Το τραίνο σφύριξε ένα συρτό ουρλιαχτό, η ατμομηχανή ξέρναγε καπνό, κόκκοι μαύρης κάπνας αιωρούνταν στον αέρα και κόλλαγαν στα ιδρωμένα πρόσωπα των ανθρώπων αυτών που ταξίδευαν. Άνθρωποι του λαού, με μπογαλάκια στην πλάτη τους, με δίχτυα φρούτα, με μπανάνες, με κοτόπουλα δεμένα από τα πόδια, άλλα σε κλουβιά τα οποία έσκουζαν λες και τους έβανες το μαχαίρι στο λαιμό, όλοι αυτοί πήγαιναν για την πρωτεύουσα, ή τους ενδιάμεσους σταθμούς. Ο χώρος στο δάπεδο του βαγονιού ήταν γεμάτος από τα συμπράγκαλα αυτά, που ανάμεσά τους πηδούσαν γυναίκες πουλώντας μαύρο καφέ με ζάχαρη ή κακάο. Οι επιβάτισσες γυναίκες είχαν δεμένα με φασκιές στην πλάτη τα μωρά τους, όταν καθόταν αν υπήρχε κάθισμα τα έφερναν μπροστά στο στήθος τους, άνοιγαν την σχισμή της μπλούζας τους και τα βύζαιναν, ώστε να σταματήσουν το κλάμα. Οι άντρες με τα πλατύγυρα ψάθινα καπέλα τους έκρυβαν το λιγοστό φώς που υπήρχε στο βαγόνι. Ακουγόταν ο ρυθμικός χτύπος της ατμομηχανής και από τα παράθυρα φαινόταν ο μαυρόασπρος καπνός που έτρεχε κι αυτός αντίθετα από το τραίνο.
Καθισμένος στριμωγμένος σ’ ένα ξύλινο παγκάκι ονειρευόμουν τον εαυτόν μου πρωταγωνιστή καουμπόικης ταινίας του περασμένου αιώνα και όλοι αυτοί οι συνταξιδιώτες μου κομπάρσοι ήμουν ο πρωταγωνιστής, περιέργως αισθανόμουν ευτυχισμένος. Το άγνωστο το απρόοπτο με ενθουσίαζε, καθώς οι συνεπιβάτες μου με κοίταζαν περίεργα έβλεπα τον εαυτόν μου να ξεχωρίζει, ίσως να με θεωρούσαν κανένα ιεροκήρυκα Ευαγγελιστή από αυτούς που αφθονούν σε αυτά τα μέρη οι οποίοι πασχίζουν να σώσουν τις ψυχές των ιθαγενών, ή ας πούμε κανένα ανθρωπολόγο, που ψάχνει για να βρει στάχτες και κόκκαλα. Κανείς δεν ήξερε ότι ο προορισμός μου ήταν ένας σταθμός στην τροπική ζούγκλα, στο μέσον του πουθενά.
Εκεί με περίμενε η Ούλντα για να ζήσουμε μακριά από το μίασμα του πολιτισμού μας, όπως οι πρωτόπλαστοι.
Ήταν αυτή η απλότητα, αυτή η ελευθερία σώματος και νου, να τα κουμαντάρεις όπως εσύ θέλεις, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς την έγνοια του αύριο, αλλά να ζεις μόνο για το σήμερα, ήταν αυτό που με ενθουσίαζε. Ήταν μια καινούργια ζωή, έτσι όπως την έπλασε ο πλάστης, κάτι σαν τον κήπο της ΕΔΕΜ χωρίς τον απαγορευμένο καρπό, μα και χωρίς το φίδι. Τα μόνα που ήταν οι νυχτερίδες τη νύχτα πετούσαν γύρω μας λες και ήταν ψυχές, μετά τα όρνεα αυτά τα πουλιά έκαναν κάθετες εφορμήσεις σε οτιδήποτε κινιόταν, ένας γείτονας οπαδός μια θρησκευτικής αίρεσης μας έφερε πεσκέσι κρέας από αγριογούρουνο που είχε σκοτώσει. Α! ναι υπήρχαν και ιγουάνας αυτά τα άκακα ζώα, μας κάλεσαν σε τραπέζι την φάγαμε κοκκινιστή με ατσιότε κάτι σαν πάπρικα.
Μετά τα ψάρια της λίμνης, άφθονα, σκάβαμε στις ρίζες από μπανανιές βγάζαμε σκουληκάκια για δόλωμα, όσα ψάρια μας περίσσευαν τα κάναμε λιαστά με αλάτι. Για νερό αποβραδίς ανοίγαμε έναν λάκκο, τον σκεπάζαμε με φύλλα μπανανιάς, το πρωί ήταν γεμάτος γάργαρο τρεχούμενο νερό.
Τις νύχτες τ’ αστέρια μας έστελναν το φως τους σαν ουράνιες πυγολαμπίδες κι εγώ έβλεπα τον κόσμο μου στις θάλασσες των ματιών της.
Ο ήλιος στην αρχή της ημέρας μας θώπευε, μετά μας τσουρούφλιζε, οι φυλλωσιές των δένδρων μας προστάτευαν, τα ρυάκια μας δρόσιζαν. Οι σταγόνες της βροχής χάραζαν στα μάγουλά μας την υπογραφή μιας παντοτινής αφοσίωσης.
Η φωλιά μας ήταν ο παράδεισός μας. Αυτή η πράσινη ευτυχία είχε γεμίσει τις καρδιές μας. Πόσο καιρό κράτησε μα μόνο τρεις μήνες, μετά αποζήτησα τον πολιτισμό, την μολυσμένη ατμόσφαιρα, την ηχορύπανση, τον ηλεκτρισμό, τους ανθρώπους.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Μετά τα ψάρια της λίμνης, άφθονα, σκάβαμε στις ρίζες από μπανανιές βγάζαμε σκουληκάκια για δόλωμα, όσα ψάρια μας περίσσευαν τα κάναμε λιαστά με αλάτι. Για νερό αποβραδίς ανοίγαμε έναν λάκκο, τον σκεπάζαμε με φύλλα μπανανιάς, το πρωί ήταν γεμάτος γάργαρο τρεχούμενο νερό.
Τις νύχτες τ’ αστέρια μας έστελναν το φως τους σαν ουράνιες πυγολαμπίδες κι εγώ έβλεπα τον κόσμο μου στις θάλασσες των ματιών της.
Ο ήλιος στην αρχή της ημέρας μας θώπευε, μετά μας τσουρούφλιζε, οι φυλλωσιές των δένδρων μας προστάτευαν, τα ρυάκια μας δρόσιζαν. Οι σταγόνες της βροχής χάραζαν στα μάγουλά μας την υπογραφή μιας παντοτινής αφοσίωσης.
Η φωλιά μας ήταν ο παράδεισός μας. Αυτή η πράσινη ευτυχία είχε γεμίσει τις καρδιές μας. Πόσο καιρό κράτησε μα μόνο τρεις μήνες, μετά αποζήτησα τον πολιτισμό, την μολυσμένη ατμόσφαιρα, την ηχορύπανση, τον ηλεκτρισμό, τους ανθρώπους.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης