Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ



Εύχομαι  σε όλους τους αναγνώστες φίλους-λες, επισκέπτες του ΠΥΛΑΡΟΣ καλό σας Μήνα.
A todos mis amigos-as, a  mis lectores  y visitantes que tengan un buen y feliz mes  de Febrero.
Σήμερα είναι πρώτη του Φλεβάρη, για εμένα αυτός ο μήνας έχει μεγάλη σημασία καθότι στις 2 Φεβρουαρίου 1949 έφυγα απ’ το χωριό μου χωρίς να ξαναδώ ποτέ μερικά από τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Όταν γύρισα είχαν ήδη πάρει το δρόμο της αιωνιότητας.
29 του Φλεβάρη 1952 άνοιξαν οι πόρτες κι αφέθηκα ελεύθερος, αιτία  ζητούσα την επιβίωση, να χορτάσω ψωμί χωρίς τις απαιτούμενες υπογραφές.
Αλήθεια τι έγκλημα!!!!!!

Όμως όλα βρίσκονται γραμμένα στα  βιβλία μου, που δεν ξέρουν ότι υπάρχω.
  

                              Τα βιβλία μου.
Τα βιβλία μου (που δεν ξέρουν ότι υπάρχω)
Είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου σαν το πρόσωπό μου
Με γκρίζους κροτάφους και γκρίζα μάτια.
Μάταια τ’ αναζητώ στις κρυστάλλινες σφαίρες
Ψηλαφώντας τες με κουρασμένο χέρι.
Όχι χωρίς κάποια λογική πικρία,
Σκέφτομαι ότι τα ουσιώδη λόγια
Που με εκφράζουν είναι σε αυτά τα βιβλία.
Που δεν ξέρουν ποιος είμαι, όχι σ’ αυτές μου τις σελίδες.
Καλύτερα έτσι. Οι φωνές των νεκρών
Θα μου μιλάνε για πάντα.   



Το ποίημα είναι του Jorge Luis Borges  τίτλος  MIS LIBROS

 Μετάφραση
Γαβριήλ  Παναγιωσούλης

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Δεν Επιτρέπεται να Ξεχνάς!


Όταν  θέλω να αισθανθώ την  παγκοσμιότητα του Έλληνα, στον αγώνα της επιβίωσης που τόσο πολύ με συγκινεί, με  εγγίζει, τότε ανατριχιάζω από τα περασμένα κι αρχίζω  να γράφω, έτσι αισθάνομαι ότι και σήμερα εξακολουθώ να είμαι μέλος του οικουμενικού ελληνισμού, αυτού που τόσο έντονα έζησα, αυτό αυξάνει το ενδιαφέρον μου στο να εξακολουθώ να αναζητώ, να υπάρχω!  

Δεν επιτρέπεται να ξεχνάς!
Έτσι μεγαλώσαμε!
Στιγμιότυπο  Ζωής στο χωριό, πριν από μισό αιώνα.

Ο χωροφύλακας περνούσε απ το καφενείο έτσι για να φανεί ότι εκπροσωπεύει την  παρουσία του νόμου.
Κοίταζε τα ζαγάρια τους χωρικούς που χαρτόπαιζαν φορώντας το σακάκι ‘όσοι είχαν’ μόνο απ’ το ένα  μανίκι χωρίς να μιλά, ο Κώστας έτρεχε στο δρόμο να προλάβει το αυτοκίνητο της γραμμής να του αγοράσει ο σοφέρ από την πρωτεύουσα ένα φάρμακο  αντιβιοτικό, για τον αδερφό του που είχε χτικιό.
Η μάνα έβραζε ρίγανη για να κάνει επάλειψη στα ούλα της για τον πονόδοντο. Όχι δεν είχε εφευρεθεί η ασπιρίνη, τουλάχιστον για το χωριό.  
Η θεια μάζευε φρύγανα για να ανάψει φωτιά να τηγανίσει ξερή μπομπότα.
Ο κοντός τσούγκριζε σιδερικό με μια τσακμακόπετρα που είχε φέρει απ το βουνό για να παραχθεί σπινθήρας να ανάψει η ίσκα, να φυσήξει ν’ ανάψει φλόγα.
Ο μπάρμπας έστριβε τσιγάρο σε φύλλο χαρτιού από την αγία γραφή (και ήταν καλής ποιότητος)  με ταμπάκο που είχαν σπείρει φυντάνι στον  κήπο,  είχαν βελονιάσει τα φύλλα σε αρμαθιές, τον είχαν  μαζέψει σε ρολό,   τον είχαν βάλει στην στέρνα να ρουφήξει υγρασία για να μην τρίβει στην κοπή με μαχαίρι της κουζίνας.  
Και κάπνιζαν, έβηχαν και κάπνιζαν, κάπνιζαν. Ο πατέρας ξαπλωμένος βόγκαγε από αρθριτικά κι έκανε εντριβές με ακάθαρτο πετρέλαιο, ο λύχνος δεν φώτιζε είχε φάει το φυτίλι η γάτα.  Ο  Αντώνης πελεκούσε κορμό κουφοξυλιάς για να κάνει τσόκαρα για την γυναίκα του. Η  Νόνα έγνεθε μαλλί προβάτου να πλέξει τσουράπια για το κρύο του χειμώνα.
Κι εγώ γεμάτος ελπίδες ξαπλωμένος στο αχυρένιο στρώμα του καναπέ ονειρευόμουν περιμένοντας να μεγαλώσουν τα φτερά μου να πετάξω σε άλλη γη σε άλλα μέρη.        
  

 
                                             Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Ο καφές του Σαββάτου


                                  Τρεις Κεφαλονίτες, 
            Βανδώρος, Τζιλιάνος, Παναγιωσούλης, στον καφέ του Σαββάτου


Αχ! Κι αυτή η συνάντηση του Σαββάτου, έρχεται με πολλές δυσκολίες,

Πρώτα ο καιρός μια πρωτόγνωρη παγωνιά 15 C υπό το μηδέν μετά ένα χιόνι που είχε ρίξει αποβραδίς, υπήρχε και ο κίνδυνος του (black ice) πάγος στους δρόμους με τον κίνδυνο να γλιστρήσει το αυτοκίνητο. Ο φίλος Ντένης δεν τα κατάφερε να έρθει, μείναμε για το επόμενο Σάββατο.   
Τελικά δεν άντεξα την μοναξιά πήγα για καφέ, συνάντησα αρκετούς φίλους μίλησα ανταλλάξαμε γνώμες απόψεις, ήπιαμε καφέ και το απογευματάκι ξαναγύρισα στο Μπρονξ.

Να έχετε μια καλή εβδομάδα.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Τι άλλαξε;


                                                   Τι άλλαξε;
          
Είχαν  στην πλάτη τους κρεμασμένα τουφέκια και στα στήθη τους σε σχήμα Χ κρεμασμένες δεσμίδες φυσίγγια με σφαίρες, από την ζώνη τους κρεμόταν χειροβομβίδες, όποιος είχε καμιά σαρδελίτσα σιρίτι στο μανίκι είχε και περίστροφο στο ζωνάρι του. Μας εξέπληξαν καθώς κατέβαιναν ένα πρωί από το βουνό σε μια ατελείωτη γραμμή λες και ήταν μερμήγκια. 
Ήταν αριστεροί  έλληνες αντάρτες, είχαν περάσει απέναντι από τη μεγάλη στεριά Στερεάς Ελλάδας και κατέλαβαν την περιοχή μας τα χωριά της Πυλάρου Κεφαλληνίας.
Ένας ψηλός με μαύρη γενειάδα ήταν αρχηγός τους ο καπετάν Φουρτούνας. Αμέσως υπέβαλαν την πολιτοφυλακή, τα λαϊκά δικαστήρια, τα παιδιά τα έκαναν αετόπουλα, μας έμαθαν τραγούδια της ΕΠΟΝ ΕΑΜ κλπ…
Μετά από ένα χρονικό διάστημα ήλθαν πάλι αντάρτες, τούτη την φορά δεξιοί, μαζί με την χωροφυλακή,  είχαν βγει σιργιάνι για να σκοτώσουν άλλους έλληνες, όχι εχθρούς του κράτους αλλά αυτούς που είχαν μια αντίθετη ιδεολογία, αυτούς που πίστευαν διαφορετικά. Όσοι γλύτωσαν για να σωθούν βγήκαν στα βουνά.
Αυτή ήταν μια σκηνή του εμφυλίου, μια σκηνή όπου οι Έλληνες είχαν χωρισθεί σε δεξιούς κι αριστερούς και οι δυο παρατάξεις υποκινούμενες από ξένους.
Καμιά παράταξη δεν έλεγε ότι πολεμάμε για το καλό της Ελλάδος, του έθνους μας. Κανέναν δεν ενδιέφερε η πείνα και η δυστυχία που επικρατούσε, κανέναν δεν ενδιέφερε τα φουσκωμένα από την αβιταμίνωση παιδάκια, οι γεμάτες γουλιά μασχάλες τους.       
Υπήρχε τέτοια τύφλωση, τέτοιο προπαγανδιστικό μίσος, φωλιασμένο μέσα στις καρδιές τους, από την πλύση εγκεφάλου που είχαν υποστεί,  ώστε ο κάθε ένας που κρέμαγε στον ώμο του μια καραμπίνα να   θεωρεί τον  εαυτόν του αρχιστράτηγο του χωριού και να εκδικείται με όποιον είχε κτηματικές ή άλλες διαφορές. Τότε είναι που άδειασα η Ελλάδα, ο κάθε ένας για να γλυτώσει, για να χορτάσει ψωμί, έτρεχε να φύγει να γίνει  υπηρέτης στα ξένα κράτη.
Κακόμοιρη Ελλάδα, τι   σου έμελε να πάθεις; Κι όσοι έφυγαν μικρά αθώα παιδιά ακόμη έχουν την πικρία του γιατί, τι έφταιξαν αυτοί;
Δεν υπήρχε ούτε ηλεκτρικό φως, ούτε τρεχούμενο  νερό, ούτε τηλέφωνο, ούτε ραδιόφωνο, ούτε εφημερίδες, ούτε έτοιμα ρούχα, παπούτσια, στυλό χαρτί υγείας, ήταν μια πρωτόγονη εποχή.
Η ιστοριούλα αυτή μοιάζει σαν να ήταν μιας εποχής χιλιάδων χρόνων πριν, που όμως ήταν μόλις πριν λίγα χρόνια.    Σήμερα όλα στην πατρίδα άλλαξαν, ήρθαν όλα τα υλικά αγαθά του πολιτισμού μας, αρχίζοντας από το ηλεκτρικό ρεύμα, με όλα τα επακόλουθα. Άνοιξαν σχολεία προς μόρφωση των κατοίκων, όλα άλλαξαν, εκτός η  καπατσοσύνη κι ο ατομικισμός των πολιτικών μιας κλίκας ανθρώπων, έμειναν τα ίδια του τότε, μόνο ότι τώρα χωρίζονται σε πολιτικά κόμματα και πολεμούν ο ένας τον άλλο. Κανένας το κοινό καλό, το του έθνους.       Κι όλοι ισχυρίζονται ότι, ότι κάνουν είναι για το καλό της Ελλάδος.
Τι ειρωνεία!
Δυστυχώς τα παθήματα, δεν έγιναν μαθήματα.
Λέτε να αδειάσει πάλι η Ελλάδα;
Τότε άδειασε από απλούς ανειδίκευτους ανθρώπους, από μικρά παιδιά,  σήμερα υπάρχει φόβος ν’ αδειάσει από επιστήμονες, από μορφωμένους.
   Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Ένας φίλος απ' τα παλιά

Μια καινούργια μέρα ανατέλλει, όχι δεν είναι όπως η προηγούμενη καθότι τίποτα δεν είναι σταθερό, τα πάντα κινούνται, όπως και ο χρόνος μας, μόνο που φέρνει μαζί του τη φθορά.


Μια φορά κι έναν καιρό οδηγούσα ταξί στα τροπικά μέρη, ένα αυτοκίνητο Taunus 17m γερμανικής κατασκευής. Επιβάτης φίλος πρώην  συνάδελφος ναυτικός, σε μια τροπική καταιγίδα, δεν έβλεπες τη μύτη σου, σταματά η μηχανή στην μέση του πουθενά. Μείναμε από Βενζίνα λέω, είχα ξεχάσει να γεμίσω.  
Ο επιβάτης ο οποίος ήταν Α! μηχανικός σε βαπόρι που ήμασταν μαζί  διαμαρτύρεται, τώρα τι θα γίνει;
Μοναδική, αυτή η περιπέτεια, που δεν ξεχνιέται εύκολα.

Σήμερα Κυριακή, 20/01/13 μετά από μια οικογενειακή φιλική συνάντηση γενεθλίων του Σαββάτου,  χτυπά το τηλέφωνο παραξενεύτηκα, ήταν ο επιβάτης του τότε, ο φίλος Π.Α. απ’ τα παλιά. Είχε έρθει φορτωμένος αναμνήσεις. 
Ζει εδώ στις ΗΠΑ.  Ηλικιωμένοι πια και οι δυο μας, άρχισε αυτός να μιλά, μιλούσαμε για ώρες, και τι δεν είπαμε, αναλύσαμε μια περίοδο 50 χρονών μέσα σε μιάμιση ώρα, αρχίζοντας από την καλο-θυμούμενη  αυτή βραδιά που έμεινα χωρίς Βενζίνη.   ψάξαμε για τους φίλους, που να βρίσκονταν σε πιο μέρος του κόσμου είχαν ρίξει άγκυρα, θυμηθήκαμε τις τρέλες του τότε, οι ξεχασμένες αναμνήσεις έπιασαν φωτιά, ξαναζωντάνεψαν οι νοσταλγίες,
Ήταν το αλάτι της ζωής, ξανανοστίμισε το παρόν, η ιστορία ξαναγράφτηκε απ’ την αρχή, βασισμένη σε χιλιάδες αναμνήσεις.            
Οι αναμνήσεις του τότε είναι η βάση, της σημερινής μας ζωής, το σημερινό μας DNA.   
Χαίρομαι  τόσο!!! 

 Γαβριήλ Παναγιωσούλης
 

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Κι όμως Ελπίζει!


                                                Κι όμως ελπίζει!
Νεκρά είναι τα πάντα, νεκρή είναι και η ψυχή του, αυτή που ο ίδιος δεν ήξερε καν ότι υπήρχε.  Νεκρές  έμειναν και οι ανολοκλήρωτες λαχταριστές του επιθυμίες, μαραμένος  ο βασιλικός στη γλάστρα, ξέφτισαν τα όνειρα, νεκροί όσοι τον αγάπησαν τότε, νεκρά, γεμάτα αμφιβολία  αυτά που του έμαθαν όταν ήταν μικρός,  αόριστα ήταν και τα μελλοντικά του σχέδια, αφού δεν είχαν καμία στερεή βάση.
Ο  άνεμος φυσούσε με μανία, τον έπαιρνε κι αυτόν μαζί του λες και ήταν χαρταετός, που όμως δεν ήταν, πετούσαν μαζί ψηλά στα σύννεφα, τον έριχνε πάνω στους αφρούς της θάλασσας, τα κύματα τον νανούριζαν, τον έκλειναν σε θαλασσινό κλουβί, και μετά τον πέταγαν σαν άχρηστο, όπου τον τσάκιζαν πάνω στα κτιριακά μεγαθήρια, εκεί τον έκλειναν φυλακή. Δεν είχε ούτε μια στιγμή για τον εαυτόν του, ούτε μια γωνιά γης να πανεμίσει.
Μετά  ήταν οι σειρήνες,  αναζητούσε την τρυφερότητα αντί αυτού έβρισκε γυναίκες της μιας νύχτας, γυναίκες για ναυτικούς κάθε χρώματος και φυλής, γυναίκες πολλές, κάθε μια του είχε κλέψει κι από ένα κομμάτι της αθωότητάς, σε  κάθε λιμάνι κρυβόταν ένας αναστεναγμός, μια πληγή, μια ιστορία. Οι περισσότερες του είχαν αφήσει και από κάτι. Έτσι  ένα  κομματάκι της νιότης του έμεινε εγκαταλειμμένο  σε κάθε γωνιά του πλανήτη, ποτέ του δεν είχε τίποτα το σταθερό.
 Όχι στο μακρύ διάβα του δεν βρήκε ούτε παπά, ούτε εκκλησιά, ούτε ειρήνη, μόνο, αχ! πόσο άσχημα ηχεί η λέξη (εκμετάλλευση). 
Δεν άντεχε άλλο έπρεπε ν’ αλλάξει ζωή πριν να είναι αργά!
Μετά σαν άλλο Οδυσσέα η θάλασσα τον ξέβρασε σε καταπράσινη ζούγκλα, εκεί περπάτησαν μαζί στο μονοπάτι των ξανθών μερμηγκιών,  βαπτίστηκαν στης αγάπης τον θεό στα νερά παραπόταμου  Συλβίνου, ξάπλωναν σε αιώρα κάτω από τα φύλλα μπανανιάς και μετρούσαν τ’ αστέρια της νύχτας.  
Συνήλθε, άλλαξε ζωή!
Τα χρόνια διάβηκαν σήμερα θυμάται, αισθάνεται σα χαμένος,   Ψάχνεται, υποφέρει. Η νιότη έφυγε τα σημάδια έμειναν, από αυτά υποφέρει, αχ! Αυτά τα άτιμα τα σημάδια, όπου και να γυρίσει, όπου και να στραφεί ξεπροβάλλουν σα φαντάσματα μπροστά του, τον πληγώνουν, τίποτα το κοινό με το σήμερα, με τους άλλους, με το περιβάλλον, με την καινούργια ζωή, πρέπει να το παραδεχθεί, έλα όμως που η ψυχή δεν παραδέχεται; Δεν υπογράφει;           
Τα σημάδια είναι εκεί ζωντανά, τα ψηλαφίζει, τον πονούν, τον κατατρέχουν, το γιατί τον καίει, σταματά στα χείλη του επάνω, δε βγαίνει, δεν φωνάζει, δεν βρυχάται, ποιος θα τον ακούσει στην απόλυτο μοναξιά αφού δεν ξέρουν!
Αφού δεν υπάρχει κανένας;
Κι όμως ελπίζει!

Γαβριήλ Παναγιωσούλης  


Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Τι μας περιμένει!



Τι μας περιμένει!

Όσοι βάλαμε ρίζες στα ξένα, δηλαδή όσοι από εμάς μεταναστεύσαμε ο κάθε ένας με τον τρόπο του άλλος με πρόσκληση  μέσω  συγγενών, άλλος για εικονικού, ή νόμιμου  γάμου,   άλλος σπρωγμένος από τις καταστάσεις πενίας και φτώχειας στην Ελλάδα, με το πρόσχημα του ναυτικού αποζητώντας  να σαλτάρει στην στεριά από βαπόρια που ήταν ως πλήρωμα, έστω και λαθραίος.
Ήμασταν η φουρνιά των Ελλήνων η αμέσως μετά τον πόλεμο, που να υπάρξει καιρός για σχολείο, πρώτη μας μέριμνα να βρούμε ένα μεροκάματο, να βοηθήσουμε αυτούς που ξέμειναν πίσω μα και να χορτάσουμε εμείς οι ίδιοι.      
Μια κατάσταση χειρονακτικής εργασίας εδώ στα ξένα όπου διαιωνίστηκε μέχρι το γήρας.
Άλλοι πέτυχαν οικονομικώς άλλοι έμειναν στάσιμοι, αναλόγως της σωματικής αντοχής του κάθε ενός μας, έτσι φτιάχτηκε η ομογένεια.
Φτάνοντας ως εδώ οι βετεράνοι πια ομογενείς αυτοί που ακόμα αισθάνονται σαν το σπίτι τους με το να μιλάνε ελληνικά, να γράφουν και να διαβάζουν  ελληνικά, να τρώνε ελληνικά, προσπαθούν με διάφορες συγκεντρώσεις, είτε του Σαββάτου, είτε της Πέμπτης ή οποιασδήποτε άλλης μέρας   να αναζωογονήσουν την ελληνικά φλόγα, γράφουν βιωματικά και μη, τις περιπέτειές τους, του πόνους τους, τις προσδοκίες τους, τα γράφουν με την ελπίδα ότι κάποτε θα διαβαστούν, ή θα μείνουν σαν κληρονομιά του απόδημου Ελληνισμού, εδώ στην ομογένεια.       

Οι απόγονοι αυτών των ομογενών όπου γεννήθηκαν στα ξένα δηλαδή τα παιδιά και τα εγγόνια μας για μητρική τους γλώσσα έχουν την αγγλική. Όταν έχουν ένα κάποιο πρόβλημα να λύσουν στο μυαλό τους χρησιμοποιούν τον αμερικανικό τρόπο σκέψης.
Ακόμα και στα φαγητά τους, προτιμούν τα αμερικανικά εδέσματα. Οπότε δεν υπάρχει ελπίδα να διαβάσουν ποτέ τα συγγράμματα των γονιών τους. Άσε που πολλοί από τους πρωτοπόρους αυτούς μετανάστες  έφυγαν για τόπους χλοερούς,  τα γραπτά τους, πετάχτηκαν από τους απογόνους στα αζήτητα.
Δε υπάρχει, ούτε ποτέ υπήρξε κανένας ευεργέτης να βοηθήσει ώστε να ανοίξει, να υπάρξει, ένα αρχείο,  ένα δωμάτιο να ονομαστή βιβλιοθήκη ομογενών συγγραφέων, με το ότι έγραψε και παρουσίασε η εδώ ομογενειακή κοινωνία.
Από τα μέχρι σήμερα δεδομένα ούτε ελπίδα έχουμε ότι πρόκειται να υπάρξει, αφού η συλλογή αρχείων ή βιβλίων δεν αφήνει κέρδος, οπότε πεθαίνοντας αυτοί οι πρωτοπόροι, μαζί τους θα χαθεί και ολόκληρη η βιωματική γραφή, ο αγώνας της τότε επιβίωσης αυτών που ακόμα εξακολουθούν να επιμένουν, να πιστεύουν και να γράφουν ελληνικά.        
Η άλλη όψη του νομίσματος:  
Η γαληνότατη Ενετική δημοκρατία είχε το συμβούλιο των δέκα  οι οποίοι έδιναν συμβουλές στον Δόγη ώστε να παίρνει σωστές αποφάσεις, για το πώς θα κυβερνήσει το κράτος και τις αποικίες της, μια από αυτές ήταν τα Επτάνησα.
Εδώ στην Αμερική υπάρχει το συμβούλιο των 100  όπου χρηματοδοτούν και παίρνουν αποφάσεις προς την αρχιεπισκοπή, δηλαδή την ορθόδοξο ελληνική εκκλησία της Αμερικής, λέγεται ότι δωρίζουν 100,000 δολάρια έκαστος. Εις  αντάλλαγμα λαμβάνουν  παράσημα και τίτλους αρχόντων.  
Αυτοί είναι ομογενείς πετυχημένοι όπου κύριά τους γλώσσα είναι η Αγγλική. 


Γαβριήλ Παναγιωσούλης
   ΒΡΟΝΧ  ΝΥ 

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Σκηνικό ανταρσίας του υποσυνείδητου.


                                    Σκηνικό Ανταρσίας του υποσυνειδήτου  

Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, το κορίτσι παράγγειλε μπύρα, το ίδιο έκανε και ο οδηγός. Έμειναν αμίλητοι στο ίδιο τραπεζάκι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Ήταν μια αίθουσα μπαρ εστιατόριο, από πάνω ξενοδοχείο, εκεί είχε καταφύγει η Σούζη  με τον φίλο της. Η ‘jukebox’ ροκόλα  έπαιζε συνέχεια μουσική σύμφωνα με τα γούστα των πελατών. Ένα ημίφως κάλυπτε τα πάντα, σα να ήθελε να προστατεύσει την ανωνυμία των πελατών.
Ξέρεις, είπε το κορίτσι εγώ δεν πέφτω ποτέ τόσο χαμηλά να κάνω παρέα με ταξιτζή, είμαι  πρωτευουσιάνα, έχω τρόπους, αλλά φταίει η Σούζη που με κουβαλά μαζί της για να έχει άλλοθι.
Άρα δεν της αρέσω σκέφθηκε ο οδηγός αλλά δεν μίλησε.
Φέρε ακόμα δυο μπύρες και μεζεδάκια φώναξε, η μουσική έπαιζε ελαφρά μπολερό και μεξικάνικες μπαλάδες.       
Το να οδηγείς ταξί είναι ένα από τα πιο κοσμοπολίτικα επαγγέλματα, μαθαίνεις μυστικά, φτιάχνεις  χαρακτήρα  ώστε να ικανοποιεί κάθε γούστο. Αναπτύσσεις προσωπικότητα, μπορείς να καταλάβεις μια γυναικεία καρδιά, να την γεμίσεις με αυτό που της λείπει. 
Οι πελάτες μεθυσμένοι άρχισαν να τραγουδούν σε ρυθμό Μεξικάνικης rancheras, ένας μάλιστα με γένια ερχόταν στο τραπέζι τους σήκωνε το ποτήρι του και φώναζε, «πίνω για να ξεχνώ»
Τι θα έλεγες μέχρι να κατεβεί η Σούζη με τον φίλο της να παραγγείλουμε ακόμα δυο μπύρες και να πάμε πάνω σε δωμάτιο να τις πιούμε με την ησυχία μας, έτσι θα έχουμε την ευκαιρία να γνωριστούμε και να μιλήσουμε για χίλια δυο πράματα.
Το κορίτσι τον κοίταξε στα μάτια, μετά κοίταξε τριγύρω της, είδε τους μεθυσμένους, σκέφτηκε λιγάκι και είπε.
Μα εγώ δεν είμαι τέτοια.
Για  όνομα του Θεού,  δεν είπα τέτοιο πράμα.
Πάμε.
Ένα στρώμα μπλε με ρίγες που κάποτε ήταν άσπρες, ριγμένο στον σκελετό του κρεβατιού, ένα σεντόνι διαφανές, μια πετσέτα κρεμασμένη στον τοίχο κι ένα τραπεζάκι, η τουαλέτα ήταν απ’ έξω. Έβαλαν τις μπύρες στο τραπέζι, ξάφνου ο οδηγός άρχισε να γελά.
Τι βλέπεις τίποτα το αστείο; Είπε το κορίτσι.
Όχι, αλά θυμήθηκα μια παροιμία που λέει να φοβάσαι τις γυναίκες μόνο όταν είναι φτιαγμένες από σαπούνι.
Δηλαδή γιατί;
Να γιατί όταν τις χαϊδεύεις και με τέτοια ζέστη θα είναι επικίνδυνο να λιώσουν.
Μα εγώ δεν είμαι τέτοια!
Ο  ταξιτζής της είπε με θυμό,
Δηλαδή  δεν είσαι τι;
Εννοώ από σαπούνι κουτέ.
Αγκαλιάστηκαν, η τροπική ζέστη έκανε τα σώματά τους να ιδρώνουν.
Φαντάσου να ήμουν φτιαγμένη από σαπούνι, θα είχα λιώσει, είπε το κορίτσι.
Μια μυρωδιά μούχλας, αναδινόταν στον αέρα, θα είναι από την υγρασία, σκέφθηκε ο ταξιτζής.
Θα σκάσουμε εδώ μέσα, αν είχαν τουλάχιστον ανεμιστήρα, βγάλε το μπλουζάκι σου να δροσιστείς, είπε ο οδηγός, Λες να φταίει η μπύρα, ή η ζέστη;
Ή η δική σου θέρμη πέρασε στο κορμί μου, είπε το κορίτσι.

Άρχισε να γδύνεται, ξάπλωσε στο κρεβάτι, τράβηξε τα μαλλιά της προς τα πίσω. Ο ταξιτζής γδύθηκε και αυτός, με χέρι που έτρεμε  χάιδεψε το κουκλίστικο σώμα, στην κοιλιά της γύρω απ το αφάλι ο ιδρώτας είχε κάνει μια λιμνούλα, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά περιμένοντας την ευτυχία που ερχόταν.
Ξάφνου η μορφή της άλλης πέρασε από μπροστά του, τον έπνιγε, αδύνατον να ελευθερωθεί, σα να τον δάγκωσε φίδι πετάχτηκε πάνω, νικημένος έσκυψε το κεφάλι, ντύθηκε, άνοιξε την πόρτα, «θα σε περιμένω κάτω» φώναξε.
Μια ψυχική ευαισθησία που κρατά κλειδωμένη την αντρική καρδιά!
Λογικώς αδύνατον! Και  όμως υπάρχει! 

Γαβριήλ Παναγιωούλης       
          


Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Καινούργιος χρόνος, παλιές σκέψεις



  
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο «Πηγές Επτανησιακής Φιλολογίας» (1500-1940) της Εταιρίας Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, εντύπωση μου έκανε η Ιστορία της ζωής του Ζακυνθινού Ποιητή   Ανδρέα Βιαγκίνη, γιο του Δημητρίου και Ρουμπίνας Σπετσιέρη γεννήθηκε στη Ζάκυνθο 8 Φεβ. 1884… γραμμένη από τον Διονύση Φλεβοτόμο, από όπου και η παρούσα αναδημοσίευση.

Σημειώσεις:

 Ο ίδιος στην έκδοσή των ποιημάτων του 1929 γράφει χαρακτηριστικά στον πρόλογό του:
«Όταν αφήνει ο άνθρωπος την ανηφόρα της ζωής, αρχίζοντας να κατηφορεί προς του καιρού την σκοτεινή κοιλάδα, χαιρετάει την ροδοστεφανωμένη παιδούλα που λέγεται ζωή των ελπίδων, για να αγκαλιάσει τη χαρακωμέτωπη και σκυθρωπή ζωή των αναμνήσεών, που αθέλητα βαδίζοντας εις τον άγνωστο γκρεμό του καιρού γυρίζει τα μάτια της σκέψης πάντοτε οπίσω, αφήνοντας ένα στεναγμό για το φευγάτο αποτρόπαιο όνειρο.
Πόσα χαρίσματα φυσικά δε φτάνουν στον προορισμό τους, εις την σύντομη εκείνη ωραία πρώτη ζωή; Και πόσοι χαϊδεμένοι πόθοι δεν βγαίνουν ψεύτικοι και πλανεροί σαν αντικαθρεφτισμοί μέσα σε Αφρικανική έρημο, για να κάμουν ακόμη πικρότερη την αλήθεια; Θυμούμαι την περασμένη ζωή ονειροφάνταστη και γλυκιά που ηκαι τα γκρεμίσματα των ρημαγμένων σπιτιών από το φοβερό καταχθόνιο στοιχειό που την έσεισε.   Μέσα  σ’ εκείνα γνωρίστηκα παιδί ακόμα με τον  ζωγράφο Πελεκάση και επάνω στους σορούς εκείνους των ρημαδιών και εις τα δροσερά σεισμοπαθή Ζάκυνθος μας αγκάλιαζε με τα πολύχρωμα λουλούδια  του κάμπου της λουλουδένια πεύκα του κάμπου, ήρθαν στο νου μου οι πρώτοι στοχασμοί της δημιουργίας και οι πρώτοι χτύποι εις τα αιστήματα μας.
………………………………………………………………………..
»Ω! χρόνια ωραία, δεν θα ξαναρθούνε πια από την αγυρισιά που ταξιδεύουν. Εκεί οι πρώτοι στοχασμοί μας ξεχύθηκαν σε ζωγραφική, σε γλυπτική και σε στίχους από ένα ψυχόρμητο χέρι σπρωγμένοι, από μια θέληση ανώτερη που ήτανε αδύνατο να σταματήσουνε…»
Ανδρέου Δ. Βιαγκίνη, Ποιήματα…      



Σημειώσεις: Χαρακτηριστικά περιγράφει τον Ανδρέα Βιαγκίνη η φίλη ζωγράφος Μαρία Ρουσέα, σε επιστολή που μας παρέδωσε μετά την ανάγνωση της ανακοίνωσής μας στο συνέδριο της Κεφαλονιάς. Μεταξύ άλλων γράφει:

Ανδρέας Βιαγκίνης! Πόσα δε μου θύμισες! Η τελευταία φορά που τον είδα, τον Μπιαγκίνη, ήταν καλοκαίρι στο Κρυονέρι, που μέναμε για τις συνηθισμένες μακρόσυρτες διακοπές μας στο «στο σπιτάκι τση χήρας» από Απρίλη μέχρι Οκτώβρη.
 Είχε έρθει να μας χαιρετίσει γιατί έφευγε, είπε για πάντα. Δεν θυμάμαι φυσικά τον μήνα. Οι γονείς μου βγήκαν ως έξω από το ξύλινο πορτόνι στο δρόμο, μαζί κι εγώ. Τον έβλεπα πισώπλατα να απομακρύνεται πηγαίνοντας προς τη Χώρα  από την αριστερή μεριά του δρόμου αντισηκώνοντας τους ώμους του σα σε λυγμό κι έφερνε ένα μαντήλι στα μάτια. «Ω ψεύτης» είπε η μάνα μου, «κάνει πως κλαίει» και ξεσπάσανε σε γέλια. Φορούσε ένα γκρίζο-σκούρο ξεβαμμένο κοστούμι, λίγο κοντό του στα μανίκια και τα μπουζάνια! Ήτανε  σκονισμένος και λαδωμένος! Δεν τον ξαναείδα.   
……………………………………………………………………………………………………………………


Απόσπασμα Επιστολής  3της  προς τον Σπύρο Μαρίνο Μισοπούλη.         Ζάκυνθο
Αθήνα 17/11/37
Αγαπητέ Σπύρο
Ευρισκόμενος εις το άσυλο ανιάτων κατόπιν της δεινής παθήσεώς μου και διερχόμενος την τελευταία  φάση  της ζωής μου, αποτείνουμε προς σε, δια να αντλήσω μικράν δύναμη των εγκαταλειπουσών πλέων δυνάμεών μου. αποτείνουμαι προς σε διότι εκτός της φιλίας η οποία στενώς μας συνέδεσε εις το παρελθόν. Υπάρχει μεταξύ μας και έτερος δεσμός ακόμη πλέον ισχυρός από την απλή φιλία. Εις δεσμός που δεν απορρέει από ανθρώπινη δύναμιν….

 Ευρίσκομαι εις νοσοκομείο το οποίον δεν παρέχει παρά τα απόλυτα ενός υγιούς ανθρώπου ως εκ τούτου οι ασθενείς οι έχοντες ανάγκη δεν δύνανται να αντεπεξέλθουν.
………………………………………………………………………………………..
Όθεν αγαπητέ μου Σπύρο, εάν δύνασαι  να γίνει μια διάλεξις ή ένας έρανος εξ εκείνων που ξετίμησαν τα φτωχά μου ποιήματα, όπως δώσει έκαστος το κατά δύναμιν και δυνηθώ να επουλώσω τας χαινούσας πληγάς μου.
Εσύ είσαι άξιος ως είναι όλοι οι ποιηταί και ελπίζω στην δική σου δραστηριότητα.
Άλλο δε σου γράφω σε φιλώ από καρδίας αδελφός εν ποιήσει.
Ανδρέας Βιαγκίνης
Εάν μου απαντήσεις γράψε
Ανδρέα Βιαγκίνην, Άσυλον Ανιάτων Αγία Ζώνη Αθήνας        

Γαβριήλ Παναγιωσούλης





Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Καλωσόρισμα 2013


 Καλωσόρισμα  της πρωτοχρονιάς και του καινούργιου χρόνου 2013.

Ξαναγύρισα  στα μονοπάτια της νιότης, παρέα μου το ημίφως, το παλιό κασετόφωνο, η τραπεζαρία  κάπως απομακρυσμένη  μοναχική, οι κασέτες με τα τραγούδια αυτά που μαζί ερωτευμένος έπλαθα όνειρα, το ακομπανιαμέντο της μπύρας και μεζέδες, και φυσικά της γυναίκας, γύρισε μέσα μου ο άνθρωπος, η ταπεινότητα, ο έρωτας και τα όνειρα μαζί με τους τραγουδιστές της τότε εποχής, μέχρι που ξημέρωσε... το 2013
Ευχαριστώ το Θεό, ήταν μια από τις
 καλύτερες πρωτοχρονιές, όχι δεν το είχα προμελετήσει ήρθε μόνη της, ταπεινή, αυθόρμητη, ανθρώπινη, αγαπημένη, γεμάτη αναμνήσεις, έρωτες,  που μέχρι σήμερα αντέχουν μας βρήκε μαζί με την γυναίκα,    acompañadoς   de  las canciones de los  cantantes de aquella época.
Πρέπει να εξηγήσω ότι κάθε πρωτοχρονιά το έχουμε οικογενειακή παράδοση να την εορτάζουμε στο σπίτι. Ήμασταν 14 άτομα, να καλωσορίζουμε τον καινούργιο χρόνο ανοίγοντας σαμπάνια μαζί, όλοι μαζί.     
Τα άλλα μέλη της οικογένειας στο σπίτι είχαν στα
CD μοντέρνες μουσικές, άλλοι είχαν ανοιχτή την τηλεόραση την Ελληνική, άλλοι την εδώ περιμένοντας τα μεσάνυχτα να πέσει το μήλο. 
Kι εμείς παράμερα τραγουδούσαμε τα τραγούδια του Fernando Valades,
Daniel Santos, Vicente Fernández,

Και του χρόνου φίλοι και φίλες να είμαστε καλά,  Χρόνια σας πολλά, με υγεία και χαρά.



Σκέπτομαι πόσο λίγο χρειάζεσαι για να αισθανθείς ευτυχισμένος, να βάλεις μπροστά τη μηχανή της μνήμης, μια ζεστή θαλπωρή, μια ρομαντική μουσική, αυτή που άκουγες όταν καρτερούσες, με ένα ποτό που γίνανε δύο, τρία… και την απαραίτητη παρουσία της γυναίκας, τότε ξανά-γίνεσαι νέος, όμως  μέχρι να ξημερώσει! Μετά βγαίνει ο ήλιος και φέρνει την πραγματικότητα.     

Γαβριήλ Παναγιωσούλης