
Για άλλη μια φορά διάβηκα το κατώφλι του νέου χρόνου, έτσι θεωρώ καθήκον μου να αφιερώσω το παρόν, στο μέρος που γεννήθηκα, στο μέρος που πρωτάνοιξα τα μάτια μου, τιμής ένεκεν.
Ο ήλιος της Πυλάρου, εξακολουθεί ν’ ανατέλλει.
Ο ήλιος μου, όχι, δεν είναι ο ίδιος με του γείτονα, αυτός είναι ο δικός μου ήλιος, είναι αυτός που βγαίνει δειλά, δειλά πίσω απ’ τη οροσειρά του καλόν-όρου, ακριβώς απέναντι απ’ τα Μαρκάτα, απ’ το παράθυρό μου, το παράθυρο του πατρογονικού μου σπιτιού, εκεί όπου πρώτο-ανάπνευσα, είναι αυτός που με θάμπωνε κι έκλεινα τα μάτια μου, όταν ευτυχισμένο μωρό θήλαζα της μάνας μου το γάλα, είναι αυτός, που με θώπευε με τις ακτίνες του στα κρύα του χειμώνα, είναι αυτός που μεγαλώσαμε μαζί. Είναι αυτός που χρύσωνε τις θημωνιές, είναι αυτός όπου ωρίμαζε τα στάχυα. Είναι αυτός που κλαίγαμε μαζί όταν κρυβόταν πίσω απ’ τα σύννεφα, είναι αυτός όπου με το φως του έμαθα γράμματα, είναι αυτός όπου μου δώρισε κι εξακολουθεί να μου δωρίζει την σκιά μου, την ποιο πιστή σύντροφο της ζωής μου, είναι αυτός που με περιμένει να με ξαναδεί κάθε καλοκαίρι. Να χαρώ τα βουνά, τη θάλασσα, τον κάμπο, τις πέτρες, να μαζέψω λουλούδια, να τρέξω, να ιδρώσω, και τελευταία να με πάρει στην αγκαλιά του, τρέχοντας προς τη δύση, να μετρώ όπως τότε την απόσταση από την απέναντι βουνοκορφή πρώτα με την οργιά, μετά με τη σπιθαμή, μέχρι να δύσει, να χαθεί, να κοιμηθούμε μαζί στης νύχτας την αγκαλιά. Είναι τόσο δα λίγο αυτό που ζητώ, μια απλή σύνδεση με τα περασμένα, ένας άκοφτος ομφάλιος λώρος, ο ήλιος της Πυλάρου, ένα αιώνιο φωτισμένο μονοπάτι ελπίδας, όπου κάποτε μωρό μπέρδευα τα όνειρά με την φαντασία πλέοντας με βάρκα, στο λευκό ποτάμι του γαλαξία της νύχτας.
Τα πρώτα βήματα…
Το πάτωμα του σχολείου ήταν φτιαγμένο από κυπαρισσένιες σανίδες με ρόζους, έμοιαζαν με παπαρούνες απλωμένες σε βρώμικο κάμπο από τα παιδικά πατήματα, που όμως άνθιζαν λουλούδια. Η έδρα του δασκάλου ήτανε στην αίθουσα που είχε παράθυρο προς τον Μαΐστρο, εκεί πάνω σ’ ένα βάθρο ένα παλιό τραπέζι επάνω το μελανοδοχείο με μελάνι φτιαγμένο από φύλλα παπαρούνας με τη βοήθεια του ήλιου, η πένα και το πενάκι για αλλαγή. Πιο εκεί κάτι σα μισοφέγγαρο, το στυπόχαρτο. Η πλάκα με το κοντύλι σε μια σάκα πάνινη κρεμόταν στην πλάτη μου.
Οι πρώτες εικόνες…
Απ το ύψωμα του χωριού βλέπαμε τους ανεμόμυλους να γυρίζουν χαρούμενοι τα πάνινα φτερά τους πάντοτε ενάντια στην κατεύθυνση του αέρα. Οι χωριανοί θέριζαν τα χρυσά στάχυα, τα έδεναν σε θημωνιές, τ’ αλώνιζαν με άλογα στο πέτρινο αλώνι και με δικράνια έβγαζαν τ’ άχερα στη πνοή του δροσερού Μαΐστρου, έτσι μετέφεραν το σιτάρι στους ανεμόμυλους για να γίνει αλεύρι.
Θυμήθηκα και το τραγουδάκι που λέγαμε.
«Κάτω στην άκρη του χωριού που ο μύλος μας γοργά γυρνά, εκεί είναι και το φτωχικό το σπίτι μου το πατρικό. Εκεί πρωτάνοιξα το φως τα μάτια μου και τη χαρά και είμαι σαν ένας αδελφός με τ’ άλλα του χωριού παιδιά»…
Το τέλος,
Μετά ήρθε ο πόλεμος, η φυγή, ο ξεριζωμός, το χάος, το τέλος της παιδικής ηλικίας.
Το ζητούμενο,
Σήμερα δεν ζητώ τίποτα απ’ τη ζωή, μόνο λίγη νοσταλγική παιδική αθωότητα με τον ίδιο ήλιο, αυτή που μου έκλεψαν, αυτή που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
New York