
* * *
-Καλημέρα σας κυρ αστυνόμε, αυτό εδώ σας το στέλνει ο θειος μου,
-Α! μάλιστα παιδί μου, κάθισε, να ρωτήσω κάτι; Πως από τα μέρη μας, δηλαδή εννοώ τι σε έφερε στα νερά μας; Με συγχωρείς για την ερώτηση αλλά θέλω να σε βοηθήσω, δηλαδή τα χαρτιά σου, είσαι κανονικά στη χώρα μας;
-Μα βεβαίως! Είπα.
-Θα ήθελα να δω τα χαρτιά σου.
-Ορίστε το διαβατήριό μου, είναι εν ισχύ.
-Αυτό είναι άχρηστο για εμένα, δεν έχεις κάτι άλλο;
-Γιατί είναι άχρηστο; Διαμαρτυρήθηκα
-Δεν έχεις θεώρηση βίζα παραμονής στην Ελλάδα.
-Έχω το πιστοποιητικό γέννησής μου.
-Ταυτότητα έχεις;
-Έχω, ορίστε!
-Μα αυτή λέει ότι είσαι κάτοικος άλλης χώρας.
-Έχω πράσινη κάρτα του στρατού, ως έφεδρος.
-Όχι, όλα άχρηστα είναι.
Είχα αρχίσει να θυμώνω το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι,
- είμαι γιος του Πέτρου αδελφού του θείου μου.
-Μπορείς να το αποδείξεις ότι είσαι νόμιμο παιδί από νόμιμο ορθόδοξο γάμο;
-Νόμιμο ναι, ορθόδοξο όχι.
-Το νόμιμο δεν ισχύει αναδρομικώς, λογίζεσαι λαθραίος δεν σε βάζω φυλακή γιατί γνωρίζω τον θείο σου.
-Μα δεν ξέρετε τι λέτε είμαι ναυτικός πλήρωμα σε βαπόρι, που βρίσκεται στο λιμάνι.
-Α! ρε πατέρα που μ’ έστειλες.
Μια φωνή ακούστηκε:
- Φύγε γιε μου φύγε, αυτή δεν είναι η πατρίδα που άφησα. Σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό, ένα σύννεφο περνούσε, έμοιαζε με σγουρομάλλη άντρα, κατάλαβα ήταν ο πατέρας, δυο δάκρυα κύλησαν απ’ τα μάτια μου, ένοιωσα την πικράδα τους, συνήλθα, θυμήθηκα τον πατέρα που δάκρυζε όταν θυμόταν την πατρίδα του, φοβήθηκα μην επαναληφθεί η ουτοπική ιστορία του και βιάστηκα να φύγω.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης