
Διαβάζοντας τις εφημερίδες, ξένες μα και ελληνικές της διασποράς, που όλες προφητεύουν με απαισιοδοξία την πτώχευση του ελληνικού κράτους, αν όχι την αλυσοδέσμια πολιτική του ΔΝΤ, προβλέπουν την στενότητα χρήματος, λένε και ψιθυρίζουν τα κακά που περιμένουν τον ελληνικό λαό,
Φαντασθείτε χάσαμε τον πόλεμο, χωρίς να δώσουμε μάχη.
Μια από τις αιτίες το κλέψιμο από τους έχοντας τα ηνία, η διαφθορά, η σπατάλη, ο ατομικός πλουτισμός, η παντελή έλλειψη φιλοπατρίας και ο λαός περιμένει να ακούσει να δικαιωθεί ότι ο τάδε, ή ο δείνα που έκλεψαν κατασχέθηκε η περιουσία τους, είναι φυλακή.
Αντί αυτού βασιλεύει η ασυδοσία, η μαγκιά, οι εξυπνάκηδες, που ακόμα σήμερα επιπλέουν.
Γιατί οι Έλληνες ιθύνοντες δεν παίρνουν παράδειγμα, από την ερημιά της υπαίθρου, από τις τόσες χιλιάδες έλληνες που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν, από την κακομοιριά του τότε ελληνικού βασιλείου, τα επακόλουθα των τότε διωγμών από τους εναπομείναντες τα βλέπουμε μέχρι σήμερα. Ερήμωσε η ύπαιθρος, χάθηκαν χιλιάδες, εκατομμύρια έλληνες, οι απόγονοί τους ξενο-γεννημένοι, έχουν για πατρίδα τους άλλες πατρίδες, γιατί οι σημερινοί έλληνες βάζουν το ιδιωτικό συμφέρον μπροστά απ το της πατρίδας;
Τόσο κοντόφθαλμοι είναι; Ή μήπως αν αναλύσουμε την προέλευση της λέξης ιδιώτης είναι αυτό τους αρμόζει;
Εμείς οι παλαιοί του τότε ελληνικού βασιλείου, εμείς που ζήσαμε τον εμφύλιο, αναγκαστήκαμε να φύγουμε, από την κακομοιριά, είτε γιατί μας σπρώξανε, για να ζήσουν οι εναπομείναντες, είτε από την ανέχεια και πείνα, εμείς που φύγαμε με την υπόσχεση να βοηθήσουμε αυτούς που έμεναν πίσω και το κάναμε για πολλά, πολλά χρόνια, ήταν η μόνη τους ελπίδα, σήμερα έχουμε ένα αγκάθι στην καρδιά, αυτό που στάζει αίμα νοσταλγίας, αγάπης, για κάθε τι το ελληνικό. Δύσκολο να παραδεχτούμε ότι αυτά που αφήσαμε δεν υπάρχουν, πρέπει να καταλάβουμε, ότι η σκέψη μας, η αγάπη μας ο νόστος μας, είναι πια μια χαμένη ουτοπία, η πέτρινη γη μας, το ξερο- χωράφι μας, δεν υπάρχουν πια, το κυπαρίσσι κόπηκε, η ελιά ξεράθηκε.
Η μόνη μας ελπίδα έρχεται μαζί με τα γεράματα, είναι αυτά που θα σβήσουν την αγωνία μας, σε έναν τόπο που εμείς δεν γεννηθήκαμε, σε έναν τόπο που μας έριξε η μοίρα, σε έναν τόπο που θα γίνει ο στερνός μας τόπος. Μείναμε όμως έλληνες, έτσι όπως φύγαμε, θα μου πείτε γιατί το λέω, γιατί το γράφω μα από φόβο για να μην επαναληφθεί η ιστορία μας, στις καινούργιες γενιές ελλήνων.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Bronx, New York