Διαβάτης
Διαβάτες περνούν, σκαλίζουν το διαδίκτυο
με τα δάχτυλά τους, ρίχνουν μια αδιάφορη ματιά πάνω σου, δηλαδή όχι σε σένα
αλλά στα έργα σου, αλλάζουν σελίδα, πάνε
πάρα πέρα ξαναγυρίζουν, αφήνουν ή δεν αφήνουν σχόλιο
Έτσι περνούν οι μέρες, τα χρόνια,
και στα μαλλιά μας πέφτουνε χιόνια, να μπήκαμε και στο 2018, έξω παγωνιά, λευκά χιόνια στους δρόμους που όμως
δεν διαιωνίζουν την παρθένα τους λευκή
παρουσία, αφού θα λιώσουν σε μια λασπερή λερή μάζα όπου θα σου φέρει σκέψεις στον νου κι αυτή η σκέψη θα τριγυρίζει μέσα στο είναι σου, λες
και είναι μυλόπετρα, μια ερώτηση θα σου
γαργαλάει το στόμα, αυτή που διστάζει να βγει από τα ανθρώπινα χείλη, γιατί
να χάνεται ότι ξεκίνησε έτσι ωραίο, λευκό, αγνό παρθένο;
Ο σκύλος γέρασε, ψόφησε, το καναρίνι δεν κελαηδάει, το έφαγε η γάτα, ο
κόσμος άλλαξε, ανέβηκαν οι φόροι, τα διόδια, άλλαξαν οι καιροί, κι εσύ ώ! δυστυχία σου είσαι ο ίδιος, έτσι όπως ήσουν:
Έ!
Δηλαδή όχι και ο ίδιος να κάτι
κόλλησες από δω κι από κει, ακόμα και το εγώ σου έγινε εμείς, όμως όλα αυτά τα από δω κι από κει τάφαγες στης νιότης τα καλντερίμια.
Μέσα σου όμως έμεινες ένας
ονειροπόλος αναβάτης που ψάχνει ανεβασμένος στον Πήγασο του, κοιτά κάτω στην γη, στα μπουλούκια
των ανθρώπων, μήπως ακούσει τίποτε ανθρώπινους ψιθύρους, γλυκές
φωνές, μπουμπούκια μυγδαλιάς να ανθίζουν, να τον φωνάξουν να πάρει μέρος σε μια
ανθρώπινη θαλπωρή, σε μια θωπεία αγάπης, σ’ ένα ουράνιο στερέωμα χωρίς σύνορα,
Αλήθεια πόσο μας λείπει η τρυφερότητα, η κατανόηση, ίσως να φταίει ο
χρόνος που σκέβρωσε και ασχήμυνε τα
παραθυρόφυλλα, αυτά που ανοίγουν της καρδιάς τα φυλλοκάρδια, μα ίσως να φταίει και αυτή η
καρδιά, που αρνείται να γεράσει.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης