Η φωτό στην κορυφή Πυραμίδος ΜΑΥΑ, Τικάλ Γουατεμάλα
Από την
φύση ξέρουμε ότι, ότι δεν αλλάζει
πεθαίνει, κάθε μέρα που περνά γίνεται ένα χθες, που δεν είναι ποτέ όμοιο με το
σήμερα. Ότι σταματά να εξελίσσεται πεθαίνει, τα γραπτά
όμως μένουν σαν καθρέφτης, σα μαρτυρία για κάτι που πέρασε, για κάτι που κάποτε
υπήρχε.
Γράφω διότι μου αρέσει να γυρνώ τον χρόνο πίσω, στον τόπο της αφήγησης, ενός διηγήματος, μιας
νιότης που σαν κόκκο άμμου την παρέσυρε το κύμα σε αμμουδιές
και αγάπες, σε φουρτούνες και μπουνάτσες, σε δάκρυα και νοσταλγία. Γράφω διότι με ξεκουράζει αφάνταστα, αισθάνομαι τον
εαυτόν μου ότι υπήρξα μέλος μιας παγκόσμιας
κοινωνίας.
Κοιτώ το παρόν
το οποίο με μεταφέρει στο σήμερα, που με πολλά του ήθη δεν μπορώ να συμφιλιωθώ, όμως ατενίζω και παρακολουθώ προσπαθώντας να συνδέσω το πλούσιο
σε σφρίγο κι εμπειρίες του χθες με το
τυποποιημένο σήμερα.
Κάνω
υποχωρήσεις για να μπορώ να συνυπάρχω, για να συμφιλιώσω το άλλο μου Alter Ego, το οποίο δεν υποτάσσεται
αλλά γράφει με δική του ψυχοσύνθεση, με
δικό του μεράκι, σαν ένας γιος της παγκοσμιότητας, της μητέρας γης.
Θυμάμαι μικρό
παιδάκι εκείνα τα πέτρινα χρόνια στην Πύλαρο την Θεια Αγγέλικα, έγραφε στους τοίχους του
χωριού, έγραφε μ’ ένα κάρβουνο, έγραφε συνέχεια, μετά σαν να μετάνιωνε ή αν την
έβλεπε κανένα μάτι έβγαζε το τσεμπέρι της και τα έσβηνε και ξανά από την αρχή. Ζούσε εκεί στην
άκρη του χωριού, πολλές φορές με φώναζε στο σπίτι να με κεράσει μαμαλίγκα, ένα
είδος σαν πηχτή καλαμποκίσια πουλέντα κουρκούτι. Ήταν τότε τα πέτρινα χρόνια,
που κάθε μπουκιά ήταν θεϊκή ευλογία, σου έδινε μια ακόμα ελπίδα να επιζήσεις ως την επόμενη
μέρα.
Όπως έγραφε αυτή, γράφω κι εγώ, γράφει και ο διπλανός μου
γράφει και ο γείτονας, αυτοί που διαβάζουν μπορούν να διαλέξουν, να εξυψώσουν ή
να γκρεμίσουν, αναλόγως, είναι κι αυτό μια μόδα ότι αρέσει σήμερα δεν θα αρέσει
αύριο, είναι φυσικό εφόσον η ζωή κυλάει, το χθες δεν υπάρχει παρά, μόνο το
σήμερον, ότι άρεσε χθες δεν αρέσει σήμερα.
Η ανθρωπότητα
εξελίσσεται, η κουλτούρα, η νοοτροπία, η γλώσσα μας, η ίδια η ζωή,
αλλάζουν, για εμάς που φύγαμε έξω απ
την πατρίδα, ο χρόνος σταμάτησε την στιγμή της φυγής.
Όσοι ασχολούνται με το γράψιμο, κι αυτοί
βγάζουν προς τα έξω, προς στο πλατύ κοινό την ψυχή τους, άλλοτε ποιητική γεμάτη
ανοιξιάτικα κρινολούλουδα, άλλοτε βιωματικές περιπέτειες, άλλοτε γιατί κάτι
έχουν να πουν, άλλοτε για να μας συνοδέψουν σε ουράνια φανταστικά μονοπάτια,
ακόμα και προφητικά, άλλοτε για να καθρεφτίσουν τον ίδιο τους τον εαυτόν, ή
ακόμα για να εκδηλώσουν μια αγάπη, έναν έρωτα, μια κρυφή επιθυμία.
Ότι γραφτεί μένει, γίνεται θρύλος, παράδοση, ακόμα και πιστεύω, ένας ύμνος
σε μια εποχή που πέρασε κι άφησε τα αποτυπώματα της μέσα απ’ τις
σελίδες των βιβλίων.
Τα γραπτά μένουν σαν καθρέφτης για κάτι που πέρασε, για κάτι που κάποτε
υπήρχε.
Γαβριήλ
Παναγιωσούλης