Τα σημάδια
Νεκρά είναι τα
πάντα, νεκρή είναι και η ψυχή του, αυτή που ο ίδιος δεν ήξερε καν ότι
υπήρχε. Νεκρές έμειναν και οι ανολοκλήρωτες λαχταριστές του
επιθυμίες, μαραμένος ο βασιλικός στη
γλάστρα, ξέφτισαν τα όνειρα, νεκροί όσοι τον αγάπησαν τότε, νεκρά γεμάτα
αμφιβολία αυτά που του έμαθαν όταν ήταν
μικρός, αόριστα ήταν και τα μελλοντικά
του σχέδια, αφού δεν είχαν καμία στερεή βάση.
Ο άνεμος φυσούσε με μανία, τον έπαιρνε κι αυτόν
μαζί του λες και ήταν χαρταετός, που όμως δεν ήταν, πετούσαν μαζί ψηλά στα
σύννεφα, τον έριχνε πάνω στους αφρούς της θάλασσας, τα κύματα τον νανούριζαν,
τον έκλειναν σε θαλασσινό κλουβί, και μετά τον πέταγαν σαν άχρηστο, όπου τον
τσάκιζαν πάνω στα κτιριακά μεγαθήρια, εκεί τον έκλειναν φυλακή. Δεν είχε ούτε
μια στιγμή για τον εαυτόν του, ούτε μια γωνιά γης να πανεμίσει.
Μετά ήταν οι σειρήνες, αναζητούσε την τρυφερότητα αντί αυτού έβρισκε
γυναίκες της μιας νύχτας, γυναίκες για ναυτικούς, κάθε χρώματος και φυλής,
γυναίκες πολλές, κάθε μια του είχε κλέψει κι από ένα κομμάτι της αθωότητάς,
σε κάθε λιμάνι κρυβόταν ένας
αναστεναγμός, μια πληγή, μια ιστορία. Οι περισσότερες του είχαν αφήσει και από
κάτι. Έτσι ένα κομματάκι της νιότης του έμεινε
εγκαταλειμμένο σε κάθε γωνιά του
πλανήτη, ποτέ του δεν είχε τίποτα το σταθερό, τίποτα δικό του.
Όχι, στο μακρύ διάβα του δεν βρήκε ούτε παπά, ούτε
εκκλησιά, ούτε ειρήνη, μόνο, αχ! πόσο άσχημα ηχεί η λέξη αντικείμενα προς
πώληση (εκμετάλλευση). Δεν άντεχε άλλο έπρεπε ν’
αλλάξει ζωή πριν να είναι αργά!
Μετά σαν άλλο
Οδυσσέα η θάλασσα τον ξέβρασε σε καταπράσινη ζούγκλα, εκεί βρήκε την Καλυψώ
του, περπάτησαν μαζί στο μονοπάτι των ξανθών μερμηγκιών, βαπτίστηκαν στης αγάπης τον θεό στα νερά
παραπόταμου Συλβίνου, ξάπλωναν σε αιώρα
κάτω από τα φύλλα μπανανιάς και μετρούσαν τ’ αστέρια της νύχτας. Συνήλθε, άλλαξε ζωή!
Τα χρόνια διάβηκαν
σήμερα θυμάται, αισθάνεται σα χαμένος,
Ψάχνεται, υποφέρει. Η νιότη έφυγε τα σημάδια έμειναν, από αυτά υποφέρει,
αχ! Αυτά τα άτιμα τα σημάδια, όπου και να γυρίσει, όπου και να στραφεί
ξεπροβάλλουν σα φαντάσματα μπροστά του, τον πληγώνουν, τίποτα το κοινό με το
σήμερα, με τους άλλους, με το περιβάλλον, με την καινούργια ζωή, πρέπει να το
παραδεχθεί, έλα όμως που η ψυχή δεν παραδέχεται; Δεν υπογράφει;
Τα σημάδια είναι
εκεί ζωντανά, τα ψηλαφίζει, τον πονούν, τον κατατρέχουν, το γιατί τον καίει,
σταματά στα χείλη του επάνω, δε βγαίνει, δεν φωνάζει, δεν βρυχάται, ποιος θα
τον ακούσει στην απόλυτο μοναξιά αφού δεν ξέρουν;
Αφού δεν υπάρχει
κανένας;
Κι όμως ελπίζει!
Γαβριήλ
Παναγιωσούλης