Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

Ναυτικές Εντυπώσεις της Στεριάς.


Στην φωτογραφία η κόρη μου Πανωραία κι εγώ σε μια μας επίσκεψη, κατόπιν προσκλήσεως στα γραφεία του συλλόγου ναυτικών Κεφαλονιάς «Νίκος Καββαδίας» καλοκαίρι 2007


Ναυτικές Εντυπώσεις της Στεριάς.

Με το χρονο-ναυλωμένο στην United Fruit Co. S/s AENOS, 3500 τονάζ
ταξιδεύαμε τακτικές γραμμές στην καραϊβική, σε όλα τα λιμανάκια της Κούβας μεταφέροντας general cargo στο γυρισμό φορτώναμε ακατέργαστη ζάχαρη για Η.Π.Α. Είμαστε λοιπόν πλευρισμένοι στον μόλο του μικρού λιμανιού Isabela de Sagua της Κούβας. Όταν βράδιασε μια παρέα από έλληνες μέλη του πληρώματος βγήκαμε στη στεριά. Ρωτήσαμε τι αξιοπερίεργο μπορούμε να δούμε, πηγαίνετε στον χορό μας είπαν. Όλη η κοινωνία του χωριού αυτού βρισκόταν παρούσα. Στην είσοδο δεν μας δέχθηκαν, ναυτικοί είστε, δεν σας θέλουμε στην παρέα μας.
Πεισμώσαμε, πήραμε ταξί και πήγαμε σε μια πιο μεγάλη πόλη στο εσωτερικό στη Sagua La Grande, στην κεντρική πλατεία οι νέοι έφερναν βόλτες από δεξιά προς τα αριστερά, τα δε κορίτσια από αριστερά προς τα δεξιά. Στη μέση της πλατείας έπαιζε ορχήστρα Ισπανική μουσική. Ανακατευτήκαμε κι εμείς, ζήσαμε μια νύχτα γεμάτη ελπίδες, ξημερώνοντας γυρίσαμε στο βαπόρι. Αλλά μας έμεινε μέσα μας ο διαχωρισμός της κοινωνίας σε ναυτικούς και μη.
Στο Puerto Barrios Guatemala, παραμονή πρωτοχρονιάς, είμαστε καλεσμένοι οι αξιωματικοί του πλοίου κι εγώ από τους προύχοντες της United Fruit Co. στο Lion Club να κάνουμε ρεβεγιόν μαζί, να καλωσορίσουμε τον καινούργιο χρόνο, μιας επιφανειακής ας πούμε αριστοκρατικής κοινωνίας που ζούσε σε περιφραγμένη Colonia χώρια από τους ντόπιους.
Εμείς οι ναυτικοί αισθανόμαστε κάπως αμήχανοι σε αυτή την κλειστή κοινωνία του (κλαμπ των λεόντων) έτσι ονομάζονται τα μέλη, τα οποία χόρευαν, εμείς μόνο πίναμε, αν και μας προσέφεραν τις ντάμες τους για χορό, μας έλειπε η δικιά μας γυναικεία παρέα. Έτσι με ανακούφιση ακούσαμε στις 12 τα μεσάνυχτα τις σφυριξές των βαποριών που καλωσόριζαν τον καινούργιο χρόνο, ευκαιρία για εμάς να φύγουμε, προφασιστήκαμε βάρδια στο βαπόρι. Τους ευχηθήκαμε χρόνια πολλά, Ναυτικοί βλέπεις τούτη τη φορά η κοινωνία δεν άρεσε σε εμάς.
Αλλά δεν μπορούσα να το χωνέψω, πρωτοχρονιά και να πάμε μέσα, έτσι μαζί με τον δεύτερο μηχανικό ξαναβγήκαμε έξω, τούτη τη φορά ανακατευτήκαμε με τον ντόπιο λαό όπου χόρευε και γλεντούσε στο Palacio del cine ένα κέντρο Ιταλού μετανάστη. Εκεί ξημερωθήκαμε.
Ξέμπαρκοι ναυτικοί στη Νέα Υόρκη, οι καλώς εγκατεστημένοι ομογενείς συνήθως απέφευγαν να σμίξουν με ναυτικούς έτσι την βγάναμε στα καφέ Αμάν της 8ης λεωφόρου και 28 δρόμους, ή στα πεζοδρόμια της 47ης οδού όπου ήταν ξενοδοχεία για ναυτικούς και η πιάτσα για μπάρκο κλπ… Αλλά είχαμε και το Immigration να μας κυνηγά μήπως περάσει η άδειά των 29 ημερών.
Ναυτικοί στο Rotterdam για να μπούμε στα κέντρα Ambassador ή Habanera ήταν υποχρεωτική η γραβάτα. τώρα ποιος από εμάς φόραγε γραβάτα; Κανένας μας απλούστατα νοικιάζαμε μία στην είσοδο.
Στο Colombo Ceylon εμείς οι λευκοί ναυτικοί απαγορευόταν να έχουμε σχέσεις με ντόπιες γυναίκες αν ποτέ.
Στο Port Elizabeth νότιος Αφρική μας πέταξαν έξω από ελληνική καφετέρια γιατί είχαμε παρέα μας ένα Λατινοαμερικάνο κάπως σκούρου χρώματος κι αυτός να ωρύεται δεν είμαι μαύρος.
Στο Puerto La Cruz Βενεζουέλα οι τελωνιακοί κάνοντας έρευνα δήθεν για λαθραία μας πήραν όλα τα καινούργια ρούχα μας, αυτά που δεν είχαν φορεθεί. Με διερμηνέα τον ασυρματιστή έναν Κουβανό πήγαμε να διαμαρτυρηθούμε στην Aduana, δεν κάναμε τίποτε γυρίσαμε άπραγοι.
Θεέ μου, είναι τόσο δύσκολο η κοινωνία να κατανοήσει ότι και οι ναυτικοί άνθρωποι είναι κι αυτοί.
Όπως σε όλες οι κοινωνίες-οικογένειες, έτσι και στη ναυτική υπάρχουν όλων των ειδών τέχνες (ταλέντα,) άλλος είναι ποιητής, άλλος ζωγράφος, συγγραφέας, μουσικός, ψαράς, μαραγκός, νοσταλγός- ερωτευμένος, κ. ο. κ. Αυτό που ενώνει όλους αυτούς τους ανθρώπους στα ύστερά τους χρόνια, είναι η κοινή θαλασσινή τους πείρα που τόσο δύσκολα την καταλαβαίνουν οι στεριανοί.
Έτσι με μεγάλη μου χαρά δέχθηκα το κάλεσμα, του ναυτικού συλλόγου Κεφαλληνίας «Νίκος Καββαδίας» να παραβρεθώ στον εορτασμό της ναυτικής εβδομάδας στις 3 Ιουλίου 2008, στο δημοτικό θέατρο Αργοστολίου, όπου μεταξύ άλλων παρουσίασαν και έργα απομάχων και μη, ναυτικών, συγγραφέων και ποιητών. Στην συγκέντρωση εκτός για το θαλάσσιο περιβάλλον έδωσαν μια μορφή λογοτεχνικής ατμόσφαιρας όπου μας έπνιγε ο νόστος της θαλασσινής αρμύρας, μα και οι αναμνήσεις της νιότης μας.
Παρουσιαστές, ομιλητές ο πρόεδρος του Σωματείου κ. καπετάν Άγγελος Μπενετάτος και ο Γιώργος Σπηλιώτης, ο οποίος μαζί με τις κυρίες Φρόσω Μπεκιάρη και Ελένη Καδδά διάβασαν λογοτεχνικά αποσπάσματα από συγγραφείς ποιητές που έχουν να κάνουν με τη θάλασσα, μερικοί παρόντες, μεταξύ αυτών κι ένα δικό μου διήγημα «Οι Γλάροι, η Ελπίδα»
Κύριοι συντελεστές της εκδήλωσης ήταν ο καπετάν Διονύσης Μαρκέτος, ο καπετάν Βαγγέλης Μαρκέτος, τους οποίους ευχαριστώ ιδιαιτέρως ήταν αυτοί που με ξετρύπωσαν από το καταφύγιό μου στην Πύλαρο καθώς και ο φίλος Διονύσης Κοσμετάτος. Μεταξύ άλλων παρόντες ήταν ο δήμαρχος Πυλαρέων Μάρκος Κοτσιλίνης, η κ. του καπετάν Ηλία Τζιβρά, Ουρανία, Ιερείς και πλήθος κόσμου όπου αδυνατώ να περιγράψω ονομαστικώς καθότι δεν γνωρίζω.
Ήταν μια εκδήλωση δικαίωσης, αναγνώρισης, των απόμαχων ναυτικών όπου η ζωή τους έχει εξελιχθεί στο θαλασσινό στοιχείο, σε μια πλούσια περιπετειώδη πολύχρωμη παγκοσμιότητα έξω από τα στενά ελληνικά σύνορα.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τρίτη 19 Αυγούστου 2008

Η ΦΘΟΡΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Η φωτογραφία είναι ενός ταπεινού σπιτιού, για εμένα είναι το παλάτι μου το σπίτι που γεννήθηκα, η εσωτερική του διακόσμηση είναι η ίδια όπως την μέρα που γεννήθηκα, με το σανιδένιο πάτωμα, τα κυπαρισσένια πατερά, το ταβάνι είναι αυτό το ίδιο που κάθε βράδυ με το φως του λύχνου ξαπλωμένος στο αχυρένιο στρώμα μου το κοιτούσα κι έπλαθα όνειρα, πετούσα με τα φτερά της φαντασίας, ήταν η μόνη πολυτέλεια που υπήρχε πριν γνωρίσω τον κόσμο.
Εκεί πάω κάθε χρόνο και ξαναγίνομαι παιδί.
Όταν αισθανθείς τη ματαιότητα της ύλης, τότε ανακαλύπτεις την ευτυχία, η οποία δεν στέκετε μαζί σου, σου φεύγει κι εσύ την κυνηγάς, κυνηγάς, κυνηγάς…Απ’ το κυνήγι σταματάς να πάρεις ανάσα, ξεχνώντας όμως τι κυνηγάς… άρα είσαι άνθρωπος.


Η φθορά του χρόνου,


Ένα παλιό τραγούδι που μου έμαθαν στο δημοτικό σχολείο άρχιζε, (Ήρθες, ήρθες, καλοκαίρι κι ο θεός πολλά με το άγιο του το χέρι σκόρπισε καλά…)
Καλοκαίρι λοιπόν ήρθα κι εγώ στα Μαρκάτα Πυλάρου να απολαύσω τα τόσα θεϊκά αγαθά. Μπροστά μου φάνταζε ο καταπράσινος κάμπος της Πυλάρου από ελιές πουρνάρια, κυπαρίσσια, μυγδαλιές, κι ένα σωρό πράσινες μάζες. Απέναντι μου ο βορράς το βουνό καλόν όρος στην πλαγιά του φυτεμένα σπιτάκια ότι έχει απομείνει μετά από του σεισμούς από τα παλαιά 24 χωριά του δήμου, από αριστερά προς τα βορειοδυτικά σε απόσταση 5 χιλιομέτρων η φημισμένη αμμώδη παραλία του Μύρτου, από ανατολικά μου σε απόσταση 4 χιλιομέτρων η Αγία Ευφημία πρωτεύουσα της Πυλάρου, με τις πέτρινες γεμάτες βότσαλα μικρές παραλίες της. Από πίσω μου ο νότος το βουνό Αγία δυνατή ύψους 1132 μέτρων γεμάτο με ανεμογεννήτριες προς παραγωγή αιολικής ενέργειας, εκεί στους πρόποδες της αγίας Δυνατής σε ύψος 200 +μέτρων είναι χτισμένο και το πατρογονικό μου σπίτι, εκεί όπου πρωτοείδα το φως. Φαντάζει σα μια σκοπιά για ν’ αγναντεύει τους πειρατές. Ένα παλαιό χτίσμα προσεισμικό – με πέτρα και ξύλο όπου δεν έχει τίποτε το κοινό με τα νέα τσιμεντένια χτίσματα όπου γεμίζει σιγά, σιγά όλη η περιοχή. Ξεφυτρώνουν σπαρμένα εδώ κι εκεί κτίρια μέχρι τριώροφα τσιμεντένια, άλλα σε σχήμα βίλας μα και με πισίνες ενοικιαζόμενα για την τουριστική περίοδο, ακόμα και για πώληση. Όλοι οι ξένοι αγοραστές ή και ενοικιαστές Άγγλοι και Ιταλοί.
Σκέπτομαι πολλές φορές γιατί επισκέπτομαι την Πύλαρο τι είναι αυτό που με τραβάει, δεν ξέρω ίσως να είμαι επηρεασμένος από τον μύθο του Αισώπου με την πέρδικα και την κουκουβάγια που κάθε μια νόμιζε ότι το παιδί της ήταν το ομορφότερο...
Πάντως εκεί στο κάπως απομονωμένο σπιτάκι μου βρίσκω αυτό που συμπληρώνει την προσωπικότητά μου τη μορφή μου την ιδιοσυγκρασία μου, αλλά για λίγο, μετά αρχίζει η ανησυχία, η ανασφάλεια, το ανήσυχο πνεύμα ψάχνω για ένα ουτοπικό νιρβάνα κι όταν νομίζει ότι το βρήκα αυτό που λάμπει μακριά στον ορίζοντα, τότε διαπιστώνω ότι δεν ήταν αυτό που περίμενα.
Λένε ότι ο μετανάστης έχει μια διχασμένη προσωπικότητα, όταν είναι στη θετή του πατρίδα, θέλει να είναι στη φυσική του, κι όταν είναι στη χώρα που τον γέννησε αναπολεί την θετή του.
Νεαρό με έλκυσαν τα θέλγητρα των ξένων τόπων, τώρα με ελκύει η σιωπή, χάνομαι στην άβυσσο της μνήμης, απολαμβάνω τη ματαιότητα της ύλης, με αποκαρδιώνει η πνευματική μου μοναξιά. Ανήσυχος τρέχω στο διπλανό λιβάδι εκεί όπου το χόρτο φαίνετε πιο πράσινο, για να διαπιστώσω ότι είναι το ίδιο και τρέχω, τρέχω αλλάζω καταστάσεις στο τέλος με τρόμο καταλαβαίνω ότι είμαι γέννημα και θρέμμα της παγκοσμιότητας.
Ένα ανήσυχο πνεύμα όπου ζει και υπάρχει σ’ ένα φθαρμένο από το χρόνο κορμί, ψάχνοντας να βρει μια Shangri-la, χωρίς ποτέ να το παραδεχθεί ότι ο χρόνος είναι ο νικητής.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης