Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Απο Κεφαλονιά


Γεια σας φίλοι, μια μικρή ανταπόκριση από το μέρος που γεννήθηκα, ή
Ότι έχει απομείνει, από τα Μαρκάτα.
Μια κυρία μου έφερε ένα δώρο, το αναγνωστικό της Β! Τάξης δημοτικού σχολείου που πήγαινα. 
                        Η φωτογραφία είναι από τα Κεφαλονίτικα Νέα

Σχολικό έτος 1941 -42
Κρινολούλουδα
Αναγνωστικό Β᾽Δημοτικού, ΟΕΣΒ

Το βιβλίο είχε πρωτοεκδοθεί το 1934,
Όμως με αυτό έμαθα τα πρώτα γράμματα, τον καιρό της αθωότητας

Από όπου σας αντιγράφω:  

ΠΡΩΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Μέ τή γλυκιάν αὺγούλα
Χαρούμενα ξυπνῶ
Και στέλνω προσευχούλα
Θερμή στον οὺρανό.

Ἀξίωσέ με, Θέ μου,
Νάμαι καλό παιδί
Και πάντα χάριζέ μου
Χαρά και προκοπή.

Θέ μου, σαν τα πουλάκια,
Χαρούμενα να ζῶ
Και τ᾽ ἂλλα τά παιδάκια
Πολύ  νά τ᾽ ὰγαπῶ.

Και στέλνε μου από πάνω
Τη χάρη σου κι εὐχή
Νά σ ᾽ἒχω σ᾽ὃ,τι κάνω
Προστάτη και σκεπή.

Ίδιος ήλιος, ίδια βουνά, ίδιες πέτρες
άλλος κόσμος, άλλοι ανθρώποι, άλλες συνήθειες κι εγώ να σκαλίζω το παρελθόν;
Απίστευτο και όμως αληθινό!

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

        

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


Με ένα βαπόρι σαν αυτό (Λίμπερτυ) έφυγα από Ηράκλειο, 12 Αυγούστου 1950 

Ένα παλιό Ελληνικό τραγούδι για το καλωσόρισμα του καλοκαιριού  που μας μάθανε στο σχολείο άρχιζε ως εξής:

Ήρθες, ήρθες καλοκαίρι
Κι ο Θεός πολλά
Με το Άγιό του χέρι
Σκόρπισε ξανά.
               *
Στις Μυρτιές κρυμμένα αηδόνια
Τραγουδούν γλυκά
Και πετούν τα χελιδόνια
Με  ελαφρά πτερά.
……………………
Έτσι κι εγώ πιστός στα παλιά έθιμα αυτά που γεννήθηκα, λες και είμαι χελιδόνι  θα κλείσω για λιγάκι την ιστοσελίδα ΠΥΛΑΡΟΣ, μέχρι τέλη Αυγούστου Ε.Ε.  και θα πάω να συναντήσω το καλοκαίρι, τον τόπο που γεννήθηκα.
 Φυσικό είναι με το διάβα του χρόνου να έχουν  αλλάξει  όλα ακόμα και η γλώσσα μας η Ελληνική έχει προσθέσει λέξεις αγγλικής προέλευσης ώστε μου είναι άγνωστες ή  πολύ δύσκολο να τις καταλάβω.  
 Μόνο τα βουνά και τα ρέματα, η πέτρινη φτωχή  γη, η γεμάτη αναμνήσεις, αυτή που κάποτε έσκαβα μικρό παιδάκι, περιμένοντας να καρποφορήσει, να χορτάσουμε,    θα έχει μείνει η ίδια.
Στις Φωτογραφίες είναι το διάβα ή ας πούμε το παγκόσμιο μονοπάτι που περπατούσα, αυτό κράτησε 20 χρόνια μέχρι να με φέρει  εδώ που είμαι σήμερα.

Ευχαριστώ όλους τους φίλους-λες αναγνώστες κι επισκέπτες του ΠΥΛΑΡΟΣ, εδώ θα είμεθα πάλι όπως πρώτα μαζί, να ταξιδεύουμε στην παγκοσμιότητα, της  κοινωνίας  μας.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

                                                                   Έτσι έφυγα 1950
                                  
                                                   Νέα Ορλεάνη 1953

                                                                     
                                                              Αβάνα Κούβα 1955
                                                            Εν Πλω  1956
        
                                                       Νέα Υόρκη 1957

Κόστα Ρίκα 1959
Βέρα κρούζ Μεξικό 1959


Guatemala 1963

                                                          Γουατεμάλα 1968

                                                              Γουατεμαλα 2011
 
                                                           Νέα Υόρκη 2012              
     
                                                    Ο κήπος μου   2014              
                                                              Νέα Υορκη 2014

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Μια βραδυά της ΠΑΡΕΑΣ




                                             Βάνα   & Ορτένσια

                                             Συζητώντας πολιτικά


Απο Αριστερά: 
Κωσταντίμος, Γαβριήλ, κ. Λυκογιάννη, κυρία Μουστάκη, Δημήτρης,, Στέλλα, Άσπα, Βάνα, Ορτένσια, Ανδρέας, Διονύσης


 Πολλές   φορές τα γεγονότα τρέχουν και προσπερνούν τις ιστοριούλες του παρελθόντος, έτσι έγινε και χθες Παρασκευή 13/06/14.
Ο ουρανός είχε αρχίσει να μαυρίζει μια απότομη νεροποντή, λίγο πιο έξω έριχνε χαλάζι, κόντεψε να ματαιώσει την συνάντηση φίλων της Παρέας, αλλά αν και κάτω από καταιγίδα καταφέραμε όλοι και ήμασταν παρόντες.
Αυτό λέγεται δύναμη και πίστη στον δεσμό της φιλίας.
Περάσαμε ευχάριστα απολαμβάνοντας το κρασάκι μας και τα μεζεδάκια μας, από όπου και οι φωτογραφίες.
Όταν το διαλύσαμε για τα σπίτια μας η βροχή είχε σταματήσει.
  
  





                                                         Γαβριήλ Παναγιωσούλης 

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Ενσταντανέ από την Σημερινή Ζωή!



                                                           Γιαγιά, εγγονή, εγγονός
                                                     Η Κλεοπάτρα και οι γονείς
                                                               Εγγονή, Παππούς 
                                              Τρεις γενεές, εγγονή, κόρη παππούς


                        Ενσταντανέ από την Σημερινή Ζωή

Σάββατο 7η Ιουνίου 2014 ήταν η αποφοίτηση ‘graduation’  της εγγονής μας Κλεοπάτρας, από το Λύκειο εδώ στο Μπρονξ Νέας Υόρκης,  έτσι κάλεσε φίλους της ηλικίας της μαζί με παππού, γιαγιά,  γονείς,  ξαδέλφια θείους κλπ συγγενείς  και το γιορτάσαμε με Barbecue στην πισινή αυλή του σπιτιού μας.
Τελικά κόψαμε το κέικ  της ευχηθήκαμε όλοι μας και σε ανώτερα καλή πανεπιστημιακή Σταδιοδρομία.  
Εορτάσαμε όλοι μαζί, τρεις γενεές, αποδεχόμενοι τα ήθη και έθιμα της σημερινής  κοινωνίας.
Σήμερα Δευτέρα 9 Ιουνίου πήγε στο Κολέγιο για orientation in Connecticut  από όπου θα γυρίσει αύριο.
                               Από τον καθιερωμένο χορό την προηγούμενη βραδιά 




                                                         Γαβριήλ Παναγιωσούλης  



Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Ιστοριούλες Ναυτικών της Καραϊβικής


                                           Β!
Ναυτικών ιστοριούλες στα λιμάνια, αυτών που ταξίδευαν στην Καραϊβική, με φορτηγά βαποράκια τακτικών γραμμών. 
    
 Ο Σέργιο ένα Χιλιανός ήταν μπάρμαν στο κλαμπ καζίνο. Κάθε βράδυ έπαιζε ορχήστρα και χόρευαν μέχρι πρωινές ώρες. Το κλαμπ Καζίνο ήταν στο δεύτερο πάτωμα,  ανέβαινες από την δεξιά μεριά είχε μια σκαλίτσα, εκεί σύχναζαν ναυτικοί, γυναίκες του λιμανιού, αυτές που πρόσφεραν αυτό που ζητούσαν οι ναυτικοί. Ήταν πολλές συνήθως νεαρές, που ακόμα δεν είχε μεστώσει  το μυαλό τους.  Υπήρχε στην αίθουσα ένα ημίφως ώστε έκανε το σκηνικό πιο μυστηριώδες,  ρομαντικό, ή και της εκμετάλλευσης πελατών. 
Πάντα το λιμάνι είχε πολλά βαπόρια, ο μπάρμαν είχε φήμη έμπιστου ανάμεσα στους ναυτικούς προπαντός Έλληνες, κι έκανε  δουλειές μαζί τους ‘λαθραία’ κερδοφόρες, άσε που γνώριζε και αστυνομικούς. 
Κάτω απ’ το Κλαμπ, δηλαδή ο πρώτος όροφος ήταν ξενοδοχείο, είχε στον τοίχο γραμμένο τ’ όνομά του  Νιμαχάϊ, ανήκε στον Δον Μέμε ιδιοκτήτη ενός μπαρ με το όνομα  «Η γαλάζια θάλασσα.»
Μπροστά από αυτά υπήρχε χώρος στάθμευσης ταξί, εκεί έκαναν βόλτες  ταξιτζήδες, χασομέρηδες, λούστροι, μικροπωλητές, πορτοφολάδες, ακόμα και αστυνομικοί με πολιτικά. Πιο  κάτω ένα τζιπ με αστυνομικούς παρακολουθούσαν την κίνηση. Δίπλα ήταν ένα εστιατόριο κινέζικο που το σπεσιαλιτέ του ήταν εκτός από το Τσάουμιν και το τηγανιτό ρύζι με γαρίδες.
Διάφορα πακέτα με λαθρεμπόρια πηγαινοέρχονταν στον μεσάζοντα Μπάρμαν του Καζίνο τον Σέργιο.
Ο ναυτικός όταν έμπαινε μέσα καθόταν  σε τραπεζάκι παράγγελνε ποτό συνήθως ρούμι με κόκα κόλα, ή οτιδήποτε άλλο, φώναζε μια κοπέλα να χορέψουν ή να του κάνει παρέα. Αυτή παράγγελνε χυμό, όταν της σερβίρανε τον χυμό της δίνανε κι ένα κέρμα ‘κονσομασιόν’  το οποίο στο τέλος τα εξαργύρωνε της μετρητοίς. Η ορχήστρα έπαιζε εκκωφαντικούς ρυθμούς,  απ τον θόρυβο δύσκολη η συνομιλία.

Πολλοί από τους ναυτικούς απαιτούσαν το κορίτσι να πίνει ποτό σαν το δικό του και χωρίς να της δίνουν ποσοστά, από εκεί άρχιζαν τα προβλήματα, καυγάδες.
Αυτό γινόταν μετά και αφότου ο ναυτικός άνοιγε τα μάτια του, αν έπινε απ' το δικό του ποτό, είχε την ψευδαίσθηση  ότι τον γουστάριζε ή ας πούμε ότι τον αγαπούσε.

Ένα βράδυ πέρασα από εκεί, σταμάτησα να δω ένας καυγάς είχε ξεκινήσει μέσα στο καζίνο ανάμεσα σε έλληνα ναυτικό και την Σούζη, μια νεαρά. 
Αυτή του είχε υποσχεθεί ότι θα τον περίμενε στο Καζίνο να κάνουν παρέα μετά κι αφότου θα τελείωνε την δουλειά του στο βαπόρι. Προηγουμένως το μεσημέρι της είχε πληρώσει ένα πρόστιμο όπου χρώσταγε στην αστυνομία και την είχαν στα κρατητήρια.
Υποσχέσεις, υποσχέσεις, μέχρι να κατορθώσουν αυτό που θέλουν.
Βλέπω λοιπόν να σπρώχνουν προς τα έξω τον έλληνα ναυτικό γνωστό μου, το πουκάμισό του άσπρο ξεσκισμένο και γεμάτο αίματα.  Τον παίρνω έξω τι τρέχει του λέω; Μου είχε υποσχεθεί ότι θα περίμενε εμένα και την βρήκα με άλλον.
Ε! και τι μ’ αυτό βρες άλλη του λέω, υπάρχουν τόσες πολλές!
Όχι, όχι, εγώ θέλω εκείνη!  Δεν θέλω καμιά άλλη.
Μετά άντε να βάλεις μυαλό του ναυτικού, ρε του λέω μην είσαι κορόιδο, άφησέ την  να πάει στην ευχή βρες μια άλλη,  όχι, όχι,  όχι, θέλω εκείνη.
 Έλα να σε πάω στο βαπόρι.
Σαν φτάσαμε μου πέταξε ένα μάτσο δολάρια στο πίσω κάθισμα κι έφυγε, μάλιστα ξέχασε και την ομπρέλα του. Μετά σα να σκέφθηκε γύρισε πάλι και μου λέει.   Όσο θα λείπω έχε το νου σου αν την δεις να μου πεις.
Τον κοίταξα χωρίς να πιστεύω τα αυτιά μου. 
Άντε στο καλό του είπα, μετά γυρίζοντας συνάντησα την Σούζη.
-Έτσι  κι έτσι της λέω με το φίλο σου ναυτικό, είναι ξετρελαμένος μαζί σου, μάλιστα μου είπε αν σε δω πουθενά να του το πω στο επόμενο ταξίδι. Θεέ μου τι βλακεία είναι αυτή πάλη, της ομολόγησα…
-Δεν με ενδιαφέρει έχω ντόπιο φίλο και γλεντώ, να σε κεράσουμε αν θέλεις κάθισε, και που είσαι δεν είναι ανάγκη να με παρακολουθείς θα σου λέω εγώ.
-Όχι ευχαριστώ, μην με ανακατεύεις.  
Στο επόμενο ταξίδι δεν γύρισε, λέγανε ότι τα είχε χαμένα, τον στείλανε   στην Ελλάδα..

 Σήμερα με καφέ και τσιγάρο οι αναμνήσεις χοροπηδούν γύρω μου κι εγώ σαν πιστός υπηρέτης τις ζωγραφίζω, έτσι όπως τις έζησα, είναι το μόνο που έχει απομείνει.  
  

                                                 Γαβριήλ Παναγιωσούλης