Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Με τον ερχομό του Σεπτέμβρη



Στέρεψε η πηγή της έμπνευσης, ο νους έβαλε φραγμό στις σκέψεις σου, το σύστημα απάνθρωπο καταπιεστικό, σε συνθλίβει, κάτω από δικά του παράλογα αιτήματα για το πώς να κυκλοφορείς, να ζεις, αισθάνεσαι σα να πληρώνεις χαράτσι με το μόνο δικαίωμα να φέρεις το κεφάλι σου όρθιο πάνω στους ώμους σου.
Πως μπορείς να τα βάλεις με το σύστημα  όπου κάθε σου διαμαρτυρία, κάθε σου λογική ερώτηση  εκλαμβάνεται ως ανυπακοή στην μαζική σκέψη;
Και όμως όταν ήσουν νέος πλήρωσες ακριβά την άγνοιά σου η οποία συμβάδιζε  με την αθωότητά σου, τώρα που μέστωσες το σύστημα  σε ανέχεται σαν κάτι περιττό που δεν θα έπρεπε να υπάρχεις
Καταλαβαίνω ότι τα κατεστημένα δεν θέλουν ανθρώπους αλλά πρόβατα.


Αυτά για σήμερα


Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη



Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Η ΦΩΝΗ

                                                   
                                                  Η ΦΩΝΗ

-Μα τι ήρθες να κάνεις; Τώρα πια γέρος, δεν υπάρχει τίποτε από αυτά που άφησες, όλα άλλαξαν ακόμα και τα φαγητά, γύρισα να δω ποιος ήταν αλλά δεν είδα, 
-Μα δεν ήρθα,   απήντησα, στην φωνή.
-Με έφερε η ορμή, αυτή που είναι δεμένη με τον ομφάλιο λώρο, αυτόν που πέταξαν στην γη όταν γεννήθηκα, ξέρεις είναι σαν το κύμα της θάλασσας  σε αρπάζει και σε πηγαίνει όπου θέλει αυτό, αν πας κόντρα σε πνίγει, έρχεσαι προσκυνάς το χώμα, ονειροβατείς την παιδική σου ηλικία, μετά συνέρχεσαι και  φεύγεις  …
-Α! ώστε έτσι.
-Και δεν μου λες τα τόσα χρόνια που λείπεις τι κέρδισες;
-Άκουσα που σε φώναξε ένας δημόσιος υπάλληλος, αυτός που καθόταν στο γκισέ του,
-‘Μα μες το καλοκαίρι ήρθε και αυτός ο  «ανθρωπάκος» να βρει άκρη, εδώ γίνεται χαμός!  
-Μα   αυτό ακριβώς κέρδισα  εκεί που ζω, δεν με φωνάζουν ανθρωπάκο, αλλά Σερ!!!

-Α! -Και δεν μου λες εσύ που με ρωτάς ποιος είσαι;
Τόλμησα να ρωτήσω;
-Είμαι το βουνό αυτό που φύλαξε τον  αντίλαλο  της τότε παιδικής φωνής σου, δεν σε ξέχασα σε περίμενα…
Σε μια στιγμή κοντοστάθηκα, δάκρυσα, η αμφιβολία της συνείδησης   μου με έπνιγε,  όμως έκλεισα τις σκέψεις λες και είχα το καβούκι του κοχλία…  
-Προσκύνησα  το χώμα,  πήρα μαζί μου τις αναμνήσεις μου, ευχήθηκα στον εαυτόν μου και του χρόνου νάμαστε καλά πήρα το δισάκι μου στον ώμο μπαρκάρισα στο κίτρινο βαπόρι που έβαλε πλώρη για την μεγάλη στεριά και νάμαι πάλι εδώ στο σήμερα,   εν αναμονή για το αύριο, για τον επόμενο χρόνο με το καλό.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης