Όλοι Κεφαλλονίτες
Ένα τυπικό στιγμιότυπο
της Διασποράς των Ελλήνων, τότε που
άδειασε η Ελλάδα.
Και ήταν λοιπόν πολλοί
Έλληνες μαζεμένοι σε μια γωνιά έπαιζαν
χαρτιά ραμί, «άλλες φορές παίζανε πόκα,
πόκερ, πρέφα, 66 αγοραστό,» σήμερα όμως παίζανε ραμί με 7 χαρτιά, καμιά φορά το
άλλαζαν κι έπαιζαν με 10 χαρτιά, καθόταν σε πάγκους σ’ ένα στενόμακρο μεγάλο τραπέζι, έγραφαν
πόντους, τα λιγοστά λεφτά που είχαν όποιος κέρδιζε τα έδιναν κάτω απ το
τραπέζι, να μην τους πάρει είδηση το
μάτι των φυλάκων διότι απαγορευόταν να παίζουν νιτερέσο. Τότε ήταν επιτρεπτό το κάπνισμα, κάπνιζαν
σαν φουγάρα, περίεργοι φυλακισμένοι όρθιοι παρακολουθούσαν γύρω, γύρω, καμιά
φορά αυτός που έχανε σηκωνόταν κι έβριζε αυτούς που καθόταν από πάνω του, ότι
του φέρνουν γρουσουζιά, κακή τύχη.
Έτσι ξεκίνησε ένας
καυγάς, σήκωσαν καρέκλες και τις εκσφενδόνιζαν αναμεταξύ τους, πρωταγωνιστής ένας
από την Σύρο!
Οι υπόλοιποι έτρεξαν
να τους χωρίσουν, δυο Τούρκοι που καθόταν παράμερα μπήκαν κι αυτοί στον καυγά
για να καταπραΰνουν τα πάθη φωνάζοντας Γιαβρούμ, γιαβρούμ.
Ένας Κεφαλλονίτης
στραβός από ένα μάτι, που τον είχε προδώσει ο αδελφός του ότι ήταν λαθραίος,
γιατί τον έπιασε να φιλάει την σερβιτόρα στο εστιατόριο όπου εργαζόταν και το
είπε της γυναίκας του. Το έκανα αυτό για
να σώσω τον αδελφό μου να μην καταστρέψει την οικογένειά του και
κοίτα που μ’ έφερε, έπιανε τα σιδερένια κάγκελα του παραθύρου και δοκίμαζε να
τα λυγίσει να βγει έξω να σκοτώσει τον αδελφό του. Τουλάχιστον έτσι μου έλεγε. Ε!
αυτός μ’ έπιασε από το χέρι και μου λέει πάμε σε μια γωνιά για να μην φάμε
καμιά καρεκλιά.
Ο άλλος Κεφαλλονίτης
ήταν μάγειρας σε βαπόρι Χιώτικο έλεγε ότι τον είχαν δείρει στο πέλαγος και
μόλις έφτασαν στην Νέα Υόρκη τον παρέδωσαν στις αρχές και τον έφεραν φυλακή. Ε!
Αυτός
σηκωνόταν τη νύχτα «κοιμόταν στο από πάνω κρεβατάκι» με ξύπναγε και μου έλεγε
αν ακούω κάτι, όχι του λέω, εμένα μου λέει μου μιλούν με ράδιο.
Δυο ακόμα Κεφαλλονίτες
ο Κώστας Μ. και ο Γιάννης Π. έκαναν προσηλυτισμό και έρανο για το κουμουνιστικό
κόμμα, ηρνούντο να τους στείλουν στην Ελλάδα, ένα ωραίο πρωί τους μπαγλάρωσαν
για την Πολωνία. Ο επίσημος Διερμηνέας των φυλακών στις ανακρίσεις ένα
κεφαλλονίτης γεννημένος στην Ρουμανία, έτσι μου είπε όταν το ρώτησα.
Μα κι αυτοί οι ελεύθεροι Έλληνες ερχόταν στο επισκεπτήριο για να διαλέξουν
πληρώματα για μπάρκο, σε βαπόρια όπου πήγαιναν συνήθως σε άσχημα ταξίδια ή
σκυλοπνίχτες όπου δεν μπορούσαν να βρουν στην ελεύθερη αγορά, είχαν ένα ύφος πολύ ανώτερο από αυτό του
Πάπα, αν τολμούσες και τους παρακαλούσες για να σε βοηθήσουν σου έφερνα ένα
σωρό γραφειοκρατικές δυσκολίες, σου έφερναν την δυστυχία με διάφορα προσχήματα επωφελούμενοι την άνιση κατάσταση όπου βρισκόσουν.
Θα μου πείτε γιατί τα
θυμούμαι;
Μα ήταν ένα κομμάτι
της παιδικής μου ηλικίας, ένα κομμάτι δικό μου, όπου το μυαλό αποτύπωνε εικόνες, οι
οποίες γράφτηκαν με ανεξίτηλο μελάνι.
Σήμερα μόνο εγώ τις
βλέπω, γι’ αυτό τις γράφω για να μην επαναληφθούν.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης