Μια στιγμή του σήμερα.
Άνοιξα τα μάτια μου, κοίταξα γύρω μου θυμήθηκα το όνειρο, φώναξα,
-Μάνα είδα ένα όνειρο σαν παραμύθι!
-Αχ παιδί μου μην πιστεύεις στα όνειρα, η ζωή δεν είναι παραμύθι.
Μα είναι ποτέ δυνατόν, έτριψα τα μάτια μου και αργο-ξύπνησα για ακόμα μια φορά. κοίταξα γύρω μου, ήταν το σήμερα, το ραδιόφωνο τόχα ξεχάσει ανοικτό έπαιζε κάποιο βαρύ ζεϊμπέκικο, από τον σταθμό Ντέρτι, ο ήλιος σαν κλέφτης έμπαινε από τις χαραμάδες του παραθύρου, η καμπάνα της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου σήμαινε, διερωτήθηκα γιατί; Ή κάποια εορτή ή κάποιος θάνατος σκέφθηκα.
Εκεί στον περίγυρο της εκκλησίας είναι και το μνήμα αυτής που με γαλούχησε, αυτής που φώναξα στο όνειρό μου, αυτής που μούλεγε ότι η ζωή δεν είναι παραμύθι, είχα υποσχεθεί θα πήγαινα να γονατίσω από πάνω της νάπαιρνα μαζί μου λίγο χώμα, από αυτό που την σκέπασε, ποτέ δεν είχα καιρό. Στην επίσκεψή μου στον ναό σε μια πανήγυρη, της έδωσα μια φευγαλέα ματιά, πάνω της άνθιζαν δυο νυχτολούλουδα δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε για ένα γιατί άργησες;
Μάνα συγχώρα με, δεν τόθελα, να φύγω...
Έφυγα.
-Θάρθω αύριο σκέφθηκα, αλλά και αυτό (το αύριο) με κατατρέχει, σαν κατάρα, πάντοτε είναι σήμερα…
-Ξύπνησε και το ταίρι μου, φτιάξαμε καφέ,
-Τι θα κάνουμε σήμερα μούπε;
Έψαξα στην τσέπη μου βρήκα το κλειδί του ενοικιασμένου αυτοκινήτου, έβαλα μπροστά και πήγαμε για κολύμπι στα πετροβότσαλα της Αγίας Ευφημίας.
-Θεέ μου, πόσες διαφορετικές ζωές, χωράνε στον λαβύρινθο της σκέψης κάθε ανθρώπου, ξεκινώντας απ’ τα γεννοφάσκια, μέχρι το σήμερα, ένα χρονικό διάστημα τόσο μεγάλο στον ανθρώπινο νου, μα και σαν λάμψη αστραπής στο σύμπαν εκεί όπου χάνεται ο χρόνος.
-Αχ παιδί μου μην πιστεύεις στα όνειρα, η ζωή δεν είναι παραμύθι.
Μα είναι ποτέ δυνατόν, έτριψα τα μάτια μου και αργο-ξύπνησα για ακόμα μια φορά. κοίταξα γύρω μου, ήταν το σήμερα, το ραδιόφωνο τόχα ξεχάσει ανοικτό έπαιζε κάποιο βαρύ ζεϊμπέκικο, από τον σταθμό Ντέρτι, ο ήλιος σαν κλέφτης έμπαινε από τις χαραμάδες του παραθύρου, η καμπάνα της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου σήμαινε, διερωτήθηκα γιατί; Ή κάποια εορτή ή κάποιος θάνατος σκέφθηκα.
Εκεί στον περίγυρο της εκκλησίας είναι και το μνήμα αυτής που με γαλούχησε, αυτής που φώναξα στο όνειρό μου, αυτής που μούλεγε ότι η ζωή δεν είναι παραμύθι, είχα υποσχεθεί θα πήγαινα να γονατίσω από πάνω της νάπαιρνα μαζί μου λίγο χώμα, από αυτό που την σκέπασε, ποτέ δεν είχα καιρό. Στην επίσκεψή μου στον ναό σε μια πανήγυρη, της έδωσα μια φευγαλέα ματιά, πάνω της άνθιζαν δυο νυχτολούλουδα δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε για ένα γιατί άργησες;
Μάνα συγχώρα με, δεν τόθελα, να φύγω...
Έφυγα.
-Θάρθω αύριο σκέφθηκα, αλλά και αυτό (το αύριο) με κατατρέχει, σαν κατάρα, πάντοτε είναι σήμερα…
-Ξύπνησε και το ταίρι μου, φτιάξαμε καφέ,
-Τι θα κάνουμε σήμερα μούπε;
Έψαξα στην τσέπη μου βρήκα το κλειδί του ενοικιασμένου αυτοκινήτου, έβαλα μπροστά και πήγαμε για κολύμπι στα πετροβότσαλα της Αγίας Ευφημίας.
-Θεέ μου, πόσες διαφορετικές ζωές, χωράνε στον λαβύρινθο της σκέψης κάθε ανθρώπου, ξεκινώντας απ’ τα γεννοφάσκια, μέχρι το σήμερα, ένα χρονικό διάστημα τόσο μεγάλο στον ανθρώπινο νου, μα και σαν λάμψη αστραπής στο σύμπαν εκεί όπου χάνεται ο χρόνος.