Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Το Γράμμα!

Σε όλη μου την ζωή έχω ταξιδέψει με καράβια πολλά χρόνια, με αεροπλάνα πολλές φορές. Με αυτοκίνητο κάθε μέρα, αλλά μια φορά ταξίδεψα και με τραίνο, από όπου και η ιστορία που σας παραθέτω πιο κάτω:

                   Το Γράμμα! -
Έλα ήλιε μου πούσε σπουδαγμένος να μου διαβάσεις τι μου λέει τούτο εδώ το  γράμμα.
-Είναι   από το Λος Άντζελες της Αμερικής,  λέει άμα βρεθεί γαμβρός να παντρευτείς  αυτός σου έχει  στην άκρη την προίκα σου να σου την στείλει:
 -Πόσα λέει  γιε μου;
-Εδώ λέει 500.00 κανονικά σύμφωνα με την αριθμητική διαβάζοντας τα μηδενικά από δεξιά προς τ’ αριστερά,  πρέπει να λέει πενήντα χιλιάδες. Αλλά με προβληματίζει κι αυτή η τελεία.
-Πω, πω λεφτά!!
Με φίλεψε ένα κομμάτι ξερή μπομπότα τηγανισμένη σε ελαιόλαδο που έμοιαζε με παντεσπάνι, ζήτησα να πιώ νερό «το θεώρησε τιμή της» άνοιξε τα αρμάρι και μούφερε ένα ποτήρι γυάλινο τόσο φτενό, «αυτό που φύλαγε για επισκέπτες ή σπουδαία πρόσωπα»,  όπου καθώς το δάγκωσα έσπασε, φοβήθηκα,  έφτυσα και την μπομπότα.
-Μην  το μολογήσεις σε κανέναν για το γράμμα, μούπε.
Την καληνύχτισα κι έφυγα.
Στο χωριό βασίλευα η αναρχία κυνηγούσαν τους ανθρώπους  λες και ήταν λύκοι…
Η τύχη τάφερε να συναντηθούμε στο Λος Άντζελες, εγώ θαλασσοβρεγμένος,  παιδί αμούστακο, αυτός φερμένος στην Αμερική προπολεμικά.  Ήταν μια Κυριακή 12 Μαρτίου το 1951, έφθασα στο λιμάνι αυτό προερχόμενος από Βέλγιο με βαπόρι φορτωμένοι παλιοσίδερα.      Συναντηθήκαμε σπίτι του αφού πήρα ταξί  κατά τις 7 το βράδυ καθίσαμε να φάμε αρνί γκιουβέτσι μούπε ότι τόφτιαξε προς τιμή μου, για να με καλωσορίσει. Έκατσα  μαζί του στην Σάντα Μόνικα  μέχρι τέλος του μήνα με πήγε στην Αγιά Σοφιά, στα διάφορα στούντιο του Χόλυγουντ όπου είδα στα πεζοδρόμια ή αυλές των στούντιο ονόματα αστέρων εντοιχισμένα ανάγλυφα
 Ήταν ο άνθρωπος που είχε στείλει το γράμμα.
Έτσι μια πρωταπριλιά πήρα το τραίνο από Λος Άντζελες για Νέα Υόρκη, ήταν Κυριακή.  
    
 Πάνε  πολλά χρόνια από τότε, ήταν η  4η Απριλίου ταξίδευα σ’ ένα τραίνο για 72 ώρες. Είχα ένα ρολόι του χεριού το είχα αγοράσει απ’ το Ρίο Της Βραζιλίας και ήμουν τόσο ανήσυχος και νευρικός αν και αμούστακο παιδάκι που κάθε λίγο και λιγάκι το κούρδιζα μέχρι που το έσπασα. Η διπλανή μου μια κοντούλα γυναίκα μου τόλεγε μην το κουρδίζεις τόσο θα το σπάσεις. Όχι δεν ήξερα την γλώσσα  εκτός από μερικές ολίγες λέξεις, όμως ήμουν τόσο αποχαυνωμένος από αυτά που συμβαίνανε  γύρω μου ώστε δεν είχα ησυχία, κοίταξα την μηχανή τα βαγόνια του τραίνου έγραφε  Santa Fe,   El Capitán  κι εγώ επιβάτης λες και ήταν το orient express που όμως δεν ήταν αλλά ένα τραίνο που με έφερνε στο Σικάγο.  Εκεί  αλλάξαμε σταθμό στο La sale station  κι από εκεί μας μετέφεραν σε άλλο τραίνο της New York Central όπου φθάσαμε στο    Grand Central Station, της Νέας Υόρκης,   ήταν μέρα Τετάρτη, 4 Απριλίου 1951.    
Αλλά πάλι το τραίνο δεν έμοιαζε με καράβι, ταξίδευα  τρία  εικοσιτετράωρα  κοιτώνας απ’ το παράθυρο, στην αρχή έβλεπα πράσινους κάμπους με πορτοκαλιές, μετά  αχανές εκτάσεις και με τα μάτια της φαντασίας μου αποτύπωνα το  Wild West   που κάποτε έβλεπα στις καουμπόικες μαυρόασπρες  ταινίες.
Μόνο έλειπαν οι ινδιάνοι! 
Ήταν ένας χρόνος  όπου διαμόρφωσε κατά κάποιον τρόπο το ποιος είμαι σήμερα, (την τύχη μου)

Θυμούμαι την αθωότητα του τότε όχι μόνο την δική μου, μα και αυτών που άφησα πίσω στην Ελλάδα, αυτών που χάθηκαν, αυτών που βασιζόταν πάνω μου, αυτών που με κατευόδωσαν με τόση αγάπη, αυτών που   δεν ξαναείδα ποτέ, αυτών που γελάστηκαν στις προσδοκίες των.

Σήμερα το φιλοσοφώ και σκέπτομαι την συνεχή  μετακίνησή  μου καβάλα στης  θάλασσας την αγκαλιά, μα και σε στεριά, σε μέρη άγνωστα, σε ζούγκλες και τσιμεντουπόλεις σε πρωτόγονες κοινωνίες μα και σε αυτές που σε θωρούσαν αφ’ υψηλού, λες και ήταν η μαντάμ Σουσού,  (του ψαθά)  για πολλά, πολλά χρόνια.    

Γαβριήλ  Παναγιωσούλης     


Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Το Μαγεμένο Αρτόδενδρο

                                          Το μαγεμένο  Αρτόδενδρο

Το κορίτσι και τ’ αγόρι προχωρούσαν αγκαλιασμένοι στη ζούγκλα με οδηγό τους τ’ αχνάρια του  μονοπατιού  που είχαν αφήσει τα τεράστια ξανθά μερμήγκια, αυτά που ξεγύμνωναν τα δένδρα από τα φύλλα τους. Στα χέρια τους κρατούσαν  «ματσέτες» κι άνοιγαν δρόμο στην πυκνή βλάστηση. Σε κάθε τους βήμα με το θρόισμα των θάμνων σηκωνόταν κουνούπια σα σύννεφο κι επιτίθεντο.
Για προστασία είχαν δέσει στην πλάτη τους μακριά άδεια τσουβάλια,  έψαχναν για ξερόκλαδα   να ανάψουν φωτιά στην καλύβα τους  που ήταν φτιαγμένη από κορμούς δένδρων. Η σκεπή ήταν πλεγμένη από φύλλα φοίνικα. Αλλά  πράμα παράξενο μερμήγκια δεν φαινόταν πουθενά.
-Μπορεί να τα έφαγαν οι ιθαγενείς, είπε το  κορίτσι.
Ένα τεράστιο δένδρο γεμάτο καρπούς φάνηκε μπροστά τους.
-Για κοίτα ένα αρτόδενδρο, είπε το αγόρι,
-Αυτό δεν είναι αρτόδενδρο αλλά το στοιχειωμένο δένδρο, λέγεται χίκαρα,   τα φρούτα του μοιάζουν σαν κολοκύθες αλλά στην πραγματικότητα είναι νεκροκεφαλές, είπε το κορίτσι…
-Είναι ο απαγορευμένος καρπός, σύμφωνα με την παράδοση των ιθαγενών Μάγια, ξανά είπε το κορίτσι. Εάν το κόψει γυναίκα φυτρώνουν μέσα της οι σπόροι του και μένει έγκυος…
-Καλύτερα  να γυρίσουμε είπε το αγόρι, που είχε αρχίσει να φοβάται.
Μου θύμισε τον εαυτόν μου παιδάκι. 
Έτσι όπως πήγαινα στο χωράφι ακόμα δεν είχε ξημερώσει καβάλα στο γαϊδουράκι πέρασα μπροστά από το εκκλησάκι του Αγίου Νικόλα, αυτό που ήταν απέναντι από τον δημόσιο δρόμο στα ξερά τοποθεσία της Πυλάρου.
Ένα μνήμα ανοιχτό κι ένας καλόγηρος μαυροσκούφης κατέβαινε   μέσα, τρόμαξα,  έμεινα πάνω στο σαμάρι απολιθωμένος, ο γάιδαρος άρχισε να κλωτσά με πέταξε ψηλά και μετά έπεσα στο χώμα, άρχισα να φωνάζω το γαϊδουράκι τόβαλε στα πόδια κι εξαφανίστηκε.
Μου είπαν ότι θα ήταν η οργή του θεού, δεν ξέρω,   αλλά μέχρι σήμερα επιμένω ότι το είδα.
Πέρασαν τα χρόνια, γύρισα πάλι στο χωριό, ξάπλωσα  πάνω σε ένα παλιό στρώμα του καναπέ, αλλά ένα σιγανό πήγαινε έλα δεν με άφηνε να κοιμηθώ, μόνος μου στο έρημο σπίτι σε αυτό που κάποτε γεννήθηκα, άνοιξα τα μάτια μου γύρω από το φως είχαν μαζευτεί ένα σωρό σαύρες κι έτρωγαν τα ζωύφια της νύχτας…
Κατάλαβα ήταν η παρέα μου, ήταν αυτές που ήρθαν να με συναντήσουν χαρούμενες για τον γυρισμό μου…
Μετά ήρθε μια αράχνη, άρχισε να υφαίνει τον ιστό της στην γωνιά της πόρτας μην ξέροντας ότι με το που θα άνοιγα την πόρτα θα γκρεμιζόταν όλοι οι κόποι της.    
Ξημέρωσε ακούστηκε η σφυρίχτρα του αγροτικού απ’ το Ληξούρι, έτρεξα να προλάβω να προμηθευτώ τα ζαρζαβατικά μου, φρούτα μα και κρασί άσπρο βοστιλίδι  απ’ τους πλανόδιους Ληξουριώτες που καθημερινά περνούσαν απ’ το χωριό.+ 
  

Γύρισα την σελίδα, σήμερα  βρίσκουμε, στη Νέα Υόρκη απ’  το παράθυρό μου βλέπω το χιόνι και  μου θυμίζει  τη μια, μα και δυο μα και τρεις διαφορετικές ζωές,  αυτές που  έγραψαν την ιστορία μου στην κεφαλή  μου επάνω, την ξύνω κι έρχονται στο φως εικόνες του τότε, λες και πέφτει  αστροπελέκι.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης 

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

To Σπίτι μου το Πατρικό:


Το σπίτι μου το Πατρικό:
Διαβάτης πέρασε φίλος, μούστειλε τις φωτογραφίες, από τα Μαρκάτα Πυλάρου, σήμερα 8 του Γενάρη 2017
Το κοιτάζω με καμάρι, το κοιτάζω και δακρύζω, το κοιτάζω και δεν το πιστεύω, είναι  το σπίτι που γεννήθηκα, λευκοντυμένο στο χιόνι, άρα γιατί;  Ποιον  να περιμένει μήπως εμένα; Ή μήπως ετοιμάζει κάποια κρυφή γιορτή και δεν μου το λέει;
Μα και η λεμονιά  μου στην κάτω δεξιά γωνία γεμάτη κίτρινα λεμόνια κι αυτή με περιμένει.
Δάκρυα μούρθαν στα μάτια κι ένα αιώνιο γιατί, είμαι τόσο μακριά του, άρα ποιος να φταίει;
Μια φωνή μου λέει:   
Μην το  ψάχνεις, μην ανακατεύεις το γιατί, αν το βρεις, θα είναι μια απίστευτη τραγωδία, αυτή που ζήσαμε όλοι μας τα πέτρινα χρόνια…

Και όμως είναι ο μαγνήτης μου, η νοσταλγία μου, η ζωή μου,  είναι το μέρος που πρωτάνοιξα τα μάτια μου, αυτό πρωτάκουσε την πρώτη μου λέξη μάνα…
Εδώ πάει και το Ποίημα του Γ. Δροσίνη
Ξένε που μόνος κι έρημος σε ξένους τόπους τρέχεις,
Πες μου ποιος είναι ο τόπος σου και πια πατρίδα έχεις;             
Γαβριήλ Παναγιωσούλης



Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

ΈΦΥΓΕ Ο ΜΑΚΗΣ

Ο καινούργιος χρόνος 2017, μπήκε φουριόζος, καβάλα στ’ άλογό του κι άρχισε να παίρνει ψυχές,
Πέρασε και πήρε την του φίλου μου του Μάκη Τζιλιάνου,
Η είδηση με τρόμαξε γνωριζόμαστε από πολλά Χρόνια, και όχι μόνο ήταν η καρδιά της Κεφαλονιάς στα ξένα, ήταν το σπίτι μας, πάντα με τον καλό του λόγο να μας συμβουλεύει σε νομικές υποθέσεις, μα και να μας προσφέρει την συνεργασία του σε οτιδήποτε είχε να κάνει με την Λογοτεχνία.
Ο Μάκης γεννήθηκε στην Πύλαρο Κεφαλονιάς το 1936, Σπούδασε στο Αργοστόλι, μετανάστευσε στην Νότια Αφρική 1960, ίδρυσε την Λογοτεχνική Συντροφιά, Γιοχάνεσμπουργκ, μετά από 7 χρόνια μεταναστεύει στις ΗΠΑ ίδρυσε την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών Αμερικής στη Νέα Υόρκη, της οποίας διετέλεσε πρόεδρος. Έχει γράψει πολλά βιβλία ποίησης, Θέατρο κλπ..
Το τελευταίο του βιβλίο «Αλλοιώσχημα» 100 Σονέτα εκδώσεις ΔΡΟΜΩΝ Αθήνα 2010
Πως ΝΑ ΓΥΡΙΣΩ ΣΤ’ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ
«Καπνόν Αποθρώσκωντα νοήσαι ης γαίης.»
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Α’ 58
Πώς να γυρίσω στ’ Αργοστόλι; Είμαι άγνωστος εκεί,
Εμπόδιο είμαι σα γέροντας με γνώση περιττή.
Δεν έχει χώρο πια για με. Είμ’ ένας ντόπιος ξένος!
Πώς να γυρίσω στ’ Αργοστόλι; Είμαι άγνωστος εκεί.
Θα’ ναι ο πόθος γυρισμού με χρήμα αγορασμένος
Κι η τωρινή γενιά προσβλέπει να κερδοσκοπεί…
Πώς να γυρίσω στ’ Αργοστόλι. Είμ’ άγνωστος εκεί
Εμπόδιο είμαι γέροντας με γνώση περιττή.
Νέα Υόρκη 17Χ07

ΤΟ ΔΙΦΡΑΓΚΟ
Ειδωτικά στη φαντασία
Το πεθαμένο είδωλο του και σαφώς
Μου θύμιζε ο πατέρας σαν βρεθεί νεκρός
Στα δόντια, δίφραγκο να του τοποθετήσω.
Τα μάτια του ανοιχτά, σαν άγαλμα ν’ αφήσω
Το φως τα’ Απόλλωνα να μπαίνει εντός του διαρκώς,
Να’ ναι στο μνήμα τα’ όνομά του, όχι σταυρός.
«Κι ησύχασε ο Πατέρας εν Αποδημία.»
Στα ψεύτικες μασέλες σφήνωσα το κέρμα,
Στις χούφτες στάρι, να’ ναι αιώνιος γεωργός.
Η μάνα μου όμως, πού του κήδεψε το σ’ωμα,
Την ένθεια σύντριψε ενουσία του, καθώς
-τα μάτια κλείνοντας- μ’ ένα παπά, απ το στόμα
Παίρνει αισχρά για το παρκόμετρο το κέρμα!
Μάκης Τζιλιάνος
Αιωνία σου η Μνήμη, φίλε, αδελφέ
Ήσουν της Κεφαλονιάς, και της Ελλάδος  ανεκτίμητο καμάρι δικός μας στυλοβάτης εδώ στα Ξένα 

 Γαβριήλ Παναγιωσούλης
LikeShow more reactions
Comment

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Ευτυχές το νέο έτος 2017



Εύχομαι στους φίλους-ες και αναγνώστες του ΠΥΛΑΡΟΣ  Χρόνια πολλά ο καινούργιος χρόνος να είναι γεμάτος  υγεία!
Ειρήνη στον κόσμο…


Να τα Πούμε;
Όχι,
Μας τα είπαν  άλλοι!
Α!!!

Γαβριήλ