Το μαγεμένο Αρτόδενδρο
Το κορίτσι και
τ’ αγόρι προχωρούσαν αγκαλιασμένοι στη ζούγκλα με οδηγό τους τ’ αχνάρια
του μονοπατιού που είχαν αφήσει τα τεράστια ξανθά μερμήγκια,
αυτά που ξεγύμνωναν τα δένδρα από τα φύλλα τους. Στα χέρια τους κρατούσαν «ματσέτες» κι άνοιγαν δρόμο στην πυκνή
βλάστηση. Σε κάθε τους βήμα με το θρόισμα των θάμνων σηκωνόταν κουνούπια σα
σύννεφο κι επιτίθεντο.
Για προστασία
είχαν δέσει στην πλάτη τους μακριά άδεια τσουβάλια, έψαχναν για ξερόκλαδα να ανάψουν φωτιά στην καλύβα τους που ήταν φτιαγμένη από κορμούς δένδρων. Η
σκεπή ήταν πλεγμένη από φύλλα φοίνικα. Αλλά
πράμα παράξενο μερμήγκια δεν φαινόταν πουθενά.
-Μπορεί να τα
έφαγαν οι ιθαγενείς, είπε το κορίτσι.
Ένα τεράστιο
δένδρο γεμάτο καρπούς φάνηκε μπροστά τους.
-Για κοίτα ένα
αρτόδενδρο, είπε το αγόρι,
-Αυτό δεν
είναι αρτόδενδρο αλλά το στοιχειωμένο δένδρο, λέγεται χίκαρα, τα φρούτα του μοιάζουν σαν κολοκύθες αλλά
στην πραγματικότητα είναι νεκροκεφαλές, είπε το κορίτσι…
-Είναι ο
απαγορευμένος καρπός, σύμφωνα με την παράδοση των ιθαγενών Μάγια, ξανά είπε το
κορίτσι. Εάν το κόψει γυναίκα φυτρώνουν μέσα της οι σπόροι του και μένει
έγκυος…
-Καλύτερα να γυρίσουμε είπε το αγόρι, που είχε αρχίσει
να φοβάται.
Μου θύμισε τον
εαυτόν μου παιδάκι.
Έτσι όπως
πήγαινα στο χωράφι ακόμα δεν είχε ξημερώσει καβάλα στο γαϊδουράκι πέρασα
μπροστά από το εκκλησάκι του Αγίου Νικόλα, αυτό που ήταν απέναντι από τον
δημόσιο δρόμο στα ξερά τοποθεσία της Πυλάρου.
Ένα μνήμα
ανοιχτό κι ένας καλόγηρος μαυροσκούφης κατέβαινε μέσα, τρόμαξα, έμεινα πάνω στο σαμάρι απολιθωμένος, ο
γάιδαρος άρχισε να κλωτσά με πέταξε ψηλά και μετά έπεσα στο χώμα, άρχισα να
φωνάζω το γαϊδουράκι τόβαλε στα πόδια κι εξαφανίστηκε.
Μου είπαν ότι
θα ήταν η οργή του θεού, δεν ξέρω, αλλά
μέχρι σήμερα επιμένω ότι το είδα.
Πέρασαν τα χρόνια,
γύρισα πάλι στο χωριό, ξάπλωσα πάνω σε
ένα παλιό στρώμα του καναπέ, αλλά ένα σιγανό πήγαινε έλα δεν με άφηνε να
κοιμηθώ, μόνος μου στο έρημο σπίτι σε αυτό που κάποτε γεννήθηκα, άνοιξα τα
μάτια μου γύρω από το φως είχαν μαζευτεί ένα σωρό σαύρες κι έτρωγαν τα ζωύφια
της νύχτας…
Κατάλαβα ήταν
η παρέα μου, ήταν αυτές που ήρθαν να με συναντήσουν χαρούμενες για τον γυρισμό
μου…
Μετά ήρθε μια
αράχνη, άρχισε να υφαίνει τον ιστό της στην γωνιά της πόρτας μην ξέροντας ότι
με το που θα άνοιγα την πόρτα θα γκρεμιζόταν όλοι οι κόποι της.
Ξημέρωσε
ακούστηκε η σφυρίχτρα του αγροτικού απ’ το Ληξούρι, έτρεξα να προλάβω να
προμηθευτώ τα ζαρζαβατικά μου, φρούτα μα και κρασί άσπρο βοστιλίδι απ’ τους πλανόδιους Ληξουριώτες που
καθημερινά περνούσαν απ’ το χωριό.+
Γύρισα την
σελίδα, σήμερα βρίσκουμε, στη Νέα Υόρκη
απ’ το παράθυρό μου βλέπω το χιόνι
και μου θυμίζει τη μια, μα και δυο μα και τρεις διαφορετικές
ζωές, αυτές που έγραψαν την ιστορία μου στην κεφαλή μου επάνω, την ξύνω κι έρχονται στο φως
εικόνες του τότε, λες και πέφτει αστροπελέκι.
Γαβριήλ
Παναγιωσούλης
4 σχόλια:
Απ' το Ληξούρι των παιδικών χρόνων στη χιονισμένη Νέα Υόρκη.
Μια σελίδα δρόμος Γαβρίλη μου. Γεμάτη εικόνες και μνήμες.
Να'σαι καλά εκεί στη ζούγκλα του πολιτισμού, πολλούς χαιρετισμούς!
Γεια σου, Γαβρίλη μου.
...το ήξερες ότι θα σε ρωτήσω ΤΙ δέντρο και ποιοί οι καρποί του, έτσι;
Πάλι στα βιαστικά,
φιλιά στην Λουλουδένια σου,
Υιώτα
καλημλερα αγαπητή μου κ. Μ. Κανελλάκη,
Είναι ακριβώς όπς το λες (στη ζούγκλα του πολιτισμού)
ενώ το Artocarpus δένδρο ήταν στη Ζούγκλα τως παραμυθιών και της νιότης
Ευχαριστώ
χαιρετισμους
Γαβριήλ
Γεια σου αγαπητή μου Υιώτα.
η Πρώτη φωτογραφία είναι το Αρτόδενδρον, ή επιστημονικό του όνομα Αρτόκαρπους, ή Bread Tree είνια των τροπικών στην Γουατεμάλα το ονομαζουν ΜΑΖΑΠΑΝ,
Η δεύτερη φωτογραφία είναι κολοκύθες αυτές που στην Ελλάδα παλαιά φύλλαγαν το κρασί και το νερό... Που έπαιρναν μαζί τους οι αγρότες για να πίνουν νερό κλπ..
χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου