Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Ναυτικών ιστοριούλες στα λιμάνια,



Ναυτικών ιστοριούλες στα λιμάνια, αυτών που ταξίδευαν στην Καραϊβική, με φορτηγά βαποράκια τακτικών γραμμών.    


Ταξί, ταξί!
Άνοιξε την πόρτα και μπήκε κάθισε δίπλα μου.
Ήταν ο Στάθης  ναυτικός  και φίλος μου καλό παιδί, μάλαμα που λένε.
-Πάμε μου λέει, ακολούθα το υπεραστικό  λεωφορείο της γραμμής που πάει για την πρωτεύουσα.
Ήταν η ώρα 4η απογευματινή.
-Τι τρέχει του λέω;
-Ταξιδεύει η φιλενάδα μου για το σπίτι της στην πρωτεύουσα, μια απόσταση 300 χιλιομέτρων  έχω όμως υπόνοιες ότι σταματά πιο πέρα και γυρίζει στο λιμάνι.  Το  βαπόρι μου αναχωρεί απόψε τα μεσάνυχτα.
-Μα την Ρίτα την ξέρω του λέω, φαίνεται λογική γυναίκα.
-Αχ! Φίλε μου είμαι ξετρελαμένος μαζί της πρόκειται να παντρευτούμε, τόγραψα και της μάνας μου. 
Ακολουθούσα το λεωφορείο είχε αρχίσει να νυχτώνει.
-Πρέπει να γυρίσουμε πίσω του λέω μπορείς να χάσεις το βαπόρι σου.
-Ναι μου λέει, άμα την  δεις να γυρίσει στο άλλο ταξίδι θα μου πεις.
-Μείνε ήσυχος.
Φτάσαμε στο μόλο μου έδωσε   ένα μάτσο δολάρια κι έφυγε για το βαπόρι ευχαριστημένος.
Ήταν καλό παιδί από την Πάτρα και πολύ φίλος μου.
Γράφω αυτό σαν ενθύμιο της φιλίας μας, στο επόμενο ταξίδι έμεινε στο λιμάνι, παντρεύτηκαν, βρήκε καλή δουλειά στην στεριά στην Γουατεμάλα ήταν τεχνίτης ωρολογοποιός, ήξερε να χρησιμοποιεί τον «τροχό» τρυπάνι σαν αυτό που έχουν οι οδοντογιατροί  και σκάλιζε καλούπια για πλαστικά άνθη. Μοναδικός στο είδος του.   Έκαναν  δυο παιδάκια πήγαν στην Ελλάδα, παντρεύτηκαν ξανά   αλά-ελληνικά «με Παπά». Μετά τούρθε η ιδέα να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ.  
Στην αρχή ήρθε εδώ στην Νέα Υόρκη, κάναμε παρέα, τελικά κατέληξαν στο Σικάγο.  
Eκεί πάνω στην εργασία του  τον βρήκε η κακή αρρώστια στα πνευμόνια, (ήταν μανιώδης καπνιστής) οι γιατροί του είπαν δεν υπάρχει ελπίδα,  στην απελπισία σκέφτηκε τις θαυματουργές εικόνες της Παναγίας  στην Ελλάδα να πάει να προσκυνήσει μήπως γλυτώσει. 
Στον πηγαιμό του προς την Τήνο πέρασε από την Νέα Υόρκη, ήταν η τελευταία του  ελπίδα.
Συναντηθήκαμε στο αεροδρόμιο μαζί με άλλον φίλο ναυτικό όπου γνωριζόμασταν, όταν τον είδα δεν μπόρεσα να κρατήσω τα δάκρυά μου, κρύφτηκα τα σκούπισα να μην τα δει  και τον αγκάλιασα, είχε μείνει η σκιά του εαυτού του, θα πρέπει να ήταν γύρω στα 45 χρονών.
Με το που έφτασε στην Ελλάδα έφυγε για τον άλλο κόσμο, δεν θυμούμαι αν πρόλαβε να πάει να προσκυνήσει.   
Έπεται συνέχεια «Ιστοριούλες ναυτικών.»

                                         Γαβριήλ Παναγιωσούλης  


10 σχόλια:

Dennis Kontarinis είπε...

Υπέροχη, ανθρώπινη συγκινητική η ιστοριούλα σου καλέ μου φίλε
Νάσαι καλά.

pylaros είπε...

Καλημέρα φίλε Ντένη,
Θα έλεγα η παγκοσμιότητα του Έλληνα αυτή που κατ' ανάγκη βίωσε διωγμένος από την ανέχεια της Ελλάδας τα πέτρινα χρόνια, πολλές φορές η επιβίωση ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου.

ευχαριστώ
Γαβριήλ

Μηθυμναίος είπε...

Αυτά είναι, φίλε Γάβο, τα αναπάντεχα! Τα απρογραμμάτιστα! Η ζωή!
Εκείνος χάραζε την πορεία, προς τα πού θα κατευθυνόταν, ποιος δρόμος και ποιος τόπος βόλευε την ψυχή του… Τα άλλα τα ανέλαβε ο Θεός… «Αλλαι μεν βουλαί ανθρώπων ,άλλα δε Θεός κελεύει»

Και η αγκαλιά σου σε ‘κείνον… Πόσο μεγάλη η παρηγοριά της αγκαλιάς των ανθρώπων...

Δώρα Γιαννάκου-Παρίση είπε...

Αγαπητέ Γαβριήλ, τί ωραίες και ανθρώπινες αυτές οι ιστορίες που γράφεις! Θέλω καιρό να σου γράψω, αλλά με τις εκλογές δεν είχα καθόλου χρόνο. Βλέπεις είμαι κι' εγώ από θαλασσινή οιγένεια. Ο πατέρας μου ήταν ένας από τους καλλίτερους ψαροκαπετάνιους της Ελλάδας. Είχε γρι γρι. Θυμάμαι που όταν ήταν να τσουρμάρει ( να κλείσει ναυτικούς για τη σαιζόν, τα γρι γρι τότε είχαν 36 άτομα, γιατί τα δύχτια ήταν βαμβακερά και έπρεπε να στεγνώσουν κάθε μέρα,)πολλές μάνες ερχόταν στο σπίτι μας και παρακαλούσαν να πάρει τα παιδιά τους στη δουλειά. Ο πατέρας λυπόταν πολύ όταν έπρεπε να 'πει όχι και έλεγε, < μα πόσους να πάρω θα βουλιάξει το καίκι> Να φαντασθείς ότι ακόμα έχει μείνει το όνομά του. Μια μέρα τυχαία άκουσα δυο Λημνιούς να μιλάνε μεταξύ τους για τα πολλά ψάρια που είχε πιάσει ο ένας. Ο άλλος του έλεγε, μα τί ήσουν βρε παιδί μου, Ηρακλής ήσουν; Ήταν το όνομα του πατέρα μου, επειδί ψάρευε πολλούς μήνες το χρόνο στη Λήμνο. Με δάκρυα πήγα κοντά τους και του λέω: πώς το είπες αυτό; Μου απάντησε ότι έτσι το λέμε στη Λήμνο όταν κάποιος πιάσει πολλά ψάρια. Καταλαβαίνεις ότι η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη. Είμαι περίφανη για τον πατέρα μου, όχι τόσο γιατί ήταν καλός ψαροκαπετάνιος, αλλά γιατί ήταν καλός άνθρωπος και εργοδότης. Αυτά απ' τις δικές μου ναυτικές αναμνήσεις. Καλό μήνα και νάσαι πάντα καλά.

pylaros είπε...

Φίλε Στράτο,
Τα χρόνια εκείνα κάθε ναυτικός είχε και από μια περπιπέτεια, είχαμμε αποκοπεί από την Ελλάδα ταξίδια μακριά της σε ωκεανούς, μετά η Καραβαϊκή σε τραβούσε γνωριμίες κλπ.
¨ομως όπως λες κι εσύ: «Αλλαι μεν βουλαί ανθρώπων ,άλλα δε Θεός κελεύει»

Ευχαριστώ
Γαβριήλ

pylaros είπε...

Αγαπητή μου Δώρα,
καταλαβαίνω με τις εκλογές όλος ο κόσμος είναι ανάστατος,
Τον κιαρό εκείνο όπου γράφω τις ναυτικές ιστοριούλες μου, δεκαετίες 1950-1960-1970
η θάλασσα ήταν γεμάτη με βαπόρια με ελληνικά πληρώματα, χιλιάδες οι Έλληνες ναυτικοί. Μερικά βαποράκια ελληνικής και ξένης οιδιοκτησίας έκανα τακτικές γραμμές ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κεντρική Αμερική χρονοναυλομένα από την United Fruit Co.
με τον καιρό, με τα χρόνια υπήρχε μια οικιοτητα ανάμεσα στους κατοίκους των λιμανιών και των ναυτικών. Ήταν βάση για πολλές γνωριμίες παντριές κλπ...

Τα πολλά χρόνια στην θάλασσα, χωρίς κάποιος να ζει στην στεριά όταν ξεμπαρκάρη κάποτε είναι σαν να μαθαίνει να περπατά για πρώτη φορά χωρίς να λικνίζεται, είναι η πρώτη φορά όπου μαθαίνει τα κόλπα και τις στεριανές σκέψεις, κλπ...
Μου άρεσε η Ιστοριούλα του πατέρα σου: (Ηρακλής ήσουν; Ήταν το όνομα του πατέρα μου, επειδί ψάρευε πολλούς μήνες το χρόνο στη Λήμνο. Με δάκρυα πήγα κοντά τους και του λέω: πώς το είπες αυτό; Μου απάντησε ότι έτσι το λέμε στη Λήμνο όταν κάποιος πιάσει πολλά ψάρια. Καταλαβαίνεις ότι η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη. Είμαι περίφανη για τον πατέρα μου, όχι τόσο γιατί ήταν καλός ψαροκαπετάνιος, αλλά γιατί ήταν καλός άνθρωπος και εργοδότη)

Οι ναυτικές εμπειρίες τα αναδραγαθήματα των ναυτικών, μα και οι πονεμένες,ή και οι απίστευτες ιστορίες τους φαίνοντε σαν ψεύτικες στην σημερινή κοινωνία μας.

Ευχαριστώ πολύ
με αγάπη
Γαβριήλ

George είπε...

Μπάρμπα Γαβριήλ, ανέκαθεν οι θαλασσινές-ναυτικές ιστορίες κέντριζαν το ενδιαφέρον είτε ήταν χαρούμενες, είτε έκλειναν πόνο και δάκρυ. Πάντα όμως έβγαζαν μια συμπάθεια για τους ναυτικούς που πάλευαν ίσως με το πιο αδάμαστο στοιχειό της φύσης, τη θάλασσα. Εγώ ειμαι βουνίσιος και δεν είχα πολλά νταραβέρια με τη θάλασσα. Μου αρέσει, την αγαπάω, τη φοβάμαι, αλλά και τη σέβομαι. Δεν είναι να παίζεις με αυτά τα πράματα. Δεν έχω θαλασσινές εμπειρίες, αλλά θα σας πω κάτι που θα σας κάνω να ζηλέψετε όλοι. Το περασμένο Σαββατοκύριακο, πήγα με μια παρέα στο Cape Cod της Μασαχουσέτης για ψάρεμα. Το Cape Cod, ( που σημαίνει ακρωτήριο Κόντ ) είναι μια περιοχή νότια της Βοστώνης που εκεί έχουν οι Κενενταίοι τα παλάτια τους. Στη θάλασσα του Cape Cod, τον μήνα Μάιο,έρχεται να γεννήσει ένα είδος ψαριού που λέγεται scuppers που στα Ελληνικά τα λέμε τσιπούρες. Την ημέρα του ψαρέματος, δεν επαληθεύτηκε η παροιμία που λέει: του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο, δέκα φορές ειν' αδειανό και μια φορά γεμάτο. Εμείς γεμίσαμε και τα πιάτα και τα τηγάνια και τις κατσαρόλες και τις... ντιβανοκασέλες. Υπήρχε πληθώρα από τσιπούρες. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί με τη δροσούλα και προτού με πάρουν χαμπάρι οι μύγες και οι σφήκες, σε μια γωνιά στον κήπο ( λένε οτι τα λέπια είναι καλό λίπασμα ) τις καθάρισα. Κατά το απόγευμα άναψαν τα κάρβουνα και μοσχομύρισε η γειτονιά. Ήταν Δευτέρα, αλλά θύμιζε τσικνοπέμπτη. Λίγα αγριολάχανα από τον κήπο ( που έχω σπείρει ), δύο μισόκιλα κρασί από τον Λογκανίκο είχε σαν αποτέλεσμα αυτό που λέγαμε στο χωριό μου: Θεός τουλουμίσιος.!!!

Καλή όρεξη σε όλους.

pylaros είπε...

Καλημέρα φίλε μου Γιώργο από μια βροχερή μοιάζει σα χειμωνιάτικη μέρα της Νέας Υόρκης.

Μου αρέσει η ότι αυτοαποκαλείσαι Βουνίσιος άνθρωπος.
Ξέρεις κατι οι ανθρώποι του Βουνού είναι πιο ντόμπροι, πιο ας μου επιτραπεί η λέξη (Αθώοι) καθότι οι της θάλασσας δεν έχουν να παλαίψουν μόνο με τα κύματα και τις φουρτούνες αλλά και με τόσα πολλα και πολύχρωμα θηλυκά, όπου κάθε ένα τους κλέβει και κάτι από τον εαυτόν σου...
Πάντως όπως γράφεις κι εσύ, κοίταζες με συμπάθεια τους ναυτικούς:
(Πάντα όμως έβγαζαν μια συμπάθεια για τους ναυτικούς που πάλευαν ίσως με το πιο αδάμαστο στοιχειό της φύσης, τη θάλασσα.)

Όσο για το ψάρεμα στο Cape Cod
δυο χρόνια συνέχεια πήγαιναν η κόρη μου με τον άντρα της για ψάρεμα, έφερναν τόσα πολλά ψάρια (τσιπούρες) porgies μετά και αφότουτρώγαμε 2-3 φορές ψήναμε και στην σχάρα ή τηγανιτά τις ξεχνάγμαε παγωμένες στο ψυγείο.

Όσο για το μοσχομύρισε η γειτονιά, πλλές φορές μου αρέσει η Ρέγγα, ή καπνιστός. Βγαίνω στην πισινή αυλή ανάβω φωτιά μια εφημερίδα και ψήνω την ρέγγα, ακριβώς όπως έκανα όταν ήμουν μικρός.
Προσπαθώ να είναι χειμώνας για να έχουν τα παράθυρα κλειστά οι γείτονες...

Ευχαριστώ

Γαβριήλ

Αστοριανή είπε...

...ο κήπος φταίει!
Γαβρίλη μου,

Φιλιά,
Υιώτα

pylaros είπε...

Ευχαριστώ για την επίσκεψή αγαπητή μου Υιώτα,

Μια παροιμία σπανιόλκη λέει: (Recordar es vivir)

Υπάρχω, ζω με τις αναμνήσεις μου,
Ε! αυτό κάνω κι εγώ

Ευχαριστώ
χαιρετισμους
Γαβριήλ