Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Η προσωπικότητα του ατόμου δεν αλλάζει


Η  προσωπικότητα  του ατόμου δεν αλλάζει  γεννιέται  και πεθαίνει ίδια.   

Ο πλανήτης μας, η Γη μας έχει περί τα 6 δισεκατομμύρια  ψυχές καμία ψυχή, κανένας άνθρωπος δεν μοιάζει με τον άλλο, όλοι είμαστε διαφορετικοί και ο καθένας μας αναπολεί πάντα το μέρος που πρωτάνοιξε τα μάτια του, εκεί που πρωτάρχισε να ονειρεύεται, εκεί όπου γεννήθηκε η αθωότητα, εκεί όπου τον πρώτο έπλασαν σαν να ήταν ο κήπος της ΕΔΕΜ  που όμως δεν ήταν, παρά μια περαστική φευγαλέα  στιγμή στο ρουν της ζωής όμως αυτή η στιγμή είναι που σε οδηγεί στα μονοπάτια της ζωής, και το πιο παράξενο ο κάθε ένας μας έχει διαφορετικό μονοπάτι. Όμως ο άνθρωπος παραμένει έτσι όπως γεννήθηκε με δική του μοναδική ψυχή, δικό του πιστεύω, δική του προσωπικότητα  μέχρι το τέλος.
                                                 ***
Έλα μαζί μου σε θέλει ο αρχηγός
Μα  είμαι  αθώος δεν έχω κάνει τίποτα,
Αυτά να   μην τα λες σε μένα  τα πεις στον αρχηγό,
Άσε με τουλάχιστον να σου εξηγήσω.
Άντε λέγε τι έχεις να πεις;
Δώσε μου λίγη ώρα Να σου φέρω έναν μάρτυρα, 
Ποιος είναι αυτός;
Ο Παναγιώτης από την Καλιμασά
Α! Και που είναι;
Μέσα στο βαπόρι, θα πάω να τον φωνάξω.
Και τι θάχει να μου πει αυτός;
Να ότι η πραμάτεια ήταν του συνταγματάρχη Ροντρίγεζ,
Δηλαδή του Λιμενάρχη;
Ναι αυτουνού.
Α! Τότε αλλάζει το πράγμα, τρέχα πέστου να έρθει σε εμάς θα σας περιμένουμε, αν όχι θα σου κατάσχουμε το αυτοκίνητο.
Ένας  μουστακαλής μαυριδερός ο φίλος της Αντουανέτας αυτής που τον περίμενε με την πολύχρωμη  ανοιχτή ομπρέλα για να μην την μαυρίσει ο ήλιος,  ήρθε μαζί μου.
Ιδού ο μάρτυράς  είπα, θα σας εξηγήσει ότι το εμπόρευμα ήταν του συνταγματάρχη,
Εν τέλει τους γεμίσαμε υποσχέσεις, με θα και θα, το επόμενο ταξίδι θα έχετε κι εσείς μερτικό, μάλιστα για να γίνουμε πιο πιστευτεί του ρώτησε τι μάρκα ουίσκι προτιμάτε
Είπαν white horse to  λευκό άλογο και τσιγάρα ΚΕΝΤ.
Εκεί διαλύθηκαν οι φόβοι μου μας χαιρέτισαν δια χειραψίας και έφυγαν στην ευχή υτου θεού. Ήταν της δίωξης λαθρεμπορίου.
  
                                      ***
Η σκηνή εν πλω στη μέση του πουθενά!
Ο  καπετάν Γιώργης καθόταν στο γραφείο του, φορούσε κοντά παντελονάκια ήταν κάτοικος Σκωτίας.
Το πλήρωμα ξεκίνησε να πάνε όλοι μαζί επάνω για να διαμαρτυρηθούν για την τροφοδοσία. Για την μιζέρια στο φαγητό. Ανεβαίνοντας την σκάλα ο κάθε ένας έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του παπουτσιού του αφήνοντας τον επόμενο να πάει μπροστά.  Συνήθως ο πρώτος θα έτρωγε την  βρισιά ή την χροιά  του αντάρτη.
Μετά φώναξε εμένα, για έλα δω ρε συ ποιος σου έδωσε δουλειά στο βαπόρι εγώ ή αυτοί; Τι ν’ απαντήσω;
Εσύ, τότε θα κάνεις όπως λέω αν δεν σου αρέσει να πας σε αυτούς να σου δώσουν δουλειά.
                                 ***
 Ένας αστυνομικός καβάλα σε ποδήλατο σταμάτησε ακριβώς μπροστά  μου, πήγε στο απέναντι μπακαλικάκι και ρώτησε την κυρία Έμμα.
Μήπως γνωρίζεις που μένει κάποιος Γαβριήλ;
Αυτή με κοίταξε στα μάτια.
Όχι απάντησε.
Μετά μου είπε  ότι έχουν το όνομά μου γραμμένο, σε μια κόλα χαρτί. Τελικά παρουσιάστηκα. Με ήθελαν στο δικαστήριο για διερμηνέα σε Έλληνες ναυτικούς, μια δίκη παρωδία.
Αστυνομικός με πλησίασε είχε  τις πινακίδες του αυτοκινήτου μου γραμμένες και με ζητούσε.
Ήμουν σταθμευμένος στην πιάτσα των ταξί.
για βγες έξω;
γιατί; τι έχω κάνει;
πως λέγεσε Γαβριήλ
μου ετοίμασαν μια κλήση με πρόστιμο και μου την έδωσαν.
Ξαναρώτησα γιατί;
χθες βράδυ έχουμε μάρτυρες που σε είδαν να τρέχεις με υπερβολική ταχύτητα στους δρόμους του λιμανιού… πλήρωσα το πρόστιμο και τελείωσα.
Πράγματι την προηγούμενη βραδιά περνώντας ανάμεσα σε σταθμευμένες νταλίκες όπου τα παιδιά έπαιζαν κρυφτούλι ένα παιδί πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου, φρενάρισα, αυτό έβαλε τα χέρια του μπρος στο καπό και έπεσε ανάμεσα στις δυο μπροστινές ρόδες κάτω απ την μηχανή.  Τα γόνατά μου λύγισα σε μια τρεμούλα ω του θαύματος το παιδί σηκώθηκε ξετινάχτηκε ο κόσμος γύρω μου άρχισε να φωνάζει το παιδί φταίει, ο Ιβάν ένας φίλος μου λέει φύγε πριν έρθει η αστυνομία για αυτόφωρο,

Έβαλα μπρος κι έφυγα  πήγα σπίτι έκρυψα το αυτοκίνητο και περίμενα.     

 

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

 

 

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Είχα μια Μαργαρίτα...

Μετά από  απουσία μου μιας εβδομάδας σε ένα είδος mini vacation   ξαναγυρνώ στην ρουτίνα της γειτονιάς μου.   


 Είχα  μια μαργαρίτα είχε με κίτρινη καρδιά και άσπρα φύλλα.
Έσκυψα κα την έκοψα, άρχισα να μαδώ ένα, ένα τα φύλλα της, ζητούσα να μάθω αν κάποτε θα έβλεπα πιο εκεί απ’ τις βουνοκορφές του χωριού μου,
Είχα  μια παπαρούνα, έσκυψα και την έκοψα, κοίταξα την μαύρη καρδιά της,  μάδησα τα 4 κατακόκκινα φύλλα της, τα  βούτηξα  σε λίγο νερό και τάβαλα σ’ ένα καπάκι πάνω στα κεραμίδια   να στεγνώσουν στον ήλιο, να βγει από την καρδιά τους αιμάτινο μελάνι, να το στραγγίξω σε μελανοδοχείο,  για να γράφω με  αγκίνι  Χ, ή χήνας,
Είχα  τους μαρτιάκους με τα κίτρινα λουλουδάκια, έσκυψα και τάκοψα, δροσιά έσταζε από κάθε τους φύλλο.  Κάθε σταγόνα τους κι ένα όνειρο που κιτρίνιζε απ την ανταύγεια του ήλιου, αυτού που φώτιζε τον ουρανό του χωριού μου.
Είχα  μια μολόχα έκοψα το μπλε ανθάκι της αυτή άρχισε να κλαίει τότε τι ρώτησα γιατί, ο αέρας την χάιδευε κι αυτή προσκυνούσε  την μπλε θάλασσα που φαινόταν μακριά στον ορίζοντα, ανάμεσα Κεφαλονιά και Ιθάκη σα να μούλεγε  εκεί είναι το μέλλον σου.
Είχα  μια γαζία έκοψα το πράσινο φύλλα της, μύρισε ολόκληρη η γειτονιά, θα σε περιμένω να γυρίσεις μούπε, γύρισα ο κορμός της ρυτιδιασμένος, δεν είχε ούτε την δύναμη να με καλωσορίσει.  
Είχα  μια τσατσαμινιά, τα άσπρα ανθάκια της ευωδίαζαν όλη μου την αυλή,
Θα σε περιμένω να γυρίσεις, γύρισα την είδα, με είδε κι άρχισε να κλαίει, για το κατάντημά της
Είχα μια γλάστρα με βασιλικούς κάθε απόγευμα έκοβα κι από ένα τόσο δα μικρό κλωναράκι μύριζε όλη η γειτονιά, θάμαστε για πάντα μαζί  μου έλεγε.
Είχα μια γλάστρα με κάτασπρα κορέλια αυτά τα έλεγα μαργαριτάρια,
Όταν γύρισα , δεν ακουγόταν πλέον οι φωνές των παιδιών , τα σπίτια έρημα, οι πατημασιές  μου ένας κουφός  αντίλαλος στα πέρα βουνά,  σταγόνες βροχής χοντρές σαν καρύδια έπεφταν απ’ τον ουρανό έκαναν μια τρύπα στο ξερό χώμα άκουγες ένα συνεχές πλατς. πλατς, μετά  ένας δυνατός αέρας μαζί με αστραπόβροντα ο αέρας τίναζε τις σταλαγματιές απ τα φύλα των δένδρων πάνω στην σκεπή και μου έκαναν συντροφιά.
Ξάπλωσα στο παλιό καναπεδάκι στο ξερό του  στρώμα  με πήρε ο ύπνος ονειρεύτηκα αγγέλους να ψάλλουν το (όλη δόξα όλη χάρη άγια μέρα ξημερώνει και τη μνήμη σου το έθνος χαιρετά γονατιστό)  ξύπνησα τρομαγμένος το ποίημα που λέγαμε για την 25ην Μαρτίου. Αναζήτησα  τους δικούς μου, φώναξα μάνα, τίποτα είχαν φύγει όλοι για το μεγάλο ταξίδι δεν είχε μείνει τίποτα  παρά μόνο ερείπια.

Συνήλθα  κοίταξα γύρω μου,   και βιάστηκα να ξαναφύγω αφήνοντας αυτά που είχα αγαπήσει, αυτά που  έπλασαν έναν εαυτόν, αυτόν που δεν φαίνετε γιατί  τον σκεπάζουν οι ρυτίδες αυτές που μοιάζουν με ρίζες, αυτές που βάλαμε στα ξένα για να μπορέσουμε να ζήσουμε σε έναν διαφορετικό κόσμο, που όμως δεν έχει τη δύναμη να μας κάνει να λησμονήσουμε  τον τόπο μας αυτόν που κάποτε  μας έπλασε την προσωπικότητά μας λες και ήταν θεός που όμως δεν ήταν.   


 Γαβριήλ Παναγιωσούλης 

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Μια επίκαιρη Ανάρτηση...

Από Δευτέρας 24/3/14  θα λείψω για μερικές ημέρες θα πάω μόνος μου έξω από την πόλη για να αναπνεύσω αέρα χωρίς τσιμέντο, έτσι για να ξαναβρώ τον εαυτόν μου, να βάλω τους συλλογισμούς μου σε κάποια τάξη αν ποτέ είναι δυνατόν. Τέλος της εβδομάδος θα είμαι πάλι μαζί σας.
Η φώτο είναι 2012


Μια επίκαιρη ανάρτηση, σχετικά με αεροπορικά ταξίδια.


Στο αεροδρόμιο της Ρώμης περίμενα σειρά να επιβιβαστώ σε αεροπλάνο της Αλιτάλια για Νέα Υόρκη. Είχα φθάσει νωρίτερα με πτήση Αλιτάλια από Αθήνα
Ημερομηνία 11 Σεπτεμβρίου 2001. Κάποτε ήρθε το αεροπλάνο, ανεβήκαμε στους αιθέρες ο πιλότος ως συνήθως μας καλωσόρισε μας είπε την ώρα που περίπου θα φθάναμε στη Νέα Υόρκη. Στο σπίτι στη Νέα Υόρκη είχε μαζευτεί όλη η οικογένεια και με περίμεναν να κόψουμε την τούρτα γενεθλίων της εγγονής μου.
Είχαμε περάσει τις ακτές της βόρειας Γαλλίας και πετάγαμε πάνω απ’ τον ατλαντικό, όταν  το αεροπλάνο έκανε μια απότομη στροφή 180 μοιρών κι αντί να πετάμε προς το μονοπάτι της δύσης του ήλιου όπου βρίσκεται η Αμερική πετάγαμε αντίθετα προς ανατολάς. Σε  μια αγγλική γλώσσα που με το ζόρι καταλάβαμε τι έλεγε μας ανακοίνωσαν, πρέπει να γυρίσουμε πίσω στη Ρώμη.
Οι επιβάτες με τρόμο κοίταγαν ο ένας τον άλλο στα μάτια,σα να ζητούσαν θάρρος από τον διπλανό τους,  μερικοί σηκώθηκαν όρθιοι, τα κινητά μπήκαν αμέσως σε ενέργεια, ήταν τέτοια η οχλοβοή όπου δεν έβρισκες άκρη. Σε   μια στιγμή γίναμε όλοι θεοφοβούμενοι, θρήσκοι, μια κοπέλα Ελληνίδα στο απέναντι κάθισμα είχε κατεβάσει το κεφάλι και δεν σταμάτησε   κάθε πέντε λεπτά να σταυροκοπιέται να προσεύχεται και να ανοίγει κάτι φυλαχτά, εικόνες.
Ότι και να έλεγες δεν ακουγόσουν, άλλοι φώναζαν για βόμβα, σε μια στιγμή φάνηκαν οι ακτές της βόρειας Γαλλίας, λέω αν ήταν κίνδυνος  βόμβας θα μας κατέβαζαν στην Γαλλία.    Έτσι φτάσαμε στη Ρώμη ήταν νύχτα βγήκαμε έξω, γινόταν χαμός, πάω στη εταιρία λέω τι να κάνω, που να πάω; Μου απαντούν να πας στο προξενείο σου, να λάβεις οδηγίες, άντε να βρεις άκρη. Μετά άλλαξα τακτική λέω θέλω να πάω Ελλάδα, πράγματι με έβαλαν σε αεροπλάνο για Αθήνα όπου φτάσαμε μετά τα μεσάνυκτα. Χαράματα έφτασα στο σύνταγμα, μέχρι να βγει ο ήλιος πήγα στην Πλάκα σε ένα παλιό ξενοδοχείο, δεν κοιμόταν κανένας ήταν κρεμασμένοι όλοι στην τηλεόραση, και τότε μόνο έμαθα τα καθέκαστα για την καταστροφή των διδύμων πύργων. Πήγα σε ένα δωμάτιο να ξεκουραστώ, αφού ξημέρωσε πήγα σε σπίτι φίλου, στην γλυφάδα, έκανε μια ζέστη αποπνικτική…


 Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Χωρίς Μάσκα


Χωρίς Μάσκα
Καλώς μας ήλθαν οι  μάσκες του καρναβαλιού,  με τις  παρωπίδες  της αλαζονείας, δεν ξέρω όμως μήπως είναι και της αγνωσίας, αυτές που φορούν οι υποτιθέμενοι όταν εκφράζονται, εάν ποτέ.
Νόμιζαν ότι φόραγα κι εγώ μια τέτοια μάσκα.
- Έλα  λοιπόν βγάλτην να δούμε ποιος είσαι ρε παιδί μου.
-Μα δεν φορώ είναι τα μούτρα μου τέτοια,
-Α!      
-Απίστευτο δεν γίνεται να βγαίνεις στην πιάτσα και να μην φοράς μάσκα, αυτή που αρέσει της κοινωνίας μας, μιας δικής μας συμπεριφοράς…
-Μα βγες παραέξω αναμίξου με την κοινωνία, γίνε κι εσύ σαν τους άλλους αυτούς με τις αλυσίδες, τις πλατιές γραβάτες και τα παχιά λόγια.
 -Αυτό  δεν γίνεται μου φαίνετε τόσο δύσκολο, δηλαδή χάνω τον εαυτόν μου.
αλλά,  πάλι δεν ξέρω, μήπως κάνω λάθος;   

Όπως πάντα την  νύχτα εκείνη που με συνέλαβαν δεν φορούσα μάσκα, την είχα αφήσει κάτω απ’ τα σκεπάσματα στην θαλπωρή του αχυρένιου στρώματος πίσω στο χωριό μου.
Λάθος μου.
 Γαβριήλ Παναγιωσούλης


Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Αποχαιρέτα τη Νέα Υόρκη

 Καταιγίδα Σάνδυ,  Οκτώβριος 2012  

Είναι μια συνήθεια όπου όλοι εμείς οι παλαιοί μετανάστες να συναντιόμαστε έστω και μια φορά την εβδομάδα να λέμε τα δικά μας, μια και η ηλικία όλων μας ταιριάζει.  
Στην αρχή το γραφείο του φίλου Μάκη Τζιλιάνου (τόπος συνάντησης) γέμιζε από συντοπίτες πολλά τα άτομα, λέγαμε τα δικά μας, θορυβούσαμε σαν μελίσσι,  πολλοί είχαν κάνει λεφτά, είχαν κτίσει σπίτια πίσω στην Ελλάδα, στα χωρία τους, είχε ικανοποιηθεί το υλικό μέρος από το όνειρό τους. Μετά ήρθαν τα γεράματα, η σύνταξη, η μοναξιά, οι ανημποριές, τότε είναι που θυμάσαι τον τόπο που γεννήθηκες ακόμα πιο πολύ, το περιβάλλον ακόμα ξένο, οι γειτονιά μιλά άλλη γλώσσα,  τα παιδιά μας γεννημένα στο εξωτερικό ο τρόπος σκέψης τους, τόσο διαφορετικός. Μετά οι συντοπίτες, οι φίλοι και γνωστοί άρχισαν να λιγοστεύουν, κάθε ένας έφευγε αθόρυβα  για τον άλλο κόσμο. Μέσα σε λίγα χρόνια μείναμε τόσο λίγοι ώστε να μετριόμαστε στα δάχτυλα του ενός χεριού.  Είμαστε η γενιά του Β! παγκοσμίου πολέμου, του εμφυλίου.
 Χθες λοιπόν Σάββατο 15 Μαρτίου 2014 συναντηθήκαμε ο Ντένης Κονταρίνης η αφεντιά μου και ένας ακόμη Κεφαλήν φίλος στο γραφείο του Τζιλιάνου Αστόρια Νέα Υόρκη, ήπιαμε καφεδάκι, μετά θυμηθήκαμε τους τόσους πολλούς συμπατριώτες που έφυγαν, τότε ο Μάκης βγάζει ένα ποίημα που είχε γράψει, μου  το χάρισε οπότε το δημοσίευσα εδώ.   




                                       Εγγονός και Γιαγιά 2012

        ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑ ΤΗΝ, ΤΗ  ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ

       Αποχαιρέτα τη Νέα Υόρκη δίχως κλάματα,
δεν έχει να προσφέρει τίποτε άλλο.

       Αποχαιρέτα  τη Νέα Υόρκη στα γεράματα,
       χωρίς τρεμούλα ή πανικού το σάλο.

       Τις γέφυρές της διάβηκες μ’ οχλοκρατία
       κι έμπορος ζούσες με τα κέρδη ποσοστών.

       Τη θέλησή σου στέργιωσες μ’ ελευθερία
       πλούσια την έστησες σε βάθρο σα θεόν.

       Αν έχεις τ’ άγαλμά της σαν παλλάδιο,
       στον κάτω κόσμο πας δίχως φυλλάδιο,
       μόνο με βάρος σώματος γραβατωμένου!.
      
       Κι εσύ, μ’αυτούς που φεύγουν φτωχοί και ζόρκοι,
       μ’ ένα μυαλό καταφερτζή, πάντα κολασμένου,
       μέσα στα φώτα, αποχαιρέτα την, τη Νέα Υόρκη.


Μάκης Τζιλιάνος

Γαβριήλ  Παναγιωσούλης   

        






Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

To Καταφύγιο!



                                         Το καταφύγιο

 Ένα δάκρυ κύλησε απ τα μάτια του πέρασε απ τα χείλη του, γεύτηκαν την αρμύρα του κι έπεσε πάνω στην σελίδα χαρτιού, αυτή που έγραφε.
Τα γράμματα τρομαγμένα διαλύθηκαν, άπλωσαν γίνανε κηλίδες πολύγωνες ανομοιόμορφες σαν κομματιασμένος καθρέφτης, κοίταξε μέσα και είδε τον εαυτόν του χαμένο σε πυκνή ομίχλη φορώντας ένα κόκκινο σακάκι. Κάλεσε τον μανιάτη λες και ήταν ο Μάντης Κάλχας,
Κακά μαντάτα  θάχουμε τούπε. Ο  καπετάνιος τους, ο καπετάν Ιωακείμ  άλλαξε βαπόρι και πνίγηκε βόρειος Ατλαντικός.
Χαμένο   τα βαπόρι στην ομίχλη, το κρύο περόνιαζε μέχρι τα κόκκαλα, τράβηξε την κουβέρτα απ’ το ντουλαπάκι κι έπεσε ο  καθρέφτης, αυτός που τούχε χαρίσει Λεϊλά. Θυμήθηκε τα λόγια της.  Ήταν τόσο μακριά του! Κοίταξε γύρω του, το πέλαγος  τους είχε τυλίξει σε ένα πέπλο ομίχλης. Φτάνοντας στον ειρηνικό ωκεανό σε λιμάνι του Ελ Σαλβαδόρ ο Λευτέρης  φίλος του πνίγηκε, κολυμπώντας.    
 Η Οδέτη έγραψε την επιστολή την έκλεισε σε φάκελο, καθιστή στην καρέκλα έβαλε τον καθρέφτη στα πόδια της επάνω, έγραψε τον παραλήπτη και χτύπησε δυνατά για να κλείσει ο φάκελος.  Ο καθρέφτης θρυμματίστηκε. Κακό σινιάλο είπε 7 χρόνια κακιά τύχη θάχουμε. Η είδηση ήρθε με τηλεγράφημα, σκότωσαν τον αδελφό της  εν πλω στον Ατλαντικό ωκεανό. Οι γυναίκες μαζεύτηκαν στο σπίτι να ψάλλουν το Άβε Μαρία. Κοίταξε γύρω του, ένα καταπράσινο πέλαγος ζούγκλας τους έκλεινε στην αγκαλιά του.
 Πήρε  το αυτοκίνητο βγήκε στην πιάτσα, ένας αμερικανός τουρίστας τον σταμάτησε, μαζί με την πληρωμή τούδωσε και μια εικόνα του Ιησού με την λεζάντα: δεν ήταν κανένας πλούσιος μα ήταν Θεός.
Γυρνώντας ξάπλωσε στην αιώρα του, η ζέστη τον έπνιγε, προσπάθησε να συγκεντρωθεί.
Δεν τα κατάφερε, ζήτησε καταφύγιο στη γυναικεία αγκαλιά, χωρίς να ξέρει ότι ήταν προσωρινό.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης


Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Έτσι απρόσμενη:



Έτσι απρόσμενη


Έτσι απρόσμενη  ήρθε η πρόσκληση, θα εορτάσουμε την καθαρή Δευτέρα στις 10 του Μάρτη μια και η καθιερωμένη Δευτέρα 3 Μαρτίου ανεβλήθη ένεκα που περίμεναν χιονοθύελλα. Εδώ δεν έχουμε την πολυτέλεια να πηγαίνουμε στην ύπαιθρο ή να πετάμε χαρταετούς ένεκα που το κλίμα δεν το επιτρέπει.
Πολύς ο κόσμος, φίλοι, γνωστοί μα και πολλοί άγνωστοι, ευχάριστο περιβάλλον πολλά τα σαρακοστιανά εδέσματα,  δυο κιθαρωδοί μας ακομπανιάρανε με τα τραγούδια τους. Όλως εκτάκτως καθ’ οδό προς το αεροδρόμιο  μας επισκέφτηκαν κι τραγούδησαν Λυρικοί ερμηνευτές από την Ελλάδα, μαζί  με τον συνθέτη Παναγιώτη Καρούσο απ’ την Πύλαρο Κεφαλονιάς  όπου είχαν έρθει να παρουσιάσουν την Ελληνική όπερα ο Προμηθέας Δεσμώτης υπό την αιγίδα της UNESCO.



Πως τα φέρνει η τύχη,  έδωσα γνωριμία με τον συνθέτη Καρούσο, είμαστε και οι δυο από το ίδιο μέρος.



MΕ το κόκκινο πουκάμισο ο Καρούσος

Γαβριήλ Παναγιωσούλης


Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

ΙΧΝΗ


Εγώ του σερβίρισα καφέ, αυτός κάθισε στο σκαμπό, φαινόταν θαλασσοδαρμένος άνθρωπος γεμάτος ρυτίδες, με κοίταζε με περιέργεια.    Με   σκιτσάρισε πάνω σε μια χαρτοπετσέτα,  όταν τελείωσε μου την έκανε δώρο κι έφυγε. Τότε  σταμάτησα και  κοίταξα την πόρτα από όπου είχε φύγει,. Δίπλωσα την χαρτοπετσέτα και την έβαλα στην τσέπη μου.
Σκέφτηκα   ποιος νάταν, γιατί  το έκανε; Μετά κατάλαβα ότι ιχνογράφησε ένα  κομμάτι της ζωής μου, ήταν τα πρώτα μου βήματα στην πόλη της Νέας Υόρκης, ίσως να είχα πάνω μου την αθωότητα του ταξιδευτή, αυτήν που υπόσχονται τα  όνειρα, αυτά που βγαίνουν από επιφανειακές εντυπώσεις αυτών με τις πλατειές γραβάτες και τις χρυσές καδένες.
Ή ακόμα να είχα  και ίχνη από αλάτι, ή να ήμουν στα μάτια του, τόσο διαφορετικός από την υπόλοιπη κοινωνία!
Φύλαξα την χαρτοπετσέτα μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου!       Τα χρόνια διάβηκαν, κι αυτή υπάρχει ακόμα!   
Γαβριήλ  Παναγιωσούλης   

  

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

H Δύναμη της Αγάπης, ένα μικρό Αριστούργημα!

                                                   






















Παρακαλώ να δώσετε προσοχή στο μικρό αυτό αριστούργημα. Είναι η ψυχή μιας ερωτευμένης γυναίκας που βάζει μάρτυρα τον Χριστό για να κερδίσει τον αγαπημένο της και τι πιο παράξενο, ο Χριστός  της απάντησε!    
…………………………………
Μπροστά στα θεϊκή του μορφή 
Ήρθαν οι δυο εραστές
Η Ινές, έβαλε τον Μαρτίνεζ
Ν’ αγγίξει  τα άγια  πόδια του σταυρωμένου,
Ρωτώντας τον:
-Ντιέγο  ορκίζεσαι
όταν γυρίσεις να με παντρευτείς; 
Απάντησε ο νεαρός.
Ναι,  ορκίζομαι.
Και οι δυο βγήκαν έξω απ τον ναό.
 …………………………………………

Η σκηνή σε αίθουσα δικαστηρίου 

-Γυναίκα, τι θέλεις;
-Ζητώ δικαιοσύνη, κύριέ μου.
–Για ποιο λόγο;
-Για ένα κόσμημα που μου έκλεψε.
-Τι κόσμημα;
-Την καρδιά μου.
-Εσύ την έδωσες;
-Του την δάνεισα.
-Και δεν στην ξαναγύρισε;
-Όχι.
-Έχεις μάρτυρες;
-Κανένα.
-Σου υποσχέθηκε;
-Ναι, μα το Θεό, πριν αναχωρήσει απ’ το Τολέδο δέθηκε με όρκο.
-Ποιος είναι αυτός;
-Ο Ντιέγο Μαρτίνεζ.
-Ευγενής;
-Και καπετάνιος, Κύριε.
-Να παρουσιαστεί ο καπετάνιος, να τηρήσει την υπόσχεσή του αν ορκίστηκε.
……………………......................................................
-Εσύ είσαι ο καπετάν Δον Ντιέγο;
ρώτησε ο Δον Πέδρο, εσύ;
Ήρεμος και νηφάλιος απάντησε ο Ντιέγο Μαρτίνεζ.
-Εγώ είμαι.
-Γνωρίζεις αυτό το κορίτσι;
-Πάνε τρία χρόνια, αν δεν κάνω λάθος.
-Της έδωσες όρκο να γίνεις άνδρας της;
-Όχι.
-Ορκίζεσαι ότι δεν της έδωσες όρκο;
-Ναι, ορκίζομαι.
-Τότε, πήγαινε στην ευχή του Θεού.
-Λέει ψέματα φώναξε η Ινές κλαίοντας, κατακόκκινη με πείσμα.
-Γυναίκα σκέψου τι λες;
-Λέω, ότι λέει ψέματα, μου ορκίστηκε.
-Έχεις μάρτυρες;
-Κανένα.
-Καπετάνιε μου πήγαινε στην ευχή του Θεού και συγνώμη που αμφέβαλα για την τιμιότητά σου.
Γύρισε την πλάτη ο Μαρτίνεζ με μια άγρια ικανοποίηση και η Ινές που τον είδε να φεύγει πετάχτηκε πάνω και δυνατά φώναξε:
-Φωνάξτε τον, έχω ένα μάρτυρα.
-Φωνάξτε τον για άλλη μια φορά κύριε!
………………………………….........................................................
Σούσουρο ακούστηκε από το ακροατήριο.
-Και η Βάργας εξακολούθησε:
-Έχω ένα μάρτυρα ο οποίος λέει την αλήθεια και το δίκιο.
-Ποιον;
-Ένας άνδρας ο οποίος από μακριά άκουε τα λόγια μας, κοιτάζοντάς μας από ψηλά.
-Ήταν σε κανένα μπαλκόνι;
-Όχι, ήτανε μαρτυρικά σταυρωμένος και πάει καιρός που πέθανε.
-Τότε είναι νεκρός;
-Όχι, ζει.
-Είσαι τρελή, ο Θεός ζει.
-Ποιος ήταν;
-Ο Χριστός του la Vega που μπροστά του ψευδομαρτύρησε.
………………………………………………………………..
-Ο νόμος είναι νόμος για όλους, ο μάρτυράς σου είναι ο καλλίτερος, για αυτούς τους μάρτυρες δεν υπάρχει άλλο δικαστήριο από τον Θεό, αλλά εμείς θα κάνουμε ότι ξέρουμε.
Γραμματέα, με το πέσιμο του ήλιου θα πάρεις κατάθεση του Χριστού που είναι στο La Vega.
……………………………………………………………………
-Ιησού, γιε της Μαρίας, παρουσιάζεσαι μπροστά μας σήμερα σαν μάρτυρας κληθείς από τον στόμα της Ινές του Βάργας.
Ορκίζεσαι ότι είναι αλήθεια ότι μια μέρα μπροστά στη δική σου θεϊκή μορφή ορκίστηκε στην Ινές ο Ντιέγο Μαρτίνεζ να την νυμφευθεί;
……………………………………………………………..
Από τους μακρινούς αιθέρες ακούστηκε μια βαθιά υπεράνθρωπη φωνή,
Ναι, ορκίστηκε…
Δειλά ύψωσε ο όχλος το βλέμμα στην άγια εικόνα. Είχε ανοιχτά τα χείλη κι ένα ξεκάρφωτο χέρι…

Μετάφραση,
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

Συγγραφέας José Zorrilla
Nació en España 1817 
-