Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Τέτοιες Χρονιάρες Μέρες:











Σημερινός Χιονιάς 26-27 Δεκεμβρίου 2010







Η ζωή απ' την ανάποδη,





Στα φορτηγά αργοκίνητα βαπόρια τέτοιες χρονιάρες μέρες στη μέση του πελάγου ήταν οι πιο ανιαρές, παίζανε πόκα με πέντε ή με εφτά χαρτιά. Παίζανε μέχρι να ξημερώσει, ή μέχρι να πάνε για βάρδια, η καπνιά από τα τσιγάρα ήταν σαν ακίνητη ομίχλη σε στεριά, εκεί υπήρχαν οι χαμένοι και οι κερδισμένοι, υπήρχε και της πόκας ο νόμος της μαγκιάς, όταν σηκωνόσουν να φύγεις κερδισμένος δημιουργούνταν καυγάδες, έτσι έπρεπε να είσαι και πολιτικός, να το προ-δηλώσεις, μάγκες όταν έρθει στα χέρια μου η τράπουλα να μοιράσω χαρτιά θα φύγω. Έτσι το έπαιζες καραμπίνας που λένε πήγαινες συνέχεια πάσο, αν έβλεπες κάτι το σίγουρο έριχνες αν όχι συνέχιζες πάσο. Όταν τελείωναν τα χρήματα στο πέλαγος έβγαιναν στο τραπέζι οι κούτες τα τσιγάρα. Άγρυπνοι με κόκκινα μάτια πήγαιναν για δουλειά, ήταν και από τους πολλούς καφέδες. Αλλά οι καυγάδες ήταν πιο συχνοί από οτιδήποτε άλλο. Μέχρι που ο λιπαντής της μηχανής ένας έλληνας από την Αίγυπτο μορφωμένος με γλώσσες, είχε μπαρκάρει από το Ρότερνταμ Ολλανδίας, όπου έκανε τον σερβιτόρο στο Μπαρ της Λούλας έβγαινε στην κουβέρτα ξετιναγμένος να αναπνεύσει μες το κρύο και την παγωνιά χωρίς σακάκι, τούχαν πάρει στα χαρτιά και το πουκάμισο που λένε, πέθανε ο φουκαράς στο πέλαγος. Ένας Μανιάτης φοβέριζε ότι θα φέρει την καραμπίνα, και το πιο παράξενο πάντοτε έχανε.

Νέα Υόρκη στην αρχή η ζωή φαινόταν βουνό, η δουλειά σκληρή μόλις και μετά βίας μπορούσες ν’ ανασάνεις, φίλους και γνωστούς δεν είχες αν ήταν κανένας βαπορίσιος ο.κ. αν όχι έπρεπε να αρχίσεις απ’ την αρχή με ήθη και έθιμα στεριανά.
Παίζαμε λοιπόν πόκα, είχα πέντε κόκκινα χαρτιά καρά και κούπες, ο συμπαίκτης μου, μου έλεγε δικαίωμα να σκεφτεί μετά με κοίταζε να με ψυχολογήσει, κάπνιζε δεν μιλούσε… καπνίζαμε όλοι, εκεί που τους είχα όλους σίγουρος ξύπνησα, έτριψα τα μάτια μου, μωρέ τι παράξενο όνειρο αλλά για καλό κακό ας σημειώσω τα πέντε τραπουλόχαρτα που είχα. Πήρα μολύβι και χαρτί έγραψα τους αριθμούς και ξαναπήγα για ύπνο. Το μεροκάματο άρχιζε νωρίς 5 τα χαράματα.
Ο κινέζος που πουλούσε εφημερίδες τσιγάρα κλπ. δεν έκλεινε ποτέ, περαστικός για τη δουλειά μου πρωί, σκέφτηκα να παίξω τα 5 νούμερα σε λόττο;
Μπαίνω μέσα του τα δίνω, μα μου λέει χρειάζεσαι έξη νούμερα, και το συμπληρωματικό, βάλε ότι θέλεις εσύ, του λέω! Πήρα την απόδειξη την πέταξα στην τσέπη μου και την ξέχασα. Δεν είπα κανενός τίποτα, άλλωστε τι μπορείς να πεις όταν δεν έχεις τίποτα το συγκεκριμένο; Φαντάσου να έλεγα ότι είδα στον ύπνο μου τα νούμερα της πόκας. Ανοησίες σκέφτηκα. Ποιος πορεύεται με όνειρα;





Τετάρτη κλήρωνε, την Πέμπτη από περιέργεια κοίταξα την εφημερίδα, μωρέ μπράβο τα 5 νούμερά μου ήρθαν αλλά εφόσον δεν είχα το έκτο και το συμπληρωματικό μου έδωσαν το δεύτερο βραβείο.
Δεν πίστευα στα όνειρα, αλλά αν έδινα λίγη σημασία κι αν έκανα τους κατάλληλους συνδυασμούς εφόσον το λόττο είχε 40 νούμερα δηλαδή αν έπαιζα τα 5 νούμερα συν ένα και συν ένα το συμπληρωματικό σήμερα θα είχα εκατομμύρια.
Αλλά έτσι είναι η ζωή, πρέπει να την πάρουμε όπως έρχεται, όχι όπως θα θέλαμε να ήταν.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Συμπόσιο!

Απο Αριστερά,
ο Δ. Κονταρίνης, Ν. Λιψάνος, Στέλλα, Ζ. Φόλλεντερ, Βαγγέλης Διακογιάννης, Βάνα Κοντομέρκου, Δ. Μουστάκης, Γαβριήλ ΠαναγιωσούληςΑπό Αριστερά:
Νίκος Λιψάνος, Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Βάνα Κοντομέρκου, Στέλλα Ζ. Φόλλεντερ, Κ. Λυκογιάννης, Δ. Μουστάκης, Ντένης Κονταρίνης, Ανδρέας Κοντομέρκος, Β. Διακογιάννης.

Χριστούγεννα έρχονται, καινούργιος χρόνος μπαίνει, μοιράζονται καλοπροαίρετες ευχές, για την γέννηση του Θεανθρώπου, μα και για έναν καινούργιο χρόνο γεμάτα υγεία και ΕΙΡΗΝΗ σε όλο τον κόσμο.

Έτσι κι εμείς μια παρέα φίλων, που τους αρέσει η γραφή μα και η ανάγνωση, συγγραφείς μα και δημοσιογράφοι, αποφασίσαμε να ευχηθούμε καλό κατευόδιο στον παλιό χρόνο που φεύγει, καλωσορίζοντας τον καινούργιο, σαν μια νέα εποχή, ανταλλάσοντας συμβολικά δωράκια, κάνοντας ένα μικρό συμπόσιο, συζητώντας διαφορετικές απόψεις και γνώμες, πίνοντας το κρασάκι Νεμέας, με το ακομπανιαμέντο της φυσαρμόνικας του φίλου Βαγγέλη Διακογιάννη…
Κι όλα αυτά στη Νέα Υόρκη…

Χρόνια πολλά σε όλους σας.

Γαβριήλ

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Και του Χρόνου στα σπίτια μας...


Πρωτοχρονιά, έχουν περάσει από πάνω μου πολλές πρωτοχρονιές, η κάθε μια σε διαφορετικά μήκη και πλάτη του πλανήτη μας, έτσι θα μπορούμε να πούμε ότι η κάθε μια είχε μια δική της διαφορετική γεύση.
Ήτανε μια καπνοδόχο φτιαγμένη από τσίγκο όταν βάζαμε κούτσουρα για φωτιά στο τζάκι, γέμιζε καπνό έμοιαζε σαν τσιμπούκι, από αυτήν θα κατέβαινε ο Aϊ Βασίλης να μας φέρει τα Αγιοβασιλιάτικα δώρα .
Αποβραδίς βάζαμε τα παπούτσια μας κάτω απ’ την καπνοδόχο, περιμένοντας με λαχτάρα να ξημερώσει να δούμε τι θα μας δώριζε. Συνήθως κανένα μπαλονάκι (φούσκα) ένα τόπι ή καμιά φλογέρα.
Μικροί αθώοι είμαστε τόσο ευχαριστημένοι, με αυτά τα μικρά πράγματα, μετά οι μεγαλύτεροι θα μας έκαναν μποναμά, μια δεκάρα ή μια δραχμή, ότι είχε ο καθένας, μια κοινωνία που χάθηκε λες και ήταν η εποχή του Φαραώ κι όμως ήταν μόλις ΧΘΕΣ, αφού ακόμα και οι καμήλες υπάρχουν.

Στη μέση του Ατλαντικού εν πλω για Νέα Ορλεάνη, είχαμε αναχωρήσει από Δουνκέρκη Γαλλίας φορτωμένοι μελάσα ένα παχύρευστο υγρό που από τους εξαεριστήρες στο πέλαγος έβγαζε μια μυρωδιά σαν καμένη ζάχαρη.
Το βαπόρι ένα λίμπερτι δεξαμενόπλοιο είχε κάνει μάλιστα κι ένα κρακ στην κουπαστή στη δεξιά μεριά κάτω απ’ το ποδάρι της γέφυρας. Του είχαν βάλει όμως ένα καρφωτό ζωνάρι έτσι για πιο σιγουριά ότι δεν θα κοβόταν στα δυο.
Το πλήρωμα 30 άτομα όλοι έλληνες, τέτοιες χρονιάρες μέρες ο κάθε ένας σκεφτόταν την οικογένειά του, αυτούς που τον περίμεναν να γυρίσει.
Από βραδύς είχαμε όλοι μαζευτεί (εκτός ασφαλώς από τις βάρδιες) στο καπνιστήριο του πλοίου και παίζαμε χαρτιά, περιμένοντας να υποδεχθούμε τον καινούργιο χρόνο. Ακουγόταν ο γδούπος απ τα κύματα που έσπαγαν τα μούτρα τους στο βαπόρι κι αυτό έτρεμε λες και είχε τεταρταίο πυρετό και ρολάριζε από την μια μεριά στην άλλη, σα να μας νανούριζε.
Οι περισσότεροι παίζαμε 31, άλλοι έπαιζαν πόκα. Μεσάνυχτα ακριβώς κατεβαίνει ο πλοίαρχος απ’ την γέφυρα ένας Συριανός, μας χαιρετάει όλους και μας δίνει μια ευχή.
Χρόνια Πολλά, και του Χρόνου στα Σπίτια μας… αυτές τις λέξεις τίποτε άλλο, ο κάθε ένας μας προβληματίστηκε, μερικοί δάκρυσαν, μερικοί έπεσαν σε συλλογισμό, εν τέλει φέρανε ποτό κι έκοψαν την βασιλόπιτα. Ήμουν τυχερός, μου έτυχε το φλουρί, μετά διαλυθήκαμε ο κάθε ένας πήγε στην κουκέτα του,
Τώρα το πόσοι τα κατάφεραν στο να επαληθευτεί η ευχή (Και του χρόνου στα σπίτια μας) άγνωστο, πάντως εγώ δεν τα κατάφερα ίσως να με είχε δέσει ο Ωκεανός ή το πεπρωμένο του φλουριού της βασιλόπιτας.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς στην πύλη του μόλου λιμάνι της Ονδούρας μας περίμενε μια φίλη παρέα με άλλους φίλους, χρονιάρα μέρα βλέπεις, ο Κίλγορ ανάλαβε να μας οδηγεί πήγαμε σε κέντρα, από το ένα στο άλλο αγοράσαμε κροτίδες για να υποδεχτούμε τον καινούργιο χρόνο. Έτσι ήταν το έθιμο του τόπου. Τα μεσάνυχτα ακριβώς βάλαμε φωτιά στα βαρελότα, η πολιτειούλα, το λιμάνι πνίγηκε στους καπνούς, τα βαπόρια άρχισαν να σφυρίζουν για την υποδοχή του νέου χρόνου, ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους, φιλιά αγκαλιές Το ποτό οι μπύρες έρρεαν όλοι έπιναν και γλεντούσαν. Ξημερώματα γύρισα στο βαπόρι είχα υποχρέωση να ετοιμάσω το αγιοβασιλιάτικο μενού.

Κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς μαζευόμαστε εδώ στη Νέα Υόρκη στο σπίτι μας, οικογένεια και φίλοι μαζί, πίναμε ποτό, χορεύαμε τα μεσάνυχτα ακριβώς βάζαμε την τηλεόραση και βλέπαμε το μεγάλο μήλο να πέφτει στην πλατεία Times square τότε γινόταν πανζουρλισμός, ανοίγαμε σαμπάνια, και υποδεχόμαστε τον καινούργιο χρόνο, το γλέντι συνεχιζόταν, σε μια ατμόσφαιρα θαλπωρής, εμπιστοσύνης, ξεγνοιασιάς. Αυτό συνεχίστηκε για πολλά, πολλά χρόνια
.
Τώρα ε! ακόμα υπάρχει ο ενθουσιασμός με τα χρόνια όμως τα παιδιά πήραν τα σκήπτρα, αλλά εξακολουθούμε να δίνουμε το καλώς όρισες στον καινούργιο χρόνο όλοι μαζί, στο σπίτι μας όπως τότε που πρωτοήλθαμε σε τούτο εδώ το κράτος.
Μια παράδοση γεμάτη ζεστασιά και οικογενειακή θαλπωρή.

Χρόνια Πολλά και καλά σε όλους σας. Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος 2011.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Χριστουγεννιάτικες Σταλαγματιές


Ένα χαρτόνι, ζωγραφισμένη μια φάτνη, στημένη σ’ ένα ξύλο, παιδικές φωνές να ψάλλουν τα κάλαντα, το Χριστός γεννάτε σήμερον, με την ελπίδα ένα φιλοδώρημα, μια μπουκιά ψωμί, το χάραμα να τρέχουν στην εκκλησία να κάνουν χρυσό δόντι, μετά η λαχτάρα να γευτούν το Χριστουγεννιάτικο φτωχικό φαγητό εάν υπήρχε, ο παπάς ο άξονας της ύπαρξης του χωριού, αυτός που κρατούσε ‘δεφτέρι’ λες και ήταν μπακάλης των βαπτίσεων, γάμων, θανάτων, αυτός που μας έλεγε για την γέννηση του θεανθρώπου. Απ’ έξω απ’ την εκκλησία κόχλαζαν τα πάθη, οι σκοτωμοί, η πείνα, η δυστυχία, η κοινωνία μας μικρή , ο κόσμος μας, τόσο κλειστός όσο χώραγε το μάτι σου. Και όμως ήταν Χριστούγεννα!

Πρώτη φορά στην Αθήνα σε υπόγειο στην Καλλιθέα το κρύο τσουχτερό, αποβραδίς είχαμε προμηθευτεί μια κονσέρβα Αργεντινής Corned beef θα τρώγαμε κρέας. Του τηγανιού η λαδιά γέμισε την ατμόσφαιρα, μπήκε στα πνευμόνια μας, μας γέμισε ελπίδα αισιοδοξία, στην επαρχία ο εμφύλιος συνεχιζόταν, κι όμως ήταν Χριστούγεννα
.

Ήρθε η θάλασσα σαν λυτρωτής, βρέθηκα στην Χάβρη Γαλλίας με βαπόρι Λίμπερτι φορτωμένο σιτάρι μας επισκέφτηκαν πολλά άτομα, μια οικογένεια Έλληνες, ο άνδρας έλεγε ότι ήταν ράφτης, ερχόταν κι έτρωγε μαζί με τη γυναίκα του κι ένα κοριτσάκι. Όλοι καταλάβαμε ότι το ράφτης ήταν πρόσχημα, κλείναμε τα μάτια, ήταν Χριστούγεννα.

Ήρθε η φιλόπτωχος, κάποιας ενορίας της Νέας Υόρκης, μερικές συμπαθητικές κυρίες, μαζί τους κι ένας ιερέας, μας μοίρασαν δωράκια γλυκά απ’ την πατρίδα, ξημέρωνε Χριστούγεννα, την προηγούμενη μέρα είχε έρθει κι αυτός ο προξενικός λιμενάρχης ο κ. Καν.. οποίος ούρλιαζε προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει έλληνες εχθρούς του καθεστώτος. Ήρθε και η ώρα συσσιτίου αυτοί μας φέρθηκαν πιο ανθρώπινα μας τάισαν γέμιση γαλοπούλας με cranberry sauce μετά ήρθαν οι δεσμοφύλακες βαρώντας τη μαγκούρα τους για κλείσιμο, σιωπητήριο,
Εκεί ήρθαν τα όνειρα, περνούσαν τα τζάμια με τα κάγκελα, ο αντικατοπτρισμός των φώτων του Μανχάταν στην επιφάνεια του ποταμού, η διαμαρτυρόμενη βοή της Μπουρού, τα δάκρυα, η ανημποριά, η λύτρωση του ύπνου. Ήταν Χριστούγεννα στο νησί Έλλις.

Ο Ινδικός Ωκεανός είχε βαλθεί να μας βουλιάξει, μέσα στην κοσμοχαλασιά αυτή, μέσα στην κιβωτό της Βαβέλ οι ελλείψεις στα τρόφιμα τεράστιες, ο μάγειρας ένας Κεφαλλονίτης αρνήθηκε να ζυμώσει ψωμί ‘δεν το λέει η σύμβαση’ τα μέσα πρωτόγονα, το περισσότερο πλήρωμα ξένοι, ξένη και η σημαία του πλοίου. Όσο υπήρχε αλεύρι ζύμωνα εγώ, ερχόταν Χριστούγεννα.

Οι λιτανείες (posadas) διαδεχόταν η μια την άλλη, όλες κουβαλούσαν το ομοίωμα του Ιησού (Él Niño) και προσπαθούσαν να βρουν φιλοξενία να το κρύψουν σε σπίτια νοικοκυραίων, σύμφωνα με τα τοπικά έθιμα. Περνούσαν απ’ έξω απ το σπίτι μου. Νεαρά άτομα έτρεχαν πάνω κάτω, οι γυναίκες έψαλλαν… ερχόταν Χριστούγεννα. Παρακολουθούσα σιωπηλός! Τι να πω; Οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά, βρισκόμουν σε δίλλημα, καινούργιος σε αυτή την περιοχή σε μια πόλη με υψόμετρο 3000 μέτρων με ένα κλίμα ανοιξιάτικο με τους περισσότερους κατοίκους να μην έχουν δει ποτέ θάλασσα, ένα κράτος απογόνων των Μάγια με το παραδοσιακό τους Χριστουγεννιάτικο φαγητό ‘ταμάλες’, χοιρινό κοκκινιστό τυλιγμένο με καλαμποκίσια ζύμη σε μπανανόφυλλα, ετοιμαζόταν όλοι να υποδεχτούν την γέννηση του Θεανθρώπου γλεντώντας, όταν την παραμονή μας ήρθε επείγουσα εντολή, το αναμέναμε άλλωστε, πήγαμε στο Materno Infantil. Έτσι ήρθε στον κόσμο η πρώτη μας κόρη την ημέρα των Χριστουγέννων ένα Χριστουγεννιάτικο δώρο, παλαιότερα λέγανε μας ήρθε η επίσκεψη του Πελαργού από τότε μέχρι σήμερα εορτάζουμε κάθε χρόνο διπλά την ημέρα των Χριστουγέννων.
Έχουν περάσει πολλά, πολλά χρόνια και το πιο παράξενο μου φαίνεται πως ήταν χθες!

Καλά Χριστούγεννα σε όλους σας.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης