Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Ο λαβύρινθος της Ψυχής

Ο Λαβύρινθος της Ψυχής 

Έξω χιονίζει, η θαλπωρή αυτή που αναδίδεται από την ζέστη του καλοριφέρ αυτό που ο ατμός του διαρρέει  από την βαλβίδα του πλέκει έναν ιστό αράχνης και μετά διαλύεται,  όλα αυτά αν και άψυχα βαρέθηκαν να με βλέπουν.  
Οι  φίλοι οι συνομήλικοι, όσοι δεν πήγαν στον Αχέροντα και  υπάρχουν ακόμα ο κάθε ένας παίζει τον δικό του ρόλο,  απομακρυσμένοι στα τέσσερα  σημεία του ορίζοντα.
Το  παρελθόν κι αυτό σιγεί λες και είναι πεθαμένο. Ψάχνω για το σήμερα προσπαθώ, ανακατεύω, κοιτώ γύρω μου, κανένας, τίποτα, θυμούμαι το πρώτο μου βιβλίο, «Το Αλφαβητάρι,»  μετά το δεύτερο «Κρινολούλουδα,»    μετά μου δώρισαν το «Ρωβινσόν Κρούσος,»  μετά «Στη Χώρα των Αδαμάντων,»  μετά το «Άπασα-Ύλη,»  ο χρόνος σταμάτησε τη σκέψη λες και την έθαψε, όμως δεν είναι δυνατόν αφού δεν υπάρχει φέρετρο, ξάφνου η επιγραφή με τύφλωσε!
Ενθάδε κείται.
Βλέπω ένα  φέρετρο, η περιέργειά μου φουντώνει,  άρα τι νάχει μέσα;
Δεν τολμώ να κοιτάξω, αλλά να, γράφει απ’ έξω το περιεχόμενό του.
Χαίρομαι, επιτέλους θα μάθω  ποιος νάνε μέσα, μια κολλημένη κόλα χαρτί εκεί που συνήθως  βάζουν το γυαλί για να φαίνεται το κουφάρι   γράφει:
Ενθάδε κείται, το παρελθόν, οι αναμνήσεις, η ιστορία του τόπου σου,  μα και ο πηλός αυτός που με θαλασσινό νερό έπλασε τον χαρακτήρα σου,  που  δεν ενδιαφέρει  πια  κανένα…  
Μετά ξύπνησα. Ουφ!  Αναστέναξα,  νόμιζα ότι θα ήταν κάτι χειρότερο!  
Αλλά ευτυχώς όλα αυτά ήταν όνειρο από αυτά που σε τυραννούν τις νύχτες αυτές που πασχίζεις να νικήσεις τα στοιχειά αυτά που ανεβαίνουν στην σκεπή λες και είναι καλικάτζαροι, που δεν είναι, αλλά ανθρώπινες ξεχασμένες ψυχές αυτές που κάποτε έδωσες υποσχέσεις, είναι αυτές που  διαμαρτύρονται.
Η αλήθεια είναι ότι με προβλημάτισε αυτό το όνειρο… αλλά αν και κρύο βγήκα έξω κοίταξα για τον ήλιο, ντράπηκε και κρύφτηκε στα σύννεφα, μετά έψαξα και βρήκα λουλούδια των τροπικών με πολύ πράσινο, αυτά που έρχονται από μακριά, αυτά που κάποτε  σφράγιζαν την πόρτα του παραδείσου,  τα μύρισα και τάβαλα στο ανθοδοχείο, έτσι  κατάλαβα ότι  η ζωή συνεχίζεται… 
Γαβριήλ Παναγιωσούλης  


Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Το Χάσμα των Γενεών

                                          Το χάσμα των γενεών!

Όταν κάποιος γράφει διάφορα θέματα, ως επί το πλείστων αναφερόμενος στις πηγές των γραπτών του, συνήθως  εξ ιδίας πείρας, συνηθειών, συμβάντων ή γεγονότων μιας εποχής  η οποία πέρασε, η οποία τον βύζαξε με το δικό της γάλα,  και μετά χάθηκε όπως είναι φυσικό μετά την γέννηση  μιας και δυο  καινούργιων γενεών  ανθρώπινων, δεν μπορούν να εννοήσουν ή να καταλάβουν τον συμβολισμό των γραπτών αφού άλλαξε η οικουμένη, η σκέψη, η προτεραιότητα της ζωής, η τεχνολογία, τα φαγητά και οι ορέξεις  σε ένα  τόσο γρήγορο χρονικό διάστημα διάστημα.
Για παράδειγμα το καλοκαίρι στην Ελλάδα ένας Παππούς διηγιόταν στα εγγόνια του ότι μικρός που ήταν δεν είχαν στο σπίτι τίποτε να φάνε, τότε το εγγόνι του απήντησε,
Γιατί δεν παράγγειλες ένα τοστ…
Προσπαθώ να βρω το χάσμα ανάμεσα στην γενεά του πατέρα μου και την δική μου, όμως δεν βλέπω μεγάλη διαφορά, με το  φως του λύχνου διάβαζε αυτός με το ίδιο φως διάβαζα κι εγώ. Ψωμί τυρί και λάδι έτρωγε αυτός το ίδιο κι εγώ. Πέδιλα φορούσε αυτός το ίδιο κι εγώ.  Άρα οι σημερινές γενεές τρέχουν με την ταχύτητα του φωτός κι αφήνουν εμάς τους πιο παλαιούς πίσω σε μια θα έλεγα κατάσταση  λησμονιάς, αυτές οι νέες εφευρέσεις τρέχουν πιο γρήγορα από ότι μπορεί να συλλάβει ο εγκέφαλος του ηλικιωμένου.
Μια άτιμη εφεύρεση να σου τηλεφωνά ένα ρομπότ κομπιούτερ και να σου ζητά μονοσύλλαβες  απαντήσεις, να απαντάς  και να σου απαντά δεν σε καταλαβαίνω.
Είναι κατασκευασμένα έτσι από ανθρώπους μιας λαρυγγόφωνης γλώσσας της Αγγλικής, που εσύ ως ξαναγεννημένος πάντα κουβαλάς στην πλάτη σου την προφορά του τόπου που γεννήθηκες.   
Τότε είναι που τρελαίνεσαι, φωνάζεις βρίζεις χτυπάς το τηλέφωνο στο τραπέζι, αισθάνεσαι ανήμπορος, πιασμένος σε φάκα, μιας τεχνολογίας όπου δεν μπορείς να  διεκπεραιώσεις   αυτά που θέλεις να πεις.
Ακόμα και τα GPS στο αυτοκίνητο  αυτά που  μόλις ανοίξεις τον στόμα  σου και ξεστομίσεις την διεύθυνση σε οδηγούν  στον σωστό δρόμο.  
Και  εξηγούμε όλες μα όλες οι γραφειοκρατικές υπηρεσίες, δημόσιες και μη,  έχουν αυτό άψυχο κομπιούτερ να παίρνει τα παράπονά σου, να αλλάζει ραντεβού γιατρού,  ακόμα και να μαθαίνεις οτιδήποτε θέλεις με μία προϋπόθεση,  η προφορά σου να είναι λαρυγγόφωνη.      
Κοιτάς γύρω σου, όχι δεν ψάχνεις για επαγγελματίες γραφειοκράτες ή δικηγόρους, αυτοί  σε χρεώνουν με το δευτερόλεπτο,  αλλά για ένα παιδάκι της καινούργιας  γενιάς να σου κάνει μια χάρη να μιλήσει για εσένα με αυτό το άτιμο το κομπιούτερ,  κι εσύ να παρομοιάζεις τον εαυτόν σου σαν τον Διογένη που με το λυχνάρι στο χέρι έψαχνε για ανθρώπους, να ανταλλάξεις μια χειραψία, γνώμη, να βρεις το δίκιο σου,  να πεις τον πόνο σου κι αυτοί τον δικό τους.
Κάτι τόσο δύσκολο να βρεις στην σημερινή κοινωνία. 
    
Ε! Αυτό είναι χάσμα των γενεών, όχι οι προηγούμενες.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης     




Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Πριν από το χιόνι,

                                                         Λίγο πριν την χιονιά

Χθες βράδυ Παρασκευή 22\01\15 συναντηθήκαμε να πιούμε ένα κρασάκι οι φίλοι της ΠΑΡΕΑΣ στην Νέα Υόρκη.



Το δελτίο καιρού έλεγε προσοχή έρχεται χιονοθύελλα, Έ δεν δώσαμε και πολύ σημασία, μπορεί να κάνουν και λάθος, όμως η αλεγρία και η χαρά της συνάντησης σκέπασε οποιαδήποτε ανησυχία είχαμε.
                                               Μετά ήρθε ακάθεκτο το χιόνι!

Ξημερώνοντας Σάββατο η χιονοθύελλά ήταν στο μεγαλείο της και συνεχίζει ακάθεκτη, Ο Δήμαρχος έβγαλαν διαταγή απαγόρευση κυκλοφορίας οχημάτων σε όλη την πόλη, μετά τις 2:30 μ. μ. .    Όποιος  κυκλοφορεί με αυτοκίνητο θα συλλαμβάνεται, διέταξε τα εστιατόρια να κλείσουν και να στείλουν τους εργάτες σπίτι, τα θέατρα να αναβάλλουν τις παραστάσεις του τελικά μια νεκρή πόλη.
   
Μετά τις 4 απογευματινή κλείνει το μετρό, τα τραίνα κλπ…
Και εξακολουθεί να χιονίζει!!!  
Κι εμείς μέσα απ του σπιτιού την θαλπωρή κοιτάμε απ το παράθυρο την άσπρη αυτή σκόνη να στροβιλίζεται με τον αέρα και να επικάθεται πάνω σε οτιδήποτε υπάρχει στην επιφάνεια της γης.
                               Απ το παράθυρό μου βλέπω, όχι παιδιά αλλά μόνο χιόνι  
Σκεφτόμενος αύριο που θα πρέπει να ανοίξω δρόμο φτυαρίζοντας χιόνι πριν παγώσει και γίνει συμπαγές..

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

  

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Ένα Τηλεφώνημα


                                                         Ένα τηλεφώνημα!

Στην απεραντοσύνη μιας μονότονης σκιάς όπου απλώνεται γύρω μου στην καρδιά του χειμώνα με ξάφνιασε το κουδούνισμα του τηλεφώνου, έχω  ένα τηλέφωνο παλαιομοδίτικο αυτά με την καλωδιακή γραμμή, σήκωσα το ακουστικό,    η φωνή του φίλου μου απ’ το Μαϊάμι ακούστηκε χαρούμενη.  
Άκουσες,   χαράς ευαγγέλια, άνοιξε η Κούβα, τι λες  πάμε μια βόλτα;
Έμεινα στο ακουστικό βουβός,  έκπληκτος! Στον νου μου ήρθαν οι νοσταλγικές στιγμές της νιότης μου.
Με τον φίλο αυτόν σήμερα συνταξιούχος πλοίαρχος, “Captain John”  ο οποίος ζει στο Μαϊάμι  ήμασταν μαζί νεαροί τα παλιά χρόνια κάναμε παρέα στα λιμάνια κυνηγώντας ότι μας έλειπε.  
-Τι να πάμε να κάνουμε τώρα πια εμείς;
-Να θυμηθούμε  τα παλιά να πάμε στο club 21 στο  Tropicana, να δούμε το Capitolio, να ακούσουμε το Vacilón Que rico vacilón, να ακούσουμε και το cha, cha, cha,          
Έμεινα με το ακουστικό στο χέρι,
Κοίταξα την σύντροφό μου που παρακολουθούσε κάποια νουβέλα στην τηλεόραση.
Για να με καταφέρει προσφέρθηκε να μου πληρώσει και το εισιτήριο.
Με μιας ανοίξαν οι ουρανοί, έκλεισα τα μάτια και βρέθηκα στην αγκαλιά της Αβάνας,  η Εύα μια πιο ώριμη γυναίκα με μάθαινε τα μυστικά της ζωής, μετά η Αλίσια φορούσε ένα οργαντί ροζ φόρεμα και με τράβαγε να κάνουμε παρέα επέμενε να μου μάθει τα ποτά της Κούβας, σε  cubalibre  με Ron Bacardi  ή  Matusalem ή ένα γλυκό ποτό Anís el mono ή   anís Cazalla που έμοιαζε σαν το δικό μας ούζο.
Η Αιμιλία επέμενε να χορεύουμε ρούμπα αν και δεν ήξερα στο κλαμπ 21
 Η Κάρμεν έφερνε μαζί της και το περιοδικό Bohemia, το ξεφυλλίζαμε μαζί, είναι αυτή όπου μου έμαθε όλα τα κρυφά κατατόπια της Αβάνας, μας  ταξίδεψαν με λιμουζίνα, σε αόρατα ξενοδοχεία, μας έδωσαν την εντύπωση, ότι όλη η Αβάνα  γλεντούσε. Ήταν η αρχή, η   μύησή μου στον κόσμο και την κουλτούρα της Κούβας, κάτι που κράτησε πολλά χρόνια, άρχισε μια εποχή 1952 όπου ο πρόεδρός της ήταν ο Fulgencio Batista… θυμάμαι καπνίζαμε πούρα, Corona ή  Partagás, el cigarro que  gusta más, y perfumes colonia 1800 y Pompeia.   Πέρασαν  τα χρόνια.
Ο γιατρός Carvajal γνωστός μου από τις  συχνές επισκέψεις του στο Βαπόρι, ανήκε στο υγειονομείο της Αβάνας  Κούβας, μου βρήκε μια θέση στο Anglo-American  Hospital, είχα μια μικρή ενόχληση κι επέμενε να με πάρει μαζί του για ιατρικές εξετάσεις, είχε το ελεύθερο επικοινωνίας από τους συντρόφους  του Κάστρο ένεκα της ιδιότητάς του ως γιατρού. Κάναμε βόλτες στην Αβάνα συζητώντας με τους κομπανιέρος που με τα όπλα στο χέρι ξαπλωμένοι σε αυτοκίνητα Station Wagon  μας σταματούσαν κάθε λίγο και λιγάκι, ήταν αυτοί  που είχαν είδη καταλάβει την Αβάνα  και  περίμεναν  να μπει ο Φιντέλ Κάστρο ο οποίος ήταν στη Santa Clara.  Ένας φίλος Κεφαλλονίτης ο καπετάν Γεράσιμος Λουκάτος,   ανθυποπλοίαρχος στο βαπόρι   μου λέει:
Σκέψου το καλά, αν πας στο νοσοκομείο  μπορείς να κλειστείς μέσα και να μην μπορείς να ξαναφύγεις. Σοφά λόγια, φτάνοντας στο βαπόρι  λέω του γιατρού,  φίλε μου άλλαξα γνώμη, δεν θέλω να μείνω στην Αβάνα, φύγαμε την άλλη μέρα το πρωί για Καναδά…  εποχή Ιανουάριος 1959

Α! και κάτι ακόμα σε ένα μικρό χωριουδάκι στη Νότια Κούβα το Niquero  γνώρισα, ή μάλλον αυτή με γνώρισε την κόρη του διευθυντή φορτοεκφορτωτών ζάχαρης της αποβάθρας του λιμανιού. Μια μικρή πιτσιρίκα, αυτή ενθουσιασμένη με πήρα μαζί της στην εκκλησία να με γνωρίσει στον παπά της ενορίας της.
Όταν του είπα ότι είμαι Έλληνας αυτός ο παπάς της είπε,
Ω! κόρη μου μα αυτός είναι σχισματικός… μου έμεινε από τότε…
Το ακουστικό του τηλεφώνου στο χέρι μου είχε αρχίσει να με κουράζει. 
Με μιας συνήλθα κοίταξα γύρω μου, η ζεστή θαλπωρή του σπιτιού μου,  ξεμάκρυνε  το κρύο του χειμώνα, έξω χιόνιζε, οι αναμνήσεις μένουν εκεί κρυμμένες στον θάλαμο του εγκεφάλου μου κάτι που μόνο εγώ γνωρίζω…
Βρε του λέω δεν πάω πουθενά, δεν έρχομαι άμα  πάμε θα αρχίσω να κλαίω, για την ζωή που έφυγε. Άσε τις αναμνήσεις να μένουν ατόφιες όπως τις ζήσαμε, μη ζητάς την επαναφορά σε κάτι που έφυγε, σε κάτι που ο αδυσώπητος  χρόνος μας νίκησε… 
                                                                Οι δυο μας, 1956
Σήμερα ακόμα δεν υπάρχουν τακτικές πτήσεις ανάμεσα Κούβα- ΗΠΑ αλλά μόνο εκδρομικές Charters
Οι  αμερικανοί θέλουν  να ταξιδέψουν στην Αβάνα να την γνωρίσουν εκεί όπου σταμάτησε ο χρόνος, με τα παλαιά κλασικά πια σήμερα αυτοκίνητα κλπ.
Πριν προλάβουν οι πολυεθνικές και ισοπεδώσουν τα πάντα με πρόφαση να αυξηθεί  ο τουρισμός.           
Γαβριήλ Παναγιωσούλης


Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Μια μέρα χωρίς Ανία

                                                  Κάθε μέρα κάτι καινούργιο!

Η Αντουανέτα, με χαιρέτησε, περπατούσε με μια ανοιχτή ομπρέλα για να προστατευτεί από τις καυτερές ακτίνες του ήλιου.  Πήγαινε στο λιμάνι να μάθει νέα για το βαπόρι, σε αυτό που δούλευε ο Χιώτης ο μουστακαλής από την καλιμασιά, ο φίλος της. Μαζί της κουβαλούσε κι έναν θηλυπρεπή νεαρό τον Νώε.   Και της έλεγε ο Χιώτης τι τον θες και τον κουβαλάς;
Ανένδοτη αυτή.
Η Οδέτη μια αδυνατούλα λιγνή σερβίριζε ποτά στους πελάτες του μπαρ ενός Ιταλού μετανάστη, ήταν τόσο αδύνατη που περπατούσε με κλειστά πόδια, τα άνοιγε με δυσκολία, παλαιότερα  όταν σύχναζα για μπύρα, είχαμε γίνει φίλοι και μου τόχε εκμυστηρευθεί, μυστικό κι αυτό!  
Στο προαύλιο της πλατείας πιτσιρίκες με μίνι παίζανε μπάσκετ. Οδηγοί ταξί στο σκιερό της βεράντας τις κοίταζαν με λαιμαργία.
Η γυναίκα του Ιταλού πέρασε από δίπλα μας, κρατούσε δυο κοριτσάκια απ’ το χέρι,  πήγαιναν στην εκκλησία. 
Ο λούστρος γυάλιζε τα παπούτσια του Ντον Πάντσο ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου Ντελ Νόρτε χτυπώντας τα συμπράγκαλα του  στον ρυθμό της μουσικής που ακουγόταν από το μπαρ, που δούλευε η Οδέτη.
Ο γιατρός με παρέα πήγαιναν για το μεσημεριανό τους στο εστιατόριο του ξενοδοχείου Ντελ Νόρτε αυτού με τα άσπρα τραπεζομάντιλα. Εκεί είχαν πει της μάνας να τον περιμένει να του μιλήσει για το παιδί της που ήταν με πυρετό, δεν τον πρόλαβε βγήκαν από την πίσω πόρτα μια βάρκα τους περίμενε, πήγαν για ψάρεμα. Η μάνα έφυγε κλαίγοντας. Το παιδί της πέθανε. Ο Αρτούρο Παπαδόπολο πέρασε από μπροστά μας καβάλα σε ποδήλατό, ήταν ναυτιλιακός πράκτορας, σε όλα τα βαπόρια αυτά που δεν ανήκαν στην UFC. Εκεί στην άκρη ήταν σταθμευμένο το ταξί του Καμπράλ, το είχε αφήσει σταθμευμένο  καθώς προσπαθούσε να επιδιορθώσει μηχανή μικρής λέμβου, όπου έκανε συγκοινωνία στο Μπελίζε. Αποτέλεσμα να κάνει έκρηξη και να τον σκοτώσει. 
Ο έλληνας πλοίαρχος φάνηκε να έρχεται σαν χαμένος, περπατούσε και κοίταζε από δω κι από εκεί. Ήταν ένας συμπαθητικός Υδραίος φαλακρός με κοιλίτσα Σαν έφτασε στην πιάτσα μας κοίταξε όλους και ρωτά. Ζητώ έναν ταξιτζή που μιλάει Ελληνικά.
Εγώ είμαι του λέω. Έβγαλε ένα επιφώνημα Α! φαίνεται δεν του έκανα εντύπωση.
Ξέρεις μου λέει με στέλνει ο ειρηνοδίκης της πόλης, έχω ένα μπλέξιμο με μια κλοπή στο βαπόρι μου κι έχουν βάλει φυλακή έναν μου ναύτη, από την Ιθάκη.
Πάμε να βρούμε τον ειρηνοδίκη του λέω. Ξέρω ότι τέτοια ώρα είναι στον μόλο και ψαρεύει.
Ο ταξιτζής Κλίφορδ με ένα τεράστιο πλύμουθ μετανάστης από την Τζαμάικα, δεν κατάλαβε, είδε την κίνηση,  νόμισε ότι θα υπάρξει τίποτε λαθρεμπόριο, πήγε και ειδοποίησε την αστυνομία.           
Αμέσως η πιάτσα γέμισε μυστικούς, αυτούς με τα πολιτικά, έψαχνα να βρουν κάτι οτιδήποτε για να ζητήσουν μερτικό και  συγκεκριμένα ζητούσαν να βρουν εμένα. Με ειδοποίησε φίλος ταξιτζής να μην ροβολήσω προς τα εκεί.
Όλοι περίμεναν μόλις θα βράδιαζε, με το φρέσκο αεράκι η μπάντα του δήμου θα ερχόταν στο κέντρο της πλατείας  πάνω σε ειδικό κατασκευασμένο κυκλικό κουβούκλιο να παίξει ισπανική μουσική, τα κορίτσια να φέρνουν βόλτα γύρω, γύρω και τ’ αγόρια από την αντίθετη πλευρά, εγώ θα ήμουν ο θεατής της παράστασης.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης




Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Σε ένα Άγριο Περιβάλλον,


Σε ένα άγριο  περιβάλλον, εκεί όπου κυριαρχεί η φύση, εκεί όπου κάποτε γεννήθηκες,   εκεί όπου ο ήλιος χαράζει απ το ίδιο μέρος όπως και τότε, εκεί όπου ξανάρχονται οι μνήμες, ντυμένες με την ποδιά της αθωότητας εκεί κυριαρχούν όπως και τότε   οι μέλισσες, από αυτές που σε γλύκαιναν,   κάποτε έτρεχες με ένα σπάρτο  να σκοτώσεις τους κηφήνες στην λίμπα όπου έπιναν νερό, έτσι όπως και τότε μια και ξαναγύρισες τα ζωάκια αποφάσισαν  να σε συντροφεύσουν να κάνουν τις νύχτες σου πιο απαλές,  πιο γλυκές αν και χωρίς μέλι, χωρίς σκοτούρες και προβλήματα, γεμάτες αθώες παιδικές αναμνήσεις, πριν ακόμα γεννηθούν οι ανθρώπινες γνώμες, οι οποίες κοιλοπονούσαν οι νεράιδες εκεί πέρα στα ξένα…

Είναι κι αυτό μια ψυχική ξεκούραση γεμάτη ευτυχία…

Γαβριήλ Παναγιωσούλης   




Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Η Ευτυχία!

                                                      Η Ευτυχία
                              Στην Φωτογραφία τα κεραμίδια του σπιτιού μου 

Ήμουν ξαπλωμένος σε αυτόν τον καναπέ,  που δεν έχει κεφαλάρι, αυτόν που γλύτωσε απ τους σεισμούς της Κεφαλονιάς, αυτόν που όταν ήμουνα μικρός ήταν  στο σαλόνι του σπιτιού για να κάθονται οι επισκέπτες.
Αυτό ο ίδιος είχε  ένα στρώμα ισχνό που δεν μπορούσαν να ξεκουραστούν τα κόκκαλά μου, αλλά αυτό μου έδινε μια δύναμη απέναντι στην φύση λες και ήμουν φακίρης .
Εκεί μ’ έπαιρνε ο ύπνος το καλοκαίρι, παρέα μου στης νύχτας την σιγαλιά με συντρόφευε  το άλεσμα του ανέμου, που έκαναν οι ανεμογεννήτριες πάνω στην κορυφή του βουνού, αλλά   που και που με συντρόφευε  και καμιά κουκουβάγια που λαλούσε την ερημιά του τοπίου. 
Από κάπου μακριά τα ξημερώματα ακουγόταν η φωνή του κόκορα που προανάγγειλε την γέννηση, όχι του Χριστού αλλά μιας καινούργιας μέρας. 
Σηκώθηκα έτριψα τα μάτια μου πλύθηκα και κοίταξα κατάματα τον ήλιο αυτόν που έσκαγε το μάτι του πίσω απ το βουνό της Ιθάκης. Όπως τότε σκέφθηκα, στην ηλικία της αθωότητας, ένα αίσθημα ευτυχίας με πλημύρισε, κατέβηκα στην αυλή και μύρισα το άσπρο τριαντάφυλλο που είχε ανθίσει, ποιος ξέρει ίσως ειδικά για εμένα, μου φάνηκε πως   ξανάγινα παιδί, μια αγαλλίαση πλημύρισε την ψυχή μου. Στην σκέψη μου  αποζήτησα την θαλπωρή εκείνων που είχαν φύγει.
Είναι το όνομα του βουνού, που στους πρόποδές του είναι το σπίτι που γεννήθηκα

Σαν νύχτωσε ξαναπήγα στον καναπέ και ονειρεύτηκα το σταμάτημα του χρόνου.
Ο ψίθυρος από το άλεσμα του ανέμου, η κουκουβάγιες, και τα αλυχτίσματα σκύλων από κάπου μακριά ήταν η νυχτερινή μου παρέα, συνέχισαν να τραγουδούν στην δική τους γλώσσα την ευτυχία του τοπίου. Τελικά κατάλαβα  ότι  τα τόσο μικρά, τα τόσο απλά  πράγματα σου φέρνουν την ευτυχία,
Κάτι που αδίκως έψαχνες να βρεις στην ανθρωποθάλασσα της οικουμένης, η οποία σου κρατούσε σφαλισμένη την πόρτα, σαν να ήσουν ο αποδιοπομπαίος μην ξέροντας ότι εσύ κρατούσες το κλειδί της δικής σου ευτυχίας.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης




Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

Ο Σουγιάς

                                                                  Ο σουγιάς

Όταν μπήκε μέσα στο μαγαζάκι μου ο νεαρός, μου έριξε μια ματιά που πάγωσα. Τα φρύδια του πυκνά σκέπαζαν δυο μάτια που γυάλιζαν, μαλλιά μαύρα σγουρά, έμοιαζαν σαν προβιά από την απλυσιά. Τα χείλη του κόκκινο-καφετιά πρησμένα, απ τις άκρες τους κυλούσε ένα ρυάκι αφρού, λες και είχε λύσσα. Φορούσε ένα πουκάμισο πράσινο με ρίγες μαύρες, «Θεέ μου τι άσχημο χρώμα σκέφτηκα» ήταν κουμπωμένο μόνο με το κάτω κουμπί και είχε το χέρι του περασμένο μέσα απ’ το άνοιγμα σα να κρατούσε πιστόλι.
“Τα λεφτά σου, μου σφύριξε.”
Ενστικτωδώς έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, να πιάσω το σουγιά μου. Ήταν μια αυθόρμητη κίνηση.
“Τι λεφτά αφού δεν έχω.”
Πριν προλάβω να συνεχίσω άρπαξε απ’ τον πάγκο ένα πανέρι γεμάτο αυγά και το έβαλε στα πόδια.
Πως είπες κυρ αστυνόμε μου, δεν σε ενδιαφέρουν όλα αυτά; Αλλά σου τα λέω διότι θέλω να με καταλάβεις.
Μα όχι κυρ αστυνόμε μου, δεν έχω ανακατευτεί ποτέ στην πολιτική, ούτε έχω φίλους δικαστές.
Το επάγγελμά μου ναυτικός, τώρα το πως βρέθηκα εδώ με μπακάλικο; Ε! αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Έχεις ακούσει καμιά φορά για τον Οδυσσέα;
«Μα ναι, το έχω διαβάσει στα κόμικς.»
«Ε! λοιπόν, εγώ εδώ βρήκα την Καλυψώ.»
«Εννοείς τη μάγισσα;»

«Έ, όχι κυρ αστυνόμε μου, εννοώ μια γυναίκα.»
Με κοίταξε παράξενα, ήταν φανερό ότι δεν με πίστευε.

«Κυρ αστυνόμε μου, από μικρός πάντοτε κουβαλούσα μαζί μου ένα σουγιά, είναι μια συνήθεια που φέρνω μαζί μου απ’ το μέρος που γεννήθηκα. Πάντοτε είχα την λάμα του ανοιχτή και κρυμμένη κάτω απ’ το μανίκι του πουκαμίσου στον καρπό του χεριού. Ήταν ένα είδος ασφάλειας του ατόμου μου στις κακόφημες συνοικίες των λιμανιών, στις αρπαχτικές διαθέσεις των σειρήνων, απ’ τους ποδηλάτες του Κίνγκστον, ένα ψυχολογικό αντιστάθμισμα της ύπαρξής μου.
Λοιπόν όπως σου έλεγα κυνήγησα τον κλέφτη, τον πρόφτασα στην στροφή του δρόμου, είχε βάλει το πανέρι με τ’ αβγά στο κεφάλι του και προχωρούσε γρήγορα, δεν έτρεχε για να μη δώσει υποψία.
Χωρίς μιλιά του κατάφερα μια μαχαιριά στον πισινό, σα μια γρατσουνιά, όχι για να τον σκοτώσω αλλά για να μου δώσει το πανέρι. Αυτή την στιγμή είδα τον εαυτόν μου μικρό παιδί να προχωρεί στα λασπωμένα καλντερίμια των λιμανιών, γυναίκες της νύχτας να με φωνάζουν από δεξιά, από αριστερά σαν αρπακτικά όρνεα κι εγώ να προχωρώ με τον σουγιά ανοικτό κρυμμένο στην τσέπη.
Πως είπες κυρ αστυνόμε μου ξέφυγα απ το θέμα;
Μα θέλω να σου δώσω να καταλάβεις ότι ο σουγιάς είναι για μένα ένα φυλακτό, κάτι σαν εικόνισμα, τον κουβαλάω απ’ τη μέρα που γεννήθηκα, είναι το μέρος μου, το χωριό μου, τα Μαρκάτα, η Κεφαλονιά μου, η πίστη μου, κάτι τι δικό μου που με προστατεύει, στη αρχή όταν ήμουν μικρός είχα έναν άγαρμπο σουγιά Κολοκοτρώνη, μετά ένα ποιον λεπτό το λεπενάρι, και τώρα έχω Ελβετικό με σταυρό με  πολλές λάμες.
Δεν είμαι εκ προμελέτης φονιάς που θέλετε να με παρουσιάσετε.
«Άντε τελείωνε, μετά τι έγινε;»
Τελειώνω κυρ αστυνόμε μου, τελειώνω.
Ο κλέφτης έβγαλε μια φωνή ωχ! Γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε έκπληκτος, είναι δικά μου είπα ξανασήκωσα το σουγιά, άφησε το πανέρι κάτω κι άρχισε να τρέχει, γέμισα τα χέρια μου σπασμένα αυγά, τα πήρα έτρεξα προς το μαγαζί.
«Φτάνει μέχρι εδώ, με ζάλισες, δεν μου λες από ποιο μέρος είσαι;»
Μα από την Πύλαρο, κυρ αστυνόμε μου, από την Πύλαρο Κεφαλονιάς.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης





Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Ο Μετρητής του Χρόνου!

Ο Μετρητής του Χρόνου
                                 (Αφιερωμένο στους πρωτοπόρους μεταπολεμικούς Μετανάστες) 

  Μετά από δεκάωρη εργασία σε εστιατόριο της Νέας Υόρκης, αρχίζει ο αγώνας του γυρισμού στο σπίτι. 
Τα πόδια σου πρησμένα από την ορθοστασία πασχίζουν να σηκώσουν τα βαριά παπούτσια σου, που μοιάζουν σα φέρετρα να κολλάνε σε κάθε σκαλοπάτι του μετρό, σαν αυτό να ήταν το μνήμα τους, να χωθούν να ζήσουν στην αιωνιότητα. Τα σκαλοπάτια βρώμικα μαύρα γεμάτα μασημένες και ποδοπατημένες τσίκλες τα κατεβαίνεις με την ψυχή στο στόμα. Ο κόσμος πολύς, σε συνεπαίρνουν, σε σπρώχνουν προς την πόρτα του τραίνου. Ούτε κατάλαβες πως μπήκες μέσα, σώματα γύρω σου συμπαγή, δεν φοβάσαι μη χάσεις την ισορροπία σου, έχεις γίνει ένα αναπόσπαστο κομμάτι ανθρώπινης μάζας.
Χέρια σηκωμένα κρατημένα από χειρολαβές, σάρκες πλαδαρές που κρέμονται από γυμνά μπράτσα, μασχάλες που βρωμούν, κορμιά ιδρωμένα, χοντρά, αδύνατα, γέρικα νεαρά.
Πρόσωπα πολύχρωμα, μαύρα άσπρα, κίτρινα, σοκολατί,  μαλλιά σαν τα χρώματα της ίριδος, σκουλαρίκια να κρέμονται από κάθε τρύπα. Αναπνοές που βρωμούν, βλέμματα αγριεμένα, μούτρα αξύριστα, γένια μπερδεμένα, μουστάκια κινέζικα, σώματα σε κτυπούν, σε πατούν, σε σπρώχνουν, πατάς κι εσύ σπρώχνεις όσο μπορείς. Το μετρό  σταμάτησε. Ανοίγει η πόρτα βρίσκεσαι έξω. Δοκιμάζεις ν’ αναπνεύσεις ελεύθερα να καταλάβεις  πόση ώρα ήσουν στον κινητό κήπο της Εδέμ κοιτάς το ρολόι του σταθμού τον μετρητή του χρόνου  και βγάζεις μια φωνή, πω! πω! Άργησα. Φτάνεις σπίτι.   
Κουρασμένος κάθεσαι στον καναπέ, λασκάρεις τη ζώνη σου, βγάζεις τα παπούτσια σου,  αναπνιές βαθιά, έτσι καθιστός τα μάτια σου κλείνουν από την κούραση. Μοιάζεις σαν μουμιοποιημένος Φαραώ.

Αρχίζουν τα  όνειρα, ξεκινούν από τον νου σου μεγάλα στρογγυλά φωτεινά σχήματα, γεμάτα από μικρούς πολύχρωμους κύκλους. Μες το σκοτάδι τα παρακολουθείς να χάνονται στο άπειρον σε ομοιόμορφες καμπυλωτές τροχιές, σαν διάττοντες αστέρες. Όταν χαθούν αυτά αμέσως παρουσιάζονται  άλλα, πολύγωνα κλεισμένα σε κύκλο σε πορτοκαλί χρώμα, ακολουθώντας την ίδια τροχιά, που απομακρύνονται από εσένα με ιλιγγιώδη ταχύτητα, σε μια συνεχή καμπυλωτή σειρά που δεν τελειώνει ποτέ, αφού εσύ είσαι η γεννήτριά τους.
Ξυπνάς, δεν ξέρεις πόσο καιρός πέρασε, ένα λεπτό, μια ώρα, μια μέρα, κοιτάς για αποδείξεις, το ρολόι αυτό θα ξέρει. Είναι εκεί κοντά  στο τραπεζάκι, είναι αυτό που σου μετρά τον χρόνο.
Σου  χαμογελά, ξέροντας ότι δεν μπορείς να του ξεφύγεις κάνοντας τα μπλε φωτάκια του να αναβοσβήνουν. 
Σηκώνεσαι, τρίβεις τα μάτια σου. Το χουφτιάζεις, το σφίγγεις, το πετάς κάτω, το ποδοπατάς, καπνός βγαίνει από τα μπλε μάτια του σα να ήτανε η τελευταία του αναπνοή, άχρωμες πια οι τρύπες στο μέρος των ματιών του. Το θυσίασες στο όνομα της ελευθερίας του σκλαβωμένου εαυτού σου
Σταμάτησες τον μετρητή του χρόνου, ελεύθερος άνοιξες τα μπράτσα σου και αγκάλιασες τον χρόνο σου, τον έσφιξες πάνω σου κι άρχισες να κλαις, γιατί κατάλαβες ότι ήσουν δεμένος με αυτόν,  τον  συνεχιστή των βημάτων σου, μέχρι να ρθει η επόμενη μέρα όπου πάλι θα ξανάρχιζες  η δεκάωρη εργασία στις σκοτεινο-βρωμερές κουζίνες, εκεί όπου θα επαναλαμβανόταν, η ίδια ιεροτελεστία, όπου πάντα θα έτρεχες να προλάβεις τον χρόνο σου, αυτός που φθείρει το είναι σου, σκοτώνει τα όνειρά σου, με αντάλλαγμα να μπορείς να ζεις, να υπάρχεις,  έως ότου  πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου, αυτά που είχαν ριζώσει στο κορμί σου, μην έχοντας άλλη επιλογή, για  το πώς να κερδίζεις τον επιούσιο…

Γαβριήλ Παναγιωσούλης



Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Εμπειρίες

                                 From Times Square New York

Επιτέλους έφτασε και ο καινούργιος χρόνος 2016, μερικοί,  τον περίμεναν με λαχτάρα, άλλοι βαριεστημένοι, άλλοι σαν μια ευκαιρία να γλεντήσουν, ή να αποτινάξουν από πάνω τους τα κουρέλια που άφηνε ο παλιός χρόνος.
Εγώ ήμουν αιωρούμενος σαν τον πελαργό που στέκεται με το ένα πόδι σκεπτόμενος πια κατεύθυνση να πάρει. Όμως κοίταξα λιγάκι πίσω μου και είδα αυτά που με ακολουθούν έστω κι ας  μπήκαμε στην καινούργια χρονιά από όπου και οι εμπειρίες.        



                    Δυο λεπτά πριν τα μεσάνυχτα, η σφαίρα έτοιμη να ξεκινήσει την κάθοδο, Times Square New York 

Εμπειρίες

Στην σημερινή κοινωνία που ζούμε υπάρχουν  άνθρωποι όπου τους  αρέσει η γραφή,  οι άνθρωποι αυτοί   ψάχνουν να βρουν θέματα για να αρχίσουν να γράφουν. Είμαι κι εγώ ένας από αυτούς, το διάβα της ζωής  μου ήταν τέτοιο ώστε τα πολλά και διαφορετικά θέματα γραφής συσσωρεύονται γύρω μου σαν πολύχρωμα κομφετί σαν αυτά που πέφτουν την πρωτοχρονιά στο Times Square  New York.  
Αυτά τα κομφετί μόλις  φυσήξει αεράκι  σαν αιωρούμενα θέματα αρχίζουν να με πνίγουν, το κάθε ένα με διαφορετικό χρώμα, με διαφορετική πλοκή, μερικά μοιάζουν σαν ιστός αράχνης, άλλα λάμπουν στο σκοτάδι σαν πυγολαμπίδες, άλλα μου κόβουν τον αέρα  δεν μπορώ να πάρω αναπνοή.
 Όλα τρέχουν  φωνάζουν να βγουν στην επιφάνεια, βιάζονται μήπως  δεν προλάβουν και τα σκορπίσει ο παγωμένος αέρας του βορρά, ή τα μαζέψει η σκούπα των οδοκαθαριστών του δήμου.  
Mε την κάθοδο του γλόμπου καλωσορίζουμε το νέον έτος, Times Square New York 
 Βλέποντας αυτά  αρχίζω να γράφω,  έλα όμως που πρέπει νάχω και την παρέα μου μαζί,  με αυτήν ταξιδεύω στον λαβύρινθο των σκέψεων, στα μονοπάτια των ονείρων, έτσι    περνάν οι ώρες, οι σελίδες γεμίζουν και ο νους μου τρέχει σε άλλες  διαστάσεις ενός σύμπαντος που μόνο εγώ και η παρέα μου βλέπουμε. Όχι δεν χωρά διακοπή, όταν αυτό συμβεί    η παρέα μου  με αφήνει θυμωμένη φεύγει και μπαίνω  σε μια διάσταση των καθημερινών προβλημάτων όπου τρομάζω να συγκρατήσω αυτά που έγραψα.
Μα και αυτή η συντρόφισσα  μου, είναι τόσο απαιτητική, ώστε με θέλει καθεαυτό δικό της, το όνομά της μοναξιά, η μοναδική δική μου μοναξιά.
Είναι αυτή που δεν με αποχωρίζεται ποτέ της.      
Έχω καταλάβει ότι, όποιος γράφει δεν γράφει κάτι για να το βάλει σε ένα καλούπι  ώστε να γίνει ομοιόμορφο με τους άλλους, αλλά γράφει παρατηρώντας ακόμα και τα πρωτοχρονιάτικα πολύχρωμα κομφετί σαν κάθε ένα να είχε την δική του ιστορία, γράφει κάτι δικό του, το  διαφορετικό.   
Πόσοι το καταλαβαίνουν αυτό; Ε! Είναι ζήτημα γούστου ή καλαισθησία πνεύματος.
Πέρυσι  πήγα σε ένα ελληνικό γραφείο, μερικά τεύχη από το τελευταίο μου βιβλίο, σκεπτόμενος Χριστούγεννα έρχονται, Πρωτοχρονιά έρχεται, ίσως να θέλουν να τα δωρίσουν κλπ.    Τα πήγα από ευχαρίστηση, όχι  με αντάλλαγμα δηλαδή να τα πωλήσω αλλά τα δώρισα ώστε κι αυτοί να τα κάνουν ότι θέλουν, ή να τα δωρίσουν.
Η  απάντησή τους, μου έφερε  παγωμένα ρίγη στα κόκκαλα.
 «-Ξέρετε βιωματικά βιβλία, με θαλασσινές παγκόσμιες περιπέτειες  δεν έχουν ενδιαφέρον, αυτά που περνούν είναι τα μυθιστορήματα, οι νουβέλες… Γράψε και καμιά νουβέλα να δακρύσει κάνα γυναικείο μάτι, να κάνεις και πωλήσεις!»
Μετάνιωσα  που πήγα, όμως ντράπηκα να τους πω να τα πάρω πίσω,   αλλά ήταν αργά, τα άφησα  κι έφυγα…
Με σκυφτό κεφάλι πήγα στο καταφύγιό μου ερχόταν, πρωτοχρονιά, καινούργιος χρόνος, καινούργια όνειρα, καινούργιες αποφάσεις.  
Δεν είπα κανενός τίποτα, αλλά μέσα μου, μου τσάκισε την αυτοπεποίθηση, παραμονή πρωτοχρονιάς   μαζευτήκαμε όλοι σε μια ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα, γλεντήσαμε, ποτό, άφθονοι  μεζέδες, μουσική της αρεσκείας μας τα μεσάνυχτα κάναμε ενός λεπτού σιγής παρακολουθήσαμε  απ’ την τηλεόραση  την σφαίρα που έπεφτε στο  Times Square μετρώντας τα δευτερόλεπτα, ξανά είδα τα κομφετί να πνίγουν τους θεατές του μεσονυκτίου, σα να ήταν οι παλιοί μου φίλοι, ξανά γέμισε ο νους μου θέματα γραφής, ξανά βρήκα την αυτοπεποίθηση μου. Η πένα στο αριστερό τσεπάκι του πουκαμίσου με περίμενε, τα δάχτυλά μου άρχισαν να ιδρώνουν, της υποσχέθηκα από αύριο θα κάνουμε παρέα.
Η σφαίρα σταμάτησε το κατρακύλισμα στο τελευταίο δευτερόλεπτο   εκεί που αλλάζει ο χρόνος,  ανοίξαμε σαμπάνια, ευχηθήκαμε χρόνια πολλά ο κάθε ένας μας με τις δικές του resolutions for the New Year      χορέψαμε ως το πρωί.
Ήταν και αυτή η νύχτα η συνέχεια των περιπετειών του βιβλίου μου τούτη τη φορά με χειροπιαστές αποδείξεις, αυτές που δεν γράφονται σε νουβέλες. Θυμήθηκα το ελληνικό γραφείο, τα βιβλία μου, κατάλαβα  ότι η ζωή η ίδια όπως άρχισε έτσι συνεχίζεται. Νοερώς τους ευχήθηκαΝα έχετε  Καλή χρονιά… για όλους έχει ο Θεός,   αυτό τίποτε άλλο.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης