Τρίτη 29 Απριλίου 2014

ΓΡΑΦΩ

                                 
                       Η φωτό στην κορυφή Πυραμίδος  ΜΑΥΑ,  Τικάλ Γουατεμάλα

 Από  την φύση ξέρουμε  ότι, ότι δεν αλλάζει πεθαίνει, κάθε μέρα που περνά γίνεται ένα χθες, που δεν είναι ποτέ όμοιο με το σήμερα.      Ότι  σταματά να εξελίσσεται πεθαίνει, τα γραπτά όμως μένουν σαν καθρέφτης, σα μαρτυρία  για κάτι που πέρασε, για κάτι που κάποτε υπήρχε.  
    
Γράφω  διότι μου αρέσει να γυρνώ τον χρόνο πίσω,  στον τόπο της αφήγησης, ενός διηγήματος, μιας νιότης   που σαν κόκκο άμμου την παρέσυρε το κύμα σε αμμουδιές και αγάπες,  σε  φουρτούνες και μπουνάτσες,  σε δάκρυα και νοσταλγία. Γράφω  διότι με ξεκουράζει αφάνταστα, αισθάνομαι τον εαυτόν μου ότι υπήρξα μέλος μιας παγκόσμιας  κοινωνίας.

Κοιτώ το παρόν το οποίο με μεταφέρει στο σήμερα, που με πολλά του ήθη  δεν μπορώ να συμφιλιωθώ, όμως  ατενίζω και  παρακολουθώ προσπαθώντας να συνδέσω το πλούσιο σε σφρίγο κι εμπειρίες του  χθες με το τυποποιημένο σήμερα.
Κάνω υποχωρήσεις για να μπορώ να συνυπάρχω, για να συμφιλιώσω  το άλλο μου  Alter Ego, το οποίο δεν υποτάσσεται αλλά  γράφει με δική του ψυχοσύνθεση, με δικό του μεράκι, σαν ένας γιος της παγκοσμιότητας, της μητέρας γης.  
Θυμάμαι μικρό παιδάκι εκείνα τα πέτρινα χρόνια στην Πύλαρο  την Θεια Αγγέλικα, έγραφε στους τοίχους του χωριού, έγραφε μ’ ένα κάρβουνο, έγραφε συνέχεια, μετά σαν να μετάνιωνε ή αν την έβλεπε κανένα μάτι έβγαζε το τσεμπέρι της και τα  έσβηνε και ξανά από την αρχή. Ζούσε εκεί στην άκρη του χωριού, πολλές φορές με φώναζε στο σπίτι να με κεράσει μαμαλίγκα, ένα είδος σαν πηχτή καλαμποκίσια πουλέντα κουρκούτι. Ήταν τότε τα πέτρινα χρόνια, που  κάθε μπουκιά  ήταν θεϊκή ευλογία, σου έδινε  μια ακόμα ελπίδα να επιζήσεις ως την επόμενη μέρα.

Όπως έγραφε  αυτή, γράφω κι εγώ, γράφει και ο διπλανός μου γράφει και ο γείτονας, αυτοί που διαβάζουν μπορούν να διαλέξουν, να εξυψώσουν ή να γκρεμίσουν, αναλόγως, είναι κι αυτό μια μόδα ότι αρέσει σήμερα δεν θα αρέσει αύριο, είναι φυσικό εφόσον η ζωή κυλάει, το χθες δεν υπάρχει παρά, μόνο το σήμερον, ότι άρεσε χθες δεν αρέσει σήμερα.

Η ανθρωπότητα εξελίσσεται, η κουλτούρα, η νοοτροπία, η γλώσσα μας, η ίδια η ζωή, αλλάζουν,     για εμάς που φύγαμε έξω απ την πατρίδα, ο χρόνος σταμάτησε την στιγμή της φυγής.

 Όσοι ασχολούνται με το γράψιμο, κι αυτοί βγάζουν προς τα έξω, προς στο πλατύ κοινό την ψυχή τους, άλλοτε ποιητική γεμάτη ανοιξιάτικα κρινολούλουδα, άλλοτε βιωματικές περιπέτειες, άλλοτε γιατί κάτι έχουν να πουν, άλλοτε για να μας συνοδέψουν σε ουράνια φανταστικά μονοπάτια, ακόμα και προφητικά, άλλοτε για να καθρεφτίσουν τον ίδιο τους τον εαυτόν, ή ακόμα για να εκδηλώσουν μια αγάπη, έναν έρωτα, μια κρυφή επιθυμία.

Ότι  γραφτεί μένει, γίνεται θρύλος,  παράδοση, ακόμα και πιστεύω, ένας ύμνος σε   μια εποχή που πέρασε   κι άφησε τα αποτυπώματα της μέσα απ’ τις σελίδες των βιβλίων.
Τα  γραπτά μένουν σαν καθρέφτης  για κάτι που πέρασε, για κάτι που κάποτε υπήρχε.    

Γαβριήλ Παναγιωσούλης   
      





Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Μια προμελετημένη κλεψιά


Ταξιδεύοντας τον  Ειρηνικό ωκεανό, πλευρίσαμε σε ένα μικρό λιμανάκι του Περού, λεγόταν Τσιμπότε, Chimbote.
Εκεί υπήρχε ένα εργοστάσιο το οποίο παρασκεύαζε ψάρι τόνο σε κονσέρβα, θα φορτώναμε κιβώτια τόνο κονσέρβες και ψαράλευρο. Τα ψαράδικα ερχόταν στην παραλία κι ξεφόρτωναν τόνο ψάρια εκατοντάδες τα πέταγαν στην αμμουδιά σχημάτιζαν μικρούς λόφους  κι από εκεί θα πήγαιναν στο εργοστάσιο για κονσερβοποίηση.
 Έδωσα στους ψαράδες  μερικές κούτες τσιγάρα, σε αντάλλαγμα μας δώσανε πολλά φρέσκα ψάρια τόνο.
Μαζί με τις αρχές του τόπου ήρθε και το τελωνείο για να πρατιγάρουμε, να μας δώσουν το ελεύθερο επικοινωνίας.  Όπως σε κάθε λιμάνι γίνεται δηλωτικό του πληρώματος τι ποσότητα αφορολόγητα πράγματα του επιτρέπει το τελωνείο να έχει στην κατοχή του, π. χ. τσιγάρα μόνο 200 τα υπόλοιπα τα σφραγίζουν επίσης και ποτά, όπλα κλπ…  για τον καιρό που θα έμενε το βαπόρι στο λιμάνι.
Σαν υπεύθυνος παρέλαβα  όλα αυτά  τα απαγορευμένα  τα πήγα σε ειδικό δωμάτιο ακολουθούμενος από τον τελωνειακό,  σφράγισε την πόρτα κολλώντας μια χάρτινη ταινία με ένα σωρό σφραγίδες.
Πάει τελειώσαμε σκέφτηκα.
Ένα πρωί έρχεται μέσα ένας γαλονάς αξιωματικός του τελωνείου, μου έφερε την λίστα των πραγμάτων που είχαν σφραγίσει στο τράνζιτο  (αφορολόγητα)  και μου λέει: Θέλω  να κάνω έλεγχο, να  ξεσφραγίσω το δωμάτιο του τράνζιτο και να μετρήσω αν υπάρχουν μέσα όλα αυτά που γράφει το δηλωτικό σας.
Πράγματι τον πήγα στο σπέσιαλ αυτό δωμάτιο, είχα τα κλειδιά και ήμουν υπεύθυνος,  έσπασε την ταινία κι άρχισε το μέτρημα, τόσα τσιγάρα, τόσα ουίσκι, μία καραμπίνα, σε μια στιγμή τον είδα που χαμογέλασε, μου λέει σ’ έπιασα, εδώ λέει ότι έχεις δηλώσει τόσα τσιγάρα, τα μέτρησα και βρήκα παραπάνω αδήλωτα 15 κούτες ή 3000 τεμάχια, άρα τα έχεις  για λαθρεμπόριο.
Λοιπόν μου λέει πάμε στον καπετάνιο θα τα κατάσχω και θα βάλω πρόστιμο στο βαπόρι.
Μα του λέω δικό μου το φταίξιμο δεν θα τα μέτρησα καλά…
Ο καπετάνιος ήταν ένας κέρβερος Κεφαλλονίτης, από το χωριό Βαλσαμάτα, κάθε πρωί που ξύπναγε έβγαινε στον ‘αλουέ’ διάδρομο μπροστά από το δωμάτιο του κι έψελνε το τροπάριο του αγίου Γερασίμου,  όταν  άκουγα την ψαλμωδία, ήξερα ότι θα κατέβαινε στην τραπεζαρία για κολατσιό, όποιος  δεν τον ήξερε  θα νόμιζα ότι ήταν ένας άγιος,  όμως στην κυριολεξία έκανε τον άγριο δεν ήθελα μπλεξίματα μαζί του… Είχε την συνήθεια να σέρνει το ένα το πόδι, κάτι σαν κουτσός που όμως δεν ήταν, όταν λοιπόν άκουγα αυτό το σούρσιμο πεταγόμουν στην δεσπέντζα να του ετοιμάσω το φαγητό.    Κατέβαινε  στην τραπεζαρία μετά και αφότου είχε τελειώσει η ενδεδειγμένη ώρα φαγητού, κι αυτό με τσάντιζε διότι με κρατούσε εν αναμονή στις ελεύθερές μου ώρες.    
Λέω του τελωνειακού  αποκλείετε να πας στον καπετάνιο,  θα έκανα λάθος  στο μέτρημα.
Τον κοίταζα χωρίς να ξέρω τι να κάνω, μετά έκανε πως σκέφτεται το γύριζε από εδώ το γύριζε από εκεί και μου λέει:
-Μια λύση υπάρχει, αν την δέχεσαι είμαι έτοιμος να σε βοηθήσω, αν όχι πάμε στον καπετάνιο για τα επακόλουθα.
-Θα  σου κατάσχω τα αδήλωτα τσιγάρα θα τα πάρω και θα φύγω και δεν θα μάθει κανείς  τίποτα.
Στο τέλος του μηνός όταν έκανα εκκαθαριστικό τα χρεώθηκα και τα πλήρωσα απ την τσέπη μου.
Πάλι στο Περού στο Καγιάο Callao  είναι το λιμάνι επίνειο της πρωτεύουσας Λίμα Lima. Εκεί ερχόταν στο βαπόρι ένας ηλικιωμένος Έλληνας, έτρωγε μαζί μας,  έλεγε πως είναι τσαγκάρης και ζητούσε αν είχαμε παπούτσια για επιδιόρθωση.  Βγήκα έξω το βράδυ μαζί με παρέα, υπήρχε ένα μπαρ Ρώμα εκεί γνωριστήκαμε με θηλυκά, βρε παιδί μου δεν μπορούσες να κάνεις βήμα οι αστυνομικοί  από πίσω σου, μέχρι που μια κοπέλα λέει αν δεν τους δώσετε κάτι να φύγουν μπορεί να βρείτε και τον μπελά σας. Τελικά έτσι έγινε.

 Γαβριήλ  Παναγιωσούλης






Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ


                                          Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ

Η σημερινή ανάρτηση είναι για να τιμήσω έναν φίλο, έναν φίλο που αυτός με βρήκε, έναν φίλο όπου δεν έχω γνωρίσει προσωπικώς αλλά δια μέσω κυβερνοχώρου.
Η ιστορία έχει ως εξής:
Όπως και πολλοί άλλοι έτσι κι εγώ γράφω στην Εβδομαδιαία ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΝΥ όπου εκδίδεται στην Νέα Υόρκη. Τα  φύλα της Εφημερίδας στάλθηκαν  στην Βοστόνη ταχυδρομικώς από τον  φίλο Δημήτρη Μουστάκη ο οποίος γράφει στο ένα μέρος της σελίδας, στο άλλο μέρος έγραφα εγώ.     Τα  γραπτά μου έκαναν εντύπωση  άρεσαν στον κύριο Γεώργιο Ιατρού ανιψιό του Δ. Μουστάκη ο οποίος μου έστειλε αμέσως γράμμα και CD με παλιά τραγούδια.
Ήταν η αρχή, του έστειλα βιβλία μου κι αυτός διαβάζοντας τα μου έγραψε ένα ποίημα 118 Στίχους.
Τίτλος του Συγγράμματος 
                                    Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ

Τίτλος του Ποιήματος:
                                  ΤΟ ΠΛΟΙΟ  Τ’  ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΥ  
Θεωρώ τιμή μου να του ανταποδώσω τα εύσημα δημοσιεύοντας μερικούς από τους στίχους αυτούς:

Στίχος 17ος
Πρέπει να φύγει το παιδί,
σαν άνθρωπος να ζήσει
κι ίσως μια μέρα με λεφτά
κοντά μας να γυρίσει

Στίχος 28ος
Με ένα σακούλι όνειρα
κι ένα ταγάρι ελπίδες
παίρνει των οματιών του και κινά
νέεες  να βρει Πατρίδες.

Στίχος 56ος
Άλλοι του λεν δεν μπορούν
βοήθεια να του δώσουν
και να προσέχει όσο μπορεί
να μην τόνε προδώσουν.

Στίχος 57ος
Γιατί να τον προδώσουνε
δεν είναι εγκληματίας
το όνειρό του ήρθε να βρει
στη χώρα ελευθερίας.

Στίχος 105ος
Η θάλασσα λυσσομανά
θέλει να τον κερδίσει
και στην υγρή της αγκαλιά
για πάντα να τον κλείσει.

Στίχος 106ος
Μα η καρδιά του παλικαριού
Είναι αλλού δοσμένη,
Για μια αγάπη στη στεριά
Ήτανε ραγισμένη.

Στίχος 116ος
Κι ας είναι τώρα μακριά
Στης γη την άλλη άκρη
Την Πυλαρο αναπολεί
Και τρέχει ένα δάκρυ!!!

Στίχος 118ος
Ιθάκη φλόγα άσβεστη
Μικρή πυγολαμπίδα
Είν’  στην  ψυχή του καθενός
Μάνα γλυκιά Πατρίδα.

Γεώργιος Ιατρού Βοστόνη ΗΠΑ
Καταγόμενος απ’ το Λογκανίκο Λακωνίας

Γαβριήλ Παναγιωσούλης




Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Καλό Πάσχα

Προς τους αγαπητούς-τές  επισκέπτες και αναγνώστες της ιστοσελίδας ΠΥΛΑΡΟΣ:
 Η  οικογένειά μου κι εγώ σας ευχόμεθα  καλό και χαρούμενο Πάσχα 2014 
                                    ΧΡΙΣΤΟΣ          ΑΝΕΣΤΗ

Επειδή  ο άνθρωπος γεννιέται και αυτό το της γέννησής του κρατάει μέχρι το τέλος, θεώρησα να παραλείψω τα λαμπερά χρώματα φωτογραφιών του σήμερα και να σας ευχηθούμε η οικογένειά μου κι εγώ  Χριστός Ανέστη με ένα καρτ ποστάλ από εκείνα τα πέτρινα χρόνια, μια φωτογραφία πλοίου με τον εαυτόν μου από την Αντίλλα Κούβα, Απρίλης 1952, μα και την πασχαλιά από το σπίτι που γεννήθηκα.  


Και τις τρεις αυτές φώτος τις έχω κατά επανάληψιν δημοσιεύσει, αλλά πώς να το κάνουμε αντικατοπτρίζουν τόσο τον τόπο μου, μα και τη χαμένη μου νιότη!  
   
Τα μεσάνυχτα όλοι  περιμένουμε το θαύμα της Ανάστασης, που ξέρουμε  ότι θα συμβεί γιατί έτσι είναι γραμμένο, γιατί έτσι μας δίδαξαν οι παραδόσεις των τόπων μας  τα χριστιανικά  ήθη και έθιμα των  προγόνων μας, (μα και  αυτών των αρχαίων  που πίστευαν στα Αδώνεια, στα αναστάσιμα κεριά μα και στα κόκκινα αυγά (ένα ορφικό σύμβολο.)


Και μετά το δεύτε λάβετε φως, το Χριστός Ανέστη το Αληθώς ο Κύριος θα δώσουμε το φιλί της αγάπης,
Τώρα ποιοι θα είναι οι τυχεροί ε! αυτό εξαρτάτε από πολλά γήινα και ανθρώπινα τσαχπίνικα καμώματα και αισθήματα.


Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη












Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Ο ίδιος Χριστός, διαφορετικές δοξασίες

Ο ίδιος Χριστός,  διαφορετικές δοξασίες
                                                            Semana Santa 

Στην πρωτεύουσα της Γουατεμάλας  υψόμετρο 5.000 πόδια εκεί όπου έμεινα για ένα φεγγάρι, γυναίκες κουβαλούσαν στους ώμους τους μια πλατφόρμα κι επάνω ένα άγαλμα του Ιησού εσταυρωμένου,  έψαλλαν και γύριζαν στους δρόμους της πόλης, καθώς  περνούσαν μπροστά από το σπίτι όπου έμενα άγγιξε το ακάνθινο στεφάνι σε κάποιο καλώδιο    τηλεφώνου ξεκόλλησε κι έπεσαι, αμέσως σταμάτησαν κατέβασαν την πλατφόρμα έτρεξαν ξαναέβαλαν το στεφάνι όμως για να την σηκώσουν μόνες τους ήταν βαριά.
Έτυχε να χαζεύω εκεί, με φώναξαν να τους βοηθήσω, τότε μου ήρθε σαν αστραπή στο μυαλό μου ποιος ήμουν, θυμήθηκα τα δικά μας ήθη και έθιμα, είπα όχι κι έφυγα τρέχοντας.     
Έκλεισα την πόρτα του σπιτιού μου έκανα ένα ντους κι ετοιμαστήκαμε να πάμε έξω.
Βγαίνοντας παρατήρησε η γυναίκα μου ότι έλειπε το δαχτυλίδι απ το χέρι μου, κοίταξα κι εγώ, πράγματι έλειπε, τότε αυτή άρχισε να λέει  η τιμωρία σου γιατί δεν βοήθησες, πάει το έχασες.
Τσαντισμένος γύρισα σπίτι, έψαχνα από εδώ κι από εκεί, το άτιμο είχε κρυφτεί μέσα στην πετσέτα όπου σκουπίστηκα μετά το ντους.  
                               Παιδάκια σε λιτανεία                                                      


Στην  Ελλάδα του τότε, στα πέτρινα χρόνια της κατοχής και του πολέμου υπήρχε  ένας θρησκευτικός  φανατισμός, ήταν η αντίδραση των ανθρώπων σε ένα αποκούμπι ελπίδας, το μόνο που είχε μείνει ανέπαφο από την λαίλαπα του πολέμου. Οι άνθρωποι απελπισμένοι, περίμεναν από την εκκλησία να γιάνει τις κακουχίες, να μας δώσει ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο,
Δεν υπήρχε τίποτε άλλο.
Πιτσιρίκια συνάζαμε κληματόβεργες για το κάψιμο του Ιούδα την Μεγάλη Πέμπτη, μετά να πάμε στην εκκλησία ν’    ακούσουμε τα 12 Ευαγγέλια.
Μεγάλη Παρασκευή τρέχαμε ν’ ακούσουμε το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…» το δε φαγητό στο σπίτι αν υπήρχε ένα πιάτο φακή με ξύδι, το βράδυ  τις ψαλμωδίες του επιταφίου Ω! γλυκύ μου έαρ… την περιφορά του επιταφίου στο χωριό. Εκεί  στο σκοτάδι εύρισκαν ευκαιρία οι πιτσιρικάδες να πετούν πέτρες στα κεραμίδια των σπιτιών, οι νοικοκυραίοι έβγαιναν  στην πόρτα τους κι άρχισαν να βρίζουν, οι παπάδες να ψάλλουν, το πλήθος να ακολουθεί τσαλαβουτώντας στους χωματένιους δρόμους μόνο με το φώς των κεριών και η χορωδία των κοριτσιών μαζί με τους ψαλτάδες να επαναλαμβάνουν ψάλλοντας  τα εγκώμια:  Η ζωή εν τάφω κατέθης Χριστέ…
 
Περιμένοντας την Ανάσταση φτιάχναμε  βαρελότα με μπαρούτι που είχε μείνει από λάφυρα πολέμου, είχαμε μπαρούτι μαύρου χρώματος σαν μακαρόνια, στενόμακρες πλάκες ξανθές όλες αυτές από οβίδες κανονιών, μπαρούτι κιτρινωπή σαν μικρές χάντρες, μπαρούτι μαύρη σαν σκόνη από φυσίγγια, είχαμε και σπολέτα για φυτίλι. Τα βαρελότα   ήταν ο φόβος προπαντός των γυναικών οι οποίες πήγαιναν στην Ανάσταση, ν’ ακούσουν το δεύτε λάβετε φως  και το Χριστός Ανέστη. Τα  χαράματα πηγαίναμε εμείς τα παιδάκια για   την θεία μετάληψη, ακολουθούσαν οι ευχές το Χριστός Ανέστη και Αληθώς ο Κύριος, έστω και μερικά κόκκινα αυγά δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Ούτε αρνί στην σούβλα, αλλά ότι υπήρχε αν ποτέ υπήρχε  φαί στην κατσαρόλα, θα ήμασταν ευτυχισμένοι ακόμα και πλιγούρι…
                                                                      *
   
Ναυτικός και ξέμπαρκος στην Νέα Υόρκη δεκαετία 60  είχα γνωρίσει μια οικογένεια Κεφαλλονίτες, οι άνθρωποι με προσκάλεσαν μαζί με μια οικογένεια Κύπριους πήγαμε κάπου στην εξοχή, εκεί έψησαν αρνί, είχαν φέρει κι ένα σωρό μεζέδες ποτά κάναμε Πάσχα Λαμπρή για εμένα ήταν το πρώτο μου Ελληνικό Πάσχα, μετά από την πείνα και τη μιζέρια της κατοχής και του εμφυλίου στην Ελλάδα. 



Γαβριήλ Παναγιωσούλης




Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Στην Φυλακή δεν υπάρχει τίποτα κακό. Όλα είναι χειρότερα.



Στην φυλακή δεν υπάρχει τίποτα κακό. Όλα είναι χειρότερα.»

έβρεχε όταν οι κρατούμενοι βγαίνοντας από τα δικαστήρια πήραν το δρόμο της φυλακής, βάδιζαν στη γραμμή, ένας, ένας, με τα μούτρα κατεβασμένα στην κόψη του δρόμου, δίπλα από τα παράλληλα βαλτώδη χαντάκια. Οι βάτραχοι είχαν αρχίζει να σκούζουν, το φως του ήλιου να χάνεται, τα κουνούπια είχαν κρυφτεί κάτω από τις φυλλωσιές των δένδρων. Τα μπαρ είχαν ανάψει τις φωτεινές επιγραφές, οι ναυτικοί έτρεχαν να ξεδιψάσουν και να βρουν γυναικείες αγκαλιές, τα κορίτσια έριχναν σπάταλα αρώματα στο κορμί τους, απαραίτητη προετοιμασία για τη νυχτερινή ζωή που μόλις άρχιζε. 

Η γραμμή των φυλακισμένων εξακολουθούσε να προχωρεί, τούτη τη φορά σε χωματόδρομο. Σε κάθε τους βήμα χωνόταν πιο πολύ στη λάσπη. Οι χωροφύλακες συνοδοί τους με την κάνη των όπλων τους να κρέμεται από τους ώμους τους προς τα κάτω ήταν σκεπασμένοι με κάπες νάιλον, όπως πάντα, ένας μπροστά ένας στη μέση κι ένας στο τέλος.

Η Αυγουστίνα και η Μαρίνα έριξαν πάνω τους κολόνιες, βάφτηκαν και ετοιμάστηκαν να πάνε για δουλειά. Δούλευαν στο μπαρ του Μέμε. Περπατούσαν αγκαλιασμένες σφιχτά κάτω από την μικρή ομπρέλα για να προφυλαχτούν απ’ τη βροχή. Καθώς προχωρούσαν συνάντησαν τη γραμμή των φυλακισμένων, βλαστήμησαν την τύχη τους, θα γινόταν μούσκεμα απ’ τη βροχή περιμένοντας να περάσουν. Οι δυο έλληνες ναυτικοί βάδιζαν κι αυτοί ανάμεσα στους βρεμένους. Το χέρι της Μαρίνας έσφιξε το γυμνό μπράτσο της Αυγουστίνας, τα νύχια της μπήκαν μέσα στη σάρκα της.
-Με πονάς γιατί με σφίγγεις;
-Μα που έχεις τα μάτια σου δεν βλέπεις;
-Τι να δω εκτός από κατάδικους κλέφτες που περνάν από μπροστά μας. Και θα βραχούμε μέχρι να περάσει αυτή η καταραμένη γραμμή.
-Για κοίτα καλύτερα ανάμεσά τους είναι δυο έλληνες ναυτικοί παιδιά, γνωστοί μας πελάτες του μπαρ, είπε η Μαρίνα. Είναι αυτοί που μάλωσαν με έναν Κολομβιανό  ναυτικό και τον πέταξαν στα νερά της γαλάζιας λίμνης, γιατί πείραζε  την φιλενάδα του φίλου τους Παρασκευά.
-Κρίμα στα παιδιά είπαν, ρίχνοντάς τους μια λυπητερή ματιά. 
 Πλησίασαν και οι δυο σαν ένα σώμα τον μεσαίο χωροφύλακα. 
-Θέλουμε να  μιλήσουμε σε αυτούς τους δυο κατάδικους.
-Απαγορεύεται.
-Μπορούμε να τους δώσουμε τουλάχιστον τσιγάρα;
-Θα τα δώσετε πρώτα σε εμάς κι εμείς θα τους τα δώσουμε και μην ξεχνάτε και το μερτικό μας.
Έτρεξαν τα κορίτσια πήγαν σε μπακαλικάκι αγόρασαν τσιγάρα, σόδες, αγόρασαν και για τους χωροφύλακες, έτρεξαν πίσω, τα παράδωσαν στους φύλακες, αυτοί τους χτύπησαν στην πλάτη, τους έδειξαν τα κορίτσια που τους κοίταζαν σαν άγαλμα κάτω από την ομπρέλα και τους έδωσαν τα τσιγάρα τυλιγμένα σε νάιλον σακουλίτσα για να μην βραχούν.
Ξαφνιάστηκαν έγνεψαν ότι τις αναγνώρισαν, έσκυψαν το κεφάλι προχωρώντας σα μερμήγκια στο λασπωμένο δρόμο προς τη φυλακή… όπου στην είσοδο πάνω στον τοίχο ήταν γραμμένα με σκαλιστά γράμματα:
«Στην φυλακή δεν υπάρχει τίποτα κακό. Όλα είναι χειρότερα.»
Τα κορίτσια αποσβολωμένα τους έγνεψαν ένα τελευταίο αντίο, πριν πάρουν δρόμο να γλεντήσουν σε αγκαλιές ναυτικών που περίμεναν στο μπαρ του Μέμε.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης




Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

ΑΠΡΙΛΗΣ


-
                                                       Ο Κήπος της ΕΔΕΜ


-Έλα ήλιε μου πούσε σπουδαγμένος να μου διαβάσεις τι μου λέει τούτο εδώ το  γράμμα.
-Είναι   από το Λος Άντζελες της Αμερικής,  λέει άμα βρεθεί γαμβρός να παντρευτείς  αυτός σου έχει  στην άκρη την προίκα σου να σου την στείλει:
 -Πόσα λέει  γιε μου;
-Εδώ λέει 500,00 κανονικά σύμφωνα με την αριθμητική διαβάζοντας τα μηδενικά από δεξιά προς τ’ αριστερά,  πρέπει να λέει πενήντα χιλιάδες. Αλλά με προβληματίζει κι αυτό το κόμμα. 
-Πω, πω λεφτά!!
Με φίλεψε ένα κομμάτι ξερή μπομπότα τηγανισμένη σε ελαιόλαδο που έμοιαζε με παντεσπάνι, ζήτησα να πιω νερό «το θεώρησε τιμή της» άνοιξε τα αρμάρι και μούφερε ένα ποτήρι γυάλινο τόσο φτενό, «αυτό που φύλαγε για επισκέπτες ή σπουδαία πρόσωπα»,  όπου καθώς το δάγκωσα έσπασε, φοβήθηκα,  έφτυσα και την μπομπότα.  


-Μην  το μολογήσεις σε κανέναν για το γράμμα, μούπε.
Την καληνύχτισα κι έφυγα.  
Τα αποσπάσματα κυνηγούσαν ανθρώπους στο χωριό, λες και ήταν λύκοι.
Η τύχη τάφερε να συναντηθούμε στο Λος Άντζελες, εγώ θαλασσοβρεγμένος,  παιδί αμούστακο, αυτός φερμένος στην Αμερική προπολεμικά.  Ήταν μια Κυριακή 12 Μαρτίου το 1951, έφθασα στο λιμάνι αυτό προερχόμενος από Βέλγιο με βαπόρι φορτωμένοι παλιοσίδερα.      Συναντηθήκαμε σπίτι του αφού πήρα ταξί  κατά τις 7 το βράδυ καθίσαμε να φάμε αρνί γκιουβέτσι μούπε ότι τόφτιαξε προς τιμή μου, για να με καλωσορίσει. Έκατσα  μαζί του μέχρι τέλος του μήνα με πήγε στην Αγιά Σοφιά, στα διάφορα στούντιο του Χόλυγουντ όπου είδα στα πεζοδρόμια ή αυλές των στούντιο ονόματα αστέρων εντοιχισμένα ανάγλυφα.  Ήταν ο άνθρωπος που είχε στείλει το γράμμα.

 Έτσι μια πρωταπριλιά πήρα το τραίνο από Λος Άντζελες για Νέα Υόρκη, ήταν Κυριακή.       
 Μιαν ημέρα σαν και τούτη πάνε πολλά, πολλά χρόνια πίσω 4η Απριλίου ταξίδευα σ’ ένα τραίνο για 72 ώρες. Είχα ένα ρολόι του χεριού το είχα αγοράσει απ το Ρίο Της Βραζιλίας και ήμουν τόσο ανήσυχος και νευρικός αν και αμούστακο παιδάκι που κάθε λίγο και λιγάκι το κούρδιζα μέχρι που το έσπασα. Η διπλανή μου μια κοντούλα γυναίκα μου τόλεγε μην το κουρδίζεις τόσο θα το σπάσεις. Όχι δεν ήξερα την γλώσσα  εκτός από μερικές ολίγες λέξεις, όμως ήμουν τόσο αποχαυνωμένος από αυτά που συμβαίνανε  γύρω μου ώστε δεν είχα ησυχία, κοίταξα την μηχανή τα βαγόνια του τραίνου έγραφε  Santa Fe,   El Capitán  κι εγώ επιβάτης λες και ήταν το orient express που όμως δεν ήταν αλλά ένα τραίνο που με έφερνε στο Σικάγο.  Εκεί  αλλάξαμε σταθμό στο La sale station  κι από εκεί μας μετέφεραν σε άλλο τραίνο της New York Central όπου φθάσαμε στις 4 Απριλίου στο    Grand Central Station,της Νέας Υόρκης,   ήταν μέρα Τετάρτη, 4 Απριλίου 1951.     
Ήταν ένας Απρίλης, όπου διαμόρφωσε κατά κάποιον τρόπο το ποιος είμαι σήμερα, (την τύχη μου)


Έτσι κι εγώ τιμώ την ημερομηνία αυτή και θυμούμαι την αθωότητα του τότε όχι μόνο την δική μου, μα και αυτών που άφησα πίσω στην Ελλάδα, αυτών που χάθηκαν, αυτών που βασιζόταν πάνω μου, αυτών που με κατευόδωσαν με τόση αγάπη, αυτών που   δεν ξαναείδα ποτέ, αυτών που γελάστηκαν στις προσδοκίες των.          

    Γαβριήλ Παναγιωσούλης