Παρασκευή 30 Μαΐου 2008

Η ΞΕΚΟΥΡΑΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ:

Ο παπάς προσπάθησε να διώξει απ’ το μυαλό του την εικόνα του έλληνα ναυτικού που είχε γνωρίσει, αυτού που σα νονός βάβφτισε στην εκκλησία του, το μωρό της Μαγδαλένας ιδιοκτήτριας μπαρ και πανσιόν, όπου σύχναζαν ναυτικοί.
Στριφογύριζε στο κρεβάτι του χωρίς να τον παίρνει ο ύπνος.
Σηκώθηκε, ήταν νύχτα ακόμα. Είχε αρχίσει να βρέχει, ο αέρας σφύριζε μπαίνοντας από τις χαραμάδες, ένας αέρας ζεστός, υγρός, με το που θα σταματούσε να φυσά ήξερε ότι θα ερχόταν τα κουνούπια, ευτυχώς που το κρεβάτι του είχε σκεπή από κουνουπιέρα.
Κοίταξε απ’ το παράθυρο, μπροστά του ήταν τα φώτα ξενοδοχείου του φίλου του έλληνα ναυτικού, αυτού που είχε αρνηθεί να βοηθήσει το μωρό, όταν η γυναίκα του πέθανε στη γέννα. Τώρα είναι αργά σκέφτηκε, ο φίλος μου πέθανε.
Η μοναξιά τον έπνιγε, το ανθρώπινο ένστικτό του ζητούσε παρέα, κάποιον να μιλήσει, αλλά δεν τόλμησε να πάει προς το ξενοδοχείο που ήξερε ότι θα εύρισκε παρέα.
Θυμήθηκε τα χθεσινά, την πράξη του, κράτησε τα χρήματα για τον εαυτό του με το πρόσχημα ότι θα τα έδινε στην εκκλησία, αυτά που του έδωσε η μάνα του άρρωστου δολοφόνου, -αυτού που είχε σφάξει εν πλω συνάδελφο του ναυτικό, σε ελληνικής ιδιοκτησίας βαπόρι που έπλεε κάτω από τους νόμους της Λιβερίας όπου ήταν η σημαία του πλοίου,- για να δώσει άφεση αμαρτιών του γιου της ώστε να ανοίξει η πύλη του παραδείσου.
-Ετοιμάσου τέκνο μου να μετανιώσεις…
-Ώστε θα πεθάνω παπά μου; Α! τώρα καταλαβαίνω, ήρθες να πάρεις την ψυχή μου, φύγε παπά μου, φύγε να μη σε βλέπω.
Αισθάνθηκε σα ράπισμα από την προσβλητική γι’ αυτόν άρνηση του άρρωστου να τον δεχτεί. Στα αυτιά του ακόμα ηχούσαν οι εφιαλτικές στριγκλιές των γυναικών που μαζεμένες στην αυλή περίμεναν το θάνατο του άρρωστου δολοφόνου, κι άρχισαν τα μοιρολόγια όταν είδαν τον παπά να βγαίνει απ’ το δωμάτιο του, νομίζοντας ότι όλα τελείωσαν.
Για ότι μου συμβαίνει δεν φταίω εγώ, σκεφτόταν, το έκανα για να μη κακοκαρδίσω τους πλούσιους. Άρχισε να κλαίει, με το κλάμα ξεκουράστηκε η ψυχή του, τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξημέρωσε, η βροχή είχε σταματήσει, τα σύννεφα προσπαθούσαν να κρύψουν τον ήλιο, αλλά μια του αχτίδα πέρασε, φώτισε του παπά το δωμάτιο.
Ξύπνησε αισιόδοξος, η καινούργια μέρα αναζωογόνησε τις ελπίδες του κι έθαψε βαθιά στη λήθη του παρελθόντος τα περασμένα, χωρίς όμως να μπορέσει να ξεφύγει από το πεπρωμένο, αυτό που ήταν προδιαγεγραμμένο στην τροχιά της ζωής του.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Πέμπτη 22 Μαΐου 2008

Ο Έλληνας ναυτικός, στων λιμανιών το λυκόφως:


Προς τους φίλους αναγνώστες:
Επειδή αυτά που γράφω πολλές φορές δεν είναι ελληνικά θέματα, ούτε ελληνικές συνήθειες, αλλά ανθρώπινες κουλτούρες άλλων λαών που μέσα υπάρχει πάντα ο έλληνας σαν άτομο, ή ναυτικές θαλασσινές περιπέτειες που έχω ζήσει, δια ταύτα ζητώ την κατανόησή σας όταν διαβάζετε στα κείμενά μου διαφορετικές δοξολογίες, πιστεύω, ή ανθρώπινες μυθιστορίες που δεν έχουν κοινό σημείο, ούτε κοινό νόημα με τις ελληνικές συνήθειες-νοοτροπίες, που όμως υπάρχουν και ανήκουν σε διαφορετικές ανθρώπινες κουλτούρες. Η φωτογραφία καρναβάλι στο Veracruz, México.

Ευχαριστώ
Γαβριήλ




Η τροπική ζέστη ήταν αφόρητη, στο μικρό σκοτεινό δωμάτιο το σώμα του πατέρα ίδρωνε και μούσκευε το στρώμα. Τα παράθυρα είχαν μεταλλικές σήτες για να τον προστατεύουν από τα κουνούπια.
Ένας μικρός γλόμπος κρεμόταν απ’ το ταβάνι και χρωμάτιζε ακόμα πιο κίτρινη την ατμόσφαιρα.
Ο πατέρας ονειρευόταν, το βαπόρι είχε έρθει στο λιμάνι να τον πάρει κι αυτός αργούσε. Τα βήματά του κολλούσαν στη λάσπη, κάθε που σήκωνε το ένα πόδι το άλλο βούλιαζε πιο πολύ στους βάλτους. Λαχανιασμένος έτρεχε να προλάβει. Ο ιδρώτας κυλούσε απ’ το πρόσωπό του κι άφηνε στα χείλη του την αρμυρή του γεύση. Απ’ το βαπόρι ακούστηκε μια τελευταία σφυριξά, σα ρόγχο ετοιμοθάνατου, έλυσε κάβους και αναχώρησε απ’ το λιμάνι.
Το στήθος του πατέρα ανεβοκατέβαινε σα ξεφούσκωτη σαμπρέλα, η ανάσα του κοβόταν δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Τότε με φώναξε.
-Αχ! γιε μου δεν αισθάνομαι καλά, δεν με νοιάζει που θα πεθάνω, με πειράζει όμως ότι δεν πρόλαβα να κάνω αυτό που σας είχα υποσχεθεί, λοιπόν μη ξεχάσεις γιε μου να πας στην πατρίδα μου την Ελλάδα, θα βρεις τη μάνα μου και γιαγιά σου, τη λένε Ευανθία κι έχει το δικό σου επώνυμο μην της ζητήσεις τίποτα, μόνο να της πεις να σου δώσει το μερίδιο της περιουσίας μας, αυτό που μας ανήκει.
-Του το υποσχέθηκα σφίγγοντας του το χέρι. Το χέρι μου έμεινε έτσι κολλημένο ανάμεσα στα δάχτυλα του πατέρα που τώρα είχαν κοκαλιάσει απ’ τη σκιά του θανάτου.
Ο πατέρας ήταν ναυτικός είχε γυρίσει όλο τον κόσμο, τελικά τον κέρδισαν τα φιλιά μιας γυναίκας κι έτσι παντρεύτηκε τη μάνα μου, που πέθανε στη γέννα όταν με έφερνε στον κόσμο. Έτσι όταν γύρισε στο λιμάνι δεν βρήκε τη γυναίκα του αλλά εμένα μωρό που με είχε περιμαζέψει αδελφή της μάνας μου.
Τότε ο πατέρας έμεινε στη στεριά, παντρεύτηκε την θεια μου κι έτσι έγινε μητριά μου και θεια μου.
Τη μέρα που πέθανε ο πατέρας ο αέρας ερχόταν από τη θάλασσα, γέμισε με δροσιά το σπιτικό μας, μύριζε ψαρίλας και σάπια φύκια. Έμοιαζε σα να ήρθε να πάρει την ψυχή του να την μεταφέρει στο στοιχειό του, τη θάλασσα.
Βάλαμε κεριά γύρω απ’ το φέρετρο του και καρέκλες γι’ αυτούς που θα ερχόταν να τον δουν για τελευταία φορά.
Βαπόρι γνωστών δεν είχε στο λιμάνι, έτσι κανείς από τους φίλους του δεν ήρθε να τον δει. Οι καρέκλες έμειναν άδειες. Η θεια και μάνα μου έψαλλε το Άβε Μαρία… που είχε μάθει από μικρή.
-Καλύτερα έτσι, είπε η θεια, ο θάνατος δεν είναι γλέντι.
Οι εργάτες του κοιμητηρίου ήρθαν και τον πήραν τον έβαλαν στη μαύρη γη, η θεια μου τους πλήρωσε, όταν αυτοί έφυγαν γονατίσαμε και φιλήσαμε τη μαύρη γη εκεί όπου κειτόταν η κεφαλή του πατέρα, του παγκόσμιου έλληνα. Βάλαμε και μια πέτρα σα προσκεφάλι και γύρω, γύρω στον τάφο πετραδάκια μικρά σα να πλέκαμε νταντέλα.
-Τώρα θεια και μάνα της είπε πρέπει να βρω βαπόρι να φύγω, θα κάνω ότι υποσχέθηκα στον πατέρα να δω τη γη που γεννήθηκε που με τόση αγάπη και νοσταλγία μας έλεγε, να ξανα-ζήσω τις αναμνήσεις του με τα δικά του μάτια, που τώρα όμως είναι δικά μου.
Με τη Μάρθα την κόρη του Πάκου αγαπιόμαστε, ήθελα να την παντρευτώ, είχα μάλιστα νοικιάσει διαμέρισμα κι ετοιμάσει όλα όταν αυτή μου είπε δεν μπορώ ν’ αφήσω τον πατέρα μου μόνο του, θα πεθάνει.
-Περίμενε ακόμα λιγάκι μόλις πεθάνει θα παντρευτούμε.
-Ξέρεις, της είπα θα φύγω ναυτικός.
-Όχι, γιατί να φύγεις; τις σου λείπει;
-Θα πρέπει να εκπληρώσω μια υπόσχεση που έδωσα στον πατέρα μου.
-Θα σε περιμένω να γυρίσεις, και θα παντρευτούμε έστω κι ας μην έχει πεθάνει ο πατέρας μου…

Μέχρι να βρω βαπόρι έμενα με τη Σόιλα η οποία είχε έρθει στο λιμάνι ζητώντας δουλειά, σε δωμάτιο ιδιοκτησία της θειας μου που πλήρωνα εγώ.
Όταν ήρθε στο λιμάνι το καράβι του καπετάν Γιάννη φίλου του πατέρα μου πήγα να τον συναντήσω, μου υποσχέθηκε να με πάρει μαζί του, θα με βοηθούσε ν’ αλλάξω βαπόρι στη Νέα Ορλεάνη κι έτσι να φτάσω στην Ελλάδα.

Της Σόιλας της άρεσε ο αμερικάνος. Τον πλησίασε καθώς έπινε στο σκαμπό του μπαρ.
-Τι πίνεις;
-Ρούμι με κόκα κόλα.
-Αν θες από αύριο μπορούμε να κάνουμε παρέα, φεύγει ο έλληνας φίλος μου, μπαρκάρει σε βαπόρι. Να με περιμένεις στη γωνία του κινηματογράφου αύριο βράδυ στις οκτώ.
Και χωρίς να περιμένει απάντηση έτρεξε κι αγκάλιασε τον έλληνα φίλο της, που μαζί με παρέα ελλήνων ναυτικών έπιναν στην αυλή ακούγοντας μουσική.

Ο αμερικάνος έφθασε πρώτος στο ραντεβού, σε λιγάκι φάνηκε και η Σόιλα, τον έπιασε από το χέρι και περπατούσαν στις άκρες του δρόμου προσέχοντας να μην γλιστρήσουν στα παράλληλα χαντάκια.
-Έχω σιχαθεί αυτούς τους ναυτικούς, όλοι με κοιτάνε στα μάτια ελπίζοντας να πάω μαζί τους από αγάπη. Θεέ μου τι αμόρφωτοι, ενώ εσύ διαφέρεις από αυτούς, είσαι ευγενικός με καλούς τρόπους και το σπουδαιότερο δεν είσαι ναυτικός. Τα προσχεδιασμένα βήματα της Σόιλας τους έφεραν στην είσοδο της Πανσιόν, αυτή τον τράβηξε μέσα, θέλεις να φύγουμε ή να νοικιάσουμε δωμάτιο;
Αυτός δεν απάντησε, άφησε να τον οδηγεί εκείνη. Όταν ξημέρωσε παρήγγειλαν φαγητό στο δωμάτιο κι έκατσαν ακόμα μια μέρα.
Όταν έφυγαν τον ρώτησε, θα με πάρεις μαζί σου στην Αμερική;
-Μα εσύ τα έχεις με τον έλληνα,
-Ω, αυτός είναι για να περνά η ώρα.
-Να σου πω την αλήθεια δεν το έχω σκεφτεί ποτέ μου, είμαι εργένης και δεν μου αρέσουν οι υποχρεώσεις, αλλά θα το σκεφτώ και θα σου απαντήσω.
Γύρισαν στο μπαρ, η θεια έβαλε τις φωνές.
-Που ήσουν τόσες μέρες, ξέρεις τώρα που έφυγε ο έλληνας φίλος σου αν θες να μείνεις θα πρέπει να μου πληρώνεις το δωμάτιο, αν θες δουλειά μπορώ να σου δώσω να σερβίρεις ναυτικούς.
-Καλά, θα μείνω προσωρινά μέχρι να δω τι θα κάνω.
-Τότε πλήρωσέ μου το δωμάτιο.
-Δώσε μου καιρό μέχρι το βράδυ να βρω λεφτά.
Περίμενε τον αμερικάνο στο πόστο της, όταν τον είδε άρχισε να κλαίει.
-Λεφτά να σου δώσω δεν έχω, γι’ αυτό ζω μόνος μου, έχω προπληρώσει και το εισιτήριο της επιστροφής για Μαϊάμι για να είμαι σίγουρος.
Έβαλε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του, ένοιωσε κάτι τσιγάρα λιωμένα, ανάμεσα στον σκορπισμένο ταμπάκο βρήκε μια φούχτα κέρματα. Της έπιασε το δεξί χέρι, άνοιξε την παλάμη και την γέμισε κέρματα που βρωμούσαν αποτσίγαρα.
-Δοκίμασε να ζήσεις χωρίς εμένα, της είπε.
Την άλλη μέρα η Σόιλα δέχθηκε δουλειά στο μπαρ, να σερβίρει ναυτικούς...

Γαβριήλ Παναγιωσούλης






Σάββατο 17 Μαΐου 2008

ΟΣΑ ΔΕΝ ΣΒΥΝΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ

Κατοχή, Μια τυπική μέρα στα Μαρκάτα Πυλάρου Κεφαλληνίας:
Στο χωριό μαθεύτηκε το χαρμόσυνο γεγονός, η Πυλαρινή βάρκα αυτή που έτρεμε στο πέλαγος από τον πυρετό της ελονοσίας, κι έκανε κρυφά ταξίδια στη μεγάλη στεριά, είχε γυρίσει στο λιμάνι της Πυλάρου απ’ το Ξηρόμερο, Νιοχώρι, Κατοχή, γεμάτη καλαμπόκι και αλάτι Ο πατέρας φώναξε τον Μίκη.
-Να, πάρε τούτο το πακέτο και πήγαινέ το στο τάδε σπίτι, αυτοί ξέρουν, τους έχω μιλήσει.-
Ο Μίκης με το φακότο στον ώμο σταμάτησε εκεί σε μια γωνιά στο αυλάκι κι άνοιξε το πακέτο. Μέσα ήταν ένα ύφασμα μπλε σεβιότ αυτό που προόριζε να κάνει κουστούμι ο πατέρας. Στάθηκε στο μονοπάτι που έφερνε στο σπίτι και από μακριά φώναξε γιατί ο σκύλος ούρλιαζε σαν λυσσασμένος. Άνοιξαν το πράσινο στρογγυλό πορτόνι της αυλής, πήραν το φακότο και πήγαν μέσα, του είπαν να περιμένει, εξέτασαν το ύφασμα με προσοχή, μετά απ’ τη θράκα της φωτιάς άναψαν ένα ριγανόξυλο στη φλόγα του έκαψαν μια–δυο κλωστές του υφάσματος, για να δουν μήπως ήταν ξύλινο. Ικανοποιημένοι είπαν. Άντε φύγε τώρα πες του πατέρα σου να έρθει αύριο να πάρει το καλαμπόκι. 30 λίτρες και μια φούχτα αλάτι χοντρό. Με αυτό τον τρόπο άδειασαν τα συρτάρια του κομμού, από πετσέτες, σεντόνια κι από όλα τα πράγματα που είχε φέρει απ’ το εξωτερικό. Η μάνα σε μια γωνιά έκλαιγε για την κατάντια, για την αγοροπωλησία αλλά το φάσμα της πείνας είχε προτεραιότητα. Έτριψε το αλάτι πάνω στο τραπέζι με μια μπουκάλα άσπρη της μιας πίντας και καρτεζί, το καλαμπόκι αλέστηκε στον ανεμόμυλο η πουλέντα ξαναήρθε στην παδέλα, η μπομπότα στην τσερέπα. Τ’ όνειρο όμως παρέμεινε όνειρο, πότε θα ερχόταν μια μέρα που θα έτρωγαν πουλέντα από αλεύρι σταρένιο, αυτό με τα καφέ χρώματος πίτουρα, αυτό που φάνταζε στο μυαλό τους σαν θεϊκή αμβροσία, αυτήν που έτρωγαν οι Θεοί του Ολύμπου...
Μ’ ένα χιλιοκτυπημένο εμαγιέ πικιόνι στο χέρι ο Μίκης πήγαινε στο σπίτι του διπλανού χωριού σε μια οικογένεια που είχε λίγα προβατάκια να του το γεμίσουν τυρόγαλο, το είχαν υποσχεθεί. Ήταν ένα κιτρινωπό υγρό που μόλις του το έδιναν το έφερνε στα χείλη του και έπινε σχεδόν το μισό έτσι όπως ήταν χλιαρό.
Στο γυρισμό συνάντησε στο δρόμο τη γυναίκα με το μαύρο τσεμπέρι τυλιγμένο στο κεφάλι που εξακολουθούσε να γράφει με κάρβουνο τους φανταστικούς εχθρούς της, σε τοίχους και χαλέπεδα. Τον πλησίασε και του μίλησε φιλικά, -είναι εχθροί μου, παιδί μου, γράφω τα ονόματά τους για να το μάθει όλος ο κόσμος. Έλα αργότερα απ’ το σπίτι, έχω μαμαλίγκα.
Ο Μίκης δεν απάντησε, αλλά συνέχισε το δρόμο του.
Άφησε το πικιόνι στο τραπέζι, η μάνα κοίταξε το τυρόγαλο και ψιθύρισε.
«Μα δεν το γέμιζαν τουλάχιστον οι Χριστιανοί.»
Βγήκε μόνος στο χωματένιο δρόμο να τρέξει στεφάνι, αυτό που ήταν από βαρέλι τυριού. Εκεί είδε τον θείο του τον μελισσοκόμο που άνοιγε το πορτόνι της αυλής του. Κοιτάχτηκαν και οι δυο σα συνωμότες, γύρισαν το κεφάλι δεξιά, αριστερά μήπως τους βλέπει κανένα μάτι κι αφού βεβαιώθηκαν τον φώναξε κοντά του μέσα στην κουζίνα και τον ρώτησε αν πεινά. Του έκοψε μια φέτα κριθαρένιο ψωμί από ταψί τσερέπας, ο Μίκης το έφαγε κρυφά επί τόπου και μετά πήγε στο πίσω μέρος του σπιτιού όπου υπήρχε ένας σίκλος με διάλυση σουμπλιμέ και βούτηξε τα χέρια του να τα απολυμάνει, να μην κολλήσει χτικιό, μια και είχε πιάσει τη φέτα ψωμί που του έδωσε ο άρρωστος θείος του ο μελισσοκόμος. Η φωνή της μάνας ακούστηκε, ελάτε για φαγητό. Το βραδινό φαγητό στο σπίτι μπομπότα κάπως ξερή τηγανητή και μια κούπα λαχανόζουμο με λάδι, έφαγαν, έσβησαν το φως του λύχνου και πήγαν για ύπνο.
Άλλη μια μέρα πέρασε, για αύριο έχει ο Θεός είπε η Μάνα κι έκανε το σταυρό της…

Κεφαλλονίτικο λεξιλόγιο:
Φακότο= μικρό σακί
Πίντα= αγγλικό μέτρο υγρού, αντιστοιχεί σε 0.568 λίτρου, τα Επτάνησα είχαν αγγλικά μέτρα και σταθμά.
Παδέλα= κατσαρόλα πήλινη
Καρτεζί = τέταρτο
Πουλέντα= κουρκούτι
Πικιόνι= κύπελλο
Τσερέπα =φουρνάκι από πηλό και μαλλί γίδας,
Πορτόνι = πόρτα αυλής
Σίκλος= κουβάς


Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη



Τρίτη 13 Μαΐου 2008

Από Έλληνα σε Έλληνα, Εξωτικές Περιπέτειες:

Αυτοκίνητο ήρθε στην πόλη του λιμανιού, Puerto Barrios Guatemala, ο Έλληνας οδηγούσε, στη θέση συνοδηγού καθόταν η γυναίκα του, μια καλλονή από την Ονδούρα στο πίσω κάθισμα ένας πιο ηλικιωμένος Έλληνας, το δε πορτμπαγκάζ γεμάτο λαχανικά τομάτες φρούτα κλπ… έφτασαν μέχρι την πιάτσα των ταξί και ρώτησαν:
-Βρε παιδιά, υπάρχει κανένας Έλληνας στην πόλη;
-Ναι του είπαν υπάρχει ένας, έτσι με έκπληξη είδα να μπαίνει στην αυλή μου ένα αυτοκίνητο με τους 3 παράξενους επιβάτες.
Μετά από τις πατριωτικές χαιρετούρες και γλωσσικές κορώνες ήρθαν στο ψητό:
Θα σου χαρίσουμε το αυτοκίνητο, θα σου δώσουμε τα κλειδιά του σπιτιού μας στο Τεκουλουτάν (μια εύφορη αγροτική πόλη 200 χιλιόμετρα μακριά) να πας να πάρεις ότι θέλεις από μέσα, μόνο να μας κάνεις μια χάρη, θέλουμε να φύγουμε απ’ το κράτος κρυφά, να περάσουμε τα σύνορα και να πάμε στο Μεξικό. Αν μας βοηθήσεις ή αν ξέρεις κάποιον είναι όλα δικά σου.
-Έχω φίλο τον Ντον Κάρλο, υπεύθυνο εισόδου εξόδου επιβατών στο λιμάνι, αυτός θα σας δώσει βίζα εξόδου από το κράτος.
Του μίλησα, φοβήθηκε, δεν γίνεται τίποτα μου λέει πρέπει να γεμίσουν μια αίτηση να την στείλω στο υπουργείο κλπ…
-Σκέφτηκα μια άλλη λύση, ξέρω και μερικούς ψαράδες τους είπα, κατηφόρισα προς τους έγχρωμους αυτούς που είχε φέρει κάποτε η αμερικανική εταιρία μπανανών για εργάτες στις φυτείες της από τα Τζαμάικα. Η γλώσσα τους αγγλικά, ζούσαν και από το ψάρεμα.
Μα βεβαίως μπορούμε να τους περάσουμε νύχτα όχι στο Μεξικό αλλά στο Belize κι από εκεί θα βρουν άλλο τρόπο.
Συμφώνησαν την τιμή, πράγματι κατά τις 3 ώρα λίγο πριν χαράξει μπήκαν στο ταξί μου και τους μετέφερα σε καθορισμένο σημείο όπου μας περίμεναν, προηγουμένως η γυναίκα του, μου έκανε πωλητήριο του αυτοκινήτου, μου έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού της, και με παρότρυνε να πάω με φορτηγό να το αδειάσω κλπ… Αφού μπήκαν στη βάρκα ο ένας Έλληνας φωνάζει σταματάτε, εγώ δεν φεύγω, άλλαξα γνώμη, να με πας στο σταθμό λεωφορείων. Τον πήγα στο σταθμό αλλά δεν μου άρεσε η κίνησή του.
Όπως μου εξήγησαν είχαν φυτείες τομάτες με εξαγωγή στο Μαϊάμι, όλα τα φορτία τα επέστρεψαν οι αμερικάνοι λόγω του ότι βρήκαν μια αρρώστια στις τομάτες.
Σκέτη καταστροφή, χρεώσταγε σε μεγάλους οίκους της πρωτεύουσας πολλά λεφτά.
Πράγματι άφησα τον Έλληνα στον σταθμό, πήγα σπίτι μου έβγαλα τις πινακίδες του αυτοκινήτου και το παρκάρισα στην αυλή, σα να λέμε το παρόπλισα περιμένοντας να δω τι θα γίνει. Ο Έλληνας έτρεξε αμέσως στην πρωτεύουσα και πρόδωσε τον φίλο του περιμένοντας μια κάποια αμοιβή. Αυτοί δε, πήραν φορτηγά αυτοκίνητα και του κατάσχεσαν ότι είχε και δεν είχε στο σπίτι, εγώ δεν κουνήθηκα. Έμεινα στη θέση μου με το αυτοκίνητο το οποίο αργότερα το έκανα δεύτερο ταξί.
Εν τω μεταξύ αυτός ο Έλληνας χάθηκε από την πιάτσα, δεν είχε δώσει σημεία ζωής πουθενά. Έτσι απότομα λαμβάνουν οι Έλληνες της πόλης της Γουατεμάλας μια έκκληση βοήθειας από κάποιον Έλληνα που ήταν φυλακή στο Ελ Σαλβαδόρ.
Τι είχε συμβεί;
Το κράτος αυτό το Ελ Σαλβαδόρ είχε ένα νόμο όποιος καταδώσει λαθρεμπόριο παίρνει τα μισά (σε χρήμα) παραμονεύοντας λοιπόν ανθρώπους στο λιμάνι που έκαναν λαθρεμπόριο ουίσκι και τσιγάρα, όταν τα φόρτωσαν σε φορτηγό αυτοκίνητο, πάει και φωνάζει την αστυνομία, σύμφωνα με το νόμο δικαιούταν τα μισά.
Οι λαθρέμποροι πιο έξυπνοι από αυτόν συνεννοήθηκαν με τους αστυνομικούς, είπαν ότι το λαθρεμπόριο ήταν του Έλληνα, αυτός κατέληξε φυλακή, και αυτοί ελεύθεροι έστω και με τη μισή πραμάτεια.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Παρασκευή 9 Μαΐου 2008

Αναμνήσεις, ένεκα του κυκλώνα στην Μυανμάρ:


Ήμουν πλήρωμα μ’ ένα βαπόρι σάπιο από μηχανές, όπου φορτώναμε ρύζι στο Κολόμπο Κεϋλάνης σημερινή Sri Lanca με προορισμό Bassein, Burma, σημερινή Μυανμάρ

Για να φθάσουμε στο λιμάνι του προορισμού μας Bassein ταξιδεύαμε στον Ινδικό ωκεανό, κόλπο της Βεγγάλης και αρκετά μίλια σε ποτάμι.
Αγκυροβολήσαμε στη μέση του ποταμού, απέναντι από τη πόλη κι αμέσως έπεσαν δίπλα μας φορτηγίδες να ξεφορτώσουν το ρύζι. Η δε συγκοινωνία με τη στεριά γινόταν με κάτι στενόμακρες βάρκες σα μονόξυλα όπου στην πρύμη βάραγε κουπί στριφτό ένα μόνο άτομο με ένα τριγωνικό ψάθινο καπέλο. Οι βάρκες περνούσαν δίπλα μας γεμάτες κόσμο οι δε γυναίκες καθιστές δεξιά κι αριστερά είχαν πολύχρωμες ανοιχτές ομπρέλες.
Χαζεύοντας στο κατάστρωμα, τα πλοιάρια αυτά και ξέροντας πόσο δύσκολο είναι να πατήσεις στεριά, με συνέφερε η φωνή του πλοιάρχου.
-Για έλα επάνω που σε θέλω, θα πρέπει να διευκρινίσω ότι ο πλοίαρχος (ήταν της ακτοπλοΐας) ένα καλό γεροντάκι από το νησί Σάμο δεν τα πήγαινε καλά με τις ξένες γλώσσες.
Η θέση μου στο βαπόρι Chief Steward,

-Θα πας, μου λέει έξω στην πόλη, θα βρεις τον πράκτορα να του πεις να μας φέρει την αστυνομία και να έρθει κι αυτός μαζί. Τη νύχτα μας έκλεψαν τα σχοινιά αυτά που κατεβαίνουν εν ώρα κινδύνου οι σωσίβιες λέμβοι. (μπαρούμες).
Εντάξει, του λέω, η βραχνή σφυρίχτρα του βαποριού ξέρασε ατμό, μας διπλάρωσε μια από αυτές τις σχεδίες μπήκα μέσα μ’ έβγαλε στο λιμάνι εκεί κοντά ήταν και το πρακτορείο. Του ανέφερα όλη την ιστορία, ο άνθρωπος εξεπλάγην.
-Άκουσε, θα σας δώσω μια συμβουλή, μην αναφέρεται τίποτα στην αστυνομία, μην πείτε τίποτα, αλλά αγοράσετε καινούργια σχοινιά. Η κατάσταση εδώ δεν επιτρέπει τέτοιες κινήσεις.
Καλά, του είπα κι έφυγα, επί τη ευκαιρία μια και είχα πατήσει στεριά δεν μπορούσα να μην επισκεφθώ και τις παγόδες οι οποίες φάνταζαν από μακριά μ’ ένα χρυσοκίτρινο χρώμα, από τις οποίες ήταν γεμάτη η πόλη, έβγαλα λοιπόν τα παπούτσια μου απ’ έξω και μπήκα, τεράστια κωνικά κυλινδρικά κτήρια με αγάλματα, μα και με τάματα τα περισσότερα γυναικείες πλεξούδες.
Αφού έδωσα τα δέοντα στο άγαλμα του Βούδα που σταυροπόδι είχε ένα πιάτο ρύζι μπροστά του, είπα να γυρίσω και τον κύλινδρο των πιστών αλλά φοβήθηκα βγήκα και κατηφόρισα προς την αποβάθρα. Στο δρόμο συνάντησα κι έναν κινηματογράφο, μόνο έργα από Ινδίες ή τη Σοβιετική Ένωση επιτρέπονται, μου είπε ένας που κοίταζε μαζί μου τις διαφημίσεις.
Μια σκηνή από τη Βιρμανία σημερινή Μυανμάρ ο τότε πρόεδρός της λεγόταν U NU
Φωτογραφίες του ήταν σε κάθε γωνιά, αυτά σας τα γράφω σήμερα επί τη ευκαιρία του κυκλώνα που σάρωσε τα πάντα σε αυτή τη χώρα.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

Σε κάθε τόπο της Λατινικής Αμερικής, υπάρχει κι από ένα αναμνηστικό λουλούδι


Σε κάθε τόπο της Λατινικής Αμερικής φύετε κι από ένα αναμνηστικό λουλούδι που το άρωμά του ζωογονεί μέχρι σήμερα, όπως λέει και το τραγούδι, = Dos Gardenias para ti.. .


Niquero, Cuba


Η ευλογία του παπά,


…Μπήκαμε με ευλάβεια στην εκκλησία, βρέξαμε τα δάχτυλά μας σε μια γούρνα με νερό, που ήταν στα δεξιά μας, κάναμε το σημείο του σταυρού, προχωρήσαμε και καθίσαμε στα στασίδια, στο τέλος της λειτουργίας το κορίτσι μου, (πιτσιρίκοι και οι δυο μας) κόρη του διευθυντή των εργατών του λιμανιού περήφανη για τη γνωριμία της, θέλησε να με συστήσει στην άρχουσα τάξη της πολιτειούλας αρχίζοντας από τον εφημέριο.
Ω! μα αυτός είναι σχισματικός, ξεφώνησε ο ιερέας.
Η σκηνή σε ένα μικρό λιμάνι της Νότιας Κούβας το Νικέρο πριν πολλά, πολλά χρόνια.
Η Αμαλία πάγωσε, με κοίταξε στα μάτια και ρώτησε να μάθει, τι αρρώστια είναι αυτή…



Barraquilla, Colombia,


Ο νόμος του Δυνατότερου:

Διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο του Γαβριέλ Γκαρσία Μάρκεζ «Ζω για να Διηγούμαι» σελίδα 396 μου έφερε στην μνήμη το μπαρ-καμπαρέ Γάτο Νέγρο, ένα μπαρ με αυλή και κληματαριά από αναρριχόμενα λουλούδια, αλά Ελλάδα με τις κληματαριές της, στην Μπαρανκίγια Κολομβία δεκαετία του 1950. Όπως αυτός γράφει ότι παρατηρούσε τους Σκανδιναβούς ναυτικούς να έχουν περικυκλώσει ένα μαύρο γυναικείο κορμί, να κάνουν ουρά μπροστά του για να απολαύσουν αυτό το αλλόχρωμο εξωτικό κορμί. Εγώ με παρέα άλλους ναυτικούς, φωνάξαμε στο τραπέζι μας την ποιο όμορφη κοπέλα μια ψηλή άσπρη με μακριά μαύρα μαλλιά, μια καλλονή, για να χορέψουμε, να πιούμε να γλεντήσουμε, τότε ήταν μάλιστα της μόδας ο χορός Merecumbé με το τραγούδι Río Manzanares déjame pasar… υπολογίζαμε, σκεφτόμαστε ευχαριστημένοι είχαμε στην παρέα την πιο όμορφη κοπέλα, έως που έκανε την εμφάνισή του κάποιος ντόπιος τύπος, ας πούμε σαν τον Γαβριέλ ο οποίος με ένα του νόημα την τράβηξε προς το μέρος του, μας στέρησε την παρέα της, όχι μόνο αυτό αλλά χάσαμε και τα ποτά που την είχαμε κεράσει. Από τότε δεν ξαναπάτησα στο Γάτο Νέγρο. Ήταν μια πόλη όπου από κάθε γωνία ξεφύτρωναν παιδάκια με επισκεπτήρια οίκου μόδας ή ραπτικής με εντυπωσιακά γυναικεία ονόματα και μας παρακαλούσαν -εφόσον πρώτα μας έκοβαν ότι είμαστε ξένοι ναυτικοί- να τα επισκεφτούμε, όπου θα μας περίμεναν ουρί του παραδείσου σε μια διαφορετική σπιτική ατμόσφαιρα…
Μια πόλη χτισμένη στις όχθες του ποταμού Magdalena, με τα καφετιά βρώμικα νερά του, όπου το στόμιο του ποταμού ήταν ρηχό και είχε το παράξενο όνομα (στόμια στάχτης) bocas de ceniza.



Puerto Barrios Guatemala,


Τα τυχερά:

Η Χουανίτα ήθελε ταξί, από καιρό έψαχνε να βρει κάποιον να της γουστάρει, να του λέει τα μυστικά της, να την συστήνει σε ναυτικούς, αυτοί που είχαν το χρήμα.
-Σε θέλω με την ώρα μου είπε, πήγαινέ με στο Mi Ranchito, ένα παραθαλάσσιο κέντρο με ορχήστρα και χορό. Έλα μαζί μου να σε κεράσω.
Καθίσαμε, παράγγειλε δυο κρύες μπύρες.
-«Πλήρωσέ με να φύγω» είπα:

-«Όχι δεν σε αφήνω να φύγεις, εγώ εσένα θέλω, θα σου πληρώνω το ταξί με την ώρα και θα σου μιλώ, θέλω να με ακούσεις, θέλω να γίνουμε φίλοι, πόσα;»
«Την κοίταξα χωρίς να μιλώ.»
Μετά σα να μετάνιωσε, μου έπιασε το χέρι, μια σταγόνα υγρού έσταξε πάνω, νόμισα ότι ήταν ανθρώπινο δάκρυ αλλά μπορεί να ήταν και ιδρώτας και τα δυο έχουν την ίδια γεύση. Πέταξε στο τραπέζι ένα μάτσο χαρτονομίσματα, φώναξε το γκαρσόν -ένα γύρω ακόμα,’ έβαλα τα χρήματα στην τσέπη μου, ήπια τη μπύρα μου στα γρήγορα μια και η ζέστη ήταν αφόρητη, βγήκα έξω κι εξαφανίστηκα. Η ορχήστρα έπαιζε ένα απαλό μπολερό, για ερωτευμένους, μόνο που δεν ήταν η σειρά μου.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης