωτάς; πια μέρα θάρθει το βαπόρι;
Α! μα πρέπει
να προετοιμάσω το σώμα μου, έπαιρνε κολόνιες, αρώματα, και μετά μούπε κι ένα
γυναικείο μυστικό που δεν γράφεται.
Τα νέα πετούν
σαν χελιδόνια, έφτασαν και στην Ελλάδα, τότε φρόντισαν οι δικοί του, μόλις το βαπόρι έφτασε στην Νέα Ορλεάνη τον
περίμενε αντικαταστάτης του, έτσι τον έστειλαν στην Ελλάδα.
Όταν γύρισε το
βαπόρι ο Γιώργος δεν ήταν μαζί, η Αμαλία έτρεξε στην πύλη, βρήκε τον Αστροναύτη
πάμε μούπε σε όλα τα μέρη μήπως είναι με καμιά άλλη. Στο μπαρ Μόντε Κάρλο συναντήσαμε τον Λευτέρη
συνάδελφο του Γιώργου που έπινε με παρέα.
Βρε καλώς
τους, κάτσε να σας κεράσω ,
Όχι είπε η
Αμαλία μόνο να μου πεις γιατί δεν βγαίνει έξω ο Γιώργος, αποκλείεται να με
ξέχασε. Τότε ο Λευτέρης σηκώθηκε, πήρε ύφος σπουδαίο, έσκυψε και κόλλησε τον στόμα του στο αυτί της και της σφύριξε
σαν οχιά, σα να ήθελε να εκδικηθεί όλες τις γυναίκες που πλησίαζαν συμπατριώτες
του ναυτικούς. Μην τον περιμένεις, έφυγε για Ελλάδα και όχι μόνο αλλά οι δικοί τον
περίμεναν να τον παντρέψουν, την έπιασαν
τα κλάματα σκεφτόταν, μα τόσο μηδαμινή, τόσο τιποτένια, τόσο ανάξιά
του με θεωρούσε και να μην μου πει τίποτα, είδε τα όνειρά της να γκρεμίζονται, εκεί
ακριβώς που είχε αρχίσει να χτίζει. Χάλασε την φωλιά τους και γύρισε στο σπίτι
της μάνας της.
Πέρασε αρκετός
καιρός
Ένα καινούργια
βαπόρι ήρθε στο λιμάνι, Έλληνας ναυτικός
φάνηκε στην πιάτσα και είπε:
ζητώ έναν
ταξιτζή τον επονομαζόμενο Αστροναύτη.
Παρών του είπα εγώ ο ίδιος, είμαι παλιός φίλος του
Γιώργου και ζητώ να βρω μια κοπέλα, την Αμαλία
μου έλεγε ότι εσύ θα μπορούσες να με κατατοπίσεις αν παρουσιαζόταν
ανάγκη.
Ναι την ξέρω
είπα,
Λοιπόν θα της
πεις το βράδυ που θα τελειώσω την βάρδια μου θα πρέπει να την συναντήσω θα με
περιμένεις να πάμε μαζί.
Εντάξει είπα.
Πήγα στο σπίτι
της Αμαλίας εκεί ήταν η μάνα της, της
είπα ότι κάποιος ναυτικός της φέρνει νέα από τον Γιώργο και θα ήθελε να
συναντηθούν. Η Αμαλία όταν της το είπε η
μάνα της τρελάθηκε από την χαρά της, κι εγώ που νόμιζα ότι με είχε ξεχάσει.
Που θα σας πάω; Ρώτησα.
Μα φυσικά στο Los Marinos, εκεί που
πρωτογνωριστήκαμε, κάθισε στο ίδιο τραπεζάκι παράγγειλε χυμό και περίμενε. Πήγα στην πύλη κι έφερα
τον ναυτικό.
Με λένε Κώστα
αυτοσυστήθηκε, παλιός συνάδελφος και φίλος του Γιώργου, μα να σας κεράσω κάτι φώναξε φέρε μας ρούμι
με κόκα κόλα και πράσινο λεμόνι.
Όχι είπε η
Αμαλία προτιμώ να μάθω τα νέα της παλιάς μου αγάπης, μήπως είναι στο βαπόρι και
δεν θέλει να βγει έξω; Έλα πες μου μην με παιδεύεις.
Όχι ακόμα είπε
ο Κώστας, θα πιούμε δυο-τρία ποτά και μετά.
Η ορχήστρα
έπαιζε χαρούμενους σκοπούς . η Μαρίνα παντρεμένη με Έλληνα ναυτικό από άλλο
βαπόρι χόρευε μ’ έναν ψηλό σκανδιναβό, περνούσε από μπροστά μας και κουνιόταν
επιδεικτικά. Ο Κώστας την κοίταξε καλά και είπε: πάμε να φύγουμε, πάμε σε άλλο
μέρος;
Όχι , μην της
δίνεις σημασία, διαλαλεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα ότι παντρεύτηκε έλληνα
ναυτικό, είναι μια τιποτένια, εξ άλλου δεν είναι ούτε από εδώ, είπε η Αμαλία.
Μα πιες ακόμα ένα θα σου κάνει καλό, εβίβα λοιπόν
τσούγκρισαν τα ποτήρια τους,
Λοιπόν ο
Γιώργος αφού γύρισα στην Ελλάδα
παντρεύτηκε μια γυναίκα της σειράς του, η απογοήτευσή του ήταν τέτοια ώστε
αυτοκτόνησε.
Δεν σε πιστεύω
είπε η Αμαλία, μου το λες για να τον ξεγράψω και μπορεί να είναι στο βαπόρι και
να κρύβεται, ίσως να θέλει να ξεκόψει από εμένα.
Όχι, σου μιλώ
σοβαρά, αυτοκτόνησε και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι, χώνεψε το τερμάτισε
την ζωή του. Απ το χτύπημα της γροθιάς
του το τραπέζι κουνήθηκε, ένα ποτήρι έπεσε κάτω κι έσπασε. Η Μαρίνα σταμάτησε
να χορεύει πήγε και κάθισε στο τραπέζι της φιλενάδας της Μπέλας και άρχισαν το κουτσομπολιό.
Φώναξε έφεραν
καινούργια ποτήρια, σερβίρισαν ποτό, εκεί ο Κώστας άρχισε τον μονόλογο , όλοι
οι γνωστοί του οι φίλοι του οι γονείς του έμειναν παγωμένοι σαν νεκροί απ τον θάνατο
του παλικαριού. Εκείνο το βράδυ μέθυσε,
έγινε σαν τρελή έσπαγε τα μπουκάλια τα ποτήρια στις πλάτες των καρεκλών, πάνω στο τραπέζι πλήγωσαν τα χέρια της κάποιος
φώναξε φέρτε σκοινί να την δέσουμε,
φώναξαν των πρώτων βοηθειών της έβαλαν εφτά ράμματα στην δεξιά της παλάμη.
Μάνα δεν ξέρω,
αυτό που ξέρω είναι ότι κανένας δεν ξέρει τον λόγο της αυτοκτονίας του. Μόνο
εγώ νομίζω ότι ξέρω, το γυναικείο ένστικτό μου δεν λαθεύει, του έλειψα τόσο πολύ
ώστε δεν άντεξε.
Η αγάπη μου
γι’ αυτόν είχε ειλικρίνεια, είχε ανθρώπινη στοργή, κάτι το ωραίο το παντοτινό.
Ήταν τόσο
σφοδρή η σύγκρουση ανάμεσα στον
ανθρώπινο αισθηματία εαυτόν του, αυτόν που μου είχε χαρίσει την καρδιά του και
αυτόν τον άλλο που του επιβάλει η κρύα και άψυχη κοινωνία της σειράς του, ώστε
δεν άντεξε. Μόνο εγώ τον καταλαβαίνω κι όταν πεθάνω θα πάω να τον βρω στον
ουρανό.
Αχ! Κόρη μου
τι είναι αυτά που λες; Μην αφήνεις τον ενθουσιασμό σου να σε συνεπαίρνει,
αυτός πάει τελείωσε έφυγε, θα πρέπει να ξέρεις ότι ο χρόνος είναι ο καλύτερος
γιατρός, θάβει τα πάντα, αν θέλεις να ξεχάσεις θα πρέπει να βρεις μια
καινούργια αγάπη, όπως λέει και η παροιμία του λαού μας το ένα αγκάθι βγάζει το
άλλο αγκάθι, εξ άλλου τι φοβάσαι νέα είσαι ακόμα, σκέψου το καλά αυτός πάει
έφυγε, κανείς δεν τον ήξερε ήταν ένας ξένος, ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Η Αμαλία την
κοίταξε καλά άρχισε να μονολογεί ήταν σα να μην υπήρξε ποτέ, κοίταξε απ το
παράθυρο η νύχτα είχε απλώσει το πέπλο της, από μακριά ακουγόταν αντίλαλος
μουσικής, μα και σφυριξιές των βαποριών που αποχαιρετούσαν το λιμάνι,
μουρμούρισε ήταν ξένος ήταν σαν να μην
υπήρξε ποτέ.
Απότομα σηκώθηκε,
φέρε μου ρούχα ν’ αλλάξω θα βγω μια βόλτα ίσως να βρω το άλλο
αγκάθι…
Μια καινούργια ιστορία της νύχτας άρχιζε…
Πέρασαν τα χρόνια η Αμαλία με φίλο της έναν ναύτη του λιμενικού, νύχτα ταξίδευαν με
μοτοσυκλέτα τρακάρισαν και
σκοτώθηκε.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης