Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Μια Τριανταμία του Δεκέμβρη


Μια τριανταμία του Δεκέμβρη 1955, σαν μια οικογένεια είχαμε όλοι μαζευτεί στο καπνιστήριου του βαποριού, στη μέση του νότιου Ατλαντικού Ωκεανού. Με κάθε κούνημα του πλοίου  από τους εξαεριστήρες των δεξαμενών έβγαινε μια βρώμα σαν καμένη ζάχαρη. Πλημύριζε από βρώμα  το αριστερό πλωριό δωμάτιό μου σε Λίμπερτι τάνκερ, σα να  μου υπενθύμιζε κάθε λίγο και λιγάκι ότι είμαστε φορτωμένοι  Μελάσες, λες και δεν το ήξερα. Πηγαίναμε από Γαλλία για Νέα Ορλεάνη.  
Αυτή την βραδιά στο πέλαγος είχαμε στρωθεί όλοι στο τραπέζι παίζοντας 31 περιμένοντας να αλλάξει ο χρόνος. Και ήταν συνάδελφοι ναυτικοί από όλα τα μέρη της Ελλάδος, Από Κύμη Εύβοια, Κίμωλο, Αστυπάλαια, Ιθάκη, Σύρο, Ύδρα, Πελοπόννησο,   εγώ ήμουν ο μόνος Κεφαλλονίτης. Στις 12 ακριβώς, σταμάτησε το παιχνίδι, έφεραν ποτό και κεράσματα, ο καπετάνιος από την Σύρο κατέβηκε από τη γέφυρα, ευγενικός ήρθε    και μας χαιρέτισε όλους μαζί και τον κάθε ένα μας χωριστά. Με την ευχή: Και του χρόνου στα σπίτια σας.
Ήταν μια ευχή που δεν σήκωνε σκέψη, αν την σκεφτόσουν σε έκανε να κλαις.  
Μια τριανταμία του Δεκέμβρη, 1959 το πλήρωμα του βαποριού όσοι δεν είχαν βάρδια το έστρωσαν στην πόκα. Έπαιζαν με μανία, σα να μην υπήρχε το αύριο. Στον τζόγο χανόταν ο μισθός, όταν τελείωνε κι αυτός έπαιζαν τσιγάρα (κούτες) αυτά που έπαιρναν για την διάρκεια του ταξιδιού. Έπιναν συνέχεια καφέ και κάπνιζαν, βλαστημούσαν κι έλεγαν αν έκανα αυτό ή το άλλο. Φώναζαν και το καμαροτάκι τους σερβίριζε καφέ, άδειαζε τα τασάκια από τα αποτσίγαρα, του έδιναν βιδάνιο.
Κάποτε φθάσαμε στο λιμάνι, Puerto Cortez Honduras ο ήλιος μόλις είχε δύσει φαινόταν στον ορίζοντα οι τελευταίες του αχτίδες. Το πράτιγο μας περίμενε στον μόλο, δόθηκε ελεύθερη επικοινωνία, έτρεξα να ετοιμάσω το τραπέζι για τα μεσάνυχτα ώστε  πάνω στην αλλαγή του χρόνου να είναι όλα έτοιμα. Έβαλα πιοτό ουίσκι, καρύδια, μύγδαλα, σταφίδες, διάφορα γλυκά.
Τα χαρτόμουτρα έπαιζαν συνέχεια, δεν τους ενδιάφερε τίποτε άλλο.
Με έναν φύλακα του μόλου ήρθε μήνυμα, σε περιμένει το κορίτσι στην πύλη.   Απίστευτο δεν το περίμενα. Φτιάχτηκε μια παρέα από 6 άτομα, ο ένας ο Κίλγορ με την  γυναίκα του, αυτός είχε και ταξί, ο άλλος ένας Λιβανέζος με κατάστημα ρούχων, παλιός γνωστός μου, ακόμα και ένας Ληξουριότης Σπύρος  Αραβαντινός που είχε μείνει πράτιγος από άλλο βαπόρι. Στην αρχή πήγαμε κι αγοράσαμε κροτίδες για τα μεσάνυχτα, μετά πήγαμε για ποτό, αλλάξαμε στέκι, πήγαμε για χορό, τα μεσάνυχτα ξεχύθηκε ο κόσμος στους δρόμους, τα βαπόρια σφύριζαν, εμείς βγήκαμε στο δρόμο και βάλαμε φωτιά στα πυροτεχνήματα, ένα  έσκασε στα χέρια μου.
Ξενυχτίσαμε σαν ξημέρωσε έπρεπε όμως να πάω για δουλειά στο βαπόρι θα ψέναμε το πρωτοχρονιάτικο γεύμα.
Τα χαρτόμουτρα ακίνητα εκεί στο καπνιστήριο ακόμα έπαιζαν πόκα. 
Μια τριανταμία του Δεκέμβρη2010, εδώ στην Νέα Υόρκη, βάλαμε στο πικάπ παλιά τραγούδια της εποχής της νιότης μας μαζί όλη η οικογένεια, οι νεότεροι μας άφησαν να θυμηθούμε τα παλιά, τραγουδώντας πίνοντας με κέφι ξαναζήσαμε τις ρομαντικές στιγμές, αυτές που μας γέμιζαν την ζωή τότε που όλα ήταν σαν όνειρο, καθώς ξημέρωνε η πρώτη του Γενάρη καταλάβαμε ότι το όνειρο μας εξακολουθεί να υπάρχει  εδώ στην ΝΥ.      
Μια τριανταμία του Δεκέμβρη εδώ στην Ν.Υ.  γιορτάσαμε με ορχήστρα «Μαριάτσι» 2013
Σήμερα τριανταμία του Δεκέμβρη 2016 εξακολουθούμε να εορτάζουμε όπως τα παλιά κουτσοπίνοντας με μεζεδάκια ακούγοντας μουσική,  μαζεμένοι όλοι μαζί  στο σπίτι περιμένοντας να δούμε απ’ την τηλεόραση  την σφαίρα του χρόνου να πέφτει απ’ το Times Square, in New York city, για ν’ ανοίξουμε την Σαμπάνια και να ευχηθούμε ο ένας τον άλλο Ευτυχές το νέον έτος 2017… έτσι όπως κάνουμε κάθε χρόνο ένα οικογενειακό καλωσόρισμα του καινούργιου!!!   

  
Γαβριήλ Παναγιωσούλης





Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Νύχτα Χριστουγέννων


Στους αγαπητούς αναγνώστες, & επισκέπτες, φίλους και φίλες του 
ιστολογίου ΠΥΛΑΡΟΣ εύχομαι Χρόνια Πολλά κι έναν καινούργιο 
χρόνο 2017 ευτυχισμένο με καλή υγεία, μα και ειρήνη σε όλο τον 
κόσμο…  



Celebrating Christmas Night  2016 Bronx NY 

Χριστουγεννιάτικη Νύχτα 2016


Celebrando la noche buena 
 Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Καλά κι Ευτυχισμένα Χριστούγεννα

Παραμονή Χριστουγέννων, την περιμέναμε όπως, όπως να βγούμε στο χωριό να ψάλλουμε τα κάλαντα, να πούμε: Αρχίζοντας πάντα με την κάπως ευγενή προσφώνηση.
Χτυπάγαμε πόρτες
-Να τα πούμε;
-Όχι μας τάπαν άλλοι.
-Βρε πότε πρόλαβαν;
Έτσι με την ψυχή στο στόμα τρέχαμε νάμαστε οι πρώτοι, .  
(Καλήν  εσπέρα άρχοντας κι αν είναι ο ορισμός σας Χριστού την θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας. Χριστός γεννάτε σήμερα εν Βηθλεέμ τη πόλη, οι ουρανοί αγάλλονται  χαίρετε η φύση όλη...)
 Κι όταν τελειώναμε γυρίζαμε σπίτι με ότι μας είχαν φιλέψει.
Με τι χαρά μετράγαμε τις εισπράξεις μας, άσε που τις περισσότερες φορές μας έδιναν ένα κέρασμα ένα γλυκό, δυο καρύδια, αμύγδαλα  ή κάτι παρόμοιο…   
 Ανήμερα τα Χριστούγεννα  μας σήκωσε χαράματα απ’ το κρεβάτι,  η μάνα φύσηξε το κούτσουρο που είχε φυλάξει στη χόβολη ν’ ανάψει φλόγα, άναψαν τα ξύλα ζέστανε νερό στην φωτιά και μας έλουσε με σαπούνι πράσινο, μας μετέδωσε την αγάπη της, την στοργή της, την πίστη της, μας έστειλε στην εκκλησία να κάνουμε χρυσό δόντι.

 Σήμερα το Χριστουγεννιάτικο δένδρο γεμάτο λαμπιόνια, το πνίγουν τα πακέτα με τα δώρα ο κάθε ένας μας κάνει δώρο στον άλλον το τυλίγει προσεκτικά σε πολύχρωμα χαρτιά, του βάνει  και κορδελάκι με φιόγκο,  και τα στοιβάζει τόνα πάνω στ’ άλλο, μετά αρχίζει το γλέντι απ’ την παραμονή την Άγια νύχτα που λένε τα μεσάνυχτα ή όταν σταματήσουν να γλεντούν τρέχουν ξεθεωμένοι κι ανοίγουν τα δώρα, ο ντενεκές των σκουπιδιών περιμένει δίπλα, πετούν τα περιτυλίγματα, τα κορδελάκια τους φιόγκους,  κρατούν τα δώρα και κάνουν γκριμάτσες σύμφωνα με το αν τους άρεσαν τα δώρα ή όχι.
Από ευγένεια λένε κι ευχαριστώ.  
                                                                                                                      
 Πως άλλαξε ο κόσμος αλλάξαν οι καιροί, άλλαξε η κοινωνία κι εμείς να επιμένουμε στα παλιά!  
Γαβριήλ Παναγιωσούλης  


Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Ένα Ψυχολογικό άρθρο, original, δικό μου!

                             Ο λαβύρινθος της ψυχής, 

Έξω κρύο τρομερό, η θαλπωρή αυτή που αναδίδεται από την ζέστη του καλοριφέρ αυτό που ο ατμός του διαρρέει  από την βαλβίδα του πλέκει έναν ιστό αράχνης και μετά διαλύεται,  όλα αυτά αν και άψυχα βαρέθηκαν να με βλέπουν. 
Οι  φίλοι οι συνομήλικοι, όσοι δεν πήγαν στον Αχέροντα και  υπάρχουν ακόμα ο κάθε ένας παίζει τον δικό του ρόλο,  απομακρυσμένοι στα τέσσερα  σημεία του ορίζοντα.
Το  παρελθόν κι αυτό σιγή λες και είναι πεθαμένο. Ψάχνω για το σήμερα προσπαθώ, ανακατεύω, κοιτώ γύρω μου, κανένας, τίποτα, θυμούμαι το πρώτο μου βιβλίο, «Το Αλφαβητάρι,»  μετά το δεύτερο «Κρινολούλουδα,»    μετά μου δώρισαν το «Ρωβινσόν Κρούσος,»  μετά «Στη Χώρα των Αδαμάντων,»  μετά το «Άπασα-Ύλη,»  ο χρόνος σταμάτησε τη σκέψη λες και την έθαψε, όμως δεν είναι δυνατόν αφού δεν υπάρχει φέρετρο, ξάφνου η επιγραφή με τύφλωσε!
Ενθάδε κείται.
Βλέπω ένα  φέρετρο, η περιέργειά μου φουντώνει,  άρα τι νάχει μέσα;
Δεν τολμώ να κοιτάξω,
Αλλά να, γράφει απ’ έξω το περιεχόμενό του.
Χαίρομαι, επιτέλους θα μάθω  ποιος νάνε μέσα, μια κολλημένη κόλα χαρτί εκεί που συνήθως  βάζουν το γυαλί για να φαίνεται το κουφάρι   γράφει:
Ενθάδε κείται, το παρελθόν, οι αναμνήσεις, η ιστορία του τόπου σου,  μα και ο πηλός αυτός που με θαλασσινό νερό έπλασε τον χαρακτήρα σου,  που  δεν ενδιαφέρει  πια  κανένα… 
Μετά ξύπνησα.
Ουφ!  Αναστέναξα,  νόμιζα ότι θα ήταν κάτι χειρότερο! 

Αλλά ευτυχώς όλα αυτά ήταν όνειρο από αυτά που σε τυραννούν τις νύχτες αυτές που πασχίζεις να νικήσεις τα στοιχειά αυτά που ανεβαίνουν στην σκεπή λες και είναι καλικάντζαροι λες και προμηνύουν Χριστούγεννα, που το ημερολόγιο λέει ναι,  έρχονται Χριστούγεννα,   αλλά πάλι ίσως να είναι ανθρώπινες ξεχασμένες ψυχές αυτές που ψάχνουν να σε βρουν... αλλά γιατί;  Αφού ο μήνας τούτος ανήκει στα Χριστούγεννα!!  

Η αλήθεια είναι ότι με προβλημάτισε αυτό το όνειρο… αλλά αν και κρύο βγήκα έξω κοίταξα για τον ήλιο, ντράπηκε και κρύφτηκε στα σύννεφα, μετά έψαξα  και βρήκα λουλούδια των τροπικών  με πολύ πράσινο, αυτά που έρχονται από μακριά, τάχαν κλεισμένα σε γυάλα,  αυτά που κάποτε  σφράγιζαν την πόρτα του παραδείσου,  τα μύρισα και τάβαλα στο ανθοδοχείο, έτσι  κατάλαβα ότι  η ζωή συνεχίζεται… 
Γαβριήλ Παναγιωσούλης 


Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Με το Πνέυμα των Ημερών!

Με  το πνεύμα των ημερών…
Χριστούγεννα,  χαμένα  σε μια  μεταπολεμική  παγκοσμιότητα όπου όλοι προσπαθούσαν να επιζήσουν, άλλοι ψάχνοντας σε χαλάσματα άλλοι πηδώντας τον τοίχο των συνόρων αυτόν που είχαν φτιάξει οι άνθρωποι..  
Μια που είναι ο μήνας των Χριστουγέννων σας παραθέτω μια ιστοριούλα  με το βαπόρι Λίμπερτι «ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ»  του Βεργωτή  που ήμουν πλήρωμα είναι το ίδιο της φωτογραφίας ήταν 1950-


Ένας άνδρας ώριμος κάπως πενηντάρης, μια γυναίκα λεπτή πλάι του κι ένα κοριτσάκι  θάταν κάπου 8- 9 χρονών.
 Περπατούσαν στο μόλο και κοίταζαν το βαπόρι, έκανε κρύο, ο άνδρας φορούσε πανωφόρι σε ένα χρώμα λαδί καρό,  είχε τυλιγμένο το λαιμό του με  κασκόλ, στο κεφάλι φόραγε ένα μπερέ,  η γυναίκα και το παιδάκι ακολουθούσαν, φαινόταν ότι κρύωναν, σα να έτρεμαν. Κοίταξαν την Ελληνική σημαία που κυμάτιζε στην πρύμη του βαποριού μας, στο πλωριό κατάρτι κυμάτιζε η Γαλλική σύμφωνα με το νόμο, φαινόταν σα να δίσταζαν, μετά άνοιξαν βήμα και ανέβηκαν τη σκάλα. Τότε εκείνη την εποχή στα βαπόρια ήταν δύσκολο να περιποιηθείς κάποιον που δεν ήταν πλήρωμα, ήταν όλα μετρημένα από τις μερίδες μέχρι και το είδος φαγητού.
Θυμάμαι κάθε Πέμπτη βράδυ και Κυριακή είχαμε κότα, εδώ είναι που ήθελαν όλοι στήθος, εκεί άναβαν και μικρο- καυγάδες με τον μάγειρα κι αυτός αμυνόταν μέσα από το πάσο της κουζίνας προσπαθώντας να φέρει μια λογική που δεν υπήρχε…
Αχ! Αυτά συμβαίνουν στα Βαπόρια!    
Με το που μπήκαν ο άνδρας μας χαιρέτησε Ελληνικά, είμαι ράφτης είπε δουλειά δεν έχω, κάτι είπε στη γυναίκα και το κοριτσάκι στα Γαλλικά. Του είπαμε περάστε μέσα, «τότε ήμουν πιτσιρικάς 17 ετών, καμαρωτάκι πληρώματος»  κάθισαν στην τραπεζαρία τους σερβίρισα καφέ,  το μεσημέρι, τους σερβίραμε φαγητό, φαινόταν ότι πεινούσαν, ο μάγειράς μας δεν δυστρόπησε, μόνο μου είπε κάτσε να φάει πρώτα το πλήρωμα, ήταν κοντός στο ανάστημα καλός άνθρωπος  Κορίνθιος, ονομαζόταν  Αντρέας Καψάλης, φορούσε ένα καπέλο άσπρο ψηλό που έγερνε σε κάθε κίνηση του κεφαλιού του λες και φύσαγε αιγαιοπελαγίτικος μπάτης.
Οι  επισκέπτες μας  κάθισαν μέχρι που βράδιασε, ξανά έφαγαν, έφυγαν, χάθηκαν στου λιμανιού τη σκοτεινιά.  
Την άλλη μέρα πάλι ξαναήρθαν, ήταν Δεκέμβρης,  Χριστούγεννα του 1950.
Φάγαμε μαζί, παρακολουθούσα με αμηχανία την οικογένεια αυτή, μου έκανε εντύπωση το κοριτσάκι, τόσο ευγενικό!
Η σκηνή στο λιμάνι της Χάβρης στην βόρειο Γαλλία, είχαμε φέρει φορτίο σταριού από λιμάνι  της Βιρτζίνια ΗΠΑ, για Χάβρη, Ρουέν, Δουνκέρκη. Η Γαλλία ακόμη δεν είχε συνέλθει από τα τραύματα και τα ερείπια του πολέμου, προπαντός η Δουνκέρκη όταν περπατούσες έξω σε καλωσόριζε, μια μεγάλη εκκλησιά  γοτθικού ρυθμού σχισμένη στα δυο  να χάσκει  λες και φασκέλωνε τον ουρανό,  από όπου και η φωτογραφία αν και δεν είναι ακριβώς η ίδια, αλλά άλλη σχεδόν  παρόμοια .

Χθες βράδυ ξαπλωμένος στο κρεβάτι σκεφτόμουν, πάλι Χριστούγεννα έρχονται,  οι νοσταλγικές αναμνήσεις του τότε ξαναήρθαν στο μυαλό μου, τα  όνειρα απαιτητικά, στριφογυρίζαμε μαζί στο κρεβάτι, δεν υπήρχε λύτρωση, με σφιχταγκάλιασαν, παραδόθηκα, θυμήθηκα τα Χριστούγεννα  στη Γαλλία, την ελπίδα της νιότης, την έλξη του άγνωστου,    διερωτήθηκα το κοριτσάκι του λιμανιού της Χάβρης, άραγε να ζει; Κι αν ζει θα θυμάται;
Ε! λοιπόν η σκηνή αυτή από τα περασμένα, μια γνήσια συνέχιση του ρους  της ζωής μου στον καθρέφτη της νεανικής νοσταλγίας  είχε τη δύναμη να μου κλέψει τον ύπνο… 

Γαβριήλ Παναγιωσούλης






Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Το Τελευταίο Αντίο!!!


                       Το τελευταίο Αντίο
Ελένη    Φλωράτου -Παϊδούση
Απ’ ότι ξέρω γεννήθηκε στην Ουάσιγκτον μεγάλωσε στην Κεφαλονιά, Πυργί…


Στην σκοτεινή αίθουσα του Κέντρου Αρχιεπισκοπής εδώ και χρόνια στα
πρώτα μου βήματα στην Νέα Υόρκη καθόμουν στην τελευταία σειρά 
καθισμάτων, κάπως πρωτάρης στην πιάτσα κάπως άτολμος, πήγα να 
παρακολουθήσω μια παρουσίαση βιβλίου ή κάποιου θεατρικού έργου, 
δεν θυμάμαι ακριβώς, η Ελένη ήρθε και κάθισε δίπλα μου, μου έπιασε 
συζήτηση, προσφέρθηκε να με βοηθήσει σε οτιδήποτε έχει να κάνει με την
 γραφή, με τον λόγο, μου έδωσε θάρρος μα και την εντύπωση ότι άνοιξε
 την αγκαλιά της και περίβαλλε κι εμένα μέσα στον κύκλο αυτών των  
σπουδασμένων με τις περγαμηνές, έστω κι αν με κοίταζαν αφ’ υψηλού.     
Χθες βράδυ πήγα να υποβάλω τον τελευταίο χαιρετισμό μου σε αυτή την
γυναίκα, που έφυγε από τούτο τον κόσμο και σαν φόρο τιμής δημοσιεύω 
απόσπασμα από ένα της ποίημα.


Εμείς οι «Ξένοι»

Αυτοί που μας βαφτίσανε

Διασπορά, δεν έχουν ταξιδέψει τον ατελείωτο πλου
Της άγονης γραμμής
………………………………
Κι ίσως ποτέ δεν μάθανε
Ότι αυτοί που τους είπανε
Διασπορά
Ταξιδεύουν τις αγωνίες του Αιγαίου
Σκιές παρελθόντος και μέλλοντος
Γυρεύουν το ξερονήσι
Της άγονης γραμμής. 
             ***
  
Εικόνες
Εικόνες χλομές
Παναγία θλιμμένη
Άγγελοι που χαμηλοβλέπουν
Φωτοστέφανα
Ζωή παιδική
Ξεχασμένη
Ένας Δείπνος Στερνός
Τα’ Άη Γιώργη το δόρυ
Του Μαρτυρίου ο Σταυρός
Την Πατρίδος τ’ αφιόνι.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης 


Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Εποχή Δώρων

                                                      Είναι η εποχή των Δώρων!!!
   
Γαβριήλ Παναγιωσούλης