Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Το Πεπρωμένο!!!

Εύχομαι στους φίλους-ες, αναγνώστες-στριες, Χρόνια πολλά κι ένα ευτυχισμένο καινούργιο χρόνο 2018  
Το Πεπρωμένο…

Ήταν ένας καρδιακός μου φίλος  Θεσσαλονικιός, σαν  αξιωματικοί του βαποριού μας είχαν  καλέσει σε ρεβεγιόν  στο Lion club, πολύ savoir vivre δεν μας άρεσε με την αλλαγή του χρόνου φύγαμε για το βαπόρι,  μετά τα μεσάνυχτα   βγήκαμε πάλι στο λιμάνι, μπήκαμε  σε  κέντρο, ο κόσμος γλεντούσε χόρευε,  δυο ξένοι εμείς φαινόμαστε σαν τη μύγα μες το γάλα, πιάσαμε φιλίες  αυτός έφυγε με το βαπόρι, εγώ άφησα την καρδιά μου και ξαναγύρισα, ήταν πρωτοχρονιά…
Και όμως υπάρχει πεπρωμένο…       
Γαβριήλ Παναγιωσούλης


Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Η Αγία νύχτα, La noche Buena

                                Το σήμερα,

Αυτό που διαφέρει τους μετανάστες σε μια ξένη χώρα από τους γηγενείς είναι ότι, εμείς ως μετανάστες προσπαθούμε  ώστε οι δικές μας συνήθειες, γλώσσα και πιστεύω να συνεχίσουν να υπάρχουν στην καινούργια μας πατρίδα έτσι όπως τα διδαχθήκαμε στην χώρα που γεννηθήκαμε,  η οικογένεια είναι ο συνδετικός κρίκος.
Στην φωτογραφία,  La noche buena, η Αγία νύχτα  οικογενειακή Χριστουγεννιάτικη συγκέντρωση στο σπίτι. 
Γαβριήλ Παναγιωσούλης


Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Χριστούγεννα ανά την υφήλιο

                          Χριστούγεννα ανά την υφήλιο


Χριστουγεννιάτικες μνήμες στο χωριό δεκαετία 1940
Η μπότα του κατακτητή ακουγόταν στον δρόμο, βαριά σκληρή.
Χριστός γεννάτε σήμερον  αδέλφια μου, μόνο μια μπουκιά ψωμί 
Η ελπίδα του λαού, ξέσπαγε σ’ ένα παραλήρημα θρησκευτικής  έξαρσης, γονυπετούσαν κι έκαναν μετάνοιες. Απ’ έξω απ’ την εκκλησία κόχλαζαν τα πάθη, οι σκοτωμοί,  η πείνα, η δυστυχία, η  κοινωνία μας  μικρή , ο κόσμος μας, τόσο κλειστός όσο χώραγε το μάτι σου.
Και όμως ήταν Χριστούγεννα!
                                  *
Χριστουγεννιάτικες μνήμες  Αθήνα 1949
Ένα υπόγειο παγωμένο, στην Καλλιθέα, η ιδέα ήταν της θειας μου  θα τρώγαμε κρέας, μια κονσέρβα  Αργεντινής   Corned beef, ανάψαμε την γκαζιέρα Πίτσος,  η λαδιά του τηγανιού γέμισε τα πλεμόνια μας.
Και όμως ήταν Χριστούγεννα.
                                  *

Χριστουγεννιάτικες μνήμες,  Νέα Υόρκη 1951
Ήρθε η φιλόπτωχος, κάποιας ενορίας της Νέας Υόρκης, μερικές συμπαθητικές κυρίες, μαζί τους κι ένας ιερέας,  μας μοίρασαν δωράκια γλυκά απ’ την πατρίδα, μας πούλησαν ελπίδα  ξημέρωνε Χριστούγεννα.
Με ξύπνησε θόρυβος από κλειδιά αυτά που κουδούνιζαν  στα χέρια του δεσμοφύλακα, κρύφτηκα κάτω απ τα σκεπάσματα, δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου, ένας λαθραίος χωρίς φωνή.
Και όμως ήταν Χριστούγεννα,
                                  *  
Χριστουγεννιάτικες μνήμες,  αναχωρώντας την παραμονή των Χριστουγέννων 1956  απ’ το λιμάνι της Νέας Ορλεάνης για Μπαγκλαντές φορτωμένοι ρύζι απ’ τον γύρω του ακρωτηρίου της καλής Ελπίδας Νότια Αφρική, ένα ταξίδι 120 ημερών κι όμως ξημέρωναν Χριστούγεννα, κανείς μας δεν είχε διάθεση για ευχές ένεκα της επικινδυνότητας του ταξιδιού….  Απελπισμένοι πήγαμε για ύπνο αφήνοντας την τύχη μας στα χέρια του Θεού, ενός Θεού που μας έσωσε.
                                  *
Χριστουγεννιάτικες μνήμες, στο λιμάνι 1961 Σαν σκοτείνιασε ξεχυθήκαμε στους δρόμους, δεν ζητάγαμε τίποτε παρά ένα καλό λόγο μια  αγάπη, μια ανθρώπινη ζεστασιά, ένα χαμόγελο κάτι να θυμηθούμε κι εμείς ότι  ήταν Χριστούγεννα, ο λαός γλεντούσε στους δρόμους, παραμονή Χριστουγέννων, μουσική και χορός  παντού, ναυτικοί εμείς ψάχναμε για κάτι διαφορετικό μακριά από του λιμανιού τα καταγώγια.  Ανακατευθήκαμε με τους ντόπιους, ψάχναμε, μερικοί βρήκαν το  χαμόγελο, χορέψαμε, γλεντήσαμε μέχρι το πρωί. Ήταν η Αγία νύχτα,
Noche Buena.
Και όμως ήταν Χριστούγεννα


Οι λιτανείες (posadas) διαδεχόταν η μια την άλλη, όλες κουβαλούσαν το ομοίωμα του Ιησού (Él Niño) και  προσπαθούσαν να βρουν φιλοξενία να το κρύψουν σε σπίτια νοικοκυραίων, σύμφωνα με τα τοπικά έθιμα. Περνούσαν απ’ έξω απ’ το σπίτι μου. Οι  γυναίκες έψαλλαν… εγώ παρακολουθούσα,  έκλεισα τα μάτια μου και είδα την φάτνη αυτή που έφτιαχνε η μάνα μου.
Ερχόταν Χριστούγεννα.

                          *
Χριστουγεννιάτικες μνήμες  2011
Σε  ένα λιμανάκι της Γουατεμάλας  στο Livingston στην καραϊβική,  περάσαμε την παραμονή Χριστουγέννων σε κέντρο ακούγοντας προς τιμή μας  τραγούδια της γλώσσας   garífuna, γρατζουνώντας την κιθάρα τους, οι κάτοικοι   είναι μίγμα απογόνων, West African, Carib, and Arawak.
Απολαύαμε την ημέρα των Χριστουγέννων περιστοιχισμένος από παιδιά και εγγόνια μας  κάνοντας  μπάνιο σε πλαζ της περιοχής.
Κι όμως ήταν Χριστούγεννα, Χριστούγεννα αναμνήσεων, Χριστούγεννα διαφορετικά, Χριστούγεννα ευτυχισμένα.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης    
    








Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Merry Christmas

Χθες 14- Δεκ. 2017 συναντηθήκαμε  φίλοι να εορτάσουμε την επίσκεψη του χειμώνα και να προετοιμαστούμε για τις Χριστουγεννιάτικες εορτές από όπου και οι φωτογραφίες
   
  
 Καλά  Χριστούγεννα 2017
       Feliz Navidad, Merry Christmas                                          
 Στη ζωή μου πέρασα πολλές  χριστουγεννιάτικες νύχτες, άλλες σε πεζοδρόμια, άλλες στο πέλαγος έγκλειστος σε πλεούμενο σκαφίδι, άλλες σε κρατητήρια, άλλες σε πρωτόγονα μέρη με συντροφιά την αγάπη, άλλες σε μεγαλουπόλεις, με συντροφιά τη μοναξιά.
Σε όλα αυτά τα μέρη έχω αφήσει χαραγμένα μονοπάτια…   Σε αυτά τα μονοπάτια νοσταλγικά τολμώ να ξανα-περπατήσω, μάρτυρές μου οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες,
Σήμερα   ξέρω ότι όλα έχουν αλλάξει, αλλά δεν ψάχνω να βρω την πηγή του αθάνατου νερού της Shangri-La  αλλά την  Χριστουγεννιάτικη νύχτα  αυτή που κάποτε, ξενύχτησα…

  Σήμερα θα στολίσουμε το Χριστουγεννιάτικο δένδρο, τότεπίσω στο χωριό  δεν το ξέραμε, δεν υπήρχε,  θα το γεμίσουμε διάφορα πολύχρωμα πακέτα με φιόγκο δεμένα για ανταλλαγή  δώρων, θα μαζευτούμε όλοι  μαζί για ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι με πλούσιο φαγητό…
Τότε μας ζέσταιναν οι αναπνοές της φάτνης των αλόγων και η κλειστή οικογενειακή θαλπωρή, σήμερα μας ζεσταίνουν τα δώρα, η περιττή ύλη, αυτή που πνίγει την αίσθηση, και δωροδοκεί την σκέψη.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης     




Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Διώβολον, Χριστούγεννα έρχονται:

                          Χριστούγεννα έρχονται
Τα Μαρκάτα το χωριό μου χάνονται ονόματα οικογενειών που από εκατονταετίες είχαν ριζώσει στο χωριό εξαφανίζονται, ακόμα και οι περιουσίες τους κείτονται  παρατημένες ερείπια παντού, αγριόχορτα έχουν πνίξει ότι απέμεινε,  αράχνες, κουκουβάγιες και νυφίτσες έχουν καταλάβει τα πάντα.   
Και όμως κάποτε ήταν γεμάτο κόσμο, ναι ήταν δύσκολες εποχές, πόλεμος, φτώχεια, σκοτωμοί. 
Όποιος είχε ένα γαϊδουράκι θεωρείτο πλούσιος για να ζήσουν οι οικογένειες πήγαιναν με τα πόδια στο θέματα εκεί έκαιγαν καμίνια έβγαναν κάρβουνο, και ήταν οι περισσότεροι κάτοικοι, άλλοι είχαν τίποτε χωράφια τα έσπερναν κριθάρι ή σιτάρι, ή καμιά κατσίκα για γάλα. Μετά στην πρώτη συγκομιδή ο Αντώνης ο γείτονας έφαγε ένα ολόκληρο καρβέλι ζεστοφούρνι κόντεψε να πεθάνει.
Ήταν εκεί δίπλα μας το αλώνι, εκεί μάζευαν τις θημονιές, μετά  βλέπαμε  τ’  άλογα να γυρίζουν γύρω γύρω να ποδοπατούν τα στάχυα, ακουγόταν οι φωνές των ανδρών, αυτοί όπου με το δικριάνι  πετάγανε τον ποδοπατημένο  καρπό ψηλά και ο μαΐστρος να  φυσά να ξεχωρίζει τ’ άχερα απ’ το στάρι, λες και ήταν Θεϊκή πνοή.        
Εμείς μικρά παιδιά  κοπανίζαμε στο τσιμεντένιο πάτωμα αψάνες σταριού να κατακάτσει το στάρι να το αλέσουμε στον χειρόμυλο να βράσουμε στη παδέλα  κοφτό ή πλιγούρι, ή ακόμα και στην τσερέπα και τα μουστάκια της αψάνας να κολλάνε πάνω στα γυμνά πόδια μας, σε όλο μας το σώμα, και όμως το χωριό μου ήταν γεμάτο παιδιά να τρέχουν το στεφάνι, να παίζουν πίτσι, το τοιχάκι, το στριφτό συνήθως με δεκάρες  χάλκινες όπου έγραφαν «Διώβολον  1869 Γεώργιος Βασιλεύς των Ελλήνων,» ή με πεντάρες που έγραφαν «Ελληνική Πολιτεία 1831 Καποδίστριας κυβερνήτης»  ή κέρμα της μιας δραχμής «Όθων Βασιλεύς της Ελλάδος 1832»   να παίζουν καραμπάνα με βύσαλα, τα κορίτσια να παίζου ένα λεφτό κρεμμύδι γκέο βαγκέο και δεν περνάς κυρά Μαρία δεν περνάς  περνάς… ακόμα και πενταύγουλα   και όλα μαζί τα παιδιά να τρέχουν να προλάβουν να πουν τα κάλαντα έχοντας μια χριστουγεννιάτικη κάρτα σε ένα καλάμι,   το «καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ο ορισμός σας Χριστού την θεία γέννηση να πω στα αρχοντικό σας,» (έστω κι ας ήταν μια παράγκα) κι όλα μαζί τα παιδιά να περιμένουμε τα Χριστούγεννα να μεταλάβουμε να κάνουμε χρυσό δόντι έτσι μας έλεγαν, με μια πίστη όπου η ρίζες της ήταν στου χωριού την απομόνωση και στην αθωότητα της σκέψης.
Αλλά πάλι όλα αλλάζουν όλα κινούνται τίποτε δεν είναι στάσιμο ακόμα και η ηλικία, όμως  πάντα θυμόμαστε με αγάπη τα πρώτα μας βήματα πάνω σε  τούτο τον πλανήτη, που νομίζουμε ότι είναι δικός μας που δεν είναι, αλλά ένας κόκκος άμμου στην απεραντοσύνη του σύμπαντος .
Γαβριήλ Παναγιωσούλης