

Εκεί όπου σήμερα είναι η φωλιά των πειρατών
Ταξιδεύαμε στον Ινδικό ωκεανό φορτωμένοι σιδηρομετάλευμα (μινεράλι) λιμάνι αναχωρήσεως Murmagao India. Προορισμός μας Ρότερνταμ Ολλανδία.
Ένα φορτηγό βαπόρι παλαιό στα κακά του χάλια, εποχή των μουσώνων. Βουνά τα κύματα μπροστά μας, μας έπνιγαν, τα φινιστρίνια και οι πόρτες σφαλισμένα, σε κάθε βουτιά της πλώρης στην άβυσσο κρατιόμαστε για να μην πέσουμε κάτω. Πάνω στην κουβέρτα έσκαγαν τα κύματα σα να ήταν βόμβες, ο αέρας σφύριζε στα ξάρτια λες και ήταν το τέλος του κόσμου. Άυπνοι, κουρασμένοι, προσευχόμαστε, ο κάθε ένας στον δικό του θεό να φτάσουμε σε στεριά. Όρθιοι με τα πόδια ανοιχτά για στήριγμα τρώγαμε κάτι πρόχειρο, αλλά και μέσα μας υπήρχε ο φόβος μην βουλιάξουμε, που όμως κανένας δεν τολμούσε να το πει. Το βαπόρι αν και φορτωμένο η προπέλα ξενέρωνε κι άρχιζε μια τρεμούλα λες και είχε πυρετό. Ξάφνου είδα τον Α! μηχανικό έναν Αργεντινό να τρέχει προς την γέφυρα με ένα χαρτί στο χέρι. Άρχισαν οι διαπληκτισμοί με τον έλληνα καπετάνιο, τι να συμβαίνει άραγε; Γρήγορα μαθεύτηκε τελείωναν τα καύσιμα, είχαμε για μερικές ώρες μόνο.
Έστειλαν τηλεγράφημα, στο γραφείο στη Νέα Υόρκη, ο τηλεγραφητής βραζιλιάνος. Όχι μόνο τελείωναν τα καύσιμα αλλά υπήρχε κίνδυνος να βουλιάξουμε με τέτοια θαλασσοταραχή. Το βαπόρι πάλευε με τα κύματα για 20 συνεχείς μέρες, ήταν με μηχανές παλινοδρομικές, και τουρμπίνα, η τουρμπίνα όμως ήταν χαλασμένη έτσι ταξιδεύαμε μόνο με την παλινοδρομική. Μέγιστη ταχύτητα 5 μίλια την ώρα. Διαταγή ήρθε απ το γραφείο αν τα καταφέρουμε να πάμε να ποδίσουμε σε ένα νησί που ήταν πιο πλησίον μας τη ΣΟΚΟΤΡΑ.
Κατά κακή μας τύχη όπως πλησιάζαμε κάτω από την προστασία ενός βουνού το βαπόρι σκάλωσε σε ύφαλο. Μείναμε εκεί καρφωμένοι μέχρι που τελείωσαν τα καύσιμα. Νύχτωσε. Έγιναν προσπάθειες να ξεκολλήσουμε ανάμεσα σε καυγάδες και φωνές υστερίας, βούλιαξε η μια σωσίβιος λέμβος, που είχαμε ρίξει για να φουντάρουμε την άγκυρα της πρύμης ώστε να βιράρουμε μαζί και η μηχανή όπισθεν, οι ναύτες βρέθηκαν στην θάλασσα, ένας ισπανός που δεν ήξερε κολύμπι φώναζε βοήθεια, του ρίξαμε κουλούρες σωσίβια. Ευτυχώς που η λέμβος αυτή αν και γεμάτη νερό δεν βουλιάζει, έχει πολλά στεγανά, έτσι κατορθώσαμε να την δέσουμε και να την φέρουμε πάλι στο βαπόρι, χάσαμε την άγκυρα μαζί με κάβους. Αλλά αυτή είναι μια άλλη συναρπαστική ιστορία.
Μας πλησίασαν πιρόγες με ντόπιους, αλλά τι να μας πουν ή τι να μας κάνουν, τίποτε.
Εφόσον δεν υπήρχαν καύσιμα δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε κουζίνα ούτε φαγητό, σπάσαμε κάτι παλιές μπουκαπόρτες και ανάψαμε φωτιά με ξύλα, τι να φάμε όμως, ψαρεύαμε, το καλό ότι είχε ψάρια, ούτε δουλειά ούτε βάρδιες. Περάσαμε τη νύχτα στο πόδι, κατά τα ξημερώματα είδαμε το βαπόρι να πλέει, αλλά χωρίς μηχανή τότε ρίξανε την άγκυρα στην θάλασσα αυτό που είχε συμβεί είχε γυρίσει η παλίρροια και μας σήκωσε, έτσι μείναμε αγκυροβολημένοι.
Στην κατάσταση αυτή μείναμε τρεις μέρες, ούτε φαΐ ούτε νερό, νερό βγάναμε με μια χειροκίνητη αντλία από το Deeptank αφήναμε να κατακάτσει η άμμος και μετά πίναμε. Μετά από τρεις μέρες ήρθε ένας ναυαγοσώστης-ρυμουλκό από το ADEN μας πλησίασε, μας είπε να περιμένουμε να πέσει ο αέρας και μετά θα μας ρυμουλκούσε. Εν τω μεταξύ τον παρακαλέσαμε να μας πάει έξω στην στεριά να αγοράσουμε τίποτε ζωντανά για να φάμε. Πράγματι μας έστειλε μια βάρκα πήγα μέσα εγώ ως υπεύθυνος τροφοδοσίας ο έλληνας υποπλοίαρχος και ο έλληνας δεύτερος μηχανικός. Λίγο πριν πατήσουμε το πόδι μας στη στεριά πέσαμε στη θάλασσα γιατί τα νερά ήταν ρηχά. Μας υποδέχθηκε ένας φύλαρχος με αραβικά ρούχα, του εξηγήσαμε ότι θέλουμε να αγοράσουμε κατσίκια, φύγετε μας είπε κι ελάτε αύριο το πρωί, πρέπει να πάμε στα βουνά να τα πιάσουμε. Ένα παιδάκι με πλησίασε, τα μάτια του ήταν γεμάτα μύγες κρατούσε έναν άσπρο κόκορα και μου τον πρόσφερε τον αγόρασα με κάτι λίρες όπου μου έδωσε ο άνθρωπος της βάρκας. Έγινε η μασκότ του βαποριού. Γυρίσαμε στο βαπόρι άπρακτοι. Την άλλη μέρα το πρωί έκοψε ο αέρας, το ρυμουλκό έκοψε τις άγκυρες κι από τις καδένες μας έδεσε και μας ρυμουλκούσε προς ADEN Υεμένης, όταν την άλλη μέρα με το φως είδαμε ότι το βαπόρι έγερνε προς την πρύμνη κι αριστερά. Φωνάξαμε σταμάτησε η ρυμούλκηση, άνοιξαν τις μπουκαπόρτες από το αμπάρι #4 ήταν γεμάτο νερό. Απέναντί μας φαινόταν οι ακτές της Σομαλίας εκεί σταματήσαμε, κατέβηκαν δύτες, βρήκαν ότι με την πρόσκρουση στην ύφαλο είχαν φύγει καρφιά από τις λαμαρίνες, κι έμπαζε νερό. Με σφήνες βούλωσαν τις τρύπες κι εξακολούθησαν την ρυμούλκηση πλέοντες προς το ΑΝΤΕΝ Υεμένης.
Πρέπει να σημειώσω ότι εφόσον το βαπόρι δεν είχα καύσιμα δεν δούλευαν οι αντλίες - υπάρια για να βγάζουν τα νερά από τις σεντίνες…
Έως εδώ για σήμερα, η ιστορία δεν τελειώνει είναι πολύ μεγάλη, κι έχει συνέχεια…
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη
Στην φωτογραφία μαζί με συνάδελφο ακούρευτοι μετά από 120 μέρες πέλαγος στον πηγαιμό για τον κόλπο της Βεγγάλης.
Η άλλη φωτογραφία στην αγκαλιά της θάλασσας