Β!
Ναυτικών
ιστοριούλες στα λιμάνια, αυτών που ταξίδευαν στην Καραϊβική, με φορτηγά βαποράκια
τακτικών γραμμών.
Ο Σέργιο ένα Χιλιανός ήταν μπάρμαν στο κλαμπ
καζίνο. Κάθε βράδυ έπαιζε ορχήστρα και χόρευαν μέχρι πρωινές ώρες. Το κλαμπ
Καζίνο ήταν στο δεύτερο πάτωμα, ανέβαινες από την δεξιά μεριά είχε μια
σκαλίτσα, εκεί σύχναζαν ναυτικοί, γυναίκες του λιμανιού, αυτές που πρόσφεραν
αυτό που ζητούσαν οι ναυτικοί. Ήταν πολλές συνήθως νεαρές, που ακόμα δεν είχε
μεστώσει το μυαλό τους. Υπήρχε στην αίθουσα ένα ημίφως ώστε έκανε το
σκηνικό πιο μυστηριώδες, ρομαντικό, ή
και της εκμετάλλευσης πελατών.
Πάντα το
λιμάνι είχε πολλά βαπόρια, ο μπάρμαν είχε φήμη έμπιστου ανάμεσα στους ναυτικούς
προπαντός Έλληνες, κι έκανε δουλειές μαζί
τους ‘λαθραία’ κερδοφόρες, άσε που γνώριζε και αστυνομικούς.
Κάτω απ’ το
Κλαμπ, δηλαδή ο πρώτος όροφος ήταν ξενοδοχείο, είχε στον τοίχο γραμμένο τ’
όνομά του Νιμαχάϊ, ανήκε στον Δον Μέμε
ιδιοκτήτη ενός μπαρ με το όνομα «Η γαλάζια
θάλασσα.»
Μπροστά από
αυτά υπήρχε χώρος στάθμευσης ταξί, εκεί έκαναν βόλτες ταξιτζήδες, χασομέρηδες, λούστροι,
μικροπωλητές, πορτοφολάδες, ακόμα και αστυνομικοί με πολιτικά. Πιο κάτω ένα τζιπ με αστυνομικούς παρακολουθούσαν
την κίνηση. Δίπλα ήταν ένα εστιατόριο κινέζικο που το σπεσιαλιτέ του ήταν εκτός
από το Τσάουμιν και το τηγανιτό ρύζι με γαρίδες.
Διάφορα πακέτα
με λαθρεμπόρια πηγαινοέρχονταν στον μεσάζοντα Μπάρμαν του Καζίνο τον Σέργιο.
Ο ναυτικός
όταν έμπαινε μέσα καθόταν σε τραπεζάκι
παράγγελνε ποτό συνήθως ρούμι με κόκα κόλα, ή οτιδήποτε άλλο, φώναζε μια κοπέλα
να χορέψουν ή να του κάνει παρέα. Αυτή παράγγελνε χυμό, όταν της σερβίρανε τον
χυμό της δίνανε κι ένα κέρμα ‘κονσομασιόν’ το οποίο στο τέλος τα εξαργύρωνε της
μετρητοίς. Η ορχήστρα έπαιζε εκκωφαντικούς ρυθμούς, απ τον θόρυβο δύσκολη η συνομιλία.
Πολλοί από
τους ναυτικούς απαιτούσαν το κορίτσι να πίνει ποτό σαν το δικό του και χωρίς να
της δίνουν ποσοστά, από εκεί άρχιζαν τα προβλήματα, καυγάδες.
Αυτό γινόταν
μετά και αφότου ο ναυτικός άνοιγε τα μάτια του, αν έπινε απ' το δικό του ποτό, είχε την ψευδαίσθηση ότι τον γουστάριζε ή ας πούμε ότι τον αγαπούσε.
Ένα βράδυ
πέρασα από εκεί, σταμάτησα να δω ένας καυγάς είχε ξεκινήσει μέσα στο καζίνο
ανάμεσα σε έλληνα ναυτικό και την Σούζη, μια νεαρά.
Αυτή του είχε υποσχεθεί ότι
θα τον περίμενε στο Καζίνο να κάνουν παρέα μετά κι αφότου θα τελείωνε την
δουλειά του στο βαπόρι. Προηγουμένως το μεσημέρι της είχε πληρώσει ένα πρόστιμο
όπου χρώσταγε στην αστυνομία και την είχαν στα κρατητήρια.
Υποσχέσεις,
υποσχέσεις, μέχρι να κατορθώσουν αυτό που θέλουν.
Βλέπω λοιπόν
να σπρώχνουν προς τα έξω τον έλληνα ναυτικό γνωστό μου, το πουκάμισό του άσπρο
ξεσκισμένο και γεμάτο αίματα. Τον παίρνω
έξω τι τρέχει του λέω; Μου είχε υποσχεθεί ότι θα περίμενε εμένα και την βρήκα
με άλλον.
Ε! και τι μ’
αυτό βρες άλλη του λέω, υπάρχουν τόσες πολλές!
Όχι, όχι, εγώ
θέλω εκείνη! Δεν θέλω καμιά άλλη.
Μετά άντε να
βάλεις μυαλό του ναυτικού, ρε του λέω μην είσαι κορόιδο, άφησέ την να πάει στην ευχή βρες μια άλλη, όχι, όχι, όχι, θέλω εκείνη.
Έλα να σε πάω στο βαπόρι.
Σαν φτάσαμε
μου πέταξε ένα μάτσο δολάρια στο πίσω κάθισμα κι έφυγε, μάλιστα ξέχασε και την
ομπρέλα του. Μετά σα να σκέφθηκε γύρισε πάλι και μου λέει. Όσο θα λείπω έχε το νου σου αν την δεις να
μου πεις.
Τον κοίταξα
χωρίς να πιστεύω τα αυτιά μου.
Άντε στο καλό
του είπα, μετά γυρίζοντας συνάντησα την Σούζη.
-Έτσι κι έτσι της λέω με το φίλο σου ναυτικό, είναι
ξετρελαμένος μαζί σου, μάλιστα μου είπε αν σε δω πουθενά να του το πω στο
επόμενο ταξίδι. Θεέ μου τι βλακεία είναι αυτή πάλη, της ομολόγησα…
-Δεν με
ενδιαφέρει έχω ντόπιο φίλο και γλεντώ, να σε κεράσουμε αν θέλεις κάθισε, και
που είσαι δεν είναι ανάγκη να με παρακολουθείς θα σου λέω εγώ.
-Όχι ευχαριστώ,
μην με ανακατεύεις.
Στο επόμενο
ταξίδι δεν γύρισε, λέγανε ότι τα είχε χαμένα, τον στείλανε στην
Ελλάδα..
Σήμερα με καφέ και τσιγάρο οι
αναμνήσεις χοροπηδούν γύρω μου κι εγώ σαν πιστός υπηρέτης τις ζωγραφίζω, έτσι όπως
τις έζησα, είναι το μόνο που έχει απομείνει.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης