Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Επίκαιρο Δημοσίευμα!


Επίκαιρο δημοσίευμα
 Σήμερα Σάββατο 30 Μαρτίου 2013 μια βόλτα στην Αστόρια η παρέα φθίνει, που και που παρουσιάζεται, έτσι φωτογραφηθήκαμε μόνοι μας, Δ. Κονταρίνης και Γ.  Παναγιωσούλης   
Αισθάνομαι  ελεύθερος σαν το πουλί που πετά στους αιθέρες, όταν  μπορώ και δημοσιεύω τις σκέψεις μου και το κυριότερο χωρίς να παρακαλέσω, να ζητήσω την άδεια κανενός.
Ευχαριστώ εσάς που με διαβάσατε!
  Γαβριήλ Παναγιωσούλης
                                       Γ. Παναγιωσούλης

 Δ. Κονταρίνης

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Η Μνήμη Ξαναζωντάνεψε,















                 Foto Prensa Libre

Ετούτη την Εβδομάδα οι δυτικοί Χριστιανοί εορτάζουν την μεγάλη εβδομάδα, με το Πάσχα τους την Κυριακή 31 Μαρτίου.
Την  Μεγάλη εβδομάδα στην Γουατεμάλα  εκατοντάδες κόσμου παρακολουθούν τις καθημερινές λιτανείες «procesiones»   ακόμα στρώνουν χαλιά στον δρόμο για να περάσει η λιτανεία, αυτοί δε που  σηκώνουν την πλατφόρμα με το άγαλμα του Ιησού στους ώμους τους είναι ντυμένοι με ειδικές στολές χρώματος Μωβ… λέγονται cucuruchos
Ένα ολόκληρο θρησκευτικό φολκλόρ.
        
Κοίταξα από την πόρτα απέναντι μου περνούσε μια λιτανεία, γυναίκες και παιδιά έψαλλαν το Άβε Μαρία και είχαν στου ώμους τους μια πλατφόρμα με ένα άγαλμα κάποιου Αγίου ή του Ιησού, δεν πρόσεξα ακριβώς
Σε μια στιγμή η κορώνα του αγάλματος άγγιξε κάποιο σύρμα καθόδου ηλεκτρικού κι έπεσαι στο έδαφος. Κατέβασαν την πλατφόρμα, έβαλαν την κορώνα, έλα όμως που δεν άντεχαν να τη ανεβάσουν πάλι στους ώμους τους.
Με φώναξαν λοιπόν να βοηθήσω, στάθηκα αμίλητος, έκπληκτος, μετά έκανα στροφή  μπήκα πιο βαθιά στο σπίτι κι έκλεισα την πόρτα.
Όλοι με κατέκριναν ότι δεν έκανα καλά, έλα όμως που δεν πέρασε απ το μυαλό μου καμιά σκέψη,  αυτή την στιγμή το κεφάλι μου ήταν άδειο.

Άλλη μια μνήμη ξαναζωντάνεψε βλέποντας  αυτή την εικόνα

Γαβριήλ Παναγιωσούλης  


Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Τα Κόκκινα Τσαρούχια


                                                2012
                      Τα κόκκινα τσαρούχια,
Βλέποντας  στην τηλεόραση αυτά τα κόκκινα παπούτσια «παντούφλες», αυτά που δεν καταδέχθηκε να φορέσει ο Φραντσίσκο, διότι πώς να το κάνουμε θα ήταν αποφόρια του Βενέδικτου, (Τι σου είναι κι αυτός  ο Πάπας)  θυμήθηκα τα δικά μου κόκκινα τσαρούχια, αυτά που θα τιμούσαν με την παρουσία τους την επέτειο της 25ης Μαρτίου.  
Είχα   δυο τσαρούχια κόκκινα με μαύρες φούντες.  Η μάνα μου, τα είχε φυλάξει στο κατζέλο του κομμού,  μου είχε υποσχεθεί θα μου έραπτε  φουστανέλα, μαζί με τα τσαρούχια είχε έρθει κι ένα γιλεκάκι κόκκινο με κίτρινα κεντήματα σελάχι το λέγανε.  Όλα για την  25η  Μαρτίου.
Στο σχολείο κάναμε πρόβες, μου είχαν δώσει ένα ποίημα κι εγώ με στόμφο ανέβαινα στο βάθρο και ξελαρυγγιζόμουν: θα πρέπει να ήμουν ή Δευτέρα ή Τρίτη Δημοτικού:

25 Μαρτίου:
Λεβέντισσα αστραπόμορφη,
Κι ευτυχισμένη μέρα
Που από δάφνες και μυρτιές
Γεμίζεις τον αέρα.
……………………………………
Όμως ποτέ δεν  έφτασε  αυτή η ευλογημένη στιγμή. Αρρώστησα, δεν φόρεσα ποτέ τα τσαρούχια ούτε την φουστανέλα, έμειναν στη μνήμη σαν ένα όνειρο σαν κάτι που ξεφυτρώνει από ένα σεληνιακό τοπίο γεμάτο ομίχλη μπροστά πάνε τα τσαρούχια, μετά το γιλεκάκι με τα χρυσά κεντήματα, μετά ο άβγαλτος εαυτός μου,  από πίσω ακολουθούσαν η μορφή της μάνας και του πατέρα.  
 Ήρθε  ο πόλεμος, φωτιά και λάβρα έπεσε απ’ τον ουρανό και  σκέπασε τα πάντα. Πέρασαν  πολλά χρόνια, η στάχτη των καμένων κατακάθισε στις ψυχές μας, σε κάθε επέτειο πρώτα υπήρχε η έγνοια αν έχουμε να φάμε, μετά τα υπόλοιπα. Στην Αθήνα  ούτε για το τραμ δεν υπήρχαν, έτσι βρέθηκα σε ένα σκαφίδι πλέοντας τους ωκεανούς, μετά από περιπέτειες  έφτασα στον Ειρηνικό Ωκεανό βγήκα στο Λος Άντζελες, πήγα στην  Σάντα Μόνικα. Ήταν Κυριακή βράδυ 12 Μαρτίου 1951.  
Εκεί με περίμεναν ένα ανδρόγυνο ηλικιωμένων, που δεν είχα ξαναδεί αλλά ήξερα ότι υπήρχαν.  Ελληνικά μίλαγε μόνο ο άνδρας, ήταν αδελφός της Μάνας μου, η γυναίκα του από την Πολωνία οι άνθρωποι γίνανε θυσία,   ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα καλοδεχούμενος σε ένα σπιτικό. Περάσαμε μαζί την 25 Μαρτίου, θυμάμαι για να μ’ ευχαριστήσουν ψήσανε αρνί γκιουβέτσι ήταν τόσο όμορφα, όχι δεν πήγαμε πουθενά, αλλά η έλλειψη ελληνικού στοιχείου μου έφερνε μια νοσταλγία για την γλώσσα μας ώστε αποφάσισα να φύγω για την Νέα Υόρκη (λάθος μου)  την 1 Απριλίου πήρα το τραίνο έφτασα Νέα Υόρκη στις 4 ιδίου.
 Ζητούσα τη γλώσσα  μας,  να δω παρελάσεις με τη γαλανόλευκη στην 5η Λεωφόρο, την ελληνόφωνη  συμπαράσταση στα πρώτα μου βήματα.   
Δυστυχώς ήταν αυταπάτη!

Πέρασαν  τα χρόνια, οι θάλασσες, τα τροπικά μέρη, η γυναίκες-α   με σφιχταγκάλιασαν σαν αράχνη, πολλά χρόνια 20 τον αριθμό δεν ξαναέμαθα για την 25 Μαρτίου, ώσπου ξαναήρθα στην Νέα Υόρκη.  

Τώρα πια  στη Νέα Υόρκη ξαναπερνούν απ’ τον νου μου οι τότε εικόνες,  τα κόκκινα τσαρούχια,  η καλοθύμητη αυτή μέρα 25η Μαρτίου,  ξανάρχεται στο νου μου, ο πόλεμος,  η Σάντα Μόνικα, οι άνθρωποι του τότε, τι κρίμα έφυγαν για τον άλλο κόσμο όσοι με αγαπούσαν,   έμειναν οι ψίθυροι από τα κύματα της θάλασσας να με νανουρίζουν, μόνο που αυτά δεν είναι κύματα αλλά ουρλιαχτά αέρος  που λυσσομανούσε, αυτός που συνόδευε  την καταιγίδα Σάντυ, αυτός που μου ροκάνιζε σιγά, σιγά την σκεπή κάτω από την οποία κοιμόμουν.  
Ένας ολόκληρος βιος, σε τόσες  λίγες γραμμές.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
    

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

21 Μαρτίου, Ημέρα Ποίησης




                        Παγκόσμια  ημέρα ποίησης,
Θα πρέπει  να εορτάζει όλη η ανθρωπότητα κι αυτοί που έχουν το χάρισμα να γράφουν ποίηση μα κι αυτοί που δεν το έχουν.
Όταν περάσει η ηλικία και σε πάρει αποκάτω ο οδοστρωτήρας της ζωής,  όταν παραμείνεις σε μια μεγαλούπολη, «Νέα Υόρκη» όπου είναι φτιαγμένη μόνο για ανθρώπους που παράγουν, τότε αρχίζεις να φιλοσοφείς και να βλέπεις την κοινωνία  με άλλο μάτι, αν μπορείς βάζεις μπροστά τις αναμνήσεις μια προηγούμενης σου νεανικής ζωής, ξαναζωντανεύεις στη μνήμη σου εμπειρίες κι ελπίζεις.
Αν όχι, τότε φιλοσοφείς την ωμή αλήθεια χωρίς παραισθήσεις και γράφεις ποιήματα.  
    
Αβάνα,

Την είδα που μου έγνεψε,
μες την παλιά Αβάνα,
το βλέμμα της περίεργο
μου έκοψε τον δρόμο.
                *
-Ναυτικός, είπε, ξέρω τι ζητάς
μπορώ να σου το δώσω,
την κοίταξα καλλίτερα
μου άνοιξε μια πόρτα.
                *
Της άφησα την πληρωμή
επάνω στο τραπέζι,
τελειώνοντας
πήρα την πληρωμή
κι έφυγα τρεχάτος.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης 
 **********************
Απόμαχος Ναυτικός,

Κάθε δάκρυ του γέρου που πέφτει,
ένα μπλε τριαντάφυλλο ανοίγει,
κάθε του ροδοπέταλο ένας καθρέφτης,
π’ αντανακλά μια ναυτική ιστορία.
                *
Σκύβει ο γέρος να μαζέψει δάκρυα
με αρώματα της νιότης ποτισμένα,
φουρτούνες, αγάπες, αναμνήσεις
σε ροδοπέταλα τυλιγμένα. 
                *
Μιλιά δεν βγάζει, τι να πει;
Τα’ ασήμια στους κροτάφους το γνωρίζουν,
άπιαστα όνειρα περασμένα,
σε μπλε τριαντάφυλλα μαραμένα. 

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
 **********************************

ΣΩΜΑΤΑ ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑ

Κείνται τα σώματα χωρίς επιθυμία
παράλληλα σ’ ένα κρεβάτι σα νεκρά
και χτυπημένα απ’ τη ζωής την τρικυμία
διαλύονται στον θάνατο σιγά, σιγά.
                *
Ντυμένα στην ευκόσμια κοινωνία
με βακτηρία περπατούνε τας οδούς.
Φροντίζοντας να συντηρούνται στους καιρούς
μ’ οργανική και φυτική τροφοδοσία.
                *
Τις Κυριακές τους περπατούν στην εκκλησία
με Παυλικό το νου να βρούνε το Χριστό
που σα Θεός θα’χει και άλλη παρουσία.
                *
Κι όταν τους πεις κοπριά θα γίνουν μες το χώμα
μ’ ένα «Θου  Κύριε» ξεγελούνε το μυαλό
κι ανώφελα, το «Μνήσθιτί μου» έχουν στο στόμα!

Μάκης Τζιλιάνος
 Νέα Υόρκη, Μάρτιος 2013


Γαβριήλ Παναγιωσούλης






Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Ελευθερία Σκέψης


                                                            Ελευθερία σκέψης 

Όταν φύγαμε από την Ελλάδα δεν φύγαμε γιατί δεν μας άρεσε ο τόπος μας, φύγαμε γιατί δεν μπορούσαμε να ζήσουμε, να το πω καλλίτερα το ίδιο το κράτος άνοιγε τις πόρτες για να φύγουμε, αυτό μας έδιωχνε! Καμία προστασία δεν μας παρείχε πουθενά σε καμιά γωνιά του κόσμου, όταν εμεί ψάχναμε για μεροκάματο στα πεζοδρόμια της παγκοσμιότητας. Υπηκοότητες αλλάξαμε πολλές, αναλόγως που τον έριχνε η τύχη τον κάθε ένα μας, όχι δεν έχει μείνει κανένας εν ζωή στην Ελλάδα, αυτοί που περίμεναν τον οβολό μου, πέθαναν όλοι, ερήμωσε ο τόπος και τώρα στα γεράματα όσο ακόμα αντέχω πηγαίνω κάθε χρόνο και προσκυνώ το μέρος που γεννήθηκα. Γονατίζω και φιλώ μια έρημη πατρική μου παράγκα ή ας τη πω καλύβα. Έφυγα  σα ναυτικός τις 12 Αυγούστου 1950 όλη μου η ζωή όργωνα με αλέτρι τις θάλασσες και τις καταπράσινες ζούγκλες, και να μας λέει     να του αποδείξω ότι είμαι μόνιμος κάτοικος, εξωτερικού αφού στην Ελλάδα από τα 16 χρόνια μου μ’ έδιωξαν.   Αυτό  που θα καταφέρουν είναι να μην ξαναπάμε Ελλάδα και όχι μόνο.
Θα πρέπει να υπάρχει μια διαφοροποίηση, μας βάζουν όλους στο ίδιο τσουβάλι, άλλοι είναι αυτοί οι Business men αυτοί οι οποίοι έχουν επενδύσει τον ιδρώτα τους στην Ελλάδα και άλλοι εμείς που ζούμε στην ξένη με το καθημερινό Αχ! Βαχ! Πως θα εξοικονομήσουμε τα εισιτήρια μας, για ένα εφήμερο  προσκύνημα στο χώμα που γεννηθήκαμε. 
  
Αισθάνομαι  ελεύθερος σαν το πουλί που πετά στους αιθέρες, όταν  μπορώ και δημοσιεύω τις σκέψεις μου και το κυριότερο χωρίς να παρακαλέσω, να ζητήσω την άδεια κανενός.
Ευχαριστώ εσάς που με διαβάσατε!

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
BRONX NEW YORK



Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Ποιος θα ήσουν Σήμερα!





 Σκέφθηκες ποτέ ποιος θα ήσουν σήμερα, αν δεν  βασιζόσουν στα δεκανίκια των ιστοριών του παρελθόντος σου;
 Χθες βράδυ ξύπνησα κατά τις 3 τα ξημερώματα, δεν μου έπαιρνε ο ύπνος.
Άνοιξα την τηλεόραση, είχε  ένα έργο: Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι.
«The man with the golden arm»  Με Frank Sinatra, Kim Novak etc.
Το είχα ξαναδεί τότε που ήμουν ξέμπαρκος στη Νέα Υόρκη 1955-56, αμέσως γέμισα από αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας,  τότε που η Νέα Υόρκη ήταν πόρτο μαρίνα, τότε που η ζωή μου δεν ήταν ποτέ στάσιμη, είχα ένα μπογαλάκι και άλλαζα δωμάτια, ξενοδοχεία σαν πουκάμισα ψάχνοντας για το πιο φτηνό. Τότε που θεωρούμουνα μη καλοδεχούμενος  από τις αρχές,  μα και ούτε από τους ντόπιους ελληνο-αμερικάνους. Ναυτικός που ξέρει από πού να  κρατά η σκούφια του, ένας αλήτης, γύριζα λοιπόν από στέκι, σε στέκι, έκανα παρέα με ανθρώπους σαν κι εμένα, συχνάζαμε στα μπουζουξίδικα, τρώγαμε στα όρθια, ψάχναμε για δουλειά στους ουρανοξύστες της κάτω πόλης εκεί όπου ήταν τα ναυτιλιακά γραφεία, αυτό το  I am looking for employment μου είχε κολλήσει σαν σήμα  κατατεθέν. Καμιά φορά ξέκοβα και πήγαινα σε κινηματογράφο, εκεί άρχιζαν τα όνειρα, μαζί και τα δάκρυα, μέσα μου γέμιζα με μια κατακραυγή  ενάντια  μιας ρατσιστικής κοινωνίας, ενός κόσμου αλλοτινού, ενός κόσμου που δεν ήθελε να σε ξέρει! Πίσω στην Ελλάδα κακήν κακώς, περίμεναν τον οβολό μου. 

Καλοκαίρι 1955 σε ένα καφενείο Θιακό του Μαρούδα  στους 59 δρόμους πήγαμε  με φίλο ναυτικό τον Δ. Πετράτο ξέμπαρκος κι αυτός  για καφέ ελληνικό, μέναμε στο ξενοδοχείο Alpine στους 58 δρόμους και 8η λεωφόρο.
Εκεί έμαθα ότι ένα βαπόρι τάνκερ με Ιθακήσιο καπετάνιο τον καπετάν Διομήδη Κ.  θα πέρναγε τον Hudson  ποταμό φορτωμένο πετρέλαιο για το Peekskill  ένα βορεινό   προάστιο της Νέας Υόρκης. Θα φουντάριζε για πράτιγο και αλλαγή μελλών  πληρώματος, απέναντι από το άγαλμα της ελευθερίας. Η κα. Σ. Βρυώνη της Windsor Navigation ήταν η υπεύθυνη του ναυτιλιακού γραφείου για την εξεύρεση πληρώματος.         
Δήλωσα παρόν, ήταν πάλι η αρχή μιας νέας περιπέτειας… η συνέχεια της το καλοκαίρι του 2012 ξανασυναντηθήκαμε στο Περαχώρι Ιθάκης.     
Έτσι και να θέλω να αποστραγγισθώ από τα περασμένα, μου είναι αδύνατον, πάντα θα υπάρχει κάτι που θα μου το θυμίζει,  ότι το σήμερα μου,  είναι απόσταγμα του χθες.  
Είχε πια ξημερώσει κοίταξα απ’ το παράθυρο, έξω χιόνιζε, μου φάνηκε ότι βρισκόμουν στην χώρα των θαυμάτων αποστήθισα την αγνότητα του λευκού, μαζί και τις σταγόνες στο τζάμι, έμοιαζαν σα να είχαν κολλήσει τα δάκρυά μου, αυτά του 1955.   

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
     






Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Το Δαχτυλίδι!


                                                   Η τύχη!
 Μια στιγμή, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ένα τυχαίο γεγονός αρκεί για ν’ αλλάξει το ρουν της ζωής σου.
Μετά από αυτό το συμβάν όλα παίρνουν μια ροδοκόκκινη χροιά, μια στιγμιαία ευτυχία, η λογική προσπαθεί να απαγκιστρωθεί, αλλά χάνει τον δρόμο στις δαιδαλώδεις διακλαδώσεις της καρδιάς, εκεί όπου ρέει το αίμα της ζωής σου.
Κανείς δεν πιστεύει στην τύχη, ούτε τα λιοντάρια. Και όμως ήταν μια νύχτα όπου καλεσμένοι με τον φίλο Μ. Μ. από την Θεσσαλονίκη στο Club de Leones (Λέσχη των Λεόντων)  της ντόπιας υψηλής κοινωνίας βρεθήκαμε σε ένα περιβάλλον τόσο διαφορετικό όπου δεν αισθανόμαστε άνετα, έτσι μετά τα μεσάνυχτα χαιρετίσαμε με όλους του τύπους και ροβολήσαμε για τις λαϊκές γειτονιές. (Ήταν πρωτοχρονιά)

Εκεί ανακατευτήκαμε με τους απλούς ανθρώπους, ήμασταν κι εμείς απλοί ναυτικοί.        
Αυτή η στιγμή, αυτή η κίνηση, αυτό το δευτερόλεπτο,   ήταν η αιτία ν’ αλλάξει αργότερα η ζωή μου κι όχι μόνο αλλά ο φίλος μου, δοκίμασε να με μεταπείσει, όταν είδε ότι δεν γινόταν τίποτα  κλαίγοντας έβγαλε το δαχτυλίδι που φορούσε στο χέρι του και μου το δώρισε και συνέχισε να ταξιδεύει ενώ εγώ έριξα άγκυρα που λένε. Δεν ξέρω μήπως αισθανόταν υπεύθυνος;
Από τότε δεν τον ξαναείδα, πάνε πολλά χρόνια, όμως το δαχτυλίδι το έχω και κάθε που του κοιτάζω διαβάζω πάνω στην γαλάζια πέτρα του τη ιστορία μου γραμμένη, με ανεξίτηλο κόκκινο μελάνι.

Που να υπάρχει σήμερα δεν ξέρω!

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Οι δυο κόσμοι!




Την λέγαμε πλάκα, την κουβαλούσαμε σε τσάντα ριγέ ραμμένη από ένα παλιό στρώμα κρεμασμένη στην πλάτη, έμοιαζε με ένα μικρό μαυροπίνακα, είχαμε και το κοντύλι για να γράφουμε, κι ένα σφουγγάρι για να σβήνουμε,  κάπου, κάπου οικονομάγαμε και κάνα τετράδιο για να γράφουμε με μολύβι, το αναγνωστικό πρώτης Δημοτικού «ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ»  της Δευτέρας «ΚΡΙΝΟΛΟΥΛΟΥΔΑ». 
Στην  Τρίτη τάξη αρχίσαμε να γράφουμε με μελάνι, κάναμε κάτι μουτζούρες, όλα τα θέματα από τρίτη μέχρι έκτη τάξη ήταν σε  περιλήψεις σε ένα χοντρό βιβλίο το «ΑΠΑΣΑ ΥΛΗ»  επειδή δεν υπήρχε ή δεν μπορούσαμε να το αγοράσουμε αυτοί που ξεσκόλισαν το έδιναν σε αυτούς που εξακολουθούσαν το σχολείο. Από την Πέμπτη τάξη διαβάζαμε καθαρεύουσα, το καθημερινό Αντιγραφή-Ορθογραφία- ήταν μισή σελίδα γιατί δεν υπήρχαν τετράδια, ή χαρτί για γράψιμο και αυτά που υπήρχαν ένα χαρτί χρώματος καφετί λερωμένου από τον οίκο Λαδόπουλο Πάτρας.
Το βάθρο με την έδρα του δασκάλου κι ένας μακρύς χάρακας όπου με αυτόν φοβέριζε όλους μας. Μάθαμε γεωγραφία για το Βελουχιστάν, αριθμούς συμμιγής, δεκαδικούς,  το μακρόν προ βραχέως περισπάτε, μάθαμε για την υπογεγραμμένη, τόνους την οξεία και την βαρεία, πνεύματα την δασεία και την ψιλή. Μάθαμε για τον Αβραάμ και Ισαάκ, για την καινή Διαθήκη, για το Βυζάντιο για τους εικονομάχους, τω υπερμάχω στρατηγέ,  το ‘όλη δόξα όλη χάρη…’  Την  επανάσταση και ήρωες του 21 για την Αγία Λαύρα, παλαιών Πατρών Γερμανός… οδηγός μας ήταν η εκκλησία ο παπάς, το πάτερ ημών, το πιστεύω, όταν περνάγαμε απ’ έξω κάναμε τον σταυρό μας, οι λιτανείες για να βρέξει, οι προηγιασμένες, ο αγιασμός τω σπιτιών τα Φώτα με το Εν Ιορδάνη… είδαμε γυναίκες να ξορκίζουν για το μάτιασμα, τη βασκανία, τη βεντερούγα.      
Κανένας δεν μας δίδαξε τίποτα για τον άνθρωπο, από τι είναι φτιαγμένος πως γεννιέται, φύγαμε και νομίζαμε ότι τα μωρά τα δωρίζει ο Θεός στους παντρεμένους.
Έτσι μου είπαν όταν ρώτησα. Τέτοια απομόνωση, σαν να διαβάζεις το εκατό χρόνια μοναξιάς του Γαβριέλ Γκαρσία Μάρκεζ. 
Το πρωί πριν φύγουμε παίρναμε στην τσέπη μας λίγη φακή, ή αν είχαμε και σταφίδες, τίποτα μπομπότα και τα τρώγαμε στον δρόμο προς το σχολείο, όχι δεν υπήρχε ούτε ηλεκτρικό ούτε ήταν εύκολο ν’ ανάψεις φωτιά με ξύλα. 
Υπήρχαν κάτι σουγιάδες οι λεγόμενοι Κολοκοτρώνηδες  σκούριαζαν με την παραμικρή υγρασία,   πηγαίναμε στο βουνό ‘Αγία Δυνατή’ μαζί με την αδελφή μου και ξεριζώναμε τα αγριολάχανα, όσα είχαν απομείνει από τις γίδες που δεν ήταν δικές μας, είχαμε από ένα φακότο  ο κάθε ένας, ήταν η μόνη μας ελπίδα για να χορτάσουμε την πείνα μας. Όταν περίσσευε  λαχανόζουμο το πίναμε το πρωί με λάδι.
Ξαφνικά  βρέθηκα σε έναν άλλον κόσμο, έναν κόσμο ριψοκίνδυνο, ναυτικό  περιπετειώδη, σ’ ένα βαπορίσιο περιβάλλον μπορώ να πω σε περιπτώσεις χυδαίο.  Βρέθηκα στον κόσμο του Ρίου Βραζιλίας για 40 μέρες, να πρωταγωνιστούν γυναίκες Ελληνίδες αθυρόστομες (είχα μάθει ότι ήταν συνεργάτιδες των κατακτητών Ιταλών από νησί του Αιγαίου και είχαν φύγει για να γλυτώσουν)  η Ρίτα έμπαινε στο Βαπόρι έτρωγε και βωμολοχούσε, είχε το ατού, μιλούσε Ελληνικά, έτσι έβγαινε κερδισμένη, μπρος τις Βραζιλιάνες όπου είχε γεμίσει το βαπόρι, αυτές που ερχόταν με τις βάρκες, στο αγκυροβόλιο..
Τελικά καταλήγαμε σε σπίτι της αδελφής της Ρίτας, της Φανής με την κόρη της Άννα πίναμε και ξεσπάγαμε στο τραγούδι στους δρόμους του Ρίο τότε ήταν της μόδας το τραγούδι «Ξημερώνει και βραδιάζει πάντα στον ίδιο το σκοπό…».
Μια ζωή μποέμικη, που  έχει αφήσει τα σημάδια της και δεν συγκρίνεται με αυτήν που μου είχαν μάθει στο χωριό μου στην Ελλάδα…    

Γαβριήλ Παναγιωσούλης      

        



Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Κάθε μέρα και κάτι καινούργιο!


Πρόλογος,
Κάποτε  αισθανόμουν ευτυχισμένος, με τα πιο απλά πράγματα, ήμουν το κέντρο του κόσμου, γύρω μου γυρνούσαν η αγάπη, ο έρωτας, η θαλπωρή, ακόμα και η φτώχεια.  Σήμερα  με την σκέψη μου γυρνώ στα χρόνια εκείνα και προσπαθώ να αντλήσω δύναμη ώστε να συνυπάρχω με τον ξένο πια εαυτόν μου.   
      
Κάθε μέρα κάτι καινούργιο!
Η Αντουανέτα, με χαιρέτησε, περπατούσε με μια ανοιχτή ομπρέλα για να προστατευτεί από τις καυτερές ακτίνες του ήλιου.  Πήγαινε στο λιμάνι να μάθει νέα για το βαπόρι, σε αυτό που δούλευε ο Χιώτης ο μουστακαλής από την καλιμασιά, ο φίλος της. Μαζί της κουβαλούσε κι έναν θηλυπρεπή νεαρό τον Νώε.   Και της έλεγε ο Χιώτης τι τον θες και τον κουβαλάς;
Ανένδοτη αυτή.
Η Οδέτη μια αδυνατούλα λιγνή σερβίριζε ποτά στους πελάτες του μπαρ ενός Ιταλού μετανάστη, ήταν τόσο αδύνατη που περπατούσε με κλειστά πόδια, τα άνοιγε με δυσκολία, παλαιότερα  όταν σύχναζα για μπύρα, είχαμε γίνει φίλοι και μου τόχε εκμυστηρευθεί, μυστικό κι αυτό!   
Στο προαύλιο της πλατείας πιτσιρίκες με μίνι παίζανε μπάσκετ. Οδηγοί ταξί στο σκιερό της βεράντας τις κοίταζαν με λαιμαργία.
Η γυναίκα του Ιταλού πέρασε από δίπλα μας, κρατούσε δυο κοριτσάκια απ’ το χέρι,  πήγαιναν στην εκκλησία. 
Ο λούστρος γυάλιζε τα παπούτσια του Ντον Πάντσο ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου Ντελ Νόρτε χτυπώντας τα συμπράγκαλα του  στον ρυθμό της μουσικής που ακουγόταν από το μπαρ, που δούλευε η Οδέτη.
Ο γιατρός με παρέα πήγαιναν για το μεσημεριανό τους στο εστιατόριο του ξενοδοχείου Ντελ Νόρτε αυτού με τα άσπρα τραπεζομάντιλα. Εκεί είχαν πει της μάνας να τον περιμένει να του μιλήσει για το παιδί της που ήταν με πυρετό, δεν τον πρόλαβε βγήκαν από την πίσω πόρτα μια βάρκα τους περίμενε, πήγαν για ψάρεμα. Η μάνα έφυγε κλαίγοντας. Το παιδί της πέθανε. 
Ο Αρτούρο Παπαδόπολο πέρασε από μπροστά μας καβάλα σε ποδήλατό, ήταν ναυτιλιακός πράκτορας, σε όλα τα βαπόρια αυτά που δεν ανήκαν στην UFC. Εκεί στην άκρη ήταν σταθμευμένο το ταξί του Καμπράλ, το είχε αφήσει σταθμευμένο  καθώς προσπαθούσε να επιδιορθώσει μηχανή μικρής λέμβου, όπου έκανε συγκοινωνία στο Μπελίζε. Αποτέλεσμα να κάνει έκρηξη και να τον σκοτώσει. 
Ο έλληνας πλοίαρχος φάνηκε να έρχεται σαν χαμένος, περπατούσε και κοίταζε από δω κι από εκεί. Ήταν ένας συμπαθητικός Υδραίος φαλακρός με κοιλίτσα Σαν έφτασε στην πιάτσα μας κοίταξε όλους και ρωτά. Ζητώ έναν ταξιτζή που μιλάει Ελληνικά.
Εγώ είμαι του λέω. Έβγαλε ένα επιφώνημα Α! φαίνεται δεν του έκανα εντύπωση.
Ξέρεις μου λέει με στέλνει ο ειρηνοδίκης της πόλης, έχω ένα μπλέξιμο με μια κλοπή στο βαπόρι μου κι έχουν βάλει φυλακή έναν μου ναύτη, από την Ιθάκη.
Πάμε να βρούμε τον ειρηνοδίκη του λέω. Ξέρω ότι τέτοια ώρα είναι στον μόλο και ψαρεύει.
Ο ταξιτζής Κλίφορδ με ένα τεράστιο πλύμουθ μετανάστης από την Τζαμάικα, δεν κατάλαβε, είδε την κίνηση,  νόμισε ότι θα υπάρξει τίποτε λαθρεμπόριο, πήγε και ειδοποίησε την αστυνομία.            
Αμέσως η πιάτσα γέμισε μυστικούς, αυτούς με τα πολιτικά, έψαχνα να βρουν κάτι οτιδήποτε για να ζητήσουν μερτικό και  συγκεκριμένα ζητούσαν να βρουν εμένα. Με ειδοποίησε φίλος ταξιτζής να μην ροβολήσω προς τα εκεί.
Όλοι περίμεναν μόλις θα βράδιαζε, με το φρέσκο αεράκι η μπάντα του δήμου θα ερχόταν στο κέντρο της πλατείας  πάνω σε ειδικό κατασκευασμένο κυκλικό κουβούκλιο να παίξει ισπανική μουσική, τα κορίτσια να φέρνουν βόλτα γύρω, γύρω και τ’ αγόρια από την αντίθετη πλευρά, εγώ θα ήμουν ο θεατής της παράστασης.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

 Σε μια πολυπληθή συνάντηση του Σαββάτου σήμερα 2/3/13 ένεκα που ήταν μια όμορφη μέρα, έστω και με μισό ήλιο αλλά όχι πολύ κρύο συναντηθήκαμε στην Αστόρια, βγήκαμε σαν τα σαλιγκάρια,   όλοι οι βετεράνοι της ζωής ανταλλάξαμε απόψεις τα υπέρ και τα κατά.
Όχι, δεν φωτογραφηθήκαμε, για να μην μας ματιάσουν.