
Το βασίλειο του ήλιου σε όλη του την λαμπρότητα, που και που κάνα συννεφάκι έκανε τον περίπατό του στο γαλάζιο στερέωμα μέχρι που άρχιζε να φυσά ο Μαΐστρος οπότε εξαφανιζόταν. Η θάλασσα γαλαζοαίματη σα να ήταν νέκταρ των Θεών αλλά για εμάς τους θνητούς δεν ήταν νέκταρ αλλά μια απόλαυση το τσαλαβούτημα στην αγκαλιά της. Οι νύχτες φεγγαρόλουστες, τα τριζόνια ακουγόταν που και που, τα τζιτζίκια κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου, περιμένοντας την ανατολή του ήλιου για να αρχίσουν να τραγουδούν, από κάπου όχι από πολύ μακριά ακουγόταν η μονότονη φωνή του γκιώνη.
Μόλις έπεφτε το σκοτάδι, άρχιζε το λυπητερό του μονότονο κλάμα βρίσκοντας καταφύγιο στα γειτονικά ερείπια ή σε κανένα δένδρο προσπαθώντας με τα μάτια της νύχτας να καταλάβει αν υπήρχε ζωή εκεί τριγύρω του, χαρούμενος που το δικό του βασίλειο επεκτείνονταν στα τόσα πολλά μισογκρεμισμένα άδεια σπίτια που του είχαν αφήσει, αυτοί που είχαν φύγει, αυτοί που ποτέ δεν γύρισαν, μα κι αυτοί που ταξίδεψαν το μοιραίο ταξίδι προς τον Αχέροντα.
Από το βουνό ακουγόταν υπόκωφα κουδουνίσματα, λες και ήταν Θεϊκή συναυλία, ανακατεμένα με μακρόσυρτα αλυχτίσματα σκύλων, φυλάκων στα κοπάδια αιγοπροβάτων.
Ολόκληρη η περιοχή εγκαταλειμμένη, άδεια σπίτια, ετοιμόρροπα να συντριβούν σαν χάρτινος πύργος.
Εκεί κοντά έχω και το φτωχικό το σπίτι μου το πατρικό, εκεί που πρωτάνοιξα τα μάτια μου. Η σκηνή με γέμισε νοσταλγία έστω κι ας έχει χαθεί η ανθρώπινη επικοινωνία τα γέλια των παιδικών μου χρόνων η αγάπη και η στοργή των συνανθρώπων μας. Απίστευτη η ερήμωση του τόπου μου, οι κινούμενες οπτασίες στις νυχτερινές ατελείωτες ώρες μοιάζουν σα φαντάσματα όπου έχουν έρθει από έναν κόσμο του υπερπέραν. Έχουν καταλάβει αυτά που αφήσαμε εμείς, μα και όσοι έφυγαν για ένα υποσχόμενο Νιρβάνα, ή για ένα καινούργιο El Dorado .
Στην σιγαλιά της νύχτας μια σαύρα κατάλαβε το παράπονό μου κι ερχόταν κάθε βράδυ να μου κάνει παρέα, μαζί με την αράχνη. Πέρναγε κάτω απ το κατώφλι της κλειστής πόρτας κι ανέβαινε πάνω στην οροφή ακριβώς δίπλα από το φως της πισινής εισόδου, καρτερούσε κι έτρωγε όλα τα ζωύφια που έλκυε η λάμπα του φωτός. Όταν άκουγε θόρυβο έτρεχε και κρυβόταν, αποφάσισα να μην την ενοχλώ μια και ήταν ότι έχει απομείνει στα ερείπια που κάποτε ανθούσε η ανθρώπινη παρουσία.
Το σούρουπο φάνηκαν στην αυλή κάτι κινούμενα ξερά φύλλα, έτρεξα τα σκούντησα ένας σκαντζόχοιρος έκανε τον περίπατό του… τον καλωσόρισα.
Βρισκόμουν στην αυλή μου όπου έχει ερημώσει, πατούσα το χώμα εκεί όπου πρωτόπαιξα «αμάδες» τα παιδικά μου παιχνίδια χαραγμένα στη σάρκα του τότε χώματος, σε μια Ελληνική επαρχία όπου σήμερα οι άνθρωποι κάτοικοι είναι σπάνιο είδος, τείνουν προς εξαφάνιση, τα Μαρκάτα το χωριό μου, πως κατάντησε έτσι;
Από το βουνό ακουγόταν υπόκωφα κουδουνίσματα, λες και ήταν Θεϊκή συναυλία, ανακατεμένα με μακρόσυρτα αλυχτίσματα σκύλων, φυλάκων στα κοπάδια αιγοπροβάτων.
Ολόκληρη η περιοχή εγκαταλειμμένη, άδεια σπίτια, ετοιμόρροπα να συντριβούν σαν χάρτινος πύργος.
Εκεί κοντά έχω και το φτωχικό το σπίτι μου το πατρικό, εκεί που πρωτάνοιξα τα μάτια μου. Η σκηνή με γέμισε νοσταλγία έστω κι ας έχει χαθεί η ανθρώπινη επικοινωνία τα γέλια των παιδικών μου χρόνων η αγάπη και η στοργή των συνανθρώπων μας. Απίστευτη η ερήμωση του τόπου μου, οι κινούμενες οπτασίες στις νυχτερινές ατελείωτες ώρες μοιάζουν σα φαντάσματα όπου έχουν έρθει από έναν κόσμο του υπερπέραν. Έχουν καταλάβει αυτά που αφήσαμε εμείς, μα και όσοι έφυγαν για ένα υποσχόμενο Νιρβάνα, ή για ένα καινούργιο El Dorado .
Στην σιγαλιά της νύχτας μια σαύρα κατάλαβε το παράπονό μου κι ερχόταν κάθε βράδυ να μου κάνει παρέα, μαζί με την αράχνη. Πέρναγε κάτω απ το κατώφλι της κλειστής πόρτας κι ανέβαινε πάνω στην οροφή ακριβώς δίπλα από το φως της πισινής εισόδου, καρτερούσε κι έτρωγε όλα τα ζωύφια που έλκυε η λάμπα του φωτός. Όταν άκουγε θόρυβο έτρεχε και κρυβόταν, αποφάσισα να μην την ενοχλώ μια και ήταν ότι έχει απομείνει στα ερείπια που κάποτε ανθούσε η ανθρώπινη παρουσία.
Το σούρουπο φάνηκαν στην αυλή κάτι κινούμενα ξερά φύλλα, έτρεξα τα σκούντησα ένας σκαντζόχοιρος έκανε τον περίπατό του… τον καλωσόρισα.
Βρισκόμουν στην αυλή μου όπου έχει ερημώσει, πατούσα το χώμα εκεί όπου πρωτόπαιξα «αμάδες» τα παιδικά μου παιχνίδια χαραγμένα στη σάρκα του τότε χώματος, σε μια Ελληνική επαρχία όπου σήμερα οι άνθρωποι κάτοικοι είναι σπάνιο είδος, τείνουν προς εξαφάνιση, τα Μαρκάτα το χωριό μου, πως κατάντησε έτσι;
Τα αγκωνάρια του σπιτιού του προπάππου μου, αν κι ερειπωμένα από τους σεισμούς, με κοιτούν ειρωνικά, οι ρίζες τους πέτρες κακοτράχαλες. Του παππού μου τα χωράφια χέρσα εγκαταλειμμένα, του πατέρα μου το σπιτικό, γι’ αυτό που μόχθησε μια ζωή έρημο το έχουν καταλάβει οι αράχνες και τα άλλα ζωύφια, τεσσάρων γενεών όνειρα, ριζωμένα σε μια Πύλαρο όπου βλέπει να χάνονται οι ελπίδες της να ξανα-αγκαλιάσει τα παιδιά της, αυτά που έφυγαν ψάχνοντας για ένα El Dorado, κι αυτά που περιμένοντας τη βοήθεια τους, τα πρόλαβε ο χρόνος και τα έθαψε σε τόπο χλοερό.
Έτσι κάθε φορά που γυρίζω στις ρίζες μου, τρέχουν να με προϋπαντήσουν ότι υπάρχει, οι σαύρες, σαμιαμίδια, οι αράχνες, οι σκαντζόχοιροι, τα τζιτζίκια, τα πουλιά, ακόμα και ποντίκια…
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Γαβριήλ Παναγιωσούλης