Ήταν η πρώτη Νοεμβρίου .
Παραθέτω Ανθρώπινες συνήθειες
ήθη και έθιμα από άλλους τόπους,
αυτούς που έχω ζήσει και έχω λάβει μέρος
παρατηρώντας τις συνήθειες των συνανθρώπων μας,
μια και όλοι είμαστε παιδιά της ίδιας μάνας, της μητέρας γης.
*
Αυτή την εποχή του
έτους υπάρχει μια ημέρα που είναι αφιερωμένη και προορίζεται για την επιστροφή των ευλογημένων
ψυχών, γνωστή ως ημέρα των νεκρών.
Καθώς μας
διηγούνται οι παππούδες μας στις 31
Οκτωβρίου, κατά το σούρουπο τα πνεύματα, οι ψυχές των νεκρών γυρνάνε στην γη και ψάχνουν να βρουν το σώμα τους, και μετά να
επισκεφθούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Έτσι αντί να αισθανθούν φόβο οι ζώντες από την συνάντηση με τις ψυχές τους
ετοιμάζουν μια «φιέστα» εορτή προς τιμήν των θανόντων, ένα καλωσόρισες με
τραγούδια και μουσική.
Τα κοιμητήρια σε όλο το
κράτος γεμίζουν με λουλούδια τους
τάφους, η οικογένεια μαζεύεται και τρώνε μαζί πάνω στο τάφο ένα ειδικό φαγητό το «Φιάμπρε» με συνοδεία
τραγουδιστών και μουσικής.
Στο Sumpango και το Santiago της Γουατεμάλας διατηρείται η
παράδοση να ανυψώνουν χαρταετούς, έτσι ώστε να καθοδηγούν τα πνεύματα (ψυχές)
των πεθαμένων στα σπίτια των αγαπημένων τους προσώπων σε αυτόν τον κόσμο την 1η
και 2α Νοεμβρίου, ημέρα των Αγίων Πάντων, ή ημέρα των νεκρών.
Μια πρώτη του Νοέμβρη
Η γυναίκα του
Πάντσο τον ξύπνησε νωρίς. Έβγαλε από τον κόρφο της και του έδωσε ένα
χαρτονόμισμα που μύριζε ιδρώτα. Το είχε φυλάξει με τόση δυσκολία από αυτά που
του έπαιρνε πριν προλάβει να τα παίξει στα ζάρια.
-Σου έχω
ετοιμάσει το φαγητό της πεθαμένης κόρης μας, θα πας στο κοιμητήριο να της
κάνεις συντροφιά, σε περιμένει, πάρε κάτι και για σένα να φάτε μαζί. Εγώ
βλέπεις δεν μπορώ να λείψω, έχω να προσέχω ένα σωρό εγγόνια από τις προκομμένες
κόρες μας που τα γενούν και μου τα φέρνουν να τα προσέχω.
-Μα δεν ξέρω, δεν
θυμούμαι τον τάφο της.
-Ψάξε και θα τον
βρεις, είναι στην κατηφόρα κοντά στον τοίχο.
Ο Πάντσο πήρε τα
λεφτά, πήρε επίσης και τη χαντζάρα (ματσέτε) βγήκε στον κεντρικό δρόμο
σταμάτησε το ταξί μου, εκείνη την ημέρα έκανα δρομολόγια στον campo santo.
-Στο κοιμητήριο,
είπε και κάθισε δίπλα μου στο μπροστινό κάθισμα.
Στα μισά του
δρόμου το ταξί σταμάτησε απότομα, άντε έβγα -του λέω- να το σπρώξουμε στην άκρη μέχρι να
πάω να φέρω βενζίνα, έμεινα πάλι. Είχα ξεχάσει να βάλω καύσιμα.
-Μα καλά δεν
γράφει η βελόνα του καντράν;
-Πια βελόνα, τώρα
θα δεις, άνοιξα το καπάκι του ντεπόζιτου κι έβαλα μέσα ένα σκουπόξυλο, να κοίτα
άδειασε.
-Άφησέ με εδώ, θα
συνεχίσω με τα πόδια, είπε ο Πάντσο.
Ιδρωμένος έφτασε
στο νεκροταφείο, στην είσοδο συναντήθηκε με ένα μπουλούκι ναυτικούς γερμανούς
μαζί με κορίτσια του μπαρ, είχαν πάει να τιμήσουν με ρούμι τον τάφο συμπατριώτη
τους που είχε πεθάνει προ μηνών από το πολύ πιοτό. Αγκαλιασμένοι και γελώντας
έβγαιναν προς την έξοδο όταν έπεσαν πάνω στον Πάντσο. Αυτός για να μη τον
πετάξουν κάτω αγκάλιασε την προβοσκίδα ενός ελεφάντινου αγάλματος. Κοίταξε μέσα
ένας πολυτελής τάφος με χρυσά γράμματα σε κάτασπρες μαρμάρινες πλάκες, έμοιαζε
σαν απομίμηση του μαυσωλείου Taj Mahal, μόνο που του είχαν προστεθεί κεφαλές
ελεφάντων, τάφος της γυναίκας πλούσιου ινδού μετανάστη στην πόλη του λιμανιού,
ιδιοκτήτη κτηρίου κινηματογράφου.
Μοιάζει με
κατοικία θεού μουρμούρισε ο Πάντσο, δεν ήξερα ότι και στο κοιμητήριο υπάρχουν
κοινωνικές τάξεις.
Τον τάφο της
κόρης του δεν τον θυμόταν, έψαξε στις φτωχογειτονιές, εκεί όπου δεν υπήρχαν
μαρμάρινες πλάκες, είδε κάτι λιθαράκια σε φόρμα κύκλου. Αυτός πρέπει να είναι,
έβγαλε τη χαντζάρα τον καθάρισε από τα αγριόχορτα. Ο σταυρός είχε πέσει σάπισε
από την πολυκαιρία, δεν διακρινόταν ούτε τα γράμματα. Έψαξε την τσέπη του, δεν
είχε πληρώσει το ταξί, πήγε στην είσοδο κι αγόρασε ένα αναψυκτικό, ένα κέρινο
καντήλι, ένα χάρτινο στεφάνι και μια μπύρα για τον εαυτό του.
Γύρισε στον τάφο,
έβαλε το στεφάνι πάνω από τον σάπιο σταυρό, άναψε το καντήλι, σερβίρισε το
«φιάμπρε» ειδικό φαγητό για την ημέρα των νεκρών που είχε ετοιμάσει η γυναίκα
του και τα πρόσφερε στην πεθαμένη κόρη του, μαζί με το αναψυκτικό, αυτός δε,
έφερε το μπουκάλι της μπύρας στο στόμα του, ήπιε μια γουλιά, μετά σταμάτησε,
ανάσανε, έβγαλε κι άναψε τσιγάρο από ένα μαύρο ταμπάκο, αυτό που κάπνιζαν οι
φτωχοί, μάρκα payaso μετά άρχισε να μιλά στην κόρη του:
"Η μάνα σου
κορούλα μου δεν μπόρεσε να έρθει, πρέπει να προσέχει τα εγγόνια της, η μια σου
αδελφή λέει ότι ο πατέρας του παιδιού της, είναι ναυτικός, η άλλη δεν ξέρει, η
άλλη χωροφύλακας".
Ήπιε την μπύρα
φουμάρισε και το τσιγάρο, άφησε το φαγητό πάνω στον τάφο και πήρε το δρόμο του
γυρισμού, σκεπτόμενος αν πραγματικά ήταν ο τάφος της κόρης του ή κάποιου άλλου
νεκρού.
Τα λουστράκια
περιφερόταν ανάμεσα στους τάφους με τα κασελάκια τους με το πρόσχημα να
στιλβώσουν παπούτσια, στην πραγματικότητα για να βοηθήσουν τους νεκρούς να
αποτελειώσουν το φαγητό τους. Μια και δεν υπήρχαν κοράκια.
Ήταν η 1η
Νοεμβρίου ημέρα που τιμούνται οι νεκροί, ή κατά την δυτική εκκλησία η ημέρα των
αγίων πάντων.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης