Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Ναυτικών ιστοριούλες στα λιμάνια,



Ναυτικών ιστοριούλες στα λιμάνια, αυτών που ταξίδευαν στην Καραϊβική, με φορτηγά βαποράκια τακτικών γραμμών.    


Ταξί, ταξί!
Άνοιξε την πόρτα και μπήκε κάθισε δίπλα μου.
Ήταν ο Στάθης  ναυτικός  και φίλος μου καλό παιδί, μάλαμα που λένε.
-Πάμε μου λέει, ακολούθα το υπεραστικό  λεωφορείο της γραμμής που πάει για την πρωτεύουσα.
Ήταν η ώρα 4η απογευματινή.
-Τι τρέχει του λέω;
-Ταξιδεύει η φιλενάδα μου για το σπίτι της στην πρωτεύουσα, μια απόσταση 300 χιλιομέτρων  έχω όμως υπόνοιες ότι σταματά πιο πέρα και γυρίζει στο λιμάνι.  Το  βαπόρι μου αναχωρεί απόψε τα μεσάνυχτα.
-Μα την Ρίτα την ξέρω του λέω, φαίνεται λογική γυναίκα.
-Αχ! Φίλε μου είμαι ξετρελαμένος μαζί της πρόκειται να παντρευτούμε, τόγραψα και της μάνας μου. 
Ακολουθούσα το λεωφορείο είχε αρχίσει να νυχτώνει.
-Πρέπει να γυρίσουμε πίσω του λέω μπορείς να χάσεις το βαπόρι σου.
-Ναι μου λέει, άμα την  δεις να γυρίσει στο άλλο ταξίδι θα μου πεις.
-Μείνε ήσυχος.
Φτάσαμε στο μόλο μου έδωσε   ένα μάτσο δολάρια κι έφυγε για το βαπόρι ευχαριστημένος.
Ήταν καλό παιδί από την Πάτρα και πολύ φίλος μου.
Γράφω αυτό σαν ενθύμιο της φιλίας μας, στο επόμενο ταξίδι έμεινε στο λιμάνι, παντρεύτηκαν, βρήκε καλή δουλειά στην στεριά στην Γουατεμάλα ήταν τεχνίτης ωρολογοποιός, ήξερε να χρησιμοποιεί τον «τροχό» τρυπάνι σαν αυτό που έχουν οι οδοντογιατροί  και σκάλιζε καλούπια για πλαστικά άνθη. Μοναδικός στο είδος του.   Έκαναν  δυο παιδάκια πήγαν στην Ελλάδα, παντρεύτηκαν ξανά   αλά-ελληνικά «με Παπά». Μετά τούρθε η ιδέα να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ.  
Στην αρχή ήρθε εδώ στην Νέα Υόρκη, κάναμε παρέα, τελικά κατέληξαν στο Σικάγο.  
Eκεί πάνω στην εργασία του  τον βρήκε η κακή αρρώστια στα πνευμόνια, (ήταν μανιώδης καπνιστής) οι γιατροί του είπαν δεν υπάρχει ελπίδα,  στην απελπισία σκέφτηκε τις θαυματουργές εικόνες της Παναγίας  στην Ελλάδα να πάει να προσκυνήσει μήπως γλυτώσει. 
Στον πηγαιμό του προς την Τήνο πέρασε από την Νέα Υόρκη, ήταν η τελευταία του  ελπίδα.
Συναντηθήκαμε στο αεροδρόμιο μαζί με άλλον φίλο ναυτικό όπου γνωριζόμασταν, όταν τον είδα δεν μπόρεσα να κρατήσω τα δάκρυά μου, κρύφτηκα τα σκούπισα να μην τα δει  και τον αγκάλιασα, είχε μείνει η σκιά του εαυτού του, θα πρέπει να ήταν γύρω στα 45 χρονών.
Με το που έφτασε στην Ελλάδα έφυγε για τον άλλο κόσμο, δεν θυμούμαι αν πρόλαβε να πάει να προσκυνήσει.   
Έπεται συνέχεια «Ιστοριούλες ναυτικών.»

                                         Γαβριήλ Παναγιωσούλης  


Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Ένας είναι ο Άνθρωπος:



Ένας είναι ο άνθρωπος, πολλοί και διαφορετικοί τρόποι ζωής:
  
Κουράστηκα να αλλάζω τρόπους ζωής, ο ένας από τον άλλο τόσο διαφορετικός ώστε πολλές φορές με κάνουν  να αμφιβάλω αν πράγματι είμαι εγώ ο ίδιος.

Το ξεκίνημα, από την Πύλαρο Κεφαλονιάς  την εποχή του λύχνου, της  απόλυτης φτώχειας,  της ανάγκης να επιζήσεις, η έλλειψη σχολείου, η κοινωνική πίεση για φυγή, η προπαγάνδα των νεοφερμένων επισκεπτών αυτών με τις γραβάτες,   τα φοδραρισμένα απ’ την ανάποδη μανταρισμένα ρούχα, τα πέδιλα, οι αρρώστιες, τα γουλιά από την αβιταμίνωση, η   γεμάτη παραστρατιωτικά αρπακτικά ανθρώπινα όντα ύπαιθρο να δέρνουν κατά βούληση, οι χωροφύλακες σίγουροι για την ζωή τους  κλεισμένοι στον σταθμό τους, η παντελή έλλειψη κράτους, η ανομία  ο νόμος του δυνατότερου, όλα αυτά έκαναν την ζωή μαρτύριο.
 Έφυγα  με πίστη με υπόσχεση στην  στοργή της μάνας, μια μέρα θα γυρίσω…
Ήταν η αρχή:   


Στον μακρύ δρόμο μου συνάντησα, διαφορετικούς τρόπους ζωής, διαφορετικά περιβάλλοντα, διαφορετικά ήθη κι έθιμα, διαφορετικά πιστεύω.

Σήμερα γυρνώ το κεφάλι και κοιτώ τα χνάρια μου, κάθε γωνιά γης μου θυμίζει και κάτι, γυρνώ και βλέπω τη θάλασσα κάθε της κύμα, κάθε τι πλεούμενο  μου θυμίζει και κάτι.
Κοιτάζω το παρελθόν μου, αναμιγνύομαι με πολλές φυλές ανθρώπων, πολλές γλώσσες, πολλές θρησκείες, πολλά πιστεύω, ακόμα και σήμερα με ξεκουράζει ν’ ακούω gospel music, αυτή που κάποτε άκουγα στο Kingston Jamaica  και σε αμερικανικά  λιμάνια του κόλπου του Μεξικού.
Επίσης   μουσική και τραγούδια του νότου των ΗΠΑ  jazz,  blues and country music.
Κάθε σκοπός μουσικής μου θυμίζει ότι κάποτε πέρασα από τα μέρη αυτά, εκεί όπου  ονειρευόμουν χαζεύοντας, περπατώντας στην Bourbon Street της γαλλικής συνοικίας της Νέας Ορλεάνης,  ή στα διάφορα λιμάνια του Τέξας, Μισισίπι και Αλαμπάμα.
Στις  τροπικές νύχτες   πήγαινα στην πλώρη του καραβιού αυτή που έσκιζε τα νερά της καραϊβικής κι άκουγα το  ρυθμικό σύριγμα του κοψίματος της επιφάνειας της θάλασσας, ο αφρός της φωσφόριζε  φώτα πρασινωπά που χανόταν για να φανερωθούν άλλα,  κοιτούσα το φεγγάρι και μετρούσα τα’ αστέρια, με μια ελεύθερη καρδιά να αποζητά την άγνωστη ευτυχία σε χώρες μαγικές κι ονειρεμένες.

 Πιο πολύ όμως απ όλα μου αρέσει να ακούω λατινοαμερικάνικα ποιοτικά καλά τραγούδια και μουσική.
Στέκομαι και απολαμβάνω βυθισμένος σε αναμνήσεις, στις   περιπέτειες, αυτές που πέρασα   μιας διαφορετικής μου ζωής, τότε που έτρεχα να πιάσω τα όνειρα, λες και ήταν πεταλούδες, τα τραγούδια  με τις παθητικές μπαλάντες,  μπολερό  και αγάπες που εκθείαζαν τα λατινοαμερικάνικα τραγούδια.
Αναμεμιγμένος σε πολλά κράτη, μέσα σε αυτά μεγάλωσα, μέσα σε αυτά αισθάνθηκα τη ζωή, μέσα σε αυτή την κοινωνία έμαθα να υπάρχω, μέσα σε αυτά ένιωσα την κατανόηση, την στοργή, την αγάπη, μέσα σε αυτά πρωτόμαθα την στεριανή ζωή, μα και την υπευθυνότητα της πάλης προς το ζην.
 Μετά ήταν κι αυτά τα μπουζουκομάγαζα  της τότε εποχής στην Νέα Υόρκη όπου με παρέα πηγαίναμε κι ακούγαμε τα αχ! Βαχ! Π.χ.  Ο  χάρος την πόρτα μου χτυπά, χτύπα κι εσύ καμπάνα…

Τελικά κάποτε γύρισα, κατάλαβα ότι μάταιες ήταν οι υποσχέσεις μου στην στοργή της μάνας, δεν πρόλαβα έφτασα αργά,  αισθάνθηκα σαν  ξένος αφού η ζωή μου είχε σταματήσει  την στιγμή που έφυγα, την εποχή του λύχνου.

Πάλι ο σημερινός τρόπος ζωής τόσο διαφορετικός από τους άλλους, από τους άλλους εδώ μετανάστες συνομήλικους αυτούς που έχουν διαφορετικό ελληνικό παρελθόν, υπάρχει μια   τόση εγωιστική μοναξιά   από τους συνανθρώπους μου,  τόσο περιθωριακή απομόνωση, ίσως να φταίει και η ηλικία, ή ακόμα και η διαφορετική κοινωνική αντίληψη, ή ακόμα και το διαφορετικό παρελθόν του κάθε ενός μας.  

Γαβριήλ Παναγιωσούλης   


Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Ένας φίλος είχε έρθει απ' τα παλιά...

                                   H Μόδα στην Νέα Υόρκη, Ελληνικά σκουλαρίκια, τιμή $ 39.99


Ένα παλιό  τραγούδι λέει:
Ένας φίλος είχε έρθει απ τα παλιά φορτωμένος με χιλιάδες αναμνήσεις... 
Ο Φίλος αυτός είναι ο Δημήτρης Ζαχαρόπουλος όπου γνώρισα στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στα Τρίκαλα όπου συνταξιδεύαμε μαζί καλεσμένοι σε γάμο της κόρη του φίλου Βάιου Φασούλα, εποχή πριν 10 χρόνια, μάλιστα είχαμε πάει μαζί με ακόμα δυο φίλους, τον Στράτο Δουκάκη και σύζυγο και Παντελή Ξανθίδη και σύζυγό του  .
Τον ξαναβρήκα στο F.B. από όπου αντιγράφω τα κάτωθι:     
     


Ποτέ δε ξεχνιούντε οι φίλοι. Πάντα σε θυμάμαι και σε εκτιμώ.

-ΔΕΝ ΕΙΝ’ ΝΤΡΟΠΗ

Καθώς διάβαζα…Παναγιωσούλη
δεν είναι ντροπή…
Κλεφτά τα δάκρυα μάζεψα,
απ των ματιών τις άκρες,
λες κι ήταν εικόνες άφθαρτες,
που νότιζαν το νου.

Και η αφή των μοναχά…
για τον καιρό εκείνον, μου μίλησαν.

Τότε, παιδάκι άγουρο,
με μαύρο σοβρακάκι,
με τα μαλλιά σαν ναν’ καρφιά,
ξυπόλυτος να τρέχω,
με μία φέτα μαύρο ψωμί,
στο ένα μου το χέρι
και στ’ άλλο ελιές, αν είχαμε,
ξένοιαστος καβαλάρης.

Να παίζω βόλους με άλλα παιδιά
να παίζω και τσιλίκη,
να παίζω αμάδες στο στρατί,
πίσω απ’ την εκκλησιά μας
και να μαζεύω μαύρες ελιές,
να πάω να τις πουλήσω,
κρυφά απ’ τον πατέρα…
για τρεις δραχμές στον έμπορα,
που ήταν στη γειτονιά μας,
μέχρι να γίνει τάλιρο, να πάω σινεμά.

Δ.Γ.Ζ



Κι εγώ αγαπητέ φίλε Γαβριήλ, χαίρωμαι που βρεθήκαμε πάλι. Τότε που πρωτομιλήσαμε μεσω και πάλι του Βάϊου και του Βασίλη Κουτουζή, είχα γράψει το παρακάτω... -----------------------

-Four brother

Τέσσερις άγνωστοι,
έγιναν ένα μάτσο βιολέτες,
μια ανθοδέσμη, στης ζωής το πάζλ.

Ήρθαν να δέσουν ένα δεμάτι όνειρα,
με μία πένα, σε χίλια πηγάδια αδειανά.
Ήρθαν να δώσουν απ’ ένα χρώμα
στο άπειρο,
να φανερώσουν δρόμους χαμένους,
μα ιερούς.

Να ανοίξουν ασκούς, που δε θα άνοιγαν.
Να φέρουν αγάπη, να φέρουν φως.
Να φανερώσουν πτυχές, να άρουν
τα άδυτα,
ν’ αγαλλιάσουν χαμένες ψυχές.

Ήρθαν να σπείρουν ιδέες με όραμα,
να κάνουν τον κόσμο να δει με την ψυχή,
με την καρδιά να κρίνει τα τεκταινόμενα
χωρίς να ζητούν ανταμοιβή.

Δ.Γ.Ζ

Χωρίς Λόγια από:
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

Τρεις Κεφαλονίτες, τρεις διαφορετικοί δρόμοι:


Το βαπόρι της ιστορίας μου και η αφεντιά μου, Νέα Ορλεάνη 1963



                   Τρεις Κεφαλονίτες,  τρεις  διαφορετικοί δρόμοι:

Μιλούσαν μεταξύ τους γαλλικά, ήταν απόγονοι Γάλλων των  πρώτων αποίκων,  κατοίκων  της Λουϊζιάνας, ο Ιατρός Ντεκουέρ σπεσιαλίστας χειρούργος σε μεταμόσχευση δέρματος και η κ. Μποντρού  νοσοκόμα. Είχα μείνει ξέμπαρκος στην Νέα Ορλεάνη  για skin  graft μιας παλιάς εγχείρησης.   Το νοσοκομείο Montelepre μια ιδιωτική κλινική  φάνταζε σα μια κουκλίστικη βίλα λευκού χρώματος όπου είχε μείνει  απολιθωμένη στο χρόνο, της εποχής του Ναπολέοντα. Και ήταν στην κεντρική οδό της Νέας Ορλεάνης στην Canal Street. Εκεί έκανα παρέα με την  Daisy νοσοκόμα η οποία με τραβούσε  κάθε λίγο και λιγάκι στον καθεδρικό ναό του Αγίου Λουδοβίκου στο Jackson Square της  Γαλλικής συνοικίας για προσευχή και μετάνοια, προσπαθούσε να με κάνει καλό χριστιανό.   
Είμαστε τρεις Κεφαλλονίτες ξέμπαρκοι   ένας από τα Σπήλια, ή κάπου εκεί κοντά  άλλος από την Λειβαθό κι εγώ από την  Πύλαρο. Συναντιόμασταν    στο  Café Du Monde πίναμε καφέ μαύρο με   τσίκορι, (chicory)  ή και σε άλλη καφετέρια, ο ένας λόγο ασθενείας (εγώ)  ο άλλος για να δώσει εξετάσεις για Λιβεριανό δίπλωμα πλοιάρχου (ο Βύρων) κι ο άλλος (ο Βαγγέλης) φύλακας (Βατσιμάνης) σε  βαπόρι που ήταν δεμένο, απέναντι απ’ το αγκυροβόλιο στην μπούκα του λιμανιού, είχε και μια σκύλα για προστασία του German Shepard.  Στο  χρηματοκιβώτιο του παροπλισμένου Βαποριού, υπήρχε ένα πιστόλι 22ρι μακρύκανο με φιλντισένια χειρολαβή.
 Ο   Μισισιπής ποταμός από όπου όλοι μας είχαμε έρθει, με το χρώμα των βρώμικων νερών του λέρωνε   τις σκέψεις μας,  μαζί και οι τρεις μας  ήμασταν σε προηγούμενο βαπόρι. Τώρα προσπαθούσαμε να βρούμε μια σταθερή λύση στα προβλήματα της ύπαρξής μας. Ως ναυτικοί, μας παρέσυρε της θαλάσσης το ρεύμα πότε εδώ πότε εκεί, δεν είχαμε τίποτα το σταθερό, λες και ήμασταν θαλασσοπούλια, αυτά που δεν προλαβαίνουν να σταθούν σε καμιά στεριά.   
Ο Λειβαθινός  καλός φίλος άρχισε το κατεβατό, προσπαθούσε να με πείσει: «μια  συμβουλή σου δίνω να παρατήσεις όλα, ξέχασε ποιος ήσουν,  να πας να χαθείς στα βάθη της Αμερικής, άλλαξε και τ’ όνομά σου, είναι ευκαιρία μην την αφήνεις, θα αποκατασταθείς, θα κάνεις λεφτά.» κυνηγούσε τόσο πολύ το χρήμα κι εγώ που πίστευα τόσο πολυ στην γυναικεία αγκαλιά, στον ρομαντισμό και την αγάπη δεν κουνούσα ούτε το μικρό μου δακτυλάκι για να κάνω τίποτα, έμενα στης τύχης τα γραμμένα. 
Ο από τα Σπήλια  γνώρισε την Έμμυ  μπαργούμαν στο μπαρ του Τζίμη  του έλληνα στην οδό Ντεκατούρ. 
Δεν πάει άλλο η ζωή του ναυτικού θα την παντρευτώ να μείνω στην στεριά, την έβγαλε απ’ το μπαρ έπιασε δουλειά στο Maison Blanche, έφυγε απ το δεμένο καράβι, έκανε τα χαρτιά του και ήρθαν στη Νέα Υόρκη, ο Λειβαθινός  πήρε το Λιβεριανό δίπλωμα πλοιάρχου και μπαρκάρισε πλοίαρχος σε αμερικανικών  συμφερόντων επιβατηγό βαπόρι με Λιβερίας σημαία, που έκανε ταξίδια στην Καραϊβική.
 Ήταν ένα κρουαζιερόπλοιο όπου έπισα φωτιά σε ταξίδια Μπαχάμας Μαϊάμι .  Εγώ   κατέληξα νυκτοφύλακας στο καράβι αυτό που ήταν δεμένο στην είσοδο του λιμανιού της Νέας Ορλεάνης παρέα με την σκύλα και το 22ρι πιστόλι. Αφού κάθισα κάμποσο καιρό, φυλάγοντας το βαπόρι και ανάβοντας τα φώτα την νύχτα, μια μέρα   αποφάσισα να φύγω, πήρα το αεροπλάνο και πήγα στην Γουατεμάλα.   Ήταν  η μέρα που είχαν σκοτώσει τον αμερικανό πρόεδρο Kennedy.
Το έμαθα αφού ήδη είχα φτάσει στον προορισμό μου.   

Γαβριήλ Παναγιωσούλης





Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Βόλτα στην Αστόρια




Στην Φωτογραφία από αριστερά. η κυρία Λυκογιαννή, η κυρία Στελλα ζαμπούρου Φόλλεντερ, κυρία και κος Κοντομέρκου, κύριος Κ. Λυκογιάννης, κ. Δημήτρης Μουστάκης, kος και kα Γαβριήλ Παναγιωσούλη. 


Χθες βράδυ Παρασκευή 16/05/14 μαζευτήκαμε  φίλοι και γνωστοί,  να αναζωπυρώσουμε την φιλία μας, μέλη της εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών Αμερικής και μη! 
Ήταν μια αξέχαστη φιλική βραδιά, γεμάτη αγάπη σεβασμό και κατανόηση.
Ευχηθήκαμε υγεία και χαρά σε όλους μας με κρασάκι Νεμέας ειδική παραγγελία για εμάς από τον φίλο Σπύρο που έχει την έδρα του στο Tennessee USA.
Τον ευχαριστούμε θερμότατα.
Βγαίνοντας έξω μας υποδέχθηκε μια τρομερή θυελλώδεις νεροποντή, καταφέραμε και ο κάθε ένας μας έφτασε στον προορισμό του (σπίτι του)  σώος και αβλαβής.  





Γαβριήλ Παναγιωσούλης    



Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Ανατομία Εκλογών!



Θυμάμαι  μια φορά σε μια προεκλογική εκστρατεία στην Γουατεμάλα  λατινική Αμερική
Η κατάσταση όπου επικρατούσε ήταν δικτατορική,  πρόεδρος της κυβέρνησης ένας  συνταγματάρχης όπου είχε καταλάβει  την κυβέρνηση με πραξικόπημα  κρατούσε γερά τα γκέμια του κράτους.
Όμως αν και  υπήρχε δικτατορία υπήρχε τάξη, ασφάλεια, δεν σε πείραζε κανένας, δουλειές, πολλά βαπόρια, τουρίστες.
 Το  επαναστατικό κίνημα απελευθέρωσης (αριστεροί) έβραζε στο εσωτερικό, η κυβέρνηση για να αντεπεξέλθει δημιούργησε  μια παρακρατική δεξιά οργάνωση το Λευκό Χέρι, έτσι σκοτωνόταν αναμεταξύ τους.
Φανερά υπήρχε μια  πίεση προς την κυβέρνηση από τα κράτη με τα μονοπώλια για εκδημοκρατισμό.
Υπήρχαν πολλά αντάρτικα στο βουνό πάντοτε κρυμμένα, μέχρι που ένα αντίθετο κόμμα λεγόταν επαναστατικό “partido revolucionario” έκανε την εμφάνισή του.
Έβαλαν  για αρχηγό τους έναν πολιτικό με το επώνυμο Μαυροβούνης  «Montenegro» κι έκαναν προεκλογική εκστρατεία στις διάφορες πόλις και χωριά βγάζοντας λόγους και μοιράζοντας υποσχέσεις. Μια μέρα ήρθαν και στην πόλη του λιμανιού. Ήρθαν με ειδικά ναυλωμένο αεροπλάνο από το αεροδρόμιο θα πήγαιναν στο στάδιο όπου θα έβγαναν λόγο.
Ζήτησαν ταξί, είδα τους ντόπιους ταξιτζήδες σα να μην ενδιαφέρονταν, τότε πήγα εγώ μπροστά.
Είχα τρία ταξί φόρτωσα και μια και δυο για το στάδιο. Τους περίμενα να τελειώσουν και τους μετέφερα πάλι στο αεροδρόμιο, με πλήρωσαν καλά τους ευχήθηκα καλό κατευόδιο κι έφυγα.
Μετά από δυο μέρες μου είπαν ότι είχαν έρθει στην πιάτσα στρατιωτικοί αστυνομικοί, ήταν από την ναυτική βάση με φώναξαν επάνω, με παρουσίασαν στον Συνταγματάρχη Σόσα, αυτός μου είπε  για πιο λόγο προσφέρθηκα να  εξυπηρετήσω τους αντίθετους κι αν ήξερα ότι είναι αντικυβερνητικοί.
Τους εξέθεσα την άποψή μου ότι τα ταξί ήταν η εργασία μου, από αυτά ζούσα, δεν έκανα τίποτα παράνομο.
Εν τέλει με άφησαν κι έφυγα.
Ο υποψήφιος του επαναστατικού κόμματος  ο Μαυροβουνιότης  είχε πολλούς οπαδούς, φαινόταν ότι θα κέρδιζε ,ένα πρωί  βρέθηκε νεκρός γαζωμένος από σφαίρες, έτσι δεν θα είχε την ευκαιρία  να κερδίσει τις εκλογές. Σε πείσμα των στρατιωτικών  ανέλαβε την αρχηγία του κόμματος ο αδελφός του και κέρδισε τις εκλογές.  Έγινε ο εκλεγμένος πρόεδρος του κράτους.
Ήταν η αρχή ναι μεν μιας δημοκρατικής κυβέρνησης αλλά χωρίς πυγμή, η αρχή αναρχίας.  
Τότε άρχισαν τα σαμποτάζ από τις πολυεθνικές, πώλησαν τις φυτείες μπανανών στο κράτος, και μετά τους έκαναν συμφωνία για 99 χρόνια να αγοράζουν το προϊόν τους και να μην έχουν το δικαίωμα να το πουλούν αλλού. Πούλησαν σε ντόπιους επαγγελματίες γιατρούς κλπ.  τα σπίτια της παροικίας των.
Σταμάτησαν να έρχονται βαπόρια με τουρίστες, σταμάτησαν τα φορτία στο λιμάνι, δεν υπήρχαν εισαγωγές εξαγωγές, έκλεισαν τα μαγαζιά δεν κυκλοφορούσε πια χρήμα.
Τότε για πρώτη φορά έκαναν την εμφάνισή του βαπόρια Ισραηλίτικα ψυγεία, μπανανάδικα.
Η  εταιρία σιδηροδρόμων κρατικοποιήθηκε, τις θέσεις τις καταλάβαιναν όσοι είχαν μέσων, μια αναρχία άρχισε να βασιλεύει.
Τότε πήρα το αεροπλάνο και πήγα στην Ν Υ. έφτασα στους 68 δρόμους και πρώτη λεωφόρο σε εστιατόριο Κεφαλλονίτη  φίλου μου όπου ήμασταν μαζί στα βαπόρια. Δίπλα  ήταν  αντικαρκινικό νοσοκομείο Sloan Kettering cancer center.
Έλα  μου λέει να σε συστήσω, έχουν φέρει  από την Γουατεμάλα κάποιον μεγάλο της κυβέρνησης με καρκίνο και έρχονται και τρώνε όλοι τους εδώ.
Πράγματι με σύστησε, δώσαμε γνωριμία, ήταν ο γιος του σκοτωμένου, του έλεγα την ιστορία με τα ταξί και του είπα τα πολιτικά τα αποφεύγω γιατί πάντα μπλέκεις.
Και μου απαντά:
Είναι γιατί δεν έχεις γεννηθεί σε αυτή τη χώρα (Γουατεμάλα) γι’ αυτό, άρα δεν την αγαπάς!

Τι άλλο να πω!

Γαβριήλ Παναγιωσούλης



Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Όταν έκλαψε ο Μπάρμπα Νιόνιος

Η ανάρτηση όπου ακολουθεί είναι φίλου απ’ την Βοστόνη ΗΠΑ του k. Γεώργιου  Ιατρού.

Ο κ.Διονύσιος Καραγιάννης, ο Μπάρμπα Νιόνιος δηλαδή, είναι απόφοιτος
της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Τριπόλεως, έχει διδάξει στην Πλατιάνα
Ολυμπίας και στα σχολεία Γκρέκα, Παπαδούς και Κρεστένων.
 Επί μια δεκαετία ήταν Δ/ντης Νυχτερινού Δημοτικού Σχολείου.
 Συνέχισε την δραστηριότητά του στα Κρέστενα ως Δ/ντης του
Επιμορφωτικού κέντρου.
 Ήταν Πρόεδρος δασκάλων Ολυμπίας και υπεύθυνος των Προσκόπων.
Προαχθείς σε Δ/ντη Α' το 1978, ανέλαβε υπηρεσία στο δεύτερο Δημοτικό
Σχολείο Πύργου απ' όπου συνταξιοδοτήθηκε το 1981
 Έχει δώσει διαλέξεις σε μορφωτικούς συλλόγους.
 Είναι μέλος του Συνδέσμου Ιστορικών συγγραφέων Ελλάδος.
 
Έχει εκδώσει 10 βιβλία.
OTΑΝ  ΕΚΛΑΨΕ  Ο  ΜΠΑΡΜΠΑ  ΝΙΟΝΙΟΣ

Ο κύκλος της ζωής...
 Γεννιέσαι, ζεις, πεθαίνεις.
 Όλοι θα το βιώσουμε. Όλοι ανεξαιρέτως, ανεξαρτήτως φύλλου, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης. Ο,τι κι αν είσαι, ο,τι κι αν κάνεις θα έρθει μια μέρα που η ζωή τελειώνει. Είναι θέλημα Θεού; Είναι εντολή Του;  Ο,τι κι αν είναι, αυτή είναι η κατάληξη του καθενός μας.
Πως όμως μπορείς να δεχτείς κάτι τέτοιο;  Ποιός ανθρώπινος νους μπορεί να συνθηκολογήσει σε μια τέτοια ιδέα όταν μάλιστα δεν έχει επέλθει το πλήρωμα του χρόνου; Ο θάνατος ενός ηλικιωμένου ανθρώπου, μπορεί να γίνει αποδεκτός με λιγότερο πόνο λόγω της ηλικίας του. Ο θάνατος ενός παιδιού ( του παιδιού ) είναι μια οδυνηρή εμπειρία, μια αδυσώπητη πραγματικότητα και ο πόνος είναι σπαρακτικός. Ο δεσμός γονιού και παιδιού είναι τέτοιος, που, αν πεθάνει το παιδί, ο γονιός χάνει ότι πολυτιμότερο έχει, νιώθει να του ξεκολλάνε τα σωθικά του, όπως η μέλισσα όταν ρίχνει το κεντρί της και μετά πεθαίνει.
Δεν υπάρχουν λέξεις, δεν υπάρχει τρόπος να απαλύνεις, να διώξεις το σκοτάδι, τα μαύρα σύννεφα του πόνου και της συμφοράς που βαραίνουν την πονεμένη καρδιά.
Πως να παρηγορήσεις τον Μπάρμπα-Νιόνιο!!!  Τον βρήκα πάνω στον τάφο του παιδιού του, του μονάκριβου παιδιού του να σπαράζει.  " Παιδί μου, εγώ έπρεπε να ήμουν εκεί...όχι εσύ". Η μονάκριβη κόρη του χτυπημένη από αγιάτρευτη αρρώστια, δεν του είπε τίποτα μη τον στενοχωρήσει.
Ο Μπάρμπα-Νιόνιος, το έμαθε λίγες ώρες πριν..
Η ζωή, του έδειξε το κακό της πρόσωπο από τα μικρά του χρόνια. Η συγκλονιστική ιστορία του Πατέρα του, είχει λαβώσει την παιδική του καρδιά και έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη του. Το λάθος του Πατέρα του ήταν, οτι αγάπησε μια κοπέλα που κι αυτή τον αγάπησε. Εκείνα τα χρόνια, κάτι τέτοιο ήταν ατιμωτική πράξη. Εκείνος φτωχός και εκείνη από ''καλή'' και ''μεγάλη'' οικογένεια.
Η απόφαση από τους γονείς της κοπέλας ήταν τελεσίδικη.
 "Θα πεθάνει πρώτα αυτός και μετά η κόρη μας που ατίμασε την υπόληψη της οικογένειας". 
Φεύγει αυτός όχι από φόβο η δειλία. Το να παρατάς κάτι, δε σημαίνει οτι είσαι αδύναμος. Κάποιες φορές σημαίνει πως είσαι αρκετά δυνατός για να το αφήσεις. Έφυγε γαι να αποχτήσει ''προσόντα'', να μπορέσει να τη ζητήσει από τους γονείς της μια μέρα. Ορκίστηκε για αυτό. Με τη βοήθεια μερικών συγγενών τα κατάφερε. Έβγαλε γυμνάσια και σχολαρχεία, πήρε το δίπλωμα του Δασκάλου, μέχρι και στην Αργεντινή έφτασε μετανάστης.
Όταν όλα ήρθαν όπως τα ήθελε, γύρισε στο χωριό του να πάρει την κοπέλα που όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε κοιτάξει άλλον άντρα. Τον περίμενε. Όλοι είχαν μαλακώσει, τον δέχτηκαν σαν γαμπρό και έγινε ο γάμος. Κράτησε τον όρκο του. Απέκτησε τρία κορίτσια, τρία αγγελούδια και ήταν υπόδειγμα οικογενειάρχη.
Μια κακιά επιδημία γρίπης που έσπερνε θανατικό όπου περνούσε, χτύπησε το σπίτι του Πατέρα του. Η Μάννα με τα τρία αγγελούδια της έλιωναν σαν κερί στη σάλα του μικρού σπιτιού και ο Πατέρας στο χειμωνιάτικο, ψηνόταν από τον ίδιο πυρετό. Η Μάννα με τα τρία αγγελούδια της δεν άντεξαν. Δεν υπήρχε ένα κινίνο, μια ασπιρίνη να δροσιστούν από την κάψα του κακού πυρετού. Τέσσερα φέρετρα βγήκαν την ίδια στιγμή από το ίδιο σπίτι. Ο Πατέρας με κόπο και με κραυγές που έφταναν μέχρι τον ουρανό παρακαλούσε το Θεό να τον πάρει κι αυτόν. Έζησε, για να θυμάται, και να ζήσει το δικό του δράμα, το δικό του μαρτύριο για όλη του τη ζωή.
Πολλές φορές ο Μπάρμπα-Νιόνιος  κάθεται στο πεζούλι, εκεί όπου ο Πατέρας του,  του είχε διηγηθεί την ιστορία της ζωής του. Τον θυμάται να φωνάζει με σπαραγμό τα ονόματα της γυναίκας του και των τριών μικρών κοριτσιών του.
Γιατί τόσος πόνος σε έναν άνθρωπο!!!
Θυμάται ακόμα κάτι που του είχε πει ο Πατέρας του. << Διονύσιε, αγάπησα και πλήρωσα πολύ ακριβά. Πρόσεχε στη ζωή σου, παιδί μου >>. Τα θυμάται αυτά τα λόγια και με αυτά πορεύεται.
Έζησε πολέμους ο Μπάρμπα Νιόνιος, φτώχεια, κατοχή δυσκολίες αμέτρητες, αλλά δε λύγισε. Άντεξε. Άντεξε  κι όταν έχασε την σύντροφό του στη ζωή. Το κορίτσι που είχαν μαζί ήταν το στήριγμά του, η ψυχή του, η ζωή του όλη.
Τα μεταπολεμικά χρόνια, τα πέτρινα και σκληρά, σαν Δάσκαλος, τα πέρασε σε άγονα μέρη διδάσκοντας υπό άθλιες συνθήκες σε σχολεία-παράγκες που τα παιδιά κάθονταν κάτω στο χώμα σταυροπόδι. Τα κατάφερε. Ήταν καλός Δάσκαλος, αγαπούσε αυτό που έκανε για αυτό  ¨εφτιαξε¨ πολλούς και καλούς επιστήμονες.
Άντεξε και τότε που η μονάκριβη κόρη του αποφάσισε να ακολουθήσει τον Μοναχισμό. Αυτό ήθελε να κάνει το παιδί του, ''σεβάστηκε'' την επιθυμία του και ''αγάπησε'' την απόφασή του.    '' Ήταν να γινει''. 
Βοήθησε. Έδωσε την πνευματική και υλική ζωή του, αλλά και η κόρη του δεν τον απογοήτευσε. Είχε Θεϊκά χαρίσματα και ανώτερες Αρετές. Φωτεινή μορφή με βαθυστόχαστο προφητικό βλέμμα. Μετριοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, ασύλληπτη καλοσύνη και εγκαρδιότητα. Τα λόγια της μετέδιδαν μια γλυκύτητα σαν Ουράνια αύρα που άγγιζε την ψυχή. Είχαν οσμή Θεού, είχαν άρωμα Θεού τα λόγια της, γιατί έβγαιναν από μια καρδιά που κατοικούσε ο Θεός.
Αρετές που δεν άργησε να αναγνωρίσει η αδελφότητα της Μονής και ομόφωνα την εξέλεξαν Ηγουμένη τους. Γερόντισσα στη γλώσσα των Μοναχών.
 Ως Γερόντισσα, το μικρο ξεχασμένο και ερειπωμένο Μοναστήρι ξαναζωντάνεψε. Σαν όαση στην έρημο μοιάζει τώρα στο ξερό και άγονο ύψωμα της Αρκαδικής γης. Με τέχνη, μεράκι και ευλάβεια αναπαλαιώθηκαν τα παλιά κτίσματα και καινούργια χτίστηκαν για τις ανάγκες των Μοναχών καθώς η αδελφότης μεγάλωνε.
Ο Μπάρμπα Νιόνιος, άγνωστος στρατιώτης, αφανής ήρωας ήταν πάντα εκεί, δίνοντας το αίμα του, δίνοντας τη ζωή του.
Κάποιοι άνθρωποι που βοήθησε, όχι μόνο τον ξέχασαν, έκαναν κάτι χειρότερο. Τον απαρνήθηκαν και τον πλήρωσαν με αχαριστία για ότι καλό τους είχε κάνει.
Μια ατέλειωτη ανηφόρα, ένας Γολγοθάς με έναν βαρύ Σταυρό ήταν το τίμημα της ζωής του.                                                                                                            
Ανέβαινε την ανηφόρα της ζωής με περίσσια υπομονή και καρτερία κοιτάζοντας πάντα ψηλά. Κι εκεί που νόμιζε οτι είχε φτάσει στην κορυφή, εκεί που νόμιζε οτι ο κύκλος του θα κλείσει ( είχε το γνώθι σ’αυτόν, ήξερε οτι δε θα ζήσει αιώνια ) η ζωή, του έδειξε άλλη μια φορά το κακό της πρόσωπο. Μια σπρωξιά και τον... σωριάζει κάτω, ανήμπορο να σηκωθεί. Ο χαμός του παιδιού του τον τσάκισε.
 Έμεινε μόνος του ο Μπάρμπα Νιόνιος. Θρύψαλα έγινε η ζωή του. Συντρίμμια βλέπει παντού. Το γέλιο έσβησε από τα χείλη του, λιγόστεψε η αναπνοή του. Στάχτη γίναν τα όνειρα πικρό το δάκρυ στάζει, ο πόνος ειν' αβάσταχτος σαν παίρνει και βραδιάζει.
 Έγειραν οι πλάτες όχι από τον ένα περίπου αιώνα που τις βαραίνει, αλλά από τον πόνο που κουβαλάει μέσα του.  Μόνο πάνω στο μνήμα του παιδιού του βρίσκει ανακούφιση. Κοροϊδεύει τον εαυτό του, προσπαθεί να κάνει αλήθεια ένα ψέμα!!
Ο Πατέρας του παρακαλούσε το Θεό να τον πάρει, να μη τον αφήσει να ζήσει το μαρτύριο σε όλη του τη ζωή, το ίδιο κάνει και ο Μπάρμπα Νιόνιος πάνω στην κρύα πλάκα που σκεπάζει το παιδί του.
Έχει κάνει σπίτι του, τον τάφο του αγαπημένου του παιδιού.
                                   Απόψε λύγισε η αντοχή!!!!
                                   Κουράγιο Μπάρμπα Νιόνιο....
             Με αγάπη ο φίλος σου Γιώργης Ιατρού από την Αμερική.

Δημοσιεύτηκε από: Γαβριήλ Παναγιωσούλη



Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Η Γιορτή της Μητέρας

Εύχομαι σε όλες τις μητέρες του κόσμου μια ευτυχισμένη ημέρα της Μητέρας!       

                                                    Μοιάζουν σαν  Στεφάνια, αυτά της Μνήμης  


Η γιορτή της Μητέρας.

Όλοι οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί από μια μάνα, είναι η γυναίκα που αποκόψαμε τον ομφάλιο λώρο όπου έκλαψε για εμάς, χτυποκάρδισε για μας, πόνεσε για εμάς, είναι η γυναίκα που μας μεγάλωσε, που άκουσε το πρώτο μας κλάμα, το πρώτο μας γέλιο, είναι η γυναίκα όπου πρώτη αυτή ονειρεύτηκε   ένα  λαμπρό μέλλον για τα παιδιά της.  
Είναι η γυναίκα όπου της χρωστάμε τη ζωή μας.
Καμάρι της να μας δει να μεγαλώνουμε, είναι αυτή όπου στερούνταν φαγητό για να ταΐσει  εμάς. Είναι η μάνα μας. Ο  κάθε ένας μας έχει μία και μοναδική,  την δική του μάνα.

Σήμερα είναι η εορτή σου μάνα, σου αποδίδω  στην μνήμη σου την τιμή όπου αξίζεις.
Τα φιόρα αυτά που τόσο σου αρέσανε, έκανα ότι μπορώ για να τα έχω καθεαυτό δικά μου βγαλμένα από την κήπο μου ποτισμένα με ιδρώτα αυτόν τον ίδιο που κάποτε μου σκούπιζες το μέτωπο όταν ζούσαμε μαζί. 

Θυμάσαι τότε μάνα μόλις  άρχισα να γνωρίζω τον εαυτόν μου, άρχισε ο πόλεμος, η πείνα, η κακομοιριά όπου κράτησε μέχρι ωσότου  έφυγα από κοντά της, για να ικανοποιήσω τα όνειρά μας, που ήταν ένα μόνο:  να χορτάσουμε όλοι μαζί ψωμί.
Πάλεψες όσο μπορούσε στα χρόνια του πολέμου, όμως δεν ήταν ούτε ένα ούτε δύο, ήταν πολλά, πάρα πολλά, στερηθήκαμε τα πάντα και όμως η αγάπη σου, η στοργή σου και η αυτοθυσία σου μας κράτησε ζωντανούς.
Τα χρόνια πέρασαν διάβηκαν, η ψευδαίσθηση του προσωρινού στα ξένα έγινε μόνιμη, το ξεροβόρι αυτό που κιτρινίζει τα φύλλα των δένδρων άσπρισε και τα μαλλιά σου, γέμισες ρυτίδες σαν τα ξερά τα φύλλα του φθινοπώρου που πέφτουν και τα τρώει η μαύρη γη. Βασίστηκες μάνα πάνω μου κι όταν γύρισα μετά από 23 χρόνια τρόμαξα με την αλλαγή του χρόνου, σαν περαστικός γυρολόγος έμεινα μαζί σου.


Τα  τόσα χαμένα χρόνια μακριά σου  δεν πρόλαβα να σε γνωρίσω, μόνη σου έμεινες να κοιτάς τα δυο βουνά της Πυλάρου, αντίο όνειρα,  μια μοναξιά βαριά ασήκωτη που μόνο εσύ γνωρίζεις μέχρι που πάλι μόνη σου έφυγες για τον άλλο κόσμο.  Αλήθεια τι είναι η ζωή;  Μια απατηλή προσωρινή  ιδέα που ποτέ δεν εκπληρώνεται σύμφωνα με το τι θέλεις.  

Στην φωτογραφία η αφεντιά μου ανεβασμένος στην καρέκλα από ψαθί πράσινο, με παπούτσια λουστρίνια και κάλτσες χρώματος καφέ με ζωγραφιές, μια προπολεμική  1937-38 εποχή όπου υπήρχαν τα όνειρα. Η Μάνα η Νόνα και η αδελφή μου. 

Κι εμένα μου έμεινε η πίκρα το παράπονο γιατί; Ένα γιατί που με πνίγει που δεν υπάρχει καμιά λύση, μόνο    η καρτερία σε ότι έχει απομείνει από τα χρόνια των ονείρων, αυτά που μας έλεγες σαν παραμύθια, στο κρύο του χειμώνα, κάτω απ’ τα σκεπάσματα συντροφιά με το φως απ’ το καντήλι αυτό που έκαιγε πάνω στο κομοδίνο, κι εμείς βρίσκαμε καταφύγιο στην αγκαλιά σου, έξω λυσσομανούσε ο βοριάς, ο πόλεμος, οι σκοτωμοί η πείνα και η δυστυχία..    

Γαβριήλ Παναγιωσούλης 
     





Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Στον Αστερισμό της Βερενίκης



Χθες βράδυ Παρασκευή 2α Μαΐου 2014  στο Κυπριακό Προξενείο της Νέας Υόρκης  έγινε η παρουσίαση του βιβλίου ποίησης της Χαράς Σπήλιου.
(Στον Αστερισμό της Βερενίκης)
Ήταν μια πολύ επιτυχημένη παρουσίαση, αφιερωμένη στον Ελληνοκύπριο Ποιητή Κώστα Μόντη, η αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη μέχρι όρθιοι, παρακολουθούσαν.
Στην φωτό, Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Δημήτρης Ρομποτής, Δημοσιογράφος εκδότης, Σεβαστή Μπούτου Συγγραφέας 
Τίμησαν με την παρουσία τους πολλοί επίσημοι ο Πρέσβεις την Κύπρου κι αλλοι,  μια που και η φετινή Χρονιά ανακηρύχθηκε:
 "Έτος μνήμης Κώστα Μόντη." 

Διάβασα τα ποιήματά της, μου έκαναν  εντύπωση, μου άρεσαν, είναι γεμάτα  σαν από μια πικρία σα να έχει ένα παράπονο, σα να αναζητά ένα δίκιο, όμως είναι γεμάτα τρυφερότητα, στοργή, αγάπη, για κάτι που έδωσε χωρίς ανταπόκριση, για κάτι που ακόμα ψάχνει, για κάτι το ιδεώδες για κάτι που πολέμησες με πάθος, για κάτι το Θεϊκό, αυτό που ονειρευόταν  για κάτι που δεν βγήκε αληθινό.
                                            (Είναι μια γνώμη δική μου αν και δεν είμαι ποιητής)


  Απο Δεξιά η Ελευθερία Οικουτα εκπαιδευτικός, η Νάνσυ Μπίσκα δημοσιογράφος, Η Χαρά Σπήλιου ποιήτρια, Κώστας Γκαζτζής πιάνο, Κάτια Ζάλλας σοπράνο.
"Μαζί ήμασταν και με τον φίλο Λιψάνο όμως οι φωτογραφίες δεν βγήκαν καλές"


Αντιγράφω ένα της ποίημα

Αν ήσουν εδώ
…θα μπορούσα ν’ ανοίγω
όπως η παπαρούνα στον ήλιο.
Μα εσύ λείπεις και γω ψάχνω σκοτεινές σπηλιές
να κρύψω τον ανείπωτο πόνο μου.
Αν ήσουν εδώ, θα μπορούσα ν’ αντέξω
τον κόμπο στο λαιμό, το ματωμένο νυχτοκάματο
και το δυνάστη μου.
Αν ήσουν εδώ, δε θα’ γερνε το κορμί μου
εκλιπαρώντας τη γη να το αγκαλιάσει.
Μα αν έρθεις, μη ψάξεις σε συνωστισμούς
και σε πλατείες φωτισμένες.
Ψάξε με εκεί που το σφυρί δέρνει το αμόνι
και στο σταυροδρόμι που ξορκίζουν τη μοίρα.  

Πόσο μονάχη ήμουν στον παράδεισο
για να διαλέξω τούτη εδώ την κόλαση.
Χαρά Σπήλιου


Γαβριήλ Παναγιωσούλης