Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Πρωτοχρονιές του Χθες


Πρωτοχρονιές υπάρχουν πολλές αναλόγως σε πια ηλικία βρίσκεται  ο κάθε ένας μας.
Άλλες ήταν χαρούμενες, άλλες λυπημένες, άλλες μοναχικές, άλλες ζευγαρωμένες, άλλες μαγικές και ονειρεμένες, άλλες με σαμπάνια κομφετί και κορδέλες τυλιγμένες, άλλες με κροτίδες σε αγκαλιές και φιλιά πνιγμένες. 
Αυτά ήταν τότε, όπως και να είναι όμως όλες μας οδήγησαν στο πέρασμα του χρόνου, αυτού που κουβαλάμε στην πλάτη μας.

Ο κάθε ένας μας τις ένιωσε σε διαφορετικά πλάτη και μήκη του πλανήτη μας, σε διαφορετικό κλίμα, άλλος πάγωνε απ το κρύο, άλλος έλιωνε απ την ζέστη, άλλος πάλευε να μην τον καταπιούν τα κύματα. 
                                       Παίζοντας πόκα με φίλους ναυτικούς
Άλλος έπαιζε πόκα, άλλος έπινε σε μπαρ, άλλος έψαχνε για φιλενάδα, άλλος έπινε για να ξεχάσει.

Ήταν  όλες πρωτοχρονιές:  Όμως επειδή πέρασαν τα χρόνια, προσπαθώ να περάσω καλά το σήμερα αλλά δεν γίνεται αν δεν πάρω παράδειγμα απ’ το χθες το οποίο είναι οδηγός μου, μα και σύντροφός μου, δίνοντάς μου θάρρος  στις κακοτοπιές του σήμερα...

Έτσι με οδηγό το χθες περάσαμε μια όμορφη Χριστουγεννιάτικη βραδιά 2014, γλεντώντας:   (είδε φωτογραφίες βγήκαν όλες θολές.)  
  
Σας Εύχομαι Χρόνια πολλά σε όλους σας ευτυχισμένος ο νέος χρόνος 2015

Γαβριήλ Παναγιωσούλης


Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Χαρούμενα Χριστούγεννα


                           ΧΑΡΟΥΜΕΝΑ  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

                                    MERRY     CHRISTMAS

                                     FELIZ   NAVIDAD

 

 
Χαρούμενα κι ευτυχισμένα Χριστούγεννα εύχομαι σε όλους τους φίλους-λες, τους επισκέπτες και αναγνώστες της ιστοσελίδας μου «ΠΥΛΑΡΟΣ,» σας ευχαριστώ για την διάθεση του πολύτιμου χρόνου σας να διαβάσετε μερικά από τα ορνιθοσκαλίσματα  της πένας μου, αυτή που έδωσε δικαιοδοσία στα δάκτυλα μου με την βοήθεια  του πληκτρολογίου να την αντιπροσωπεύουν παντού και οπουδήποτε στην παγκοσμιότητα του Ιντερνέτ. Η  πένα μου είναι αυτή  που σαν θυρωρός στον   λαβύρινθο  γνώσεων,   με προστατεύει και με εκπροσωπεί στον γραπτό λόγο,  στου μυαλού μου τις ανησυχίες και περιέργειες.  

 

Σας Ευχαριστώ πολύ

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

 

Νέα Υόρκη

 

 

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Μια Ηλιαχτίδα!

                                                     Μια ηλιαχτίδα:


               Στο βάθος κάτω αριστερά:  η Αγία Ευφημία, απέναντη η Ιθάκη 

Πώς να τρέξω να πιάσω την ηλιαχτίδα αφού μου την έκλεψε  ο χρόνος;
Αυτός  μου πήρε και τα όνειρα, μοιάζει με δολοφόνος.
Μια  φορά κι έναν καιρό μου τάχε δώσει όλα σ’ ένα τροπικό παράδεισο, με άφησε να τα δοκιμάσω όλα, χόρτασε η ψυχή μου απ’ τη βροχή, χόρτασε να χορεύουμε μαζί κάτω από τσίγκινα κεραμίδια τον χορό της αγάπης
Χόρτασε  η ψυχή μου  να στροβιλιζόμαστε  αγκαλιασμένοι σαν τον καπνό που  τρέχει να ανεβεί στον ουρανό από μια στενή καπνοδόχο, αυτή που όταν έβρεχε έπεφταν στάλες βροχής και χόρευαν πάνω στην χόβολη,  αυτή που είχαν αφήσει τα κούτσουρα.
Οι  στάλες   έκαναν τρύπες και ζουζούνιζαν στην κρυμμένη θράκα σα να ήταν σφαίρες αυτές που αφαιρούν τη ζωή, αυτές που βγαίνανε απ’ τα όπλα, αυτά που κρατούσαν οι στρατιώτες του χρόνου, αυτού που σου μέτραγε μια, μια, τις μέρες λες και ήταν δικές του, που τελικά  ήταν.


Χόρτασε η ψυχή μου όλες τις ιδέες, όλες τις φαντασίες που λαχταρούσα,  έφτασα να απολαύω αυτά που ζήλευα. Ήταν φορές που  υπέφερα γνωρίζοντας για πρώτη φορά τα άγνωστα γυναικεία καπρίτσια.  Χόρτασα τα όνειρα αυτά που γεννιόταν στη μέση του πελάγου με  βάση τη γυναίκα.
Όλα  τα δοκίμασα, όλα, έμεινε όμως ένα αυτό το της παιδικής ηλικίας, αυτό του  μέρους που γεννήθηκα, ακόμα δεν κατάφερα να το χορτάσω.



                                              Γαβριήλ Παναγιωσούλης



Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

                 
               Αγαπητοί φίλοι του Πύλαρος:
Στη συνέχεια του άρθρου μου (Στην ζωή μας δεν υπάρχει πια μύθος) Φίλος από την Βοστώνη ο κ. Γεώργιος Ιατρού μου έστειλε το παρόν με την παράκληση να το δημοσιεύσω στο Πύλαρος.    
                       ΕΙΝΑΙ  ΣΤΙΓΜΕΣ
Όχι δε θα μιλήσουμε για το γνωστό τηλεοπτικό σήριαλ που παιζόταν σε τηλεοπτικό σταθμό, αλλά για τις στιγμές που γίνεται σύγκρουση μέσα μου όταν προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι είμαι τυχερός που είμαι Έλληνας, που γεννήθηκα στην Ελλάδα με τον Παρθενώνα, τη Σαλαμίνα, την Αρχ.Ολυμπία, στη χώρα του έπους του 40, στη χώρα που γέννησε τη δημοκρατία.
Είναι στιγμές που το μυαλό μου παει πίσω - όχι πολύ πίσω - μέχρι το 1821. Στο μεγαλείο της ψυχής εκείνων των ανθρώπων και στην αγάπη τους για την Πατρίδα.
Γεμίζει το είναι μου με περηφάνια, με πιάνει το Ελληνικό φιλότιμο, σκέφτομαι και το <<για την Ελλάδα ρε γ. . . . ο>> που έχουν πει πολλοί κατά καιρούς και δε δέχομαι κουβέντα επί του θέματος ...άμα λάχει ναούμε.!!
Άλλες στιγμές πάλι, (επειδή στην Ελλάδα είσαι ότι δηλώσεις) σκέφτομαι, να δήλωνα εφοπλιστής και να μου έλεγαν πάρε τα καράβια σου και πετάξου μέχρι τα Ίμια να διώξεις μερικές Τουρκάλες προβατίνες γιατί τρώνε το χορτάρι και αν το φάνε όλο, θα μείνουν ξερονήσια, ενώ εμείς θέλουμε να μεγαλώσει  (το χορτάρι ), να το... κάψουμε και να κάνουμε οικόπεδα.
Εάν δεν ήταν Μ. Εβδομάδα και αν οι ναύτες μου δεν είχαν απεργία ( όλο κάτι τέτοιες μέρες βρίσκουν να κάνουν απεργία κι αυτοί οι Χριστιανοί ) και επειδή εγώ... αγαπώ την Πατρίδα μου, θα πήγαινα ευχαρίστως και με όλες τις….. μίζες που μου επιτρέπει ο νόμος. Δυο φορές άγονη γραμμή, μεγαλύτερο Φ.Π.Α. θα τσίμπαγα τις τιμές στα σάντουιτς και στο μικρο μπουκαλάκι νερό κι επειδή θα ήταν επικίνδυνα τα πράγματα και μπορούσε κάποιο Τούρκικο βόλι να με άφηνε ξερό, θα ζήταγα ένα πενταώροφο στη Πανεπιστημίου, όχι για μένα βέβαια, αλλά για κάνα κουνιάδο η κουμπάρο η ξάδελφο.Tι ψυχή έχει ένα πενταώροφο στην Πανεπιστημίου με τόσο καυσαέριο, μπροστά σ'ενα οικοπεδάκι -φιλέτο στα Ίμα!!!
Ποιος θα νοιαζόταν αν έχω καράβια η όχι. Μήπως νοιάστηκε κανείς που πήγαιναν δεκάδες  χιλιάδες μαϊμούδες συντάξεις; Νοιάστηκε κανείς για τις 50 συντάξεις που πήγαιναν σε ανύπαρκτους Δεσποτάδες και στα επιδόματα τοκετού σε....άντρες; Άκουσον!!! Άκουσον!!! Επίδομα τοκετού σε άντρες. Ήθελα να ήξερα τι αισθανόταν όταν έπαιρνε αυτό το επίδομα. Να αισθανόταν άραγε υπερηφάνεια για την Ελληνική του καταγωγή, λεβεντιά και μαγκιά για αυτό που... κουβαλούσε μέσα στα παντελόνια του;
Ποιος νοιάστηκε όταν μια αγράμματη και αναλφάβητη Αθίγγανος Ρομά, η Μάννα της μικρής Μαρίας ( έτσι έλεγε, ότι ήταν Μάννα της ) δήλωνε ότι γέννησε τρία παιδιά σε πέντε μήνες και έπαιρνε από υπηρεσίες τριών διαφορετικών νομών, επιδόματα για όλα τα παιδιά της;
Ποιος νοιάστηκε, όταν Δήμαρχος μέσα στο δημαρχείο πάντρεψε τα ίδια άτομα τρεις φορές την ίδια μέρα;
Ποιος νοιάστηκε όταν γιατροί μέσα στα νοσοκομεία έκαναν εμπόριο βρεφών και φαρμακοποιοί εμπόριο φαρμάκων;
Ακούσαμε κι αυτό!!! Πρώην Υπουργός συγκοινωνιών κυκλοφορούσε με ψεύτικες πινακίδες σε ανασφάλιστο αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού. Του χρειαζόταν ένα ''μεγάλο'' αυτοκίνητο να πηγαίνει στο χωριό του στον ξενώνα ( σαλέ ) που είχε φτιάξει με ψεύτικα δικαιολογητικά και με μια ψεύτικη Θεία ( είχε πεθάνει πριν δέκα χρόνια, αλλά πιστεύω θα έπαιρνε αληθινή σύνταξη ) να δηλώνει ότι ο ξενώνας λειτουργούσε για τις ανάγκες των τουριστών, των επισκεπτών και δεν ήταν κατοικία του ανιψιού της.
Ψεύτες και κυκλώματα παντού. Έχουν ''κυκλώσει'' την Ελλάδα, την σφίγγουν και δε την αφήνουν να πάρει ανάσα.
Δε σκέφτηκε κανένας αυτά τα λόγια. Μην κοιτάς τι κάνει η Πατρίδα σου για σένα...Κοίταξε τι μπορείς ΕΣΥ να κάνεις για αυτή !!!
Ποιος νοιάστηκε ποτέ για αυτή τη δύσμοιρη Πατρίδα μας;
Προσπαθώ να συγκρίνω εκείνους τους παλιούς Έλληνες με μας τους σημερινούς. Δεν μπορώ, γιατί δεν συγκρίνονται δυο ανόμοια πράγματα.
Μας άφησαν έναν Παρθενώνα κι εμείς απαγορεύουμε στον τουρίστα να πληρώσει να τον θαυμάσει κι αν επιμένει τον... πλακώνουμε στο ξύλο.
Μας άφησαν μια Ολυμπία κι εμείς την καίμε.
Μήπως δεν την αξίζουμε την Πατρίδα που έχουμε. Μήπως δεν αξίζουμε τις αξίες και την κληρονομιά που μας άφησε. Μήπως της αξίζει ένας λαός που έχει συνείδηση της αποστολής του.
Είναι στιγμές που... δεν ξέρω εάν είναι ευχή η κατάρα το να είσαι Έλληνας.

Γιώργος Ιατρού
Βοστώνη




Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Στην ζωή μας δεν υπάρχει πια μύθος.

                         Στην ζωή μας δεν υπάρχει πια μύθος.
Με λαχτάρα κατέβηκα απ’ το  αεροπλάνο της ΔΕΛΤΑ στο Ε. Βενιζέλος, πάτησα ελληνικό έδαφος. Στο  αεροδρόμιο  άλλαξα αεροπλάνο πήρα ένα ελικοφόρο όπου μ’ έφερε στην Κεφαλονιά, όλα γύρω μύριζαν παιδικές αναμνήσεις, μύριζαν  καλοκαίρι, μύριζαν γαλάζια θάλασσα. Εκεί ψηλά στο βουνό στους πρόποδες της Αγίας Δυνατής το χωριό μου, τα Μαρκάτα Πυλάρου Κεφαλονιάς  με περίμενε το σπίτι μου το πατρικό.  Όχι  δεν έμενε  κανένας μέσα, όλοι αυτοί που ονειρευόταν μια φορά να γίνει το σπίτι αυτό η βάση της οικογενείας είχαν φύγει για το τελευταίο τους ταξίδι. Θα μου πείτε εγώ τι γυρεύω μετά από τόσα πολλά χρόνια απουσίας να έρχομαι να ξεσκονίζω αναμνήσεις αυτές που είχαν χωθεί κάτω απ’ το χώμα, λες και ήταν αρχαιολογικός θησαυρός; Ούτε κ εγώ ξέρω το γιατί, ίσως να υπάρχει μια αόρατη δύναμη, μια έλξη, να μας τραβάει η γη που γεννηθήκαμε, μια τοπικιστική νοσταλγία.  
Η πόρτα έσκουξε καθώς την άνοιξα λες και ήταν αγριόγατα, όμως μετά με γνώρισε και μου έκανε μέρος να περάσω. Έδιωξα τις σφαλαγγουδιές, ξεσκόνισα λιγάκι, κουρασμένος ξάπλωσα στο καναπεδάκι, στ’ αυτιά μου ακόμα ηχούσε η βοή του αεροπλάνου, τα τρεχάματα της πολυκοσμίας της Νέας Υόρκης.  Όχι, ακόμα αν και καλοκαίρι δεν έκανε ζέστη, ένας δροσερός μαΐστρος ξεμπούκαρε απ τον κόλπο του Μύρτου και με δρόσιζε τόσο πολύ ώστε χρειαζόμουν κουβέρτα. 

Είπα κι εγώ ευκαιρία τώρα, μόνος είμαι ας πάω να ξεθάψω τίτλους ιδιοκτησίας, για αυτά τα ερείπια που άφησε ο σεισμός να με πληροφορήσουν για τους νέους φόρους τουλάχιστον να μάθω τι γίνεται. Από εκεί και πέρα αρχίζουν τα μαρτύρια λες και ήμουν ο  Άγιος Αντώνιος, που όμως δεν ήμουν, αλλά ένας απλός νοσταλγός, ένας απλός Έλληνας.
Ο ένας μ’ έπιανε ο άλλος με άφηνε, χαρτί εδώ, χαρτί εκεί, σφραγίδες, κόντρα σφραγίδες, υπογραφές, νούμερα, με ξανα-βάφτιζαν αναλόγως ποιο πρόσωπο σκεφτόταν η γραμματέας, αυτή που μου έκανε την αίτηση,  όταν της  εξέθετα την υπόθεσή μου, όταν της μιλούσα.
Έτσι όταν τελείωσα, που δεν τελείωσα κι ας  νόμιζα ότι είχα τελειώσει,   έφυγα με λειψό σε γράμματα επώνυμο, ως  ανύπαντρος, επίσης και με άλλο όνομα πατέρα, έφριξα, με διαφορετικό g-mail προς στιγμή δεν το αντιλήφτηκα  πλήρωσα, μετά σκέφτηκα τι απόφαση να πάρω, να τα χτυπήσω κάτω και να φύγω, αλλά ας ηρεμήσω, ας περιμένω καλύτερα, έτσι  απλώς  αντέδρασα διαμαρτυρήθηκα,  τόλμησα να ρωτήσω μα γράφεται λάθος το όνομα του πατέρα μου, δεν τον λέγανε Ιωσήφ!
Έλα καημένε μη χολοσκάς δεν θα το προσέξει κανείς, τώρα που να κάτσω  να κάνω την αίτηση απ’ την αρχή; Κάνει και ζέστη, περιμένουν κι άλλοι στην σειρά, έρχονται και γιορτές, δεκαπενταύγουστος βλέπεις, μετά  θα πάρει αρκετές μέρες, να το ξαναγράψω απ’ την αρχή και μετά πρέπει να ξανα-πληρώσεις. Ένα χάος άνοιξε μπροστά μου, είδα σε τι λαβύρινθο είχα πέσει από όπου δεν υπήρχε το νήμα της Αριάδνης. 
Τότε πήρα θάρρος τόλμησα να ρωτήσω αυτόν που ήταν καθισμένος πίσω απ’ τα σύρματα στον γκισέ από πότε αρχίζει το φορολογικό  έτος, από τον Αύγουστο 2014, σημαδιακή μέρα,  ή απ τον Ιανουάριο 2015, έτσι για να ξέρω, πιο χρονικό διάστημα αντιπροσώπευε ο φόρος που πλήρωσα;  όλοι με κοίταξαν λες και είχα κατεβεί απ’ τον Άρη, μου απήντησαν   με ένα ευγενικό χαμόγελο. Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν ξέρουμε. Τους κοίταξα κι άνοιξα τον στόμα μου σαν χαζός, πήρα μια βαθιά ανάσα και κατέβηκα τις σκάλες, βγήκα στο πεζοδρόμιο κι έτρεξα να προλάβω το μοναδικό λεωφορείο που θα μ’ έφερνε στα Μαρκάτα κι αυτό κάθε δεύτερη μέρα. Τέτοια ο﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ςι ςάγονη γραμμή λες και ήταν τα σύνορα με το σιδηρούν παραπέτασμα, που  όμως κι αυτό δεν υπάρχει πλέον. Αισθάνθηκα αδύναμος μπρος σε ένα αδιαπέραστο γραφειοκρατικό χάος. Αλλά πάλι σκέφτηκα  ίσως να  νόμιζαν ότι θα ήμουν συλλέκτης χαρτιών, με φόρτωσαν με ένα σωρό κόλες χαρτιά τα περισσότερα πολύχρωμα, θαλασσιά με ημερομηνία λήξεως 60 ημέρες, και με την αγγελία αν δεν προλάβεις να εξυπηρετηθείς,  να ξανάρθεις να σου βγάλουμε άλλο πιστοποιητικό και φυσικά θα ξανα-πληρώσεις, ή θα  φταις εσύ ή η κακιά σου τύχη.

Έχω ένα χαρτοφύλακα, που μου τον έκαναν δώρο στην Νέα Υόρκη, τον κοίταξα με πόνο, δάκρυσα από ανημποριά για το πόσο διαφορετικά υπολόγιζα την εξυπηρέτηση του συστήματος προς έναν απλό πολίτη. Τον  γέμισα κόλες χαρτιά, με σφραγίδες, με εξωτικά ονόματα, με πολύχρωμα χαρτόσημα έτσι όπως ήθελαν αυτοί και ξεκίνησα άπρακτος το ταξίδι του γυρισμού στα ξένα. Ε!  σήμερα είμαι πιο πλούσιος σε εμπειρίες, πιο πλούσιος  σε χαρτιά, σε αποδείξεις, σε περγαμηνές, αλλά όχι αρκετά πλούσιος για να πληρώνω, έτσι αποφάσισα να ρωτήσω τον εαυτόν μου, να πάρω   μια δεύτερη γνώμη, αυτή που έχω κάθε δικαίωμα να ξέρω, όμως είναι αυτή που μου καίει τα σωθικά ντρέπομαι να την πω μήπως παρεξηγηθώ, αλλά θα την πω!
Άραγε αξίζει τον κόπο, να θέλω να επιμένω ελληνικά;
Ομολογώ ότι δεν ξέρω την απάντηση, αυτή την αμφιβολία θα την πάρω μαζί μου και θα με ακολουθεί έως το τέλος.
Τελικά  κατάλαβα ότι ο άνθρωπος που γεννιέται Έλληνας  τελειώνει σαν Έλληνας έτσι όπως γεννήθηκε.

  Γαβριήλ Παναγιωσούλης